Κεφάλαιο 7ο
Βουνό & Θάλασσα
23.6.2019
▬▬▬▬▬
ΜΕΤΆ ΑΠΌ ΠΟΛΛΕΣ σβούρες στον ύπνο της, γέλια με τον εαυτό της ήταν έτοιμη ήδη στις οκτώ το πρωί, το είχε πάρει απόφαση να αλλάξει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την διάθεση της και όντως το είχε κάνει πράξη έχοντας ψηλά το κεφάλι της, έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε τορπιλη που είχε ετοιμαστεί για τα μέτρα της από τον Γιανγκ. Δηλαδή γύρω στο 1,65.
Καυγασε στον πρωινό αυτοσαρκασμό της και έχοντας την τσάντα ώμου της γεμάτη κατέβηκε ήρεμα με το ασανσέρ, βέβαια είχε μια ελάχιστη φοβία πως θα έφευγαν χωρίς εκείνη μιας και η Κιμικο της είχε αφήσει μήνυμα στον τηλεφωνητή να ετοιμάσει βαλίτσες. Η βαλίτσα της ήταν έτοιμη από το χθεσινό βράδυ, πριν ακριβώς βγει έξω μπήκε στον πειρασμό να πάρει κατι από το δωμάτιο.
Η ψυχολογία και ο νόμος το λένε κλοπή εκείνη προτιμούσε τον εκλεπτυσμένο όρο του σουβενίρ, αντε μια ψυχή που ήταν να βρει έτρεξε στο μπάνιο και έχωσε στην βαλίτσα της το κρεμοσαπουνο και το σακουλάκι με τα φυστίκια από το ψυγείο, τα καταχωνιασε στον πάτο της βαλίτσας και άλλη μια φορα έριξε μια ματιά στον καθρέπτη ακόμη κατακόκκινη από το κάψιμο και σκασμένα από την αφυδάτωση μάλλον χείλη. Κάθε φορα που θα χαμογελούσε θα της θύμιζαν ότι δεν έπινε αρκετό νερό.
Στο λόμπι περίμενε η Κιμικο, η παρουσία της ήταν πληθωρική όπως η πρωινή της κολόνια, το δέρμα της λαμπερό από τα προϊόντα ομορφιάς τα φρύδια της καλό σχηματισμενα κάνοντας κάθε έκφραση της δέκα φορές πιο έντονη. Κάπου είχε ακούσει πως τέτοιες υπερβολές έκρυβαν μειονεξιες και σύνδρομα χαμηλής αυτοεκτίμησης, στην περίπτωση της Κιμικο όλα θα ήταν μύθοι.
Οι αποσκευές της ήταν ήδη φορτωμένες στο αυτοκίνητο που περίμενε στην είσοδο, όσα θαύματα και να έκανε το μακιγιάζ τα μάτια της έμοιαζαν κόκκινα με μικρά στίγματα. Ήθελε να την ρωτήσει αν είχε κλάψει αλλά η απάντηση ήταν ολοφάνερη και η ερώτηση σε επίπεδο ανοησίας θα χτύπαγε το εκατό, κάπως έτσι αποφάσισε να μην μιλήσει για αυτό, ακόμη και αν η κατάσταση γινόταν αφόρητη με εκείνην να παρακολουθεί μια κατάσταση χωρίς στοιχεία πάρα μόνο εκρήξεις συμπεριφοράς.
« Ελα θα χάσουμε το τρένο, περιμένουν » είπε βιαστικά και ξερά, δεν είπαν σχεδόν τίποτα άλλο πέρα από αυτό, η Εκάτη είχε το μυαλό της ακόμη στο τηλέφωνο και τον καφέ που δεν προλάβαινε να πιει. Όταν ο φρουρός Λι την καλημερισε αφηρημένα χαμογελασε και μπήκε πίσω στο γνωστό τζιπ της πρώτης μέρας. Ο χωρος του αυτοκινήτου ήταν τόσο δροσερος που με ανακούφιση έκατσε στο κάθισμα, ο ωμός της ακούμπησε αυτόν του prada και γύρισε απότομα να την κοίταξε.
Παρολίγον να ξεχάσει τι έγινε χθες το βράδυ και έτσι γύρισε αλλού κατευθείαν το κεφάλι της μαζεύοντας τον ώμο της. Ο Γιανγκ ήταν εκεί παρόλα αυτά, οι απειλές του ήταν μόνο απειλές ενώ ισχυρίζονταν πως θα έφευγε την επόμενη μέρα, την κατακεραυνωσε με το βλέμμα του και μουρμουρησε κάτι ασυναρτησίες.
Στο μπροστά κάθισμα καθόταν ο Χιου Τζεν που γύρισε και χαμογελασε και στους δύο « Αω το βουνό και η θάλασσα συναντώνται, καλημέρα πως αισθάνεσαι;» το βουνό και η θάλασσα δεν έλεγε τίποτα η Εκάτη χαμογελασε θαρρετά σηκώνοντας το κεφάλι της μπορούσε να δει με την περιφερειακή όραση της τον Γιανγκ που κυριολεκτικά την κοιτούσε κατάμουτρα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή να την αρχίσει στα βρισίδια.
Παρόλα αυτά ήταν παρών ο Τζεν τα πράγματα θα ήταν καλά όσο χαμογελούσε ; Δεν ήταν καθε φορά το ίδιο, έγερνε λιγάκι το κεφάλι του για να ψάξει και το δικό της βλέμμα, δεν βιαζόταν να μιλήσει, ήταν σαν το μόνο σημείο που το ενδιαφέρον της ωρίμαζε, ήθελε να μάθει για εκείνον, τι μουσική άκουγε, τι ταινίες έβλεπε, που του άρεσε να πηγαίνει όταν βαριέται.
« Περίφημα» ο Γιανγκ δίπλα της σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του σπρώχνοντας την επίτηδες με τον αγκώνα του, οι κολόνιες των δύο αγοριών, η μυρωδιά καφέ, μέντας και καινούργιου υφάσματος ήταν αναμφίβολα απρόσμενα χαλαρωτικές, ο Τζεν στήριξε το κεφάλι του στον ώμο της δερμάτινης θέσης κάνοντας ένα χαριτωμένο μορφασμο « Τι τρέχει με εσάς τους δύο ε; Γιανγκ αυτό δεν είναι ευγενικό» είπε δεικτικά κοιτώντας τον αγκώνα του που έσπρωχνε αμυδρά τον ώμο της, ο Γιανγκ γύρισε ξανα το κεφάλι του προς το μέρος της και φυσιξε μια τούφα των μαλλιών της.
« Θες χαστούκια πρωινιατικα; » φώναξε και έκπληκτη σταύρωσε και εκείνη κατά μίμηση τα χέρια της και έσπρωξε τον αγκώνα του « Ναι τι; θα πασαληψεις στα μούτρα μου;» ύψωσε την φωνή του και η Εκάτη θέλησε να καλύψει τα λόγια του προκειμένου να μην ακούσει ο Τζεν έτσι άρχισε να φωνάζει λέγοντας ακατανόητες συλλαβές « Έχω δυσανεξία στο γάλα κόντεψα να πεθάνω!» είπε πάνω από την φωνή της δυνατότερα και ενώ ήταν και οι δύο απτόητοι ο Τζεν βγήκε από το αυτοκίνητο.
« Να χάρηκες τώρα;» αντιγύρισε και του εκσφεδωνισε μια φαρμακερή ματιά και τίναξε τον ώμο ως ένδειξη διαμαρτυρίας « Ναι έκοψα τις ζαχαρες σας συγνώμη, εσύ άρχισες να ουρλιαζεις » ο Γιανγκ ακούμπησε το χερούλι από την άλλη μεριά να βγει έξω και η Εκάτη πρώτη άνοιξε την πόρτα της « Α μην κάνεις τον κόπο» μουρμουρησε και ένα βλημα στο τέλος που μάλλον δεν άκουσε.
Στα σκαλιά ήταν καθισμένος ο Τζεν και μιλούσε με την Κιμικο που ήταν τόσο φανερά πικραμένη, κρατούσε τα γόνατα της και για μια ατελείωτη στιγμη που καθόταν εκεί της φάνηκε πως έκλαιγε. Ο Τζεν της χαϊδεψε το κεφάλι και γυρνώντας απαλά τον ώμο της, την οδήγησε στην αγκαλιά του.
Άργησε να αντιδράσει γιατί από την μία ήθελε τόσο πολύ να πάει να βοηθήσει με όποιο τρόπο μπορούσε χωρίς να ρωτήσει τίποτα ίσως απλά να σταθεί και εκείνη εκεί λιγότερο αμήχανη από το να παρακολουθεί από μακριά με μια στερνή ζήλια για το πόσο όμορφα και αξιοπρεπή ο Τζεν ακουμπούσε την Κιμικο.
Ήταν ρομαντικό και όμορφο αλλά και ήλιθιο έκανε ανόητα σενάρια που από την μία την έκανε να αισθάνεται σαν να ήταν εκτός συναγωνισμού, τι είχε πρόβλημα προσοχής; ήταν πολύ μικροψυχο να ζητά όλη την προσοχή ενός άλλου ατόμου που δεν την ήξερε. Αντί να σκεφτόταν τον εαυτό της έπρεπε να ανησυχεί για την Κιμικο, δεν ήταν η εργασία, δεν ήταν αυτό, όλοι ήταν στην τσίτα και η Λουν άφαντη.
Τι και αν η Λουν είχε φύγει χωρίς να πει τίποτα, εάν είχε πει στον Γιανγκ θα το ήξερε; Πως χθες το πρωί όλα ήταν τόσο ήρεμα στην αγορά; Τι είχε μεσολαβήσει; Εάν δεν μπορούσε να δώσει λύση στα δικά της προβλήματα γιατί βιαζόταν να μαθει και να λύσει των άλλων;
Υπήρχε μια διακριτη τυπικότητα μια οριακή ψυχρότητα απέναντι της που όσο και αν προσπαθούσε να αγνοήσει γινόταν τόσο αισθητή από ώρα σε ώρα. Φυσικά και δεν θα έπρεπε να είχε απαίτηση να εμπλέκεται και να ψάχνει τα προσωπικά των άλλων. Αλλά χρειαζόταν κάτι να έρθει πιο κοντά τους, να τους μιλήσει για κάτι εκτός από την εργασία. Αυτό ονομάζεται μάλλον ανάγκη καποιου να ανήκει κάπου, ειδικά σε ένα μέρος που δεν γνώριζε. Αυτό που της έλειπε ήταν εκείνη η οικειότητα που έχουν οι εστω και οι κατά ένα βαθμό γνωστοί.
Δεν το περίμενε έτσι και συνεχώς αισθανόταν την απογοήτευση να την τσιμπάει ενοχλητικά στο στήθος όπως η Κιμικο γερμενη στον λαιμό του Τζεν. Υπάρχουν μερικά συναισθήματα τόσο αχαλίνωτα και γυμνά από ανωτερότητα όπως η παιδική ζήλια, ήρεμα μπήκε ξανά στο αυτοκίνητο και έκατσε στην θέση της.
Ήταν στον κόσμο της και έριχνε ματιές από το παράθυρο της, η πλάτη της Κιμικο ανασηκωνονταν γιατί έπρεπε να κλαίει με λυγμούς. Ο Γιανγκ δεν της μιλησε γιατί άκουγε μουσική κοιτώντας από την αντίθετη μεριά, την δυνατή μουσική που μπορούσε να ακούσει και εκείνη μιας και ήταν δίπλα του.
Βυθίστηκε στο κάθισμα της και ακούμπησε το κινητό της τηλέφωνο που ήταν μέσα στην τσέπη της, μια διαρκής επιμονη και επίπονη θυμιση πως έπρεπε να τηλεφωνήσει στο σπίτι της. Ήταν πολύ νωρίς και ήθελε πολύ να πάει σπίτι της. Ήθελε πολύ να δει τις φίλες της και μείνει στο σαλόνι του σπιτιου της ακούγοντας τις ατελείωτες συζητήσεις του μπαμπά της με τον Αρίων.
Όταν ο Γιανγκ σκουντηξε λίγο τον ώμο της και γύρισε να κοιτάξει προς την μεριά του είχε κρεμάσει το ένα του ακουστικό στον ώμο της, δεν ήθελε να ρωτήσει κάτι που θα ξεκινούσε καβγά και έτσι το έφερε στο δεξί της αυτι. Τι ήταν αυτό στα καλά καθούμενα; Φοβήθηκε πως μάλλον θα ξεκουφαθει για αυτό διστακτικά έκατσε πίσω και έκπληκτη κατάλαβε πως η μουσική που άκουγε ο Γιανγκ ήταν κλασική.
Δεν είχε ιδέα τι κομμάτι ήταν αυτό μιας και η μουσική δεν ήταν το δυνατό της σημείο. Κατεπνιξε την παρορμηση της να χαμογελάσει και έτσι προσπάθησε να συγκεντρωθει στο μουσικό κομμάτι που μπορούσε να ακούσει κάτι παραπάνω από ένα πιάνο. Η πλάτη της ανατρίχιαζε κάθε φορά που οι νότες γινόνταν πιο ψηλές, ήταν τόσο νοσταλγικες και της θύμιζαν ταινία δεκαετίας πενήντα, κάποια θλιμμένη σονετα γραμμένη αργά το μεσημέρι ύστερα από μια συναισθηματική κατρακύλα.
Ακόμη της θύμιζαν διακοπές, κάτι σαν σαββατοκύριακο σε εξοχή με ταξιδευτές, της θυμιζε τόσα πράγματα που σύντομα συνειδητοποιησε πως δεν ήταν ανάμνηση από κάτι ήταν παραμονο μια πλησμονικη φαντασίωση πραγμάτων που ήθελε να ζήσει. Το βρήκε αναζωογόνητικα όμορφο και δεν της φάνηκε δύσκολο να το παραδεχτεί, ήταν παράδοξο πως της άρεσε τόσο πολύ να φαντάζεται πράγματα για τον εαυτό της κάπου μακριά μαζί με άλλους ανθρώπους ή με κάποιον άλλο συγκεκριμένα.
Φυσικά στο μυαλό της μπορούσε να της αρέσει ο Χιου Τζεν όσο ήθελε με εκείνη την παιδική άγνοια και χαρά που διαθέτει ο καθένας όταν δεν γνωρίζει αληθινά τον άνθρωπο που έχει απέναντι του. Γύρισε διακριτικά το βλέμμα της στον Γιανγκ αντε συγνώμη βλημα για χθες σκέφτηκε και αισθάνθηκε απρόσμενα άβολα, τα σκουρα καστανά μαλλιά του ήταν μπλεγμένα σε ένα σημείο, θα τολμούσε να πει ότι το έβρισκε κάπως χαριτωμένο .
« Έχεις ακουστά την περιφερειακή όραση; την διακριτικοτητα;» της είπε αξαφνα τόσο ενοχλημένος κοιτώντας ευθεία μπροστά « Όχι ξέρω μόνο για την ελευθερία να κοιτάζω ότι μου αρέσει» το μετάνιωσε κατευθείαν αυτό που είπε γιατί δεν της πήρε πολύ χρόνο να καταλάβει τι ακριβώς είχε αφήσει τον άλλο να καταλάβει. Ο Γιανγκ την κοίταξε έκπληκτος με τα φρύδια του να έχουν σμιξει « Καλό και αυτό » τραβηξε απότομα το ακουστικό από το αυτί της και τραβήχτηκε στην άλλη μεριά του αυτοκινήτου ακούγοντας μόνος του μουσική, βλημα μουρμουρησε χωρις ενοχές.
▬▬▬▬▬
CONCEPT : SUNRISE BRIDGES CHARACTERS AS TEXTS & POSTS
Prada (YOUNG)
HECATE
KIMIKO
CHA LOUN
HUGH JEN
BO-RA
JEAMIN
YANJIN
NORA
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro