~Η Οκνηρία του Πρωτομάστορα~
Ο Βηλφεγώρ θεωρείται από τους αδερφούς του ως ο πιο άεργος και νωθρός Δαίμονας, δικαιώνοντας το αντικείμενό του, την Οκνηρία. Εγώ είμαι ο μόνος που έχει την πολυτέλεια να γνωρίζει ότι ο Βηλφεγώρ είναι ο πιο δραστήριος και εργατικός από τους Δαίμονες των Αμαρτημάτων. Κι αυτό γιατί δε δρα ως εργάτης, εκτελώντας μια απλή δουλειά, μα εισπράττει τη μέγιστη ευχαρίστηση, συμφωνεί με το έργο του και αισθάνεται την αληθινή χαρά της δημιουργίας αμαρτωλών ψυχών, κάτι που όλοι οι υπόλοιποι δεν κάνουν. Δεν βρίσκουν ευχαρίστηση στο έργο τους και το θεωρούν υποχρέωση, μόνο ο Βηλφεγώρ αποτελεί εξαίρεση και κατανοεί τη βαθύτερη έννοια της Επανάστασης. Ο Θεός υπάρχει για να αψηφάται· όσοι τον ακολουθούν είναι άμυαλα πρόβατα θυσίας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Λονδίνο, 1330 μ. Χ.
Ο Γουίλ Ντενς ήταν τυχερός. Πάντα απέδιδε όλα τα χαρούμενα γεγονότα της ζωής του στην Τύχη. Ακόμα και όταν δεν ευθυνόταν μόνο αυτή.
Όταν ο βασιλιάς Εδουάρδος ο Δεύτερος αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο, ο Γουίλ Ντενς δεν είχε ενδιαφερθεί. Ούτε όταν ο πρίγκιπας στέφθηκε βασιλιάς Εδουάρδος ο Τρίτος. Όμως, όταν ο Μεγαλειότατος τον κάλεσε στο παλάτι του Γουίντσιστερ, ο Γουίλ Ντενς αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να ζητά ο βασιλιάς της Αγγλίας από έναν ταπεινό του υπήκοο.
Μια ομάδα τριών ένστολων ανδρών, που έφεραν τους λέοντες των Πλανταγενετών, τον οδήγησε στα ενδότερα του παλατιού και τον άφησαν σε μια άδεια σάλα να περιμένει. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε ένας ψηλός άνδρας, με καστανά μαλλιά, σκοτεινά μάτια κι ένα απλό, κόκκινο ένδυμα.
"Σας καλοσωρίζω στο Γουέστμινστερ, κύριε Ντενς," του είπε ο ξένος χαμογελαστά.
"Γεια σας," ανταπέδωσε όσο ευγενικά μπορούσε ο Γουίλ.
"Παρακαλώ, ακολουθήστε με," τον παρότρυνε κι ο Γουίλ υπάκουσε διστακτικά.
Τον οδήγησε στην κορυφή του πιο χαμηλού Πύργου. Εκεί, φαινόταν όλο σχεδόν το Λονδίνο και πολλές ακόμα εκτάσεις, μια που ο ουρανός δεν είχε σύννεφα κι η ομίχλη απουσίαζε.
"Έχετε ταξιδέψει ποτέ στον Βορρά, κύριε Ντενς;" Ρώτησε ο ξένος, δείχνοντας με το χέρι του προς την οδό που οδηγούσε σε πόλεις πιο κρύες από το Λονδίνο, μα βέβαια πιο όμορφες.
"Μόνο μια φορά," απάντησε ο Γουίλ. "Πριν πέντε χρόνια σχεδόν, όταν επισκεφθήκα με τη σύζυγό μου κάποιους συγγενείς της στο Γουωρικσάιρ. Πολύ όμορφη πόλη και τα κτίρια πολύ εντυπωσιακά."
"Ως τέκτονας, λογικό να πρόσεχες τα κτίρια," σχολίασε με ένα μειδίαμα ο ξένος. Έπειτα, στράφηκε ανατολικά.
"Βλέπεις εκείνα τα σπίτια που ξεκινούν και μοιάζουν να συνεχίζουν στον ορίζοντα;"
"Ναι," ένευσε ο Γουίλ.
"Είναι το Γκλώστερ, η θυγατρική πόλη του Λονδίνου," εξήγησε ο ξένος. "Ο Μεγαλειότατος διάλεξε να θάψει τον εκλιπόντα πατέρα του στον Καθεδρικό Ναό του Γκλώστερ. Το κτίσμα όμως, δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση και χρειάζεται επιδιορθώσεις. Επίσης, χρειάζεται ένας καλός τέκτονας να φτιάξει τον τάφο του Εδουάρδου του Δευτέρου. Ο Μεγαλειότατος αποφάσισε να είσαι εσύ ο εργολάβος."
Ο Γουίλ Ντενς δεν μπορούσε να είναι πιο ευγνώμων. Για άλλη μια φορά, η Τύχη του είχε χαμογελάσει. Όπως του υπέδειξε ο ξένος, έφυγε από το Λονδίνο την επόμενη κιόλας ημέρα, μαζί με τη σύζυγο και τα τρία του παιδιά, για το Γκλώστερ, όπου θα διέμεναν για τουλάχιστον τέσσερις μήνες. Η κατασκευή του μνήματος δεν απαιτούσε πολύ καιρό, σε αντίθεση με τις επισκευές στον Καθεδρικό, τις οποίες ο Μεγαλειότατος -σύμφωνα με τον ξένο αυλικό- είχε αναθέσει στον Γουίλ επίσης.
Η πρώτη του υποχρέωση μόλις έφτασαν στο Γκλώστερ ήταν να βρουν σπίτι. Νοίκιασαν ένα ημιυπόγειο μιας τριώροφης κατοικίας που ανήκε σε κάποιον Ουόλτερ Στιφ, γόνο γνήσιας σαξονικής οικογένειας και ιδιαίτερα χαμογελαστό κύριο. Ο Γουίλ φρόντισε να τακτοποιηθεί η οικογένειά του και τότε επισκέφθηκε τον Καθεδρικό, για να δει με τα μάτια του τον χώρο εργασίας του, μα και το μέγεθος των φθορών του. Προς το παρόν, δε θα προχωρούσε σε κανενός είδους ενέργεια, παρά θα ξεκινούσε την αναζήτηση εργατών. Ο ξένος του είχε πει ότι ο Μεγαλειότατος θα ερχόταν σύντομα, για να του υποδείξει το σημείο όπου θα χτιζόταν το μνήμα, αλλά και θα του παρέδιδε την προκαταβολή της αμοιβής του. Δεν ήξερε αν ανυπομονούσε περισσότερο να λάβει ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό ή να γνωρίσει επιτέλους τον ευεργέτη του.
Οι φθορές είχαν προέλθει περισσότερο με την ηλικία της εκκλησίας. Φαινόταν τουλάχιστον τριών αιώνων και δε θα εντυπωσιάζονταν αν οι ντόπιοι του έλεγαν ότι είχε λεηλατηθεί από τους Βίκινγκς, ή τον στρατό του Γουλιέλμου του Κατακτητή.
Πολλά ξύλινα παλούκια που κρατούσαν την οροφή είχαν φθαρεί απίστευτα κι είχαν καιρό να βαφτούν. Αν δεν επιδιορθώνονταν άμεσα, ίσως να μην άντεχαν το βάρος του μαρμάρου που κοσμούσε τον ναό. Όταν αποδομείται ο σκελετός, κανείς δε σώζει το δέρμα.
"Είναι όμορφος ναός, αν και παραμελημένος," άκουσε μια ανδρική φωνή πίσω του και γύρισε αργά. Αντίκρισε έναν νεαρό άνδρα, όχι πολύ νεότερό του, με σκοτεινά χαρακτηριστικά και δύο σαγηνευτικά γαλάζια μάτια.
"Δε σας έχω ξαναδεί εδώ," παρατήρησε ο νεαρός. "Είστε νεοφερμένος;"
"Ήρθα σήμερα το πρωί," του απάντησε ειλικρινά ο Γουίλ. "Θα δουλέψω εδώ."
"Πού;" Απόρησε με κάποια έκπληξη ο νεαρός. "Εγώ είμαι ντόπιος και δεν μπορώ να βρω δουλειά εδώ. Πως βρήκες εσύ;"
"Με έστειλε ο βασιλιάς Εδουάρδος να επισκευάσω τον καθεδρικό σας και να φτιάξω το μνήμα του πατέρα του," του αποκάλυψε ο Γουίλ κι αμέσως τα μάτια του αγνώστου γούρλωσαν.
"Ώστε έρχεσαι από το Γουέστμινστερ;"
Ο Γουίλ ένευσε. Στη συνέχεια, αποτράβηξε τα μάτια από τον συνομιλητή του και συνέχισε να παρατηρεί τις φθορές του κτιρίου.
"Ποσών ετών είναι;"
"Χτίστηκε το 678, αφιερωμένος στον Άγιο Πέτρο κι ύστερα, το 1089, ο Νορμανδός βασιλιάς Γουλιέλμος Ρούφους διέταξε την αναστήλωσή του. Πλέον, γιορτάζει του Αγίου Πέτρου και της Αγίας Τριάδας."
"Κι από τότε δεν έγινε καμία επιδιόρθωση;" Απόρησε ο Γουίλ.
"Πριν εκατόν τριάντα περίπου χρόνια, το 1196, έδωσε εντολή η Αντιβασίλισσα Ελεωνόρα να επιδιορθωθεί, μια που ο Μεγαλειότατος Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πολεμούσε στις Σταυροφορίες. Όμως, λίγο αργότερα πιάστηκε αιχμάλωτος και η Εξοχότητά της έπρεπε να διακόψει τη χρηματοδότηση του έργου για να συγκεντρώσει τα χρήματα για τα λύτρα του γιού της."
"Φαίνεσαι να γνωρίζεις πολλά για τον ναό," συμπέρανε με ενδιαφέρον ο Γουίλ.
"Αυτό είναι αλήθεια," παραδέχτηκε ο νεαρός. "Από μικρός λάτρευα να περνώ χρόνο εδώ, η εκκλησία με ηρεμούσε και τώρα λυπάμαι που τη βλέπω να σιγογκρεμίζεται."
"Πώς σε λένε;" Ρώτησε ο τέκτονας.
"Ντίκον Μπαρμπέρ," απάντησε ο νέος.
"Λοιπόν, Ντίκον Μπαρμπέρ, τι θα έλεγες να γινόσουν το πρώτο μέλος του συνεργείου επιδιόρθωσης αυτού του ναού; Όπως μου είπες, έχεις ανάγκη μια δουλειά. Τι καλύτερο από το να φροντίσεις ένα μέρος που αγαπάς;"
"Στα αλήθεια θα μου δώσεις αυτή τη χαρά και τιμή;" Αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Ντίκον.
"Το έκανα ήδη," του είπε χαμογελαστά ο Γουίλ Ντενς.
Για τις επόμενες δυο ημέρες οι δυο τους συγκέντρωσαν εργάτες για το έργο. Ο Μεγαλειότατος είχε διατάξει να συγκεντρωθούν σαράντα εργάτες. Ο Ντίκον κι ο Γουίλ εξέτασαν τους εκατό υποψήφιους και επέλεξαν τους σαράντα καταλληλότερους για τις θέσεις που προέβλεπε ο προϋπολογισμός.
Έπειτα, ο Γουίλ όρισε τους επικεφαλής κάθε εργασίας και παρήγγειλε τα υλικά, τα οποία έφτασαν τμηματικά. Τρεις μέρες αργότερα, ξεκίνησαν επίσημα οι διεργασίες.
Την ίδια ημέρα, ήρθε στον καθεδρικό, που πλέον θύμιζε εργοτάξιο, ένα αγοράκι, λαχανιασμένο από το τρέξιμο κι ανακοίνωσε στον Γουίλ ότι πλησίαζε ο Μεγαλειότατος με την ακολουθία του.
"Πάνω στην ώρα," μονολόγησε ο τέκτονας. "Καιρός πια να γνωρίσω τον ευεργέτη μου."
Από το άλογο όμως, κατέβηκε ένα πρόσωπο που ήδη γνώριζε. Ήταν ο ξένος που είχε συναντήσει στο παλάτι και του είχε ανακοινώσει τη βασιλική αποστολή του. Μόνο που αυτή τη φορά ο ξένος φορούσε το Στέμμα και τον θυρεό των Πλανταγενετών βασιλέων στην κόκκινη μπέρτα του.
Συνειδητοποιώντας το σφάλμα του, ο Γουίλ Ντενς έπεσε στα γόνατα, λυγίζοντας τον κορμό του τόσο που σχεδόν ακούμπησε το χώμα.
"Μεγαλειότατε, είναι τιμή μας να μας τιμάτε με την υπέρλαμπρη παρουσία σας. Εκτιμώ βαθύτατα ότι αποφασίσατε να-"
"Γνωρίζω την πίστη σου στο πρόσωπό μας, Γουίλ Ντενς," τον σώπασε ο Βασιλιάς Εδουάρδος, πριν συνεχίσει να επαναλαμβάνει τη λέξη τιμή και χάσει κάθε είδους καλή φήμη που είχε στο Γκλώστερ. "Για αυτό και ήρθαμε σήμερα να μας ξεναγήσετε στο εργοτάξιο."
"Παρακαλώ, Μεγαλειότατε, στις υπηρεσίες σας," είπε ταπεινά ο τέκτονας, που ακόμα δεν τολμούσε να σηκωθεί από το χώμα.
"Και για όνομα του Θεού, σήκω όρθιος," τον παρότρυνε ο Βασιλιάς, ενώ κατέβαινε από το άλογό του. "Είναι άκομψο να κυκλοφορεί ένας επιφανής πολίτης σαν εσένα σκονισμένος."
Και χωρίς καμία προειδοποίηση, τον πλησίασε κι άρχισε να τινάζει τη σκόνη από τα ρούχα του, αμέσως αφότου είχε σηκωθεί από την ταπεινωμένη του στάση.
"Μεγαλειότατε, πραγματικά λυπάμαι που δε σας αναγνώρισα όταν σας συνάντησα για πρώτη φορά," απολογήθηκε χαμηλόφωνα ο Γουίλ, ενώ ο βασιλιάς τον ξεσκόνιζε. "Ειλικρινά, δε σας είχα δει πρωτύτερα και η ενδυμασία σας δεν πρόδιδε τη θέση σας."
"Μα αυτό ήθελα να πετύχω," τον καθησύχασε ο Εδουάρδος. "Να μη με αναγνωρίσεις, ώστε να μου μιλήσεις αληθινά κι όχι με ψεύτικη υποταγή. Θεωρώ την εργασία σου πολύ σημαντική κι ένας απατεώνας με γλώσσα κόλακα θα μου ήταν απεχθής και άχρηστος."
Ο Γουίλ υποκλίθηκε ξανά, όταν ο βασιλιάς τελείωσε το ξεσκόνισμα και του ένευσε να προχωρήσουν στο εργοτάξιο.
"Λοιπόν, ξεκινήσατε;" Ρώτησε πρώτος ο Εδουάρδος.
"Σήμερα κιόλας, Μεγαλειότατε," του απάντησε ο Γουίλ. "Σήμερα έφτασε και το τελευταίο υλικό που είχα παραγγείλει."
"Πολύ καλά. Έχεις αποφασίσει πού θα φτιάξεις το μνήμα του πατέρα μου;"
"Έχω επιλέξει ένα σημείο, εάν βέβαια σας αρέσει κι εσάς· αν όχι, επιλέξτε εσείς."
Ο Ντίκον δεν ακολούθησε τον βασιλιά και τον Γουίλ, αφήνοντας τον τέκτονα να αναλάβει εξ ολοκλήρου τον Μεγαλειότατο. Αντίθετα, αποτραβήχτηκε σε ένα εγκαταλειμμένα καλύβι και κοιτάχτηκε στο τζάμι, καμαρώνοντας τη μοχθηρία στα μάτια του, τα μάτια του Βηλφεγώρ, του Δαίμονα της Οκνηρίας.
"Ακόμα δεν κατάφερες να τον σταματήσεις," άκουσε την αποδοκιμαστική φωνή του Αφέντη του πίσω από την πλάτη του. "Με απογοητεύεις, Βηλφεγώρ."
"Άρχοντά μου," του απευθύνθηκε άχρωμα ο Δαίμονας του Νωθρότητας. "Το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Ο φίλος μας είναι υπερβολικά προσηλωμένος στην εργασία του αυτή τη στιγμή. Η ώρα να τον επιβραδύνω δεν έχει έρθει ακόμα."
"Συντόμευε," τον παρότρυνε ανυπόμονα ο Εωσφόρος. "Ο νεκρός Βασιλιάς δεν πρέπει να ταφεί τώρα. Αλλιώς, η ψυχή του θα βρει τη γαλήνη και δεν το θέλουμε αυτό. Ο Θεός θα τον συγχωρέσει και θα τον πάρει στον Παράδεισο. Είναι κρίμα να χαθεί ένας τέτοιος αμαρτωλός μέσα από τα χέρια μας, ενώ συνάμα θα κερδίσουμε τον άμοιρο Γουίλ Ντενς."
"Θα λυγίσει εύκολα," συμπλήρωσε ο Βηλφεγώρ με ένα μειδίαμα. "Το μόνο που χρειάζεται είναι να τον ρωτήσω μερικά πράγματα και δε θα σταματήσει να μιλάει!"
"Έχω εμπιστοσύνη στις ικανότητες σου," του είπε ειλικρινά ο Διάβολος. "Ελπίζω να μη με απογοητεύσεις."
"Ποτέ δεν το έκανα κι ούτε θα το κάνω," τον διαβεβαίωσε με σιγουριά ο Βηλφεγώρ. "Ξέρω ότι σου χρωστώ την ελευθερία μου κι αυτό είναι το ύψιστο αγαθό. Δε θα απογοήτευα ποτέ αυτόν που μου πρόσφερε το ύψιστο αγαθό."
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εφόσον έφυγε ο βασιλιάς Εδουάρδος, εμφανώς ευχαριστημένος από όσα είδε, ο Βηλφεγώρ δε σπατάλησε στιγμή και πλησίασε ξανά τον ανυποψίαστο Γουίλ Ντενς.
"Πώς πήγε με τη Μεγαλειότητά του;" Ρώτησε, πείθοντας ακόμα και τον εαυτό του ότι ενδιαφέρονταν.
"Περίφημα," του απάντησε εύθυμα ο τέκτονας. "Αλήθεια, εσύ καλέ μου Ντίκον, πού ήσουν τόση ώρα; Σε αναζητούσα να σε συστήσω στον Μεγαλειότατο και δε σε έβρισκα πουθενά!"
"Με συγχωρείς φίλε μου, μα δε με θεωρώ άξιο τέτοιων τιμών," αποκρίθηκε με ψεύτικη ταπεινοφροσύνη ο Βηλφεγώρ. "Εγώ απλώς δρω για το καλό της πόλης μου."
"Το ξέρω και το εκτιμώ," τον βεβαίωσε ο Γουίλ. "Όμως, πιστεύω ότι άξιζε να γνώριζες τον βασιλιά. Ξέρεις, αρέσκεται να γνωρίζει τίμιους και εργατικούς ανθρώπους, μια που στις πρωτεύουσες αυτοί σπανίζουν."
"Αν επιμένεις τόσο, θα φροντίσω να γίνει την επόμενη φορά που θα μας επισκεφθεί," υποχώρησε ο Βηλφεγώρ.
Ο Γουίλ κοντοστάθηκε και τον παρατήρησε για λίγο πριν του μιλήσει ξανά.
"Δε συμπαθείς τους βασιλείς, σωστά;"
"Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;" Αναρωτήθηκε με ειλικρινή περιέργεια ο Δαίμονας της Οκνηρίας.
"Απλώς θυμάμαι με πόση δυσαρέσκεια μιλούσες για την παραμέληση του Καθεδρικόυ σας από τους βασιλέις τα προηγούμενα χρόνια," του εξήγησε ο τέκτονας. "Προφανώς δε συμπαθείς αυτούς που αγνόησαν το τόσο αγαπητό σου κτίσμα."
Ο Βηλφεγώρ του χάρισε ένα μειδίαμα.
"Πίστεψε με, φίλε μου, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τους ηγεμόνες."
"Αλήθεια;" απόρησε με ένα νευρικό γέλιο ο Γουίλ Ντενς. "Πώς γίνεται αυτό;"
"Είναι αυτοί που έχουν τα πάντα και είναι οι πιο εύκολοι στο να θελήσουν ακόμα περισσότερα. Είναι αλαζόνες, άπληστοι, λαίμαργοι, λάγνοι, μνησίκακοι, φθονεροί και οκνηροί περισσότερο από τους υπηκόους τους. Δεν έχουν αναστολές, ούτε κάποιον νόμο να τους περιορίσει."
"Και η Μάγκνα Κάρτα;" Απόρησε ο Γουίλ.
"Αυτό ήταν μια απλή περγαμηνή για να ησυχάσουν οι εξοργισμένοι Άρχοντες," εξήγησε βαριεστημένα ο Βηλφεγώρ. "Δεν πιστεύω ότι ο οποιοσδήποτε που θα φορούσε το Στέμμα θα φοβόταν μια περγαμηνή που σίγουρα πια θα την έχει φάει ο σκόρος!"
Ο Γουίλ γέλασε με το αστείο του.
"Ίσως και να έχεις δίκιο," του είπε και ανασήκωσε τους ώμους.
Οι δυο τους προχώρησαν προς τον Καθεδρικό, ώσπου ο δαίμονας αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του.
"Σε άκουσα χθες που ευχαριστούσες την Τύχη για όλα όσα σου προσέφερε. Πραγματικά πιστεύεις;"
"Μα και βέβαια," απάντησε ο Γουίλ. "Όσα μου έχουν συμβεί τα οφείλω στην Τύχη."
"Τι σου έχει συμβεί δηλαδή;" Ρώτησε ο Δαίμονας της Οκνηρίας, ενώ τον καθοδηγούσε σε διαφορετικό μονοπάτι που οδηγούσε στα ανατολικά της πόλης, μακριά από τον Καθεδρικό.
"Η Τύχη με βοήθησε να βρω τον δρόμο μου, όταν σε ηλικία έξι ετών έχασα τον δρόμο μου μέσα σε μια αγορά με χιλιάδες κόσμο και κατάφερα να βρω τους γονείς μου ξανά. Με βοήθησε πάλι όταν συνάντησα τη γυναίκα μου, την Αλιένα, που είναι ο πιο υπέροχος άνθρωπος που γνώρισα μα κι αργότερα όταν κόντεψα να τη χάσω καθώς έφερνε στον κόσμο το πρώτο μας παιδί, τον Χαλ. Μα και πρόσφατα, πριν σχεδόν έναν μήνα, είχα βρεθεί χρεωμένος και στα όρια της φτώχειας, βυθισμένος στην απελπισία κι η Τύχη ξανά με ευνόησε και με έκανε να επιλεχθώ από τον βασιλιά για αυτό το έργο και να σωθώ ως εκ θαύματος από τους τοκογλύφους που ακόμα και την καρδιά μου σε κουτί θα ζητούσαν για να ξεχρεώσω!"
Ο Βηλφεγώρ τον άκουσε με αμείωτη προσοχή και έπιασε τον εαυτό του αρκετά εντυπωσιασμένο. Οι άνθρωποι που δε λάτρευαν τον Θεό με απόλυτη αφοσίωση και σε σημείο δυσιδαιμονίας ήταν ελάχιστοι. Ποτέ του δεν περίμενε να γνωρίσει κάποιον, αυτούς τους ζοφερούς και σκοτεινούς καιρούς.
"Και ο Θεός;" Τον πείραξε, προσμένοντας να ακούσει την απάντησή του. "Αυτός δεν σου προσέφερε τίποτα;"
"Ο Θεός μας ξέχασε," αποκρίθηκε λυπημένα ο Γουίλ. "Αποκλείεται να αγαπά και να φροντίζει ακόμα ένα έθνος που καθοδηγείται από τόσο διεφθαρμένους και άνομους ιερείς. Δεν έχεις ιδέα πόσες αδιανόητες αμαρτίες διαπράττουν καθημερινά και πόσα σκάνδαλα ακούγονται για αυτούς στο Λονδίνο. Είναι απίστευτο το πώς τους επιτρέπουν να εκπροσωπούν τον Κύριό μας."
Ο Βηλφεγώρ ήθελε να γελάσει με την ειρωνία της υπόθεσης. Φυσικά και γνώριζε τι συνέβαινε με τους ιερείς. Αφού τα περισσότερα σκάνδαλα τα είχαν προκαλέσει αυτός και οι αδελφοί του.
Επέλεξε να μην εξωτερικεύσει τις σκέψεις του. Παρόλα αυτά, φρόντισε να συνεχίσει την κουβέντα τους και να τους απομακρύνει ακόμα περισσότερο από το Εργοτάξιο. Κάποια στιγμή, έφτασαν στις παρυφές της πόλης κι ο Γουίλ άρχισε να αναρωτιέται πού βρίσκονταν.
Κι ενώ ο Δαίμονας είχε ετοιμάσει μια κατάλληλη απάντηση, οι δυο τους άκουσαν έναν άνδρα να τρέχει προς το μέρος τους, φωνάζοντας τα ονόματά τους.
"Γουίλ! Ντίκον! Μα πού εξαφανιστήκατε;"
"Τζον!" Αναφώνησε ο Γουίλ, αναγνωρίζοντας αμέσως έναν από τους ξυλουργούς του Καθεδρικού. "Συνέβη κάτι;"
"Ο Ρότζερ έπεσε από τη σκαλωσιά ενώ τη στερέωνε! Ο Φρεντ έτρεξε να φέρει τον γιατρό κι εγώ ανέλαβα να βρω εσάς! Μα την αλήθεια, έψαξα σχεδόν όλη την πόλη! Πώς φτάσατε τόσο μακριά;"
"Μας συνεπήρε η συζήτηση και μάλλον παραστρατήσαμε," πρόλαβε τον Γουίλ κι απάντησε πρώτος ο Βηλφεγώρ.
"Εγώ δε σπαταλάω άλλον χρόνο," ήταν η μόνη κουβέντα του τέκτονα, προτού αρχίσει να τρέχει προς την κατεύθυνση του Καθεδρικού, ώστε να επιθεωρήσει την κατάσταση.
Οι δυο εναπομείναντες, ο Ντίκον κι ο Τζον, ωστόσο, έμειναν να τον κοιτάζουν ενώ έτρεχε, μια που είχαν αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον.
"Μήπως γίνεσαι γραφικός, αδελφέ;" Τον ειρωνεύτηκε ο Τζον. "Αυτό το κόλπο με την κουβέντα και την ετεροκατεύθυνση το έχεις κάνει τουλάχιστον δέκα φορές στο παρελθόν."
"Ξέρεις πολύ καλά ότι είμαι λάτρης του κλασικού και δε συμπαθώ τις ανούσιες καινοτομίες, Ραφαήλ," του αντιμήλησε ο Ντίκον, αναγνωρίζοντας στον φαινομενικό ξυλουργό τον πολεμοχαρή και πρώην αδελφό του Αρχάγγελο Ραφαήλ.
"Και νόμιζα ότι με είχες ξεχάσει," συνέχισε την ειρωνεία ο Ραφαήλ. "Έχουμε να ειδωθούμε μερικούς αιώνες."
"Τους εχθρούς πρέπει να τους θυμόμαστε καλύτερα από τους φίλους," του απάντησε ψυχρά ο Βηλφεγώρ.
Ο Ραφαήλ ένευσε προς την κατεύθυνση όπου έτρεχε αλαφιασμένος ο Γουίλ.
"Φύγε μακριά του," τον διέταξε. "Αν θες να μη θαφτεί ο αμαρτωλός βασιλιάς κάνε το με άλλο τρόπο. Μπορείς να διαβρώσεις τη βουλή του γιου του, ή να εξαφανίσεις το πτώμα για λίγο καιρό, δεν έχεις όμως το δικαίωμα να ωθήσεις έναν τόσο φιλήσυχο και εργατικό άνθρωπο στην οκνηρία. Δε θα σου το επιτρέψω."
"Ο μόνος που μπορεί να με αποτρέψει να το κάνω είναι ο Αφέντης μου," αποκρίθηκε ο Βηλφεγώρ. "Κι αυτός δεν είσαι εσύ. Θα λάβω τα λόγια σου ως απειλή και πρόκληση."
Και πριν προλάβει να ανταπαντήσει ο Ραφαήλ, ο δαίμονας πέταξε αστραπιαία πίσω από το θνητό του πιόνι. Ο Αρχάγγελος τον ακολούθησε, μα επέλεξε να περπατήσει αργά προς τον Καθεδρικό. Ο ήλιος έδυε. Άλλη μια μέρα είχε περάσει. Ο βασιλιάς θα ερχόταν ξανά σε τρεις μέρες, για να επιθεωρήσει το μνήμα και την επομένη θα γινόταν η ταφή. Αν δεν ήταν όλα έτοιμα, το φταίξιμο θα έπεφτε μόνο στον Πρωτομάστορα, τον τέκτονα Γουίλ Ντενς.
Έτσι πέρασαν αυτές οι τρεις μέρες· από το πρωί ο Βηλφεγώρ πάλευε να σταματήσει τον Γουίλ από το να ασχοληθεί με την κατασκευή του μνήματος, ενώ ο Ραφαήλ έκανε τα αδύνατα δυνατά για να του χαλάσει το σχέδιο. Πλέον η επιχείρηση είχε εξελιχθεί σε κάτι πολύ πιο προσωπικό από μια απλή διάσωση μιας ψυχής, ήταν μια διαμάχη, μια κόντρα μεταξύ των δυο πανίσχυρων οντοτήτων, μια επίδειξη δύναμης.
Το πρωί της τρίτης ημέρας, κι ενώ η ακολουθία του βασιλιά αχνοφαίνονταν στον δρόμο, ο Βηλφεγώρ αισθανόταν την τάση να γκρεμίσει τον καθεδρικό συθέμελα από τον θυμό του. Τελικά, επέλεξε να μην το κάνει, διότι κανείς δε θα τον γλίτωνε από την τιμωρία του Θεού και το γνώριζε. Αν παραβίαζαν τον Οίκο του, δε θα μπορούσε να τον προστατέψει ούτε ο Αφέντης του.
"Πρέπει να καταλάβεις ότι όλα τελείωσαν," καυχήθηκε ο Ραφαήλ δίπλα του. "Ο Γουίλ Ντενς έχει σχεδόν τελειώσει το μνήμα. Αύριο μπορεί να γίνει η κηδεία κανονικά."
"Τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμα," γρύλισε ο Βηλφεγώρ. "Εγώ θα έχω τον τελικό λόγο."
Μόλις έφτασε ο βασιλιάς, καμάρωσε την εξαιρετική δουλειά του τέκτονα και κανόνισε τη διαδικασία της ταφής. Την επόμενη ημέρα Θεού θέλοντος θα έθαβε επιτέλους τον πατέρα του.
Μόνο που δεν υπολόγισε τον παράγοντα του Διαβόλου. Ο Βηλφεγώρ, αποφασισμένος να ευχαριστήσει τον αφέντη του και να ντροπιάσει τον Αρχάγγελο Ραφαήλ, οδήγησε τον Γουίλ κάτω από έναν γερανό που κουβαλούσε μάρμαρα. Εκεί, κοίμησε τον υπεύθυνο και άφησε ένα μεγάλο κομμάτι να πέσει και πλακώσει τον τέκτονα.
Μέσα σε μια στιγμή μια πρόκληση κερδήθηκε, ένας άνθρωπος πέθανε, ένα σχέδιο γκρεμίστηκε, μια γυναίκα χήρεψε και τρία ορφανά απέμειναν.
Ο βασιλιάς Εδουάρδος κήδεψε τον Γουίλ Ντενς με τιμές ευγενή. Τη σύζυγο και τα παιδιά του τα έστειλε στο παλάτι του Γουέστμινστερ, όπου η χήρα Αλιένα έγινε Κυρία επί των Τιμών της βασίλισσας Φιλίππης.
Ο Ραφαήλ λυπήθηκε για την τραγική κατάληξη του άνδρα και τον πένθησε για καιρό. Ο Βηλφεγώρ δεν τιμωρήθηκε για τον φόνο που διέπραξε από τον Εωσφόρο, γιατί κατάφερε να καθυστερήσει την ταφή του αμαρτωλού βασιλιά όσο έπρεπε.
Ο Γουίλ Ντενς πήγε στον Παράδεισο, όχι όμως κι ο άτυχος υπεύθυνος των μαρμάρων που καταδικάστηκε από την Εκκλησία για την Οκνηρία του.
Τελικά, κανένας δεν επικράτησε στην πρόκληση.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αυτό ήταν το πρώτο διήγημα της Οκνηρίας. Στο επόμενο σας περιμένει η Απληστία κι ο πιο αχώνευτος βασιλιάς EVER!
Little teaser:
Μην ξεχνάτε να σχολιάζετε! Καλό Σαββατοκύριακο!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro