Κεφάλαιο 12ο
Ριγας και Ντάμα
25.6.2019
▬▬▬▬▬
ΉΤΑΝ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ τους βράδυ στην Σιγκαπούρη και όλα άρχιζαν να γίνονται λιγότερο χεκτικα, στον δρόμο τους πίσω ο Χιου Τζεν ήταν τόσο καλοδιαθετος και συχνά άλλαζε σταθμούς στο ραδιόφωνο, χαμογελούσε μόνη της στο πίσω κάθισμα προσέχοντας να μην την πιάσει ο Γιανγκ από τον καθρέπτη. Η Κιμικο δίπλα της κοιτούσε έξω από το παράθυρο αφηρημένη, τι περνούσε από το μυαλό της; Η Λουν; το χέρι της πάνω στην Λουν ενώ περπατούσαν χθες στην παραλία; Τι κρίμα που το δικό της παραμύθι ήταν κατά κάποιο τρόπο το βασανιστήριο κάποιου άλλου, προσπαθούσε πολύ να μην κοιτάει τον Γιανγκ, να μην παρατηρεί καθόλου την αλληλεπιδραση ανάμεσα τους.
Ήταν αδύνατον όταν η Κιμικο του κυρισε έναν υποτιθέμενο ψυχολογικο πόλεμο για κατι που δεν έφταιγε εκείνος, εάν δεν τον ήθελε γιατί απλά δεν του το έλεγε; ήταν σκοτσέζικο ντους ή σχέση τους; ζέστη δεν ήταν ποτέ από την πρώτη μέρα που ήρθε « Αηδία άλλαξε το» έλεγε τακτικά ο Γιανγκ στον Τζεν που αμέσως γελούσε « Κακες αναμνήσεις;» τον πειραξε ο Τζεν και ο prada άνοιξε προειδοποίητικα τα μάτια του. Ο Χιου Τζεν ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο του καθίσματος « Εκάτη ξες ότι ο κύριος από εδώ μισεί την ροκ επειδή τον είχε πλακώσει ένας στο γυμνάσιο που ήταν ροκάς;» ο Γιανγκ οριακά έβγαλε μια έξαλλη αναρθρη κραυγή και πάλευε να κρατήσει το βλέμμα στον δρόμο.
Η Εκάτη μπόρεσε πολύ εύκολα να το φανταστεί, κάποιον να πλακώνει στο ξύλο αυτό τον κακομαθημένο, γέλασε και του έριξε μια παρατεταμένη ματια « Αναμενόμενο» η Χιου Τζεν γέλασε και έδειξε το δεξί μάγουλο του Γιανγκ « Κυριολεκτικά του μαύρισε το καλό προφίλ του, είχε έναν μωλωπα για τρεις εβδομάδες και –» ο Γιανγκ έβαλε τις φωνές ξεσηκώνοντας το κόσμο « Ε! Ε! Τζεν βγάλε τον σκασμο!» η Εκάτη γέλασε και στήριξε το κεφάλι της στον ώμο της θέσης του Γιανγκ « Κοίτα έναν άνδρα τς τς, γιατί σε πλάκωσε;» ο Γιανγκ που είχε γίνει κατά κόκκινος ακόμη και στο μέτωπο διαμαρτυρηθηκε με μια ακαταλαβιστικη ορμή.
« Με ενοχλούσε ενταξει ήμουν καχεκτικος τότε» ενώ τώρα. Ο Τζεν χαμογελασε « Και τότε ήρθε ο Γιαντζιν και εγώ, είπα ότι θα καλούσα τον διευθυντή μέχρι τότε ο Γιαντζιν είχε μαυρίσει το μάτι του ροκά, κανείς δεν ακουμπάει τον Γιανγκι μας » ο Γιανγκ καταντροπιασμενος γαυγισε ένα « Μην με λες έτσι» και στο τέλος χαμογελασε κοιτώντας έξω « Και μην μιλάς για αυτόν » η Εκάτη διασταυρωσε την ματιά της με αυτή του Χιου Τζεν, είχε κάποιο λόγο να είναι χαρούμενος, κάτι σκαρωνε σαν να αγνόησε σκόπιμα το τελευταίο που είπε ο Γιανγκ. Η αλήθεια ήταν πως είχε υποθέσει πως η παρέα τους είχε ακόμη ένα αγόρι με το οποίο ο Γιανγκ δεν θα τα είχε καλά πλέον.
Το ξενοδοχείο που δεν είχε προλάβει να αναλύσει χθες το βράδυ γιατί τα πάντα είχαν γίνει μέσα στην βιαση ήταν στην πραγματικότητα πολύ πιο εντυπωσιακο στον απογευματινό αφόρητο ήλιο. Η δροσιά της θάλασσας της έφερε άρα συγκαλα της, ακόμη και αν καρδιά της πονούσε πολύ ενώ δεν διέθετε καν κινητό τηλέφωνο. Πήρε όλο το θάρρος της και πλησίασε την ρεσιψιον, ζήτησε στα ελλειπή κινέζικα της αν θα μπορούσε να κάνει ένα τηλεφώνημα στο εξωτερικο. Η υπάλληλος με τον προσεγμένο κότσο απάντησε αρνητικά ενώ ο Γιανγκ δίπλα της έλαβε την κάρτα του δωματίου του. Δεν μπορούσε να ησυχάσει εάν δεν άκουγε έστω και για λίγα δευτερόλεπτα την φωνή της μητέρας της που ήταν το πιο εκνευριστικό πράγμα στον κόσμο νωρίς το πρωί όταν έπρεπε να σηκωθεί για το σχολείο.
Η φωνή της φαινόταν σαν όνειρο εκείνη την ώρα το μόνο πράγμα που ζητούσε απεγνωσμένα η καρδιά της « Ο Τζεν μου είπε να σου πω πως την δυση έχουμε μια μικρή συνάθροιση στην παραλία εάν θες δηλαδή, έλα;» της είπε η Κιμικο ακεφα και η Εκάτη αμέσως τον αναζήτησε με το βλέμμα της « Α είχε μια δουλειά θα έρθει σύντομα » της εγνεψε και παρακολουθησε πως η Κιμικο πήγε από τις σκάλες ενώ ο Γιανγκ σταμάτησε το ασανσέρ για να ανεβουν μαζί «Εη!» της φώναξε και εκείνη και τον κοίταξε τάχα αφελής « Είναι πιο γρήγορα» απάντησε στην μητρική της και ώθησε την Εκάτη να κάνει για μια ακόμη φορά κάτι που θα αποσπουσε την προσοχή του Γιανγκ.
Έτρεξε μέσα στο ασανσέρ τελευταία στιγμή και πίεσε με μένος το κουμπί του τέταρτου ορόφου, πόσες ακόμη ασυναρτησίες να έκανε μέσα σε μια μέρα για να εξομαλύνει τις τύψεις της; ο Γιανγκ δυσανασχετησε ακουμπωντας την πλάτη του πίσω, δεν έδειχνε να νοιάζεται αλλά ήταν σταναχωρημενος έτσι καταλάβαινε εκείνη « Είσαι συνεχώς μπροστά μου καταντά εκνευριστικό » η Εκάτη η ήρεμη Εκάτη γινόταν τοσο θυμωμένη κάθε φορά που κυριολεκτικά άνοιγε το στόμα του να ανασάνει.
« Σκασε » μουρμουρησε κουρασμένη και ο Γιανγκ καθάρισε νευρικά τον λαιμό του, κοιτούσε στα πλάγια την Κιμικο να ανεβαίνει την σκάλες « Λοιπόν, θα έρθεις το βράδυ;» ρώτησε απολύτως φυσιολογικά πλήρως αξαφνα και κοιτούσε εντελώς αλλού, διαδοχικά το ταβάνι με τον καθρέπτη « Ο Χιου Τζεν είπε την δυση» της άστραψε μια ενοχλημενη ματια « Ναι αυτό, ναι ή όχι » καπως έτσι είχε ξανεμιστει η ομαλότητα της συμπεριφοράς του πριν λίγο « Δεν έχω όρεξη » μουρμουρησε τόσο ειλικρινά και της έριξε μια στενή ματια, μια προσμονη να ακούσει τον λόγο και μέσα στην απελπισία της θα του έλεγε αν δεν ήταν τόσο νοητικά καθυστέρημενος.
« Γιατί;» ρώτησε κοφτά ισα ισα να το ακούσει εκείνη « Δεν θελω να σου πω » ήξερε πως τον απογοήτευσε με αυτή την απάντηση « Δεν με ένοιαζε έτσι και αλλιώς » ήταν λες και είχε βρει το σημείο που τον χτυπουσε κατευθείαν στα νεύρα και το πατούσε ανεξέλεγκτα, βγήκε από το ασανσέρ πρώτος φουριόζος αφήνοντας να σκέφτεται πως καλά έκανε και δεν του είπε τίποτα απολύτως.
Έχοντας σαν μια πικρή γεύση στο στόμα της μπήκε στο δωμάτιο της και βούτηξε απευθείας στο κρεβάτι της, η ημέρα δεν είχε τελειώσει ακόμη θύμιζε τακτικά στον εαυτό της και τα βλέφαρά της ετρεμαν από την σύγχυση, ήθελε να πάει πίσω γιατί ήθελε να δει τους γονείς της, με ποιο αεροπλάνο; Το πρώτο από εκεί; Θα είχε ξανά τέτοια ευκαιρία στην ζωή της να σπουδάσει κάπου αλλού; Θα το μετάνιωνε όσο τίποτα άλλο στην ζωή της εάν έφευγε; Καταπτοημενη σκέπασε με τα χέρια της το κεφάλι της, όλα ήταν ένα ασημαζευτο χαλι και κάθε της κίνηση ήταν χειρότερη από την προηγούμενη, εάν δεν ανακαλύπτε το ζήτημα της Λουν δεν θα είχε καμία ευαισθησία απέναντι στο βλημα που είχε για αδερφό.
Και μέσα σε όλα ήταν εκεί ο Τζεν κάνοντας της να ξεχνιέται. Δεν ήθελε να βρίσκεται ανάμεσα στην παρέα τους, παρά το τσίμπημα ζήλιας της για το πόσα είχαν μοιραστεί εκείνοι σαν παρέα εκείνη δεν είχε καμία θέση εκεί και όσο να να προσπαθούσε δεν ήταν δουλοπρεπης ο χαρακτήρας της. Κάτι τέτοιες ώρες σε κρίσεις αυτοπεποίθησης έπαιρνε τηλεφωνο την Καιτλιν και βλαστημαγαν μέχρι να κουράσουν, ύστερα έκαναν βιντεοκληση και έτρωγαν παγωτό. Αυτου του είδους φιλία ήταν πολύ απλή και περιεκτική στο μυαλό της, ανύπαρκτα μυστικά γιατί οι ζωές τους ήταν οριακά αδιάφορες, πολύτιμος χρόνος και πολλές συζητήσεις.
Η πίεση στο στήθος της δεν ξεφουσκωσε ούτε μετα το μπάνιο της έκατσε ξανά στο κρεβάτι της και έκλεψε μια ματιά από την βαλίτσα της, ρούχα κουβαριασμενα και η βούρτσα των μαλλιών της κάτω από το κρεβάτι της, αύριο θα πήγαινε στο πανεπιστήμιο όλα τα έπαυαν να είναι τόσο ανοργάνωτα. Δεν ήταν ο εαυτός της και λιμοκτονουσε παρόλο που είχε φάει τον αγλεωρα το μεσημέρι, χάρηκε που οι διπλανοί έλειπαν. Έτσι θα μπορούσε να κοιμηθεί με την ησυχία της, δεν την απασχολουσε τόσο η συνάθροιση στην παραλία μέχρι την στιγμή που σκέφτηκε πόσο ήθελε να δει τον Τζεν ενώ δεν είχαν περάσει ούτε δύο ώρες από την τελευταία φορά που μίλησαν στο αυτοκίνητο.
Τι κατάντια και αυτή να σέρνει τον εαυτό της κάπου που δεν ήθελε, βρέθηκε σε γιγάντια αντιπαράθεση με αυτό που ήθελε και αυτό που έπρεπε να κάνει. Έκατσε ήσυχα στην γωνία του κρεβατιού της και προσπάθησε να ανακαλύψει την μέση λύση. Ο πατέρας της κάπου κάπου της πετούσε ένα παν μέτρον άριστον όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι.
Μπορούσε να πάει και φύγει πολύ σύντομα, να δώσει το παρόν γιατί ο Τζεν την είχε καλέσει και να έφευγε με την πρώτη ευκαιρία για να κοιμηθεί. Κατέβηκε κάτω ακολουθώντας την διαδρομή που έκανε και χθες το βράδυ, ο κόσμος του ξενοδοχείου ήταν πολύ καλύτερος από το άλλο ξενοδοχείο που είχαν μείνει στην Ταϊλάνδη, πολλοί φρουροί και απίστευτη ηρεμία, όλες οι συζητήσεις ανάμεσα σε κυρίες με μουσελινες πουκάμισα και κυρίους με αερατα πόλο ήταν σε χαμηλούς τόνους.
Αυτό το ξενοδοχείο θα διάλεξε μάλλον ο prada, δεν ξεχείλιζε στην πολυτέλεια αλλά ήταν κάτι παραπανω από αξιοπρεπές και ανώτερο των περιστάσεων. Πήρε μια βαθιά αναπνοή και βγαίνοντας από την γυάλινη πόρτα που γυρνούσε σαν στροβιλος περιέφερε το βλέμμα της στην παραλία, η υγρασία σαν ένα ανοιχτό γαλάζιο σύννεφο είχε καθίσει πάνω από την ήρεμη θάλασσα, σε σχέση με το χθεσινό βράδυ ήταν ακίνητη και σε χρώματα ανοιχτού γυαλινου μοβ και ξεθωριασμενου μπλε, ο ήλιος εξαπλώνονταν ακόμη κάτω από τις στέγες, ήταν μια εικόνα σπάνια σε εκείνη και χάζεψε για λίγο στην θέση της, σκίασε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα, όλη η αλμύρα και η θερμότητα της άμμου θύμιζε όνειρο θερινής νυκτός.
Ο κόσμος διέσχιζε τα μικρά δρομάκια, παρέες καθισμένες στην άμμο, τραγούδια και η μυρωδιά φαγητού να εξανεμιζεται στην ατμόσφαιρα που γινόταν λιγότερο αποπνικτική ενώ πλησιαζε στην θάλασσα, η ψυχή της αισθάνθηκε τόσο ελεύθερη και εγκλωβισμένη την ίδια στιγμή, δεν μπορούσε να χαρεί.
Εξερεύνησε κάμποσα λεπτά την παραλία και δεν την πειραξε να περιπλανατε μόνη, κρατώντας τα αθλητικά της παπούτσια, δεν βιαζόταν να πάει στον προορισμό της και όταν ο ήλιος θάφτηκε πίσω από την κόψη του ορίζοντα και τα φωτάκια άναψαν κοίταξε πίσω της, εντόπισε πολύ γρήγορα τον Γιανγκ ήταν καθισμένος στην γωνία ενός μπαλκονιού με στέγη λευκών πανιών, γυάλινο πάτωμα, φυτά αναριχωμενο και ενώ τον είδε της φάνηκε πως εκείνος αμέσως στράφηκε αλλού σαν να τον τίναξε ρεύμα.
Τι περσονα και αυτή. Απογοητευτηκε που δεν είχαν σταθεί στην παραλία τελικά και είχαν επιλέξει το καλύτερο χώρο των εκλεκτών λεφταδων. Όταν χρειάστηκε να περπατήσει μέχρι εκεί ανέβηκε την σκάλα από την δεξιά μεριά και οι τρίχες στο πίσω μέρος του σβέρκου της έμειναν κάγκελο στο φύσημα του δροσερού βόριά. Ο χωρος που είχαν διαλεξει ήταν σαν κιόσκι στις Μαλβιδες, κεριά σε κάθε γωνιά και κλασική μουσική, οι κουρτίνες κινούνταν αέρινα προς τα μπρος, μύριζε σαν βανίλια και κρασί, τα αναριχωμενα φυτά ήταν μπλεγμένα με φωτάκια και το γυάλινο πάτωμα κοιτούσε σε έναν υπόγειο κήπο, η θέα κολλούσε την καρδιά στο στήθος της και εκεί ήταν ήδη η Κιμικο που όταν την αντιλήφθηκε σήκωσε το βλέμμα της.
« Α ήρθες» είπε άτονα σαν να μην της έκανε τελικά τόσο εντύπωση, ο Γιανγκ όμως με το πουκάμισο με τα λουλούδια απαίσια ενδυματολογικη επιλογή, σημείωσε νοητά έμοιαζε αποσβολομενος, κρατουσε ένα ποτήρι κρασί που ήταν κυριολεκτικά μισό άδειο « Εσύ τι ντύθηκες; » την ρώτησε κάνοντας ανάφορα στο μαύρο τζιν της και αργότερα τα παπούτσια της « Όρεξη που την έχεις» μουρμουρησε αδιάφορα και έκατσε σε ένα καναπεδάκι μισό μιζερη που δεν ήταν ακόμη εκεί ο Τζεν, η Κιμικο της γέμισε μέχρι τα μέσα ένα ντελικάτο ποτήρι με κρασί και της το πάσαρε χωρίς να πει κουβέντα.
Ως κατανόηση μάλλον στην ψυχρή μιζέρια ήπιε μια γουλιά και μορφασε αηδιασμένη, δεν ήταν ο τύπος του κρασιού παρόλα αυτά ήταν σε μια σύγχυση που ήθελε να σβήσει. Ακόμη και άν η μουσική έμοιαζε γαλήνια και μεθοδικα πειστική στα αυτιά της, έκανε την καρδιά της να χτυπαει δυνατά. Ήταν σαν να μην μπορούσε να αντέξει αυτή την ένταση που υπήρχε στον χώρο ή όποια δεν μπορούσε να διοχετευτει.
Όταν ο Χιου Τζεν ήρθε δεν ήταν μόνος « Κοίτα ποιοι ήρθαν!» φώναξε στην μητρική τους και οι σκάλες αποκάλυψαν πρώτα ένα κορίτσι, άγνωστο στην Εκάτη με κυματιστα καστανά μαλλιά που άγγιζαν το ύψωμα του στήθους της, το μακρύ λευκό φόρεμα της έκανε την φιγούρα της καλλίγραμμη, καλοστεκουμενη και κάθε σπιθαμή της παρουσίας της γεννούσε ονειδο στους γύρω της, πίσω της ήταν μια γνωστή φυσιογνωμία που κόντεψε να μην γνωρίσει γιατί το αγόρι από το τρένο με τίτλο οταν σκοτώνουν τα κοτσυφια είναι αρκετά διαφορετικός χωρίς τα γυαλιά.
Ήταν τόσο ψηλότερος από το κορίτσι που το κεφάλι της ερχόταν στον ώμο του. Το κρατούσε ένα μπορντό μπουκάλι κρασιού και χαμογελασε ελάχιστα σφιγμένα. Τι στο καλό γινόταν εκεί; Η Εκάτη άφησε παραμερα το ποτήρι της γιατί παρακολουθουσε τον Γιανγκ, έμοιαζε σοκαρισμένος και το γουρλωμα των τρελό ματιών του δήλωνε δύο πράγματα, είτε θυμό, είτε έκπληξη.
Αυτός πρέπει να ήταν ο Γιαντζιν και σίγουρα δεν ήταν σύμπτωση. Μπορούσε να είναι και τα δύο γιατί το στήθος του φούσκωσε, η Κιμικο ακόμη κοιτούσε έντονα τους δύο νεοφερμένους « Χρόνια και ζαμάνια Γιανγκι!» είπε το νέο κορίτσι που και χαμογελασε εκθαμβωτικα, ο Γιανγκ ήταν ανέκφραστος μέχρι την στιγμή που ο Χιου Τζεν τύλιξε το χέρι του στον ώμο του « Ελα ξεπαγωσε λιγάκι η Μπορά μας είναι πίσω, εφτά μήνες –» ο Γιανγκ έσπρωξε απότομα το χέρι του Χιου Τζεν και κοίταξε διαπεραστικα τον Γιαντζιν και την Μπορα « Ποιος κάλεσε αυτούς τους δύο;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro