~Οργισμένη Νιότη~
5.000 προβολές! Ιησούς Χριστός νικάει... Δεν το περίμενα ποτέ! 5000 ευχαριστώ σας αξίζουν κι ακόμα περισσότερα!
~Προτείνω να ακούσετε την παραπάνω μουσική γιατί είναι καταπληκτική και ταιριάζει υπέροχα στο σημερινό μας θέμα~
Καλή Ανάγνωση!
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μια έριδα μεταξύ Αγγέλων συνέβη μόνο μια φορά κι οδήγησε στην εξορία μου από τον Παράδεισο και την άνοδο του Βασιλείου της Κόλασης. Γνωρίζω πολύ καλά πόση δύναμη κρύβεται στην Οργή των Αγγέλων και ακόμα καλύτερα γνωρίζω τι κρύβεται στην Οργή των Δαιμόνων.
Μετά από χιλιάδες χρόνια στην Κόλαση μόνο ένα πράγμα συνειδητοποίησα ότι επιθυμώ -ζώντας μέσα στο άντρο των αμαρτιών, όπου κάθε επιθυμία πραγματοποιείται· ήθελα να διατηρήσω τη θέση μου αλώβητη και παντοτινά δική μου. Για να το πετύχω αυτό έπρεπε να βεβαιωθώ ότι οι σχέσεις των πανίσχυρων Δαιμόνων των Αμαρτημάτων και των Πριγκίπων παρέμεναν αυστηρά τυπικές έως και φιλικές, τίποτα περισσότερο μα και τίποτα λιγότερο από αυτό. Αν μια ρήξη μεταξύ Αγγέλων προκάλεσε την Επανάστασή μου, τότε δεν ήθελα να μάθω τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια ρήξη μεταξύ παντοδύναμων Δαιμόνων.
Πάντοτε κρατούσα τη ματιά μου προσεκτικά στον Σατανά. Εκείνος ήταν ο πιο ρέμπελος, ο αντισυμβατικός, που ορισμένες φορές επεδείκνυε ανυπακοή χωρίς κανέναν απολύτως λόγο -σοβαρό ή μη- γιατί ήταν αυτή η σκοτεινή του φύση, ο λιγότερο Άγγελος από όλους μας· ο αδίστακτος, ο διεφθαρμένος, ο ανυποχώρητος τυραννικός ιδεολόγος. Ο Σατανάς είχε ανέκαθεν την τάση να αποκλίνει από τις διαταγές μου και κανείς δεν τολμούσε να τον μιμηθεί, διότι όλοι γνώριζαν τις τρομερές τιμωρίες που τους περίμεναν. Ώσπου, κάποτε, παρέβη αυτόν τον κανονισμό που θέσπισα με τη μέγιστη αυστηρότητα κι οι συνέπειες μας οδήγησαν στον όλεθρο...
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~Μάιος 1865~
Έξι άνδρες του αμερικανικού στρατού, που μόλις είχαν απολυθεί από τον στρατό των Νοτίων μετά τη λήξη του Πολέμου, τόσο κοντά στο καλοκαίρι, με τόση ζέστη στην ατμόσφαιρα και τόσο ψύχος στις καρδιές τους. Μετά τον αιματηρό Εμφύλιο, αδημονούσαν όσο τίποτα να ξαναδούν τα σπίτια και τις οικογένειες τους. Η Συνομοσπονδία είχε διαλυθεί ολότελα και δε θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχείς για αυτό. Ο Φρανκ, ο Τζον, ο Τζέιμς, ο Κέλβιν, ο Τζον ο «Σκωτσέζος» και ο Ρίτσαρντ ήταν πια βετεράνοι πολεμιστές εκτός από πλούσιοι ευγενείς με αμέτρητους μαύρους σκλάβους στην υπηρεσία τους.
«Το Πουλάσκι είναι το πιο βαρετό μέρος του κόσμου,» αναστέναξε με βαθύ παράπονο ο Τζέιμς.
«Μη ντρέπεσαι, γενίκευσε το,» τον παρότρυνε ο Φρανκ. «Όλο το Αρκάνσας είναι το πιο βαρετό μέρος του κόσμου.»
«Μετά από τόσα χρόνια στα πεδία των μαχών μας ζητούν με τόση αυταρχικότητα να γυρίσουμε στη μιζέρια των σπιτιών μας και στις κρύες γυναίκες μας,» συμφώνησε ο Ρίτσαρντ.
«Όσο και να παραπονιόμαστε τίποτα δε θα αλλάξει,» είπε κοφτά ο Κέλβιν, που είχε κληρονομήσει αυτήν την απότομη, ακραία ρεαλιστική, σχεδόν κυνική προσέγγιση στα γεγονότα από τον πατέρα μου, τον δικαστή Τόμας Τζόουνς, περιβόητο σε όλο το Αρκάνσας.
Δεν ήταν μονάχα εκείνος, ωστόσο, διάσημος και πασίγνωστος εξαιτίας του πατέρα του μα κι όλοι τους σε εκείνη την παρέα που αριθμούσε είκοσι σχεδόν χρόνια φιλίας. Οι πατέρες του Φρανκ και του Τζον ήταν δικηγόροι, οι πατέρες των Σκωτσέζων Τζον και Ρίτσαρντ γιατροί διακεκριμένοι και ο πατέρας του επίσης Σκωτσέζου Τζέιμς ονομαστός δουλέμπορος, που έλειπε μονίμως στη Νιγηρία, στη Μοζαμβίκη, στην Κένυα, στη Γκάνα, στη Σενεγάλη και γενικώς στην Αφρική, για να προμηθεύεται το εμπόρευμα από την πηγή του, μισούσε σαφώς τους μεσάζοντες. Χάριν σε αυτήν ακριβώς την επαγγελματική δραστηριότητα του πατέρα του, είχε γνωρίσει ο Τζέιμς έναν συνομήλικό τους, τον Νέιθαν Μπέντφορντ Φόρεστ, ανερχόμενο επιχειρηματία στον κλάδο τους κι ιδιαίτερα ευφυή άνθρωπο. Για αυτό, τον προωθούσε αργά και μεθοδικά ανάμεσα τους, ώστε να γίνει το έβδομο μέλος της παρέας και να μετριάσει έστω και λίγο την ευρύτερη τους πλήξη, που επί δυο δεκαετίες πάλευαν να καταπολεμήσουν κι αποτύγχαναν παταγωδώς.
Καθώς έστριβαν σε μια γωνία του δρόμου, αντίκρισαν μια ομάδα πανύψηλων Νέγρων -σκλάβων προφανώς- έξι κι αυτοί στον αριθμό, να περπατούν αμέριμνοι και να μην τους δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Τους έριξαν έντονες ματιές, γεμάτες περιφρόνηση, απαξίωση και μια ιδέα μίσους. Το θεωρούσαν αφύσικο και ειδεχθές να κυκλοφορούν χασομερώντας σκλάβοι στον δρόμο. Όταν δεν ήταν παραγωγικοί ήταν απλώς άχρηστοι.
«Καταραμένα όντα,» σχολίασε αηδιάζοντας φανερά ο Τζον.
«Σημαδεμένα από τον Θεό για την κατωτερότητά τους,» πρόσθεσε ο Σκωτσέζος συνονόματος του.
«Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουν ότι οφείλουν τα πάντα σε εμάς που τους ανεχόμαστε και πρέπει να αφιερώνουν κάθε ανάσα και στιγμή της ζωής τους στην υπηρεσία μας;» Κατέληξε με ένα ρητορικό ερώτημα ο Φρανκ.
Οι έξι ανασηκώσαν τους ώμους τους απηυδισμένοι και συνέχισαν τον δρόμο τους άηχα, ώσπου ο Ρίτσαρντ διέλυσε τη σιωπή.
«Ίσως τα μοναδικά πιο άχρηστα πλάσματα από τους μαύρους είναι οι γυναίκες,» υποστήριξε απλά κι επίπεδα, απόλυτα συνειδητοποιημένος και σίγουρος.
«Πράγματι,» συμφώνησε ο Κέλβιν. «Κι ακόμα περισσότερο για ανθρώπους σαν εμάς. Η δική μου γυναίκα κάθεται ολημερίς στο σπίτι, τρώει, πίνει τσάι και διαβάζει σαχλά περιοδικά γεμάτα ανοησίες.»
«Εμένα η δική μου είναι γεμάτη απαιτήσεις,» παραπονέθηκε ο Τζον ο Αμερικανός. «Αγάπη μου, θα μου πάρεις δυο τρία φορέματα, για να ανανεώσω την γκαρνταρόμπα μου; Ή αγάπη μου, τα παπούτσια μου δεν είναι πια σικ, πρέπει να τα πετάξω και να πάρω καινούρια· ή τι θα έλεγες να παίρναμε ένα ζωάκι για παρέα αγάπη μου;» Συνέχισε με μια ψιλή φωνή που διόλου παρέπεμπε σε γυναικεία και σκόρπισε γέλιο.
«Κι η δική μου με έχει πρήξει να πάρουμε σκυλιά για κατοικίδια,» συμφώνησε ξεφυσώντας νευρικά ο Φρανκ. «Αν ήθελα σκυλιά, θα αγόραζα σκύλα, δε θα παντρευόμουν γυναίκα. Το γεγονός ότι δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι τις παντρευτήκαμε για τα συζυγικά τους καθήκοντα και για να κάνουν παιδιά, ορισμένες φορές με εκνευρίσει αφόρητα και μου δημιουργεί ακόμα περισσότερη ανία.»
«Σωστά,» τον επικρότησε ο Σκωτσέζος Τζον. «Όταν οι σκλάβοι μαγειρεύουν, καθαρίζουν, προσέχουν τα μωρά, φροντίζουν τον κήπο, καλλιεργούν τα χωράφια, πώς αιτιολογούν οι κάριες το βράδυ εκείνον τον αδιάκοπο πονοκέφαλο; Μπορείτε να μου πείτε;»
Στην αναφορά του πονοκεφάλου όλοι τους αναστέναξαν βαριά, κατανοώντας ο ένας τα παθήματα του άλλου κι εκλεκτά έπαψαν να μιλούν οριστικά, διότι η νωθρότητα τους κατέβαλε εξ ολοκλήρου.
Στις σκοτεινές σκιές που δημιουργούνταν έναντι στο φως του ηλίου που έδυε, στα σημεία που η σκόνη έλαμπε και βασίλευαν οι τρύπες κι οι φωλιές των τρωκτικών, όσο κοντά κι όσο μακριά επιβαλλόταν από την παρέα των έξι, ελλόχευε σαν αόρατος κίνδυνος και ελέφαντας στο δωμάτιο ο Βηλφεγώρ, ο Δαίμονας της Οκνηρίας.
Παρακολουθώντας τους κι ακούγοντας λέξη προς λέξη τις συζητήσεις τους, ήταν βέβαιος ότι η δουλειά του για εκείνη την ημέρα είχε εκτελεστεί άψογα και ολοκληρωτικά. Ευχαριστημένος, λοιπόν, για την απόδοση του και με ένα αυθεντικό και πλατύ χαμόγελο στα λεπτά του χείλη κίνησε να επιστρέψει το φρικαλέο ον στο εξίσου φρικαλέο του σπίτι κι ορμητήριο.
Μόλις βρέθηκε στην Κόλαση κι ανέπνευσε με ανακούφιση και λαχτάρα τον μολυσμένο από θειάφι και στάχτη αέρα, ο Βηλφεγώρ προχώρησε με βήμα ταχύ και ρυθμικό, απόλυτα πειθαρχημένος, στον θρόνο του Κυρίου του, για να δώσει την ημερήσια αναφορά του, όπως όφειλε κι ούτε μια ημέρα δεν είχε αμελήσει.
«Εξαίρετη δουλειά όπως πάντα, Βηλφεγώρ,» τον επιδοκίμασε ο Εωσφόρος με ένα νεύμα του κερασφόρου κεφαλιού του και του υπέδειξε με το χέρι την πτέρυγα βασανιστηρίων στα αριστερά του. «Πήγαινε τώρα εκεί, να βοηθήσεις τον Σατανά με μερικούς ανένδοτους. Καινούριοι είναι. Κι επιτέλους κάνετε κάτι με αυτόν τον Ναπολέοντα για να πάψει να ουρλιάζει. Ήδη βασανίζω πάρα πολλούς σαν κι αυτόν, δε γίνεται να τα κάνω όλα εγώ εδώ!»
«Όπως επιθυμείτε, Άρχοντα μου,» είπε πειθήνια ο Βηλφεγώρ, κλίνοντας με σεβασμό το κεφάλι ως χαιρετισμό κι εξαφανίστηκε προς τα μπουντρούμια όπου τον είχε διατάξει να βρεθεί.
Πραγματικά, μόλις έφτασε, ανάμεσα στα καζάνια που κόχλαζαν, στα σουβλιά, στα παλούκια και στις κρεμάλες βρήκε τον Σατανά να επιβλέπει και να μοιράζει διαταγές σε μορφή ουρλιαχτών, πράγμα που δεν του έκανε εντύπωση, αν και διαφωνούσε καθέτως με τη συμπεριφορά του απέναντι στους δαίμονες υποτελείς τους.
«Πώς πάει;» Ρώτησε ευγενικά, παίρνοντας μια θέση δίπλα στον Δαίμονα της Οργής.
«Σαν τον τομέα σου· θλιβερά βαρετά,» αποκρίθηκε ο Σατανάς. «Οι αμαρτωλοί δε λυγίζουν με τίποτα, οι εργάτες εδώ κουράζονται σταδιακά κι εγώ χάνω την υπομονή μου.»
«Ησύχασε, φίλε μου, με επιμονή και υπομονή χτίζονται οι μεγαλύτεροι αμαρτωλοί και τα ωραιότερα βασανιστήρια,» τον καθησύχασε ο Βηλφεγώρ και χαιρέτησε τους δαίμονες, οι οποίοι βλέποντας τον υποκλίθηκαν δουλοπρεπώς.
«Άρχοντα Βηλφεγώρ, πώς είστε ύψιστε;» Ακούστηκαν οι πνιχτές φωνές τους κι ο Σατανάς ύψωσε τα μάτια με μια έκφραση ειρωνείας κι αποδοκιμασίας στο πρόσωπο.
«Για ποιόν λόγο ήρθες εδώ;» Τον ρώτησε κοφτά. «Αν ήρθες για να επιδείξεις τη λαοφιλία σου, πήγαινε κάπου αλλού.»
Ο Βηλφεγώρ δεν του απάντησε, διότι μοίραζε οδηγίες και συμβουλές στους δαίμονες, ώστε να συντρίψουν το ηθικό και να συνθλίψουν την αντίσταση των επίμονων βασανιζομένων. Μονάχα αφότου τελείωσε, απευθύνθηκε σε εκείνον.
«Ο Κύριος με έστειλε, για να σε βοηθήσω.»
«Δε χρειάζομαι βοήθεια,» επέμεινε ο Σατανάς. «Γιατί δε σε έστειλε σε εκείνον τον νευρόσπαστο Ναπολέοντα;»
«Τον ανέφερε. Ποιός έχει βάρδια τώρα;»
«Ο Ασμοδαίος, η τελευταία μας ελπίδα,» αποκρίθηκε μελοδραματικά ο Σατανάς. «Ας ελπίσουμε ότι η διήγηση της ιστορίας του ευνουχισμού του θα τον κάνει να πλήξει τόσο που θα χαμηλώσει τουλάχιστον τον τόνο των ουρλιαχτών του.»
Γέλασαν κι οι δυο τους σε αυτό το αστείο του σχόλιο, με το ειλικρινές, βαθύ και ψιλόφωνο γέλιο τους, που παρέπεμπε σε βραχνές ύαινες και σκόρπισε τον τρόμο στις ως τότε αλύγιστες καρδιές πολλών αμαρτωλών.
«Τι γίνεται με τους ζωντανούς σου αμαρτωλούς;» Ρώτησε με περιέργεια ο Δαίμονας της Οργής. «Μυρίζεις τόσο έντονα γη που δεν άντεχα να μη συμπεράνω ότι ήσουν κοντά τους πριν.»
«Τα έξι πλουσιόπαιδα υποκύπτουν αργά και σταθερά,» απάντησε με υπερηφάνεια ο Βηλφεγώρ.
«Είκοσι χρόνια υποκύπτουν,» παρατήρησε ειρωνικά ο Σατανάς. «Πότε θα είναι τετελεσμένοι;»
«Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης,» διαφώνησε ευγενικά ο Δαίμονας της Οκνηρίας. «Όσο περισσότερο χρόνο φωλιάζει μέσα τους η επιρροή μας, τόσο ισχυρότερα δενόμαστε μαζί τους και τους χειραγωγούμε ευκολότερα. Δε μου αρέσουν οι βιαστικές και πρόχειρες δουλειές, διότι διαθέτουν άπλετη δόση επιπολαιότητας, την οποία απεχθάνομαι. Αργά, σταθερά, σταδιακά κι αποτελεσματικά, έτσι έχω μάθει να αντιμετωπίζω τους αμαρτωλούς μου κι έτσι πετυχαίνω σχεδόν πάντα τον στόχο μου. Ας όψονται τα μισητά μας αδέλφια άνωθεν.»
Τότε, ακούστηκαν τα δαιμονικά μαστίγια πάνω στις καυτές από τη φωτιά σάρκες των αμαρτωλών κι από τους δυο χιλιάδες που είχαν γύρω τους οι χίλιοι άφησαν το πρώτο ουρλιαχτό τους και μαζί τους ο Βηλφεγώρ ένα χαμόγελο ευχαρίστησης.
«Συνεχίστε έτσι, κύριοι,» είπε υπερήφανα στους δαίμονες βασανιστές. «Με αυτόν τον ρυθμό, θα υποκύψουν όλοι μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Παρακαλώ, προχωρήστε στο επόμενο στάδιο.»
«Θέλω τους έξι ζωντανούς,» είπε ο Σατανάς πίσω του, με τόση ένταση ώστε μόνο εκείνος να τον ακούσει.
Ευθύς, το χαμόγελο του Βηλφεγώρ χάθηκε και τα χείλη του ίσιωσαν βλοσυρά. Έστρεψε το βλέμμα του σε εκείνον αστραπιαία και τον κοίταξε με απορία.
«Τι εννοείς;»
«Θέλω να μου δώσεις τους έξι ζωντανούς που ετοιμάζεις στην Αμερική, για να τους αναλάβω εγώ,» εξήγησε αυτάρεσκα ο Σατανάς.
«Δε συνηθίζω να ανταλλάζω ψυχές,» απάντησε σχεδόν διπλωματικά ο Δαίμονας της Νωθρότητας. «Έλαβα διαταγή από τον Κύριο να τους φέρω εγώ στην Κόλαση και αυτό σκοπεύω να κάνω. Συνεπώς, δεν πρόκειται να σου τους δώσω.»
Ο Σατανάς δεν του το ζήτησε ξανά, γνωρίζοντας ότι θα σπαταλούσε αδίκως τα λόγια του. Ο Βηλφεγώρ ήταν ισχυρογνώμων κι ανένδοτος, ενώ παρέμενε απόλυτα πιστός στις διαταγές του Διαβόλου. Ακόμα κι αν του ζητούσε να γυρίσει στον Παράδεισο, ήταν βέβαιος πως θα το έπραττε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ωστόσο, εκνευρίστηκε που δεν του έκανε εκείνη τη χάρη και δεν ικανοποίησε την επιθυμία του κι έτσι αποφάσισε να σκαρφιστεί ένα κόλπο ώστε να του αρπάξει τους έξι υποψήφιους αμαρτωλούς χωρίς να το συνειδητοποιήσει -τουλάχιστον πριν να είναι αργά.
Τις επόμενες ημέρες, ο Εωσφόρος τους γέμισε τη πρόγραμμα αρμοδιότητες στην Κόλαση, ώστε ο Βηλφεγώρ δούλευε ολημερίς με ζήλο και αφοσίωση, βασανίζοντας αμαρτωλούς, επιβλέποντας βασανισμούς ή βοηθώντας τον Αζαζέλ ή τον Μαμμωνά σε βασανισμούς. Ο Σατανάς είχε εξίσου πλήρες πρόγραμμα και έτσι δεν μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή ακόμα το σχέδιο του.
Κάποια ημέρα, όμως, οι δυο Δαίμονες είχαν λάβει διαταγή να συνεργαστούν για τον βασανισμό του αγαπημένου τους αμαρτωλού, του Ιούδα, της μεγαλύτερης τους επιτυχίας τον καιρό που έζησε ο Υιός. Τότε, ο Σατανάς βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε.
«Προτείνω να δέσουμε τα μέλη του με σκοινιά και να τα τραβάμε προς τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις,» είπε ο Βηλφεγώρ, με τα μάτια στηλωμένα στον αμαρτωλό. «Δε θα του μείνει ούτε ένα κόκαλο στη θέση του.»
«Υπέροχη ιδέα,» σχολίασε με πλαστό ενθουσιασμό ο Σατανάς. «Παρόλα αυτά, δεν έχουμε σκοινί. Θα πάω να δανειστώ λίγο από τις κρεμάλες κι επιστρέφω δριμύτατα.»
«Όπως επιθυμείς,» δέχτηκε εκείνος.
«Αυτό έπρεπε να το είχες πει νωρίτερα και για άλλον λόγο,» μουρμούρισε ο Σατανάς, σουφρώνοντας τα μάτια του κι αδημονώντας να εκτελέσει όσα είχε στο διαβολικό του μυαλό.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το καλοκαίρι είχε μεσιάσει για τα καλά. Ο καύσωνας δημιουργούσε δυσωδία στην ατμόσφαιρα, ενώ ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο σώμα τους και έκανε τις φανέλες μέσα από τα πουκάμισα τους να γίνονται ένα με το δέρμα. Το Πουλάσκι έβραζε από τη ζέστη, τα πουλιά στέκονταν κάτω από τις σκιές των δέντρων, ο ήχος των τζιτζικιών ήταν ο επικρατέστερος όλων και ψυχή δεν κυκλοφορούσε στον δρόμο. Μεσημέρι, ο ήλιος βρισκόταν στο απόλυτο κέντρο του ουρανού εμπρός τους και στη βεράντα της έπαυλης του Ρίτσαρντ, η παρέα στεκόταν ανάμεσα σε μια ντουζίνα νέγρους δούλους που τους έκαναν αέρα με φύλλα από φτέρες. Ήταν πλέον εφτά κι όχι έξι, μια που ο Τζέιμς ακόμη προσπαθούσε να ενσωματώσει τον Νέιθαν.
«Λετίσια, φέρε μας κι άλλο καρπούζι!» Διέταξε ο αφέντης του σπιτιού την μαύρη δούλα που τους σέρβιρε εκείνο το απόγευμα. Η κοπέλα τους πλησίασε -ήταν έφηβη, γύρω στα δεκαέξι- κι ευθύς μάζεψε την άδεια πιατέλα με τα μαύρα κουκούτσια και αποσύρθηκε στην κουζίνα, για να την ξαναγεμίσει.
«Και μπίρα, Βιρτζίνια,» διέταξε ο Σκωτσέζος Τζον την άλλη παρούσα κοπέλα -γύρω στα τριάντα εκείνη και δεύτερη στην ιεραρχία του υπηρετικού προσωπικού. Αμέσως η σκλάβα έτρεξε στην κάβα του σπιτιού για να φέρει περισσότερη μπίρα.
«Γυναίκες και μαύρες,» ακούστηκε μια ειρωνική κι απόλυτα άγνωστη φωνή σε εκείνους, ερχόμενη από δεξιά. Σε μια στιγμή, ξεπρόβαλε από τη βελανίδια του κήπου ένας άνδρας ψηλός, ολόλευκος, πανέμορφος και φαινομενικά νέος, με δυο καταγάλανα μάτια που μαγνήτισαν τα βλέμματα όλων. Όμως, το πιο εντυπωσιακό πάνω του ήταν η κατάλευκη μπέρτα που έπεφτε στους ώμους του και τους φάνηκε ευφυής προστασία από τον καυτό ήλιο. «Δε νομίζω ότι υπάρχει χειρότερος συνδυασμός,» συνέχισε, προχωρώντας νωχελικά προς το μέρος τους.
«Ποιός είσαι και τι δουλειά έχεις στο σπίτι μου;» Τον ρώτησε διερευνητικά ο Ρίτσαρντ, έτοιμος να σηκωθεί και να αναμετρηθεί μαζί του, τι κι αν η κοιλιά του τον βάρυνε από την πολλή μπίρα και καρπούζι.
«Λέγομαι Τενεσί Ένταμ και θέλω να γίνουμε φίλοι,» απάντησε ο τολμηρός νέος, κρύβοντας κάτω από το καπέλο του την κόκκινη λάμψη των ματιών του. Δε ήταν άλλος από τον Σατανά αυτοπροσώπως.
Κι οι εφτά τους γέλασαν μαζί του με περισσή χλεύη. Δεν πτοήθηκε, τους πλησίασε περισσότερο.
«Μήπως είσαι γιατρός, δικηγόρος ή έστω δουλέμπορος;» Ρώτησε ο Φρανκ.
«Τίποτα από αυτά,» αποκρίθηκε ειλικρινά ο Σατανάς. «Ωστόσο, είμαι βέβαιος ότι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος.»
Ο Ρίτσαρντ ως σπιτονοικοκύρης χρειάστηκε ένα λεπτό για να τον παρατηρήσει. Ανέδιδε μια αύρα μυστηρίου που συνέβαλε στη γοητεία του, ενώ η τόλμη και τα θράσος του αφυπνούσαν την περιέργεια. Αναμφίβολα, αυτή η ξαφνική παρουσία ήταν το πιο ενδιαφέρον πράγμα που τους είχε συμβεί τους τελευταίους μήνες και σίγουρα θα αποτελούσε μια ευχάριστη απόσπαση από την απόλυτη ανία που τους έπληττε.
«Τσίουετελ, φέρε μια καρέκλα για τον κύριο,» πρόσταξε κι ένας από τους μαύρους που τους αερίζαν, έφερε μια ψάθινη καρέκλα για να καθίσει ο νεοφερμένος.
«Τι επαγγέλεσαι;» Απόρησε ο Κέλβιν.
«Κάνω οτιδήποτε μου ζητηθεί. Δε μου λείπει ούτε η δύναμη ούτε η θέληση κι όρεξη για δουλειά,» απάντησε ο Σατανάς και εκείνη τη στιγμή έφτασε η μικρή Λετίσια με την ανανεωμένη με καρπούζια πιατέλα. Ο Δαίμονας άρπαξε μια φέτα με απόλυτη αγένεια και αναίδεια, δαγκώνοντας μια μεγάλη μπουκιά από την κόκκινη ζουμερή σάρκα.
«Άξεστος και ευθύς σαν ανοιχτό βιβλίο,» παρατήρησε με περιέργεια ο Φρανκ.
«Πώς πιστεύεις, λοιπόν, ότι θα μας φανείς χρήσιμος;» Αναρωτήθηκε ο Αμερικανός Τζον. «Έχουμε δούλους που εκτελούν κάθε μας επιθυμία.»
«Εγώ δεν προτίθεμαι να εκτελώ επιθυμίες του μυαλού μα της καρδιάς σας,» απάντησε μυστικιστικά ο υποτιθέμενος Τενεσί. «Τα μάτια, οι κινήσεις σας, μέχρι κι η μυρωδιά σας αφήνουν μόνο μια εντύπωση· η πλήξη κι η οκνηρία σας κατατρώγουν τα σωθικά και το πνεύμα. Εγώ θα φροντίσω αυτό να πάψει.»
«Αλήθεια; Πώς;» Τον ρώτησε ο Σκωτσέζος Τζον, ανάβοντας το πούρο του νωχελικά.
Ο Σατανάς τους κοίταξε έναν προς έναν κατάματα, διερευνώντας ύπουλα τα παράθυρα της ψυχής τους. Τα πνεύματα τους ήταν έτοιμα να δεχθούν την κατακόκκινη Οργή του και να την αγκαλιάσουν με τόσο πάθος και ορμή που θα τους συνέθλιβε προτού καν το συνειδητοποιήσουν. Αν όλα πήγαιναν όπως είχε σχεδιάσει, σε ελάχιστο χρόνο θα δημιουργούσε όχι μόνο εφτά θανάσιμους αμαρτωλούς αλλά και χιλιάδες άλλους υποψήφιους. Με βεβαιότητα ο Εωσφόρος θα έτριβε τα χέρια του πανευτυχής μόλις του ανακοίνωνε το κατόρθωμά του.
Έδειξε με το μακρύ κοκαλιάρικο δάχτυλο του τον Τσίουετελ, τον μαύρο σκλάβο που του είχε φέρει την καρέκλα, χωρίς να γυρίζει να τον κοιτάξει, τονίζοντας έτσι την περιφρόνηση του.
«Αυτοί οι Νέγροι είναι η απόδειξη ότι ούτε ο Θεός είναι αλάθητος,» ξεκίνησε αργά και σταθερά τον μονόλογο που είχε συνθέσει μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια για να εξυπηρετήσει τον σκοπό του. «Πρόκειται για ανίερα και καταραμένα πλάσματα, που δημιουργήθηκαν μόνο και μόνο για να υπηρετούν εμάς τους ισχυρούς λευκούς. Ωστόσο, αν ήμουν στη θέση σας, θα προσελάμβανα λευκούς υπηρέτες κι αυτούς θα τους σκότωνα όλους.»
Στα τολμηρά του λόγια πάγωσαν οι εφτά καθήμενοι μα και οι σκλάβοι στιγμιαία, που συνέχισαν να τους κάνουν αέρα μόνο όταν τους πρόσταξε ο αφέντης τους αυστηρά.
«Δεν αξίζει να ζει αυτή η στιγματισμένη φάρα,» συνέχισε απτόητος ο Σατανάς, ενώ πια τον παρακολουθούσαν με αμέριστη προσοχή. «Έχουν το χρώμα του χώματος γιατί εκεί ακριβώς ανήκουν. Είναι άθεοι, παγανιστές, πιστεύουν σε δαιμονικές οντότητες, εχθρεύονται τον Κύριο και Θεό μας και τέλος είναι επικίνδυνοι για το ένδοξο έθνος μας. Διάολε, έχουν πληθύνει απίστευτα. Αν τους αφήσουμε να πολλαπλασιάζονται με τέτοιο ρυθμό, θα επαναστατήσουν, θα μας ανατρέψουν και θα πάρουν τις θέσεις, τις δουλειές και τις γυναίκες μας.»
Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε η μικρή Λετίσια ξανά και πλησίασε τον αφέντη της με το κεφάλι δουλοπρεπώς σκυμμένο.
«Θέλετε κάτι, κύριε;»
«Όχι, Λετίσια, μπορείς να γυρίσεις στην κουζίνα,» την προέτρεψε ο Ρίτσαρντ μα ο Σατανάς δεν την άφησε να φύγει τόσο εύκολα.
Την άρπαξε από τον καρπό και την ακινητοποίησε κοντά του. Την κοίταξε στα μάτια για λίγο κι έπειτα την άφησε να φύγει, ρίχνοντας της ένα δυνατό και ηχηρό χαστούκι στα οπίσθια, γεμάτο απρέπεια, ώστε να προκαλέσει ανοιχτά τους θεατές του. Κανένας λευκός δε φάνηκε να αντιδρά στην κίνηση του, μα ο μικρός Τσίουετελ φάνηκε να συγκρατεί ελάχιστα στον θυμό του. Η κοπέλα χάθηκε στα ενδότερα της έπαυλης κι ο Σατανάς προχώρησε.
«Προτού, λοιπόν, μας πάρουν τις γυναίκες, ας τους τις πάρουμε εμείς,» είπε, κλείνοντας το μάτι πονηρά. Αυτό γέμισε την ψυχή του μαύρου νεαρού μίσος και του επιτέθηκε σαν αετός μαινόμενος.
«Δε θα την αγγίξεις, καθίκι, λευκό σκυλί, απόβρασμα!» Τον έβρισε απροκάλυπτα ο νεαρός κι ο Σατανάς με ευκολία τον ακινητοποίησε, έβγαλε το μαχαίρι που κουβαλούσε μαζί του και του έκοψε το λαρύγγι με μια απαλή και σταθερή κίνηση. Αφήνοντας τον να πνιγεί στο αίμα του, σηκώθηκε όρθιος, ίσιωσε τα ματωμένα του ρούχα και κάθησε ξανά στην καρέκλα, αντικρίζοντας τους εφτά να τον κοιτούν άναυδοι.
«Αυτή είναι η μόνη μοίρα που τους αξίζει,» είπε με γλώσσα πύρινη. «Φωτιά, αίμα και τσεκούρι· να εξαφανιστούν από τη γη μας, να μη μείνει ούτε ένας τους ζωντανός!»
«Αυτόν τον αγόρασα πριν πέντε χρόνια οχτακόσια δολάρια,» του είπε ο Ρίτσαρντ, δείχνοντας τον ετοιμοθάνατο Τσίουετελ που σπαρταρούσε. «Τώρα μου τα χρωστάς.»
«Πάρε χίλια,» τον αποστόμωσε ο Σατανάς, δίνοντας του ένα πουγκί χρυσά νομίσματα, ακριβούς αξίας χιλίων δολαρίων. «Ο κόσμος μας χρειάζεται ανθρώπους θαρραλέους, δυνατούς, αποφασισμένους, με δίκαιη πυγμή και οργή, που θα εκδικηθούν τους μαύρους όπως ακριβώς τους αξίζει και θα τους διαλύσουν. Ο κόσμος χρειάζεται έναν στρατό ιπποτών, πολεμιστών του δικαίου, θεματοφύλακες της θρησκείας κι υπερασπιστές των ηθών! Δε νομίζετε πως έχω δίκιο;»
«Απόλυτο,» συμφώνησαν όλοι μαζί του, νεύοντας αποφασισμένοι, πεπεισμένοι και κυρίως οργισμένοι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~24 Δεκεμβρίου 1865~
Το σπίτι του Κέλβιν έσφυζε από ζωή. Η παρέα των έξι είχε αποφασίσει να γιορτάσει εκεί την Παραμονή των Χριστουγέννων και έτσι το καθιστικό ήταν γεμάτο κυράδες που συζητούσαν ζωηρά, η κουζίνα μαύρες σκλάβες που ετοίμαζαν το φαγητό και ολόκληρο το σπίτι παιδιά που έπαιζαν χαρούμενα μα και τους αρσενικούς σκλάβους που εκτελούσαν τα προγραμματισμένα τους οικιακά καθήκοντα. Μετά τη συνάντηση τους και σύναψη φιλίας με τον μυστηριώδη Τενεσί, όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν περίφημα, από τα οικονομικά ως τα κοινωνικά κι από τα επαγγελματικά ως τα οικογενειακά τους, κρίνοντας από τις συζύγους τους που κυοφορούσαν και αγκάλιαζαν τις φουσκωμένες κοιλιές τους στοργικά. Όσο για εκείνους, ακολούθησαν τον άνδρα με τη λευκή μπέρτα -τη λερωμένη με ξηρό αίμα από εκείνο το θερινό μεσημέρι- στο γραφείο του πατέρα του Κέλβιν, του αείμνηστου Τόμας, που είχε πεθάνει πριν μόλις τέσσερις μήνες.
Ο γέροντας δικαστής είχε αντικειμενικά ένα εντυπωσιακό γραφείο, όχι πολύ μεγάλο σε έκταση μα θαυμάσιο· γεμάτο βιβλιοθήκες φίσκα από βιβλία, φακέλους και ντοσιέ υποθέσεων τοποθετημένων με χρονολογική σειρά, ενώ από την οροφή κρέμονταν τα βαλσαμωμένα του πουλιά, μια συλλογή που έκανε από τα νιάτα του κι υπερηφανευόταν για αυτή. Στο καρυδένιο γραφείο μονάχα ένας Σταυρός ξεχώριζε μέσα στις στοίβες της χαρτούρας και τις μολυβοθήκες. Στο κέντρο του δωματίου μάλιστα, βρισκόταν ένα πανέμορφο τραπέζι, με μαιάνδρους ανάγλυφους, σκαλιστούς στο χέρι. Ο Σατανάς σε εκείνο στάθηκε κι οι έξι τον μιμήθηκαν.
«Κύκλος,» είπε ο Δαίμονας καθώς άναβε μερικά κεριά για να μην βρίσκονται στο απόλυτο σκοτάδι. «Κύκλος στα Ελληνικά. Κύκλος ήταν το τραπέζι των ιπποτών του βασιλιά Αρθούρου που κατατρόπωσε τον δαιμονικό στρατό των Ρωμαίων, κύκλος είναι κι ο δικός μας, των λευκών ιπποτών που θα συνθλίψουν τις δαιμονικές ορδές των Νέγρων. Οραματίζομαι μια Αυτοκρατορία, αόρατη στους αδαείς μα με σάρκα και οστά, ηγέτες και υποτελείς, στρατό και διοίκηση.»
«Ποιοί θα είναι οι ηγέτες;» Ρώτησε αδημονώντας ο Σκωτσέζος Τζον.
«Εμείς φυσικά,» χαμογέλασε ο Σατανάς καθώς έβγαλε το μαχαίρι του κι έκοψε λίγο το δάχτυλο του. «Σε αυτό το αίμα ορκίζομαι να υλοποιήσω όσα σας είπα και να μην αφήσω ούτε έναν μαύρο ζωντανό στην ένδοξη μου Αμερική.»
Οι έξι έπραξαν το ίδιο πιστά και με το αίμα τους σφράγισαν τη συμφωνία, γεμίζοντας τον αέρα λέξεις ανίερες, βρισιές για τους σκλάβους τους και εκδικητική μανία. Η οργή τους κατέπνιγε κάθε άλλο συναίσθημα και ένστικτο, καθώς η δίψα τους για αίμα και φόνο κατανικούσε ακόμα και τη δίψα τους για ζωή.
«Χρειαζόμαστε τίτλους για να ξεχωρίζουμε,» πρότεινε ο Φρανκ. «Πολλοί θα είναι αυτοί που θα ζητήσουν να γίνουν μέλη της Αυτοκρατορίας μας.»
«Κάλλιστα να τη λες Ομάδα. Η ομάδα του Κύκλου,» τον διόρθωσε ο Σατανάς.
«Εγώ θα είμαι ο Μέγας Δράκων του Βασίλειου,» είπε ο Αμερικανός Τζον.
«Κι εγώ ο Μέγας Γόης της Αόρατης Αυτοκρατορίας!» Πρόσθεσε ο Σκωτσέζος Τζον.
«Εγώ ο Μέγας Τιτάν της Ηγεμονίας!» Βροντοφώναξε ο Κέλβιν.
«Κι εγώ ο Μέγας Κύκλωψ του Σπηλαίου!» Συμπλήρωσε ο Φρανκ γελώντας.
«Εγώ ο Μέγας Γραφέας!» Είπε με τη σειρά του ο Ρίτσαρντ.
«Κι εγώ ο Μέγας Φύλαξ!» Κατέληξε ο Τζέιμς χτυπώντας παλαμάκια ρυθμικά.
Στην ευθυμία τους δε συνειδητοποίησαν ότι ο Σατανάς είχε πάψει πια να μιλά· μονάχα τους κοιτούσε και φούντωνε υποχθόνια το μένος τους. Απόλυτα σιωπηλός και με σταθερές κινήσεις, έβγαλε την ολόλευκη μπέρτα, έκανε με τα δάχτυλα του δυο τρύπες για τα μάτια και τη φόρεσε στο κεφάλι του σαν κουκούλα.
«Αυτή είναι η στολή μας,» είπε με δέος ο Φρανκ. «Λευκή σαν το δέρμα μας κι αρκετή για να μας κρύβει από τα βλέμματα των ανάξιων.»
«Η κουκούλα προσδίδει ισχύ ιερέων,» συμπλήρωσε ο Τζέιμς.
«Οι ιερείς είναι δειλοί, δεν πρέπει να τους μοιάζουμε, έχουμε δική μας ταυτότητα, εκδικητών,» αντιτάχθηκε ο Ρίτσαρντ.
Ο Σατανάς πήρε τον ξύλινο Σταυρό από το γραφείο του δικαστή και τον έβαλε στο κέντρο του τραπεζιού. Με μια κίνηση τον τύλιξε στις φλόγες κι όσο καιγόταν εκείνο το ξύλο αργά, οι έξι αμαρτωλοί τον παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι, εντυπωσιασμένοι και μαγεμένοι σχεδόν.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, ανήμερα τα Χριστούγεννα, στο λοφάκι δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου, είδαν οι κάτοικοι του Πουλάσκι έναν μεγάλο Σταυρό να καίγεται και γύρω του έξι φιγούρες λευκές με κωνικές κουκούλες.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Λάβαμε το μήνυμα σου κι ήρθαμε όσο γρηγορότερα μπορούσαμε,» είπε ξεψυχισμένα η Αρενιήλ, μόλις έφτασαν στο σημείο που είχαν συνεννοηθεί με τον Βηλφεγώρ.
«Τι συνέβη κι ήσουν τόσο βιαστικός να μας δεις;» Απόρησε ο Γαβριήλ δίπλα της.
«Χρειάζομαι τη βοήθεια σας για να καταστρέψω το σχέδιο που ο Σατανάς θέτει σε εφαρμογή εν αγνοία του αφέντη μας.»
«Τι εννοείς; Μίλα καθαρά!» Τον προέτρεψε ο Αρχάγγελος.
«Θέλει να σπείρει το χάος στην Αμερική, έφτιαξε μια οργάνωση που λειτουργεί αυθαίρετα και σκοτώνει ανελέητα μαύρους σκλάβους,» εξήγησε ταχέως ο Βηλφεγώρ. «Στην αρχή ξεκίνησε ως αστείο και τώρα λαμβάνει επικίνδυνες διαστάσεις. Σχεδόν όλος ο Νότος πια διαθέτει τμήματα αυτής της οργάνωσης. Την αποκαλούν μέχρι και Αόρατη Αυτοκρατορία του Νότου.»
«Η Κου Κλουξ Κλαν είναι δικό του δημιούργημα;» Εξερράγη σχεδόν από θυμό η Αρενιήλ και στράφηκε στον Αρχάγγελο. «Γαβριήλ, πρέπει αναλάβουμε δράση αμέσως!»
«Μισό λεπτό,» τη σταμάτησε εκείνη. «Βηλφεγώρ, πες μας, γιατί θες να στραφείς εναντίον των ομοίων σου;»
«Με προσέβαλε,» απάντησε ψυχρά ο πρώην Άγγελος. «Μου έκλεψε έξι αμαρτωλούς για να τους εκμεταλλευτεί για τους δόλιους σκοπούς του. Ξέρεις, Γαβριήλ, ότι μισώ να χάνω. Όχι μόνο με ταπείνωσε αλλά και σπέρνει τον όλεθρο στον Νότο!»
«Ο Εωσφόρος τι γνωρίζει για όλα αυτά;» Αναρωτήθηκε ο Γαβριήλ ξανά.
«Απολύτως τίποτα,» αποκρίθηκε ο Δαίμονας της Οκνηρίας. «Θέλω μόνο εμείς οι τρεις να λύσουμε το ζήτημα χωρίς καμία ανάμειξη από εκείνον.»
Ο Γραβιηλ παρέμεινε για λίγο σιωπηλός. Σούφρωσε τα ξανθά της φρύδια και το βλέμμα της σκοτείνιασε. Είχε βυθιστεί σε σκέψεις το δίχως άλλο και κανείς δεν τολμούσε να διακόψει. Όταν τελικά έδωσε την απάντηση της, ήταν βέβαιοι πως επρόκειτο για αμετάκλητη.
«Ας είναι,» είπε σταθερά. «Θα σε βοηθήσουμε να καταστρέψεις τον Σατανά και το ολέθριο σχέδιο του.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χαχαχαχα χαχαχα!
Στα αλήθεια νομίζατε ότι τέτοια θεματάρα θα την άφηνα μόνο για ένα διήγημα; Όχι βέβαια! Θα υπάρξει και συνέχεια εκτός κι αν τη θέλετε βεβαίως!!!!
Πώς σας φάνηκε το διήγημα;
Στο επόμενο, που σας εγγυώμαι θα έρθει ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΑ μεταφερόμαστε στην Ευρώπη ξανά και δη στην Ισπανία, με έναν διακεκριμένο Έλληνα και τον αγαπημένο μου κλάδο της Καθολικής Εκκλησίας...
Ο Λεβιάθαν και ο Φθόνος του θα πρωταγωνιστήσουν!
Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά και να προσέχετε τους εαυτούς σας!!!
Πώς πάει η καραντίνα, λοιπόν;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro