Κεφάλαιο 4
<<Λοιπόν, δεν υπάρχει καμιά με αυτό το όνομα στο πανεπιστήμιο.>>
<<Είσαι σίγουρη;>>
<<Ναι, Matt. Ρώτησα τους πάντες και δεν την ξέρει κανένας,>> ακούστηκε η φωνή της Caroline από το τηλέφωνο.
Ο Matt περπατούσε στο δρόμο αρκετή ώρα και ασυναίσθητα είχε φτάσει στα όρια της πόλης.
<<Τότε ποια είναι και τι ήθελε από εμένα;>>
<<Δε ξέρω. Εγώ προτείνω να την ξεχάσεις. Μάλλον είχε πολλά προβλήματα ή δε ξέρω τι άλλο. Αλλά είσαι ασφαλής. Τουλάχιστον όσο μένεις στην πόλη. Άλλωστε αν ήταν κάποιο υπερφυσικό πλάσμα, δε θα μπορούσε να περάσει τα όρια, σωστά;>>
<<Σωστά.>>
Ο Matt συνέχισε να προχωράει, όμως δεν είδε πως είχε προσπεράσει την πινακίδα που έδειχνε το τέλος της πόλης.
Μια μαύρη φιγούρα τον άρπαξε και χάθηκαν σαν ο νεαρός άνδρας να μην είχε βρεθεί ποτέ εκεί. Μόνο το κινητό του έπεσε στο δρόμο. Η Caroline άκουσε έναν απροσδιόριστο ήχο και μετά το κινητό να πέφτει στην άσφαλτο.
<<Matt; Matt;>> φώναξε. <<Μίλα μου, Matt! Είσαι καλά; Mίλα μου, σε παρακαλώ!>> φώναζε.
Η Caroline βρισκόταν σε υστερία. Δεν ήξερε τι να υποθέσει αλλά όσο και να προσπαθούσε δεν θα της απαντούσε κανείς στο τηλέφωνο. Ο Matt είχε χαθεί και μαζί του και κάθε ίχνος για να τον βρουν...
Ήταν 4 τα ξημερώματα όταν η Sophia και ο James έφτασαν στον προορισμό τους.
<<Έχω να βρεθώ εδώ από το 1920.>>
Εκείνη δεν σχολίασε. Μόνο πήρε τα πράγματα τους από το αμάξι και κατευθύνθηκε στο διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει.
Η πόλη κοιμόταν. Αλλά όχι όλοι οι κάτοικοι της.
<<Σου το ξαναείπα Elijah! Ήταν η μητέρα μας. Η φωνή της, η σκέψη της, οι γνώσεις της... Έχει γυρίσει και είμαι σίγουρος,>> είπε ο Klaus.
<<Τα πράγματα περιπλέκονται. Πρώτα ο πατέρας, τώρα η μητέρα μας... Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να τριγυρνάνε ανενόχλητοι στην πόλη μας.>>
<<Τότε υπάρχει μόνο ένα ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε: Ποιον από τους δύο γονείς μας θα σκοτώσουμε πρώτα;>>
Λίγες ώρες αργότερα και αφού είχαν κοιμηθεί ελάχιστα, η Sophia και ο James είχαν καθίσει πάνω στο κρεβάτι της. Οι πλάτες τους ακουμπούσαν το κεφαλάρι, και οι ώμοι τους απείχαν μερικά χιλιοστά.
<<Μου είπες για τις σπηλιές, για την ενέργεια, για τις σκέψεις σου για το επόμενο μέρος του σχεδίου αλλά δεν είπες τίποτα παραπάνω για τον Matt.>>
<<Γιατί δεν υπήρχε κάτι να πω. Κέρδισα την εμπιστοσύνη του, δεν κατάλαβε γιατί ήμουν εκεί, αν το ψάξει, κανείς δε μπορεί να αποδείξει ότι έχω είμαι κάποιο υπερφυσικό πλάσμα και αυτό είναι όλο.>>
<<Μάλιστα. Δηλαδή όλα καλά.>> Την κοίταξε έντονα, περιμένοντας να τον κοιτάξει και αυτή.
<<Ακριβώς.>> Απέφυγε να του μιλήσει για το απειλητικό τηλεφώνημα. <<Εσύ τι έκανες αυτές τις μέρες;>>
<<Έψαχνα πληροφορίες για το ξόρκι.>>
<<Τι;>> Γύρισε και τον κοίταξε, οι κόρες της είχαν μεγαλώσει και άρχισε να αναπνέει πιο αργά.
<<Ξέρω τι μου είπες. Αλλά αν υπάρχει έστω και μια πιθανότητα->>
<<Δε θέλω να μιλήσω για αυτό. Εδώ έχουμε έρθει για συγκεκριμένο σκοπό.>>
<<Όπως θες. Πάμε;>> Κοίταξε την ώρα στο κινητό του. <<Ώρα να επισκεφτούμε τον Marcel.>>
Κάπου, μακριά από το περίεργο δίδυμο, ο Alaric έλαβε ένα μήνυμα που τον ανησύχησε: <<Πρέπει να μιλήσουμε επειγόντως.>>
Η Caroline δεν ήξερε με ποιον να μιλήσει. Είχε μάθει από τον υπεύθυνο του Mystic Grill ότι ο Matt δεν είχε πάει στη δουλειά. Προσπάθησε να βρει κάποιον να τη βοηθήσει αλλά όλοι έμοιαζαν να έχουν τα δικά τους προβλήματα.
<<Ευτυχώς που υπάρχει και ο Alaric,>> είχε σκεφτεί πριν στείλει το μήνυμα. Το τελευταίο διάστημα περνούσαν πολύ χρόνο μαζί και ταίριαζαν αρκετά.
<<Τι έγινε;>> τη ρώτησε εκείνος μόλις η νεαρή βρικόλακας απάντησε στην κλήση του.
<< Ο Matt. Δεν ξέρω τι του συνέβη. Δεν απαντάει στο τηλέφωνο. Τη μια στιγμή μιλούσαμε και την άλλη στιγμή είχε χαθεί.>>
<<Τι θα πει χάθηκε, Caroline;>>
<<Δε ξέρω!>> φώναξε εκείνη. <<Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Matt είναι από τα πιο υπεύθυνα άτομα και σήμερα δεν πήγε στη δουλειά. Ανησυχώ.>>
<<Εντάξει, θα τον βρούμε.>>
<<Νομίζω πως μπορεί αυτή η κοπέλα να έχει σχέση με την υπόθεση.>>
<<Ποια;>>
<<Η Sophia. Δεν την έχω δει ποτέ αλλά περνούσαν αρκετό χρόνο μαζί. Και επιβεβαίωσα ότι είχε πει ένα ψέμα. Αν είπε ψέματα για κάτι, μπορεί να είπε ψέματα και για πολλά άλλα πράγματα.>>
<<Όμως εμείς δε μπορούμε να πάμε στο Mystic Falls...>>
<<Αλλά μπορεί να πάει ο Tyler.>>
<<Δεν είμαι σίγουρος>>
<<Θα πρέπει να το κάνει. Είναι φίλος του.>>
<<Και να αφήσει τη Liv;>> είπε εκείνος ειρωνικά.
<<Ναι!>> είπε εκείνη εκνευρισμένη. <<Δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε τον Matt.>>
<<Τότε τι κάνουμε;>>
<<Θα οργανώσω ένα σχέδιο, εσύ βρες τον Tyler και όποιον μπορεί να βοηθήσει.>>
<<Έγινε.>>
Η Sophia και ο James μπήκαν στο χώρο που βρισκόταν μαζεμένοι οι βρικόλακες του Marcel. Κατευθείαν όλοι γύρισαν να τους κοιτάξουν αλλά προσπαθώντας να μην δείξουν περιέργεια για τους καινούριους, γύρισαν αμέσως το κεφάλι τους. Η Sophia χαμογέλασε και κατευθύνθηκε προς το μπαρ όπου βρισκόταν ένας άντρας, ο Thierry.
<<Ποιος από όλους είναι ο Marcel;>> τον ρώτησε απότομα.
<<Ποια είσαι και τι τον θες;>>
<<Δεν έχει σημασία. Πες μου που είναι.>>
<<Είναι φίλος μου και δεν πρόκειται να σου πω αν δεν μου πεις ποια είσαι.>>
Εκείνη τότε τον έπιασε από τον λαιμό και τον σήκωσε ελαφρώς από το έδαφος. Του έδειξε τα κοφτερά της δόντια και τα μάτια της ήταν σαν να έβγαζαν φωτιές.
<<Πού είναι;>> ξαναρώτησε αγριεμένη ενώ τα μάτια της είχαν αλλάξει χρώμα.
Τότε μπήκε μέσα ο Marcel και ο Thierry τον έδειξε.
<<Είδες; Ήταν πολύ απλό,>> είπε και τον άφησε κάτω.
<<Τι συμβαίνει εδώ και ποια είσαι εσύ;>>
<<Θέλω να κάνεις κάποια πράγματα για μένα,>> του είπε.
<<Και γιατί να το κάνω αυτό;>>
<<Γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή.>>
Εκείνος την κοίταξε με απορία. Ο James στεκόταν κοντά της, έτοιμος να επέμβει αν χρειαζόταν, αλλά κυρίως, απολάμβανε την απορία και την έκπληξη όσων ήταν στο μαγαζί.
Εκείνη πλησίασε τον Thierry και τον δάγκωσε στο λαιμό. Ο νεαρός άνδρας έπεσε στο πάτωμα πονώντας. Οι υπόλοιποι έμειναν σαστισμένοι μα κανένας δε κουνήθηκε.
<<Τι ήταν αυτό; Τι του έκανες;>> ρώτησε ο Marcel.
<<Έχεις 24 ώρες αλλιώς θα πεθάνει. Μόνο το αίμα μου μπορεί να τον γιατρέψει.>>
<<Τι... είσαι;>>
<<Είμαι ένα υβρίδιο αλλά διαφορετικό από αυτό που μπορεί να έχεις στο μυαλό σου. Είμαι κάτι ξεχωριστό,>> του εξήγησε χαμογελώντας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro