
~Η Απληστία Της~ {Επιτέλους με gifs}
Ο Μαμμωνάς, ο θαυμάσιος αυτός Δαίμων, ο Διορθωτής, όπως τον αποκαλώ. Όποια ζημιά προκαλέσουν από ανοησία ή ανικανότητα οι υπόλοιποι, ορμά αυτός και τη σταθεροποιεί. Οτιδήποτε οι άλλοι αφήνουν ατελές, εκείνος σπεύδει και τελειοποιεί. Υπομονετικός, λεπτολόγος, παρατηρητικός και επίμονα συνεκτικός, επιστρέφει στην Κόλαση πάντοτε επιτυχημένος, ακόμη κι αν ενίοτε δεν έχει κατορθώσει τον αρχικό του στόχο. Υπάρχει πάντοτε ο αστάθμητος παράγοντας των υποτακτικών του Πατέρα.
Αφού, λοιπόν, η γλυκιά μας Ιεζάβελ δεν μπόρεσε να υποτάξει τον λιτοδίαιτο Ηλία με τον Αζαζέλ και τον Αββαδδών -του οποίου η πρώτη εμφάνιση στη γη στέφθηκε με αποτυχία, τι κρίμα- αποφάσισα να αποστείλω τον Διορθωτή, για να ολοκληρώσει τα ημιτελή προς το συμφέρον μας και για να σιγουρευτώ για την επιτυχία, τον συνόδεψε ο πιο φερέγγυος, πιστός κι αδιάφθορος Εγγυητής.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Στάχτη και τέφρα,» μουρμούρισε εκνευρισμένος ο Μπελέθ, τινάζοντας από πάνω του το θειάφι, αφήνοντας τη βροχή να το ξεπλύνει από πάνω του, μαζί με τη μουτζούρα των κάρβουνων και το αίμα των βασανισμένων ψυχών.
«Αναφέρεσαι στη βρωμιά από την οποία σε καθαρίζει η βροχή;» Αναρωτήθηκε ο Μαμμωνάς δίπλα του.
«Όχι βέβαια,» αναφώνησε, σχεδόν θιγμένος. «Δε θα με ενοχλούσε ποτέ η έκθεση της σκληρής μου δουλειάς, που εμφανώς αποδίδει. Όταν με κάλεσε ο Αφέντης, βασάνιζα τον Λωτ κι ούτε καν πρόλαβα να τον αποχαιρετήσω.» Κοίταξε φευγαλέα τη γη, αναπολώντας ήδη τις στιγμές βασανιστηρίων. «Τώρα θα αδημονεί να επιστρέψω. Ας τελειώνουμε, λοιπόν!»
«Σου υπενθυμίζω πως ο ίδιος ο Αζαζέλ με τον Αββαδδών σε πρώτη έξοδο από την Κόλαση, δεν τελείωσαν ποτέ.»
«Κι εγώ σου υπενθυμίζω ότι δεν είμαι ηλίθιος σαν τον Αββαδδών,» τόνισε κι ο Μπελέθ. «Έχει μικρότερο μυαλό κι από μια ακρίδα του, όσο πανίσχυρος κι αν είναι. Εν τέλει, μην είσαι τόσο σκληρός μαζί τους. Κατάφεραν πάρα πολλά· όλη η Αριστοκρατία του Ισραήλ λατρεύει εμάς και κυρίως το βασιλικό ζεύγος.»
Προχωρούσαν μέσα στη βροχή, ακροπατώντας μέσα στα λασπωμένα χώματα που κολλούσαν αηδιαστικά στα γυμνά τους πόδια. Προορισμός τους ήταν το παλάτι της Σαμάρειας.
«Το θαύμα της επουράνιας φωτιάς κι η παραδειγματική τιμωρία των ψευδοπροφήτων, βέβαια, θα παραμείνουν στις μνήμες και στις συνειδήσεις για πολύ καιρό,» είπε με ύφος βλοσυρό ο Μαμμωνάς.
«Αμφιβάλλω!» Κάγχασε ο Πρίγκιπας της Κόλασης. «Ο ίδιος λαός λησμόνησε μέσα σε δυο μονάχα αιώνες το μεγαλύτερο θαύμα όλων· την απελευθέρωση τους από την Αίγυπτο. Δέκα θεόσταλτος πληγές, ο Άγγελος του Θανάτου να περπατά ανάμεσα τους ολοφάνερα, η Ερυθρά Θάλασσα ανοίχτηκε εμπρός τους και σώθηκαν. Κι όμως, όπως λίγους μήνες αργότερα τους πείσαμε να λατρέψουν έναν ταύρο, έτσι και τώρα θα εδραιώσουμε την κυριαρχία μας. Μην τους υπερεκτιμάς τόσο, είναι παντελώς ανόητοι!»
«Κι εσύ, όμως, μην τους υποτιμάς,» ψιθύρισε, σκοτεινιάζοντας το βλέμμα ο Μαμμωνάς.
Για λίγο, περπατούσαν σιωπηλά, για να επεξεργαστούν ορθώς τις κουβέντες που είχαν ανταλλάξει και τελικά ο Μαμμωνάς μίλησε ξανά, σπάζοντας τη σιγή με εμφανή δισταγμό.
«Τον έχεις δει έκτοτε;»
«Ποιόν;» Υποκρίθηκε τον απορημένο ο Μπελέθ.
«Τον Άγγελο του Θανάτου.»
Απέστρεψε το βλέμμα. Μολονότι προηγουμένως είχε προφέρει τον νέο τίτλο του Αζαρέλ που πλέον ονομαζόταν Αζραήλ, με απέραντη κι απροκάλυπτη πικρία, μίσος, αν όχι μένος, αδυνατούσε να κρύψει τη λύπη, που απειλούσε πλέον να φανεί και στα δαιμονικά του μάτια.
«Όχι. Κι ούτε θέλω,» δήλωσε κοφτά. «Πάνω από χίλια χρόνια έχουν περάσει από την απόσχιση του κι ειλικρινά χαίρομαι που δεν τον έχω συναντήσει.»
«Σε καταλαβαίνω,» έσπευσε να τον καθησυχάσει ο Μαμμωνάς, σαν να έβλεπε την αντάρα του μέσα στο σκοτάδι της ασέληνης νυχτιάς. Σήκωσε τα μάτια ψηλά, θέλοντας να δει μέσα από τα ζοφερά σύννεφα, πέρα από τον Ορίζοντα, τον Αιθέρα, τον Ουρανό, να ατενίσει έστω και για λίγο τον Παράδεισο. Απέτυχε. «Ήμουν παρών, όταν γεννηθήκατε μαζί, δυο φλεγόμενες οντότητες, μέσα από τον βαθύτερο κρατήρα μας, από λάβα και θειάφι, δυο θαύματα του Εωσφόρου, που μας πλημμύρισαν δέος και φόβο. Ήσαστε και παραμένετε ανίκητοι. Παρότι ο Αββαδδών είναι ο δυνατότερος, εσείς οι δυο συνδυάζατε ισχύ και νου κοφτερό, αξίζατε τις θέσεις των Πριγκίπων.» Πήρε μια βαθιά ανάσα θάρρους, προτού συνεχίσει. «Εγώ, πάλι, είχα γεννηθεί μαζί με τον Ιεγουδιήλ, ενώ η πλάση όλη τραγουδούσε μέσα από στόματα αδιόρατα, όταν ο Πατέρας δημιουργούσε από σύννεφα κι αέρα τους Αγγέλους. Μέσα στους ανέμους, στις μυρωδιές της Φύσης και στα πρωτόγονα χρώματα του Κόσμου, αντικρίσαμε ταυτόχρονα τον κόσμο οι δυο μας και περάσαμε αμέτρητες χιλιετίες αχώριστοι, αδέλφια αγαπημένα και δεμένα άρρηκτα, προστατεύοντας και φροντίζοντας ο ένας τον άλλον. Μα, όταν ο Εωσφόρος ξεκίνησε να συλλέγει τους υποστηρικτές του, εγώ ευθύς τάχθηκα μαζί του, νιώθοντας από τους πρώτους το μεγαλείο που εξέπεμπε ο σκοπός του μα ο Ιεγουδιήλ ανένδοτος· τυφλά πιστός στον Πατέρα, δε διανοούταν καν την απόσχιση, δεν ήθελε να ακούσει για επαναστάσεις κι αναδιοργανώσεις! Τότε, χωριστήκαμε για πάντα κι ευτυχώς στα πεδία των μαχών δεν τον συνάντησα· με απέφευγε. Έκτοτε, έχουμε συναντηθεί αρκετές φορές και πάντοτε νιώθω αμήχανα. Οι δαιμονικές σάρκες δεν κατάφεραν να καταλύσουν τον δεσμό μας. Ας είναι· υπάρχουν χειρότερα με τα οποία αναγκάζεται να ζει κανείς.» Στράφηκε επιτέλους σε αυτόν, σαν να συνειδητοποιούσε μετά από πολλή ώρα πως δε μονολογούσε. «Θα δυσκολευτείς πολύ, αν σε τούτο μοιάζουν οι Δαίμονες στους Αγγέλους. Μονάχα θυμίσου· πλέον είναι εχθρός μας. Ενίοτε είναι εξαιρετικά βοηθητικός ο απλός χρωματισμός, το άσπρο και το μαύρο. Όχι αδελφός πλέον μα εχθρός, όχι μαύρος μα λευκός, όλα όσα μισούμε και καταπολεμάμε.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ιεζάβελ, πανέμορφη ακόμη και μέσα στη σιωπηλή της αγανάκτηση, περπατούσε στο δώμα της έξαλλη, αδιάκοπα κι ακούραστα, επί ώρες πολλές, για μέρες. Οι Αρχιδαίμονες βρίσκονταν διαρκώς κοντά της, αόρατοι κι άηχοι, αναμένοντας το κάλεσμα της. Θα επικοινωνούσαν μονάχα αν τους επικαλούταν, ως τότε απλώς στέκονταν, παρακολουθούσαν υπομονετικά και κρατούσαν μέσα της τη φωτιά της εκδικητικότητας, του μίσους και του μένους ισχυρή κι άσβεστη. Όταν, τελικά, η Βασίλισσα έλαβε την απόφαση και έψαλε όσα λόγια γνώριζε, με μέλι κι αίμα φρέσκο από ταύρο, ένευσε να αναλάβει δράση ο Μπελέθ κι ο Μαμμωνάς του επέτρεψε, ανασηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα.
«Ιεζάβελ, μεγάλη κι απατημένη Βασίλισσα, μη φοβάσαι, διότι πράγματι έγινες μάρτυρας μαζί με τον άνδρα σου και τόσους άλλους, μιας γιγάντιας απάτης, μιας κτηνωδίας πρωτοφανούς. Ο Ηλίας έσφαξε τους ιερείς μου και για αυτό θα τον συντρίψω.»
«Ναι, Βάαλ, Κύριε μου!» Κραύγασε μέσα από τα σωθικά της η θνητή, χαμογελώντας ευχαριστημένα. Οι Θεοί είχαν ακούσει και δει την αδικία κι οσονούπω θα την τιμωρούσαν. «Θέλω ο Ηλίας να πάθει ακριβώς όσα κι οι ιερείς σου κι ακόμα χειρότερα. Δε θα μείνει τίποτα από εκείνον για να θαφτεί ή κλαυτεί. Χωρίς θρήνους και τάφο θα μείνει, ο φονιάς, ο ψεύτης, ο τρομοκράτης!»
«Για αυτό, πρέπει να φοβεριστεί, τώρα. Εξ ονόματος σου, θα στείλω έναν ιερέα μου να του μηνύσει πως θα τον καταδιώξουμε, για να εξαφανιστεί. Αν παραμείνει και συνεχίσει να κηρύττει τα αισχρά του ψεύδη, θα μας εμποδίσει και καθυστερήσει, κόρη,» συνέχισε ο Μπελέθ.
«Πράξε το, Κύριε μου και για χάρη σου θα θυσιάσω στον ναό σου οτιδήποτε μου ζητήσεις!»
Χαμογελώντας χαιρέκακα, αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας της Κόλασης, ο Μέγας Αρχιδαίμων.
«Θέλω την ωραιότερη σου υπηρέτρια. Το αίμα του λαιμού της να βάψει τον βωμό μου και οι στάχτες από τα σωθικά της να πεταχτούν στον χείμαρρο Κισσών, που μολύνθηκε με το αίμα των ιερέων μου, το χυμένο από χέρια άπιστων, αιρετικών απατεώνων!»
«Όπως επιθυμείς, θα γίνουν όλα!» Τον βεβαίωσε η Ιεζάβελ, τρέμοντας σύγκορμη από δέος κι έκσταση, εξαιτίας της επικοινωνίας με το θείο. Έφυγε αμέσως, για να υλοποιήσει την αιματηρή του προσταγή, αφήνοντας τους πανίσχυρους Δαίμονες μόνους στο δώμα.
«Μείνε εδώ και φρόντισε να τηρηθούν κατά γράμμα όσα διέταξα,» έδωσε εντολή στον Δαίμονα της Απληστίας ο Εγγυητής χωρίς δισταγμό. «Τον Ηλία θα τον αναλάβω εγώ. Θα τρομοκρατηθεί τόσο, που δεν πρόκειται να ξαναπατήσει ποτέ το πόδι του στο Ισραήλ!»
«Είμαι βέβαιος,» αποκρίθηκε λακωνικά ο Μαμμωνάς, μετέχοντας στον ενθουσιασμό του.
Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Ο Μπελέθ έφυγε από το παλάτι, αναζητώντας τον Ηλία κι εκείνος ακολούθησε την Ιεζάβελ προσεκτικά, φυτεύοντας με ακρίβεια και λεπτομέρεια τον μοχθηρό σπόρο της Απληστίας μέσα της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Αζραήλ στεκόταν στα ενδότερα του Παραδείσου, καταμεσής της γαλήνιας Εδέμ, αναμένοντας την ακρόαση του με τον Πατέρα, υπομονετικά και με αξιοπρέπεια. Ήταν η πρώτη φορά που καλούταν να λογοδοτήσει για μια ασεβή του πράξη, ωστόσο προτιμούσε να το πράξει ο ίδιος και να υποστεί τις όποιες συνέπειες παρά η Αρενιήλ. Άλλωστε, η πρωταρχική ιδέα της σφαγής ήταν δική του, συνεπώς εκείνος έφερε τη μόνη ευθύνη. Περίμενε, παραμένοντας ψύχραιμος, νιώθοντας ήδη την ταραχή της συνάντησης. Ήλπιζε να μην έμενε μόνος μαζί Του, δεν το είχε βιώσει ποτέ πριν και δεν επιθυμούσε να ήταν εκείνη η πρώτη φορά, αν μπορούσε να ήταν τόσο τολμηρός ώστε να ήλπιζε σε ένα μέλλον ακόμη.
Έκλεισε τα μάτια. Η μελωδία του ανέμου ηχούσε στα αυτιά του υπέροχα.
Τον κυρίευσε φόβος. Το προαίσθημα του αφυπνίστηκε, η πνευματική διασύνδεση με τους Αγγέλους κι η ενσυναίσθηση ούρλιαζαν μέσα του ανεξέλεγκτα. Άνοιξε τα μάτια απότομα ξανά και το όραμα τον χτύπησε.
Η Αρενιήλ φυλούσε -όπως είχε υποσχεθεί σε Εκείνον- τον Προφήτη Ηλία, με υπευθυνότητα κι αίσθηση καθήκοντος. Ωστόσο, δεν είχε ακόμη συνειδητοποιήσει την απειλή που πλησίαζε. Αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο του φτερωτού Αρχιδαίμονα τον Μπελέθ, ένιωσε όλο του το σώμα να δονείται έντρομο. Ήταν μόνη και θα αντιμετώπιζε τον Πρίγκιπα της Κόλασης. Αδυνατούσε να νιώσει σιγουριά για την επικράτηση της και πνίγηκε στην ανησυχία. Άνοιξε τα φτερά του χωρίς δεύτερη σκέψη κι ετοιμάστηκε να πετάξει κάτω όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
«Πού πας;» Απαίτησε να μάθει αμέσως ο επιτηρητής του, ο Αρχάγγελος Ιεγουδιήλ, ο Δοξαστής του Θεού. Στάθηκε εμπρός του επιβλητικά, με τις πυρρόξανθες μπούκλες του να αιωρούνται πιότερο κι από τα φτερά του. «Αναμένεις συνάντηση με τον Πατέρα.»
«Ο Εμμανουήλ κι ο Γαβριήλ με όρισαν προστάτη της Αρενιήλ, η οποία βρίσκεται σε τεράστιο κίνδυνο αυτή τη στιγμή. Αποτελεί καθήκον μου να τη συντρέξω, όταν εμφανώς κανείς άλλος δεν το πράττει!»
Ο Ιεγουδιήλ τον παρατήρησε στιγμιαία. Έμοιαζε αποφασισμένος να απορρίψει τον ίδιο τον Θεό για να προστατεύσει το κορίτσι τους, να παρέμενε πιστός και αφοσιωμένος στη δέσμευση του απέναντι στην ίδια μα και στον Εμμανουήλ. Αναγνώρισε τη σπουδαιότητα του σκοπού του και παραμέρισε ελάχιστα, χωρίς να υποχωρεί.
«Δεν μπορώ απλώς να σε αφήσω να φύγεις. Για αυτό, θα έρθω μαζί σου. Είναι ιερός ο σκοπός σου, αναμφίβολα. Θα ήταν ανόητο εκ μέρους μου να μη φροντίσω για τη δική σου ασφάλεια, ως υπεύθυνός σου.»
«Σε ευχαριστώ,» του χάρισε ένα σπάνιο χαμόγελο καθαρής ευγνωμοσύνης ο Αρχάγγελος του Θανάτου.
Οι δυο τους πέταξαν στη γη με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς ούτε ένα βλέμμα πίσω, αποφασιστικοί κι έτοιμοι ακόμα και για μάχη.
«Μονάχα μια χάρη σου ζητώ,» παρακάλεσε ο Αζραήλ κι ο Ιεγουδιήλ τον κοίταξε με απορία. «Επιτεθείς είναι ο Πρίγκιπας Μπελέθ. Αν έχει κι άλλους μαζί του, δε θα χρειαστεί. Μα αν είναι μόνος και συμβεί συμπλοκή, δε θέλω να παρέμβεις, μονάχα να φροντίσεις για την ασφάλεια της Αρενιήλ και του Ηλία. Εγώ θα αναλάβω τον Μπελέθ, μόνος μου.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Αρενιήλ διαισθάνθηκε την απόκοσμη παρουσία, λίγο προτού ο μεταμφιεσμένος σε κοινό θνητό Μπελέθ χτυπήσει την πόρτα του φτωχικού σπιτιού που φιλοξενούσε τον Ηλία. Μια γερόντισσα χήρα έμενε εκεί, σχεδόν τυφλή μα καλόψυχη και βαθιά πιστή. Το θεωρούσε τιμή της να φιλοξενεί τον Προφήτη. Εκείνη του άνοιξε κι όταν άκουσε πως ζητούσε τον Ηλία, καμώθηκε πως δεν τον γνώριζε.
«Ησύχασε, Αδίνα,» άγγιξε τον ώμο της ο ίδιος ο Ηλίας, κοιτώντας τον άνδρα με το έμβλημα του Βασιλέως στον μανδύα του άφοβα. «Ο κύρης έρχεται από το παλάτι, έχει κουραστεί για να φτάσει ως εδώ, ας μη φανούμε ακατάδεκτοι.»
Με τα φτερά της μαζεμένα κι αδιόρατα πλησίασε η Αρενιήλ την Αδίνα και μαζί αποσύρθηκαν στην κουζίνα, αφήνοντας τον Ηλία μόνο με τον υποτιθέμενο απεσταλμένο. Παρόλα αυτά, η αίσθηση πως κάτι σκοτεινό ελλόχευε μέσα του δεν την άφηνε στιγμή. Έστησε τα αυτιά της, θέλοντας να ακούσει όσα επρόκειτο να ειπωθούν.
«Ηλία, ψευδοπροφήτη και εγκληματία, η Βασίλισσα Ιεζάβελ είναι θανάσιμα θυμωμένη μαζί σου. Η δίκαιη οργή την πνιγεί και ζητά το ανίερο αίμα σου,» ανακοίνωσε στον Προφήτη με φωνή βροντερή ο Μπελέθ. Τα μάτια του άστραφταν με κίτρινη λάμψη. «Σου μηνεί το εξής· είθε να την τιμωρήσουν οι Θεοί που λατρεύει, αν δε σε σκοτώσει αργά και βασανιστικά, όπως εσύ σκότωσες τους ιερείς αυτούς. Φύγε από εδώ· χάσου, αν θέλεις να επιζήσεις και να μη γευτείς την εκδικητική της μανία.»
Ο Ηλίας, αμετακίνητα, λίθινα αποφασιστικός και έντονα σίγουρος για τον εαυτό του και την ακλόνητη πίστη του, τον κοίταξε κατάματα, ψύχραιμος, απτόητος, ατάραχος.
«Απεσταλμένε του Κακού, διότι αυτό είσαι, αν τέθηκες φερέφωνο της δαιμόνιας αυτής γυναίκας, μήνυσε της, αν το επιθυμείς, πως δεν τη φοβήθηκα ποτέ ούτε και τώρα θα το πράξω!» Δήλωσε αγέρωχα, μέσα από τα δασώδη του γένια. «Ο αληθινός Θεός με διάλεξε, για να διακηρύξω τον Λόγο Του. Μονάχα Αυτόν υπακούω κι όπου προστάζει, πηγαίνω. Οι απειλές μιας γυναίκας που γονατίζει σε άψυχα είδωλα δε με αγγίζουν. Ο Θεός που ελευθέρωσε το Ισραήλ κι ευλόγησε τον Αβραάμ είναι κοντά μου, όχι κοντά της!»
«Αυθάδης και παράτολμος,» ψιθύρισε σκεπτόμενος ο Μπελέθ, ποιά μορφή θανάτωσης θα του ταίριαζε καλύτερα. «Αυτά είχα ακούσει για σένα και τώρα συνειδητοποιώ πως είναι ακόμη μεγαλύτερα και χειρότερα. Προκάλεσες μήνι σε πολλούς ισχυρούς, Ηλία, για αυτό σου προτείνω να εγκαταλείψεις, όσο ακόμα ζεις.»
«Μεγάλη μου τιμή κι υπερηφάνεια θα είναι ο θάνατος υπέρ της πίστης και της ιερής μου αποστολής!»
Ένα δολοφονικό βλέμμα του Μπελέθ, πράσινο κι όμως αδιανόητα κίτρινο, άρκεσε για να του παγώσει το αίμα. Φοβήθηκε, αντιλαμβανόμενος πως εμπρός του δε βρισκόταν άνθρωπος και σίγουρα όχι πλάσμα του Θεού. Παρέμεινε ακίνητος, αρνήθηκε να δείξει δειλία μετά από τόσο θρασύ θάρρος.
Ο Αρχιδαίμων χαμογέλασε κι έλαβε την απόφαση του· θα τον σκότωνε με άγγιγμα. Αν η δαιμονική του σάρκα ακουμπούσε της δική του, δε θα μπορούσαν να τον σύρουν στον Παράδεισο ποτέ, θα τους τον άφηναν στην Κόλαση, για να διασκεδάζουν βασανίζοντας τον αιωνίως. Πλημμύρισε αγαλλίαση· ο Εωσφόρος θα ενθουσιαζόταν, βλέποντας έναν Προφήτη στα μπουντρούμια του.
Σήκωσε το χέρι, αποφασισμένος να αγγίξει τον ατρόμητο λαιμό του. Δεν τα κατάφερε.
Μέσα σε μια στιγμή, μια φιγούρα έπεσε ανάμεσα τους σαν αστραπή και τους χώρισε ανεπανόρθωτα, πετώντας τον Μπελέθ αρκετά μέτρα μακριά. Σηκώθηκε σκόνη πολλή, ενώ μια μαύρη ομίχλη επικράτησε σε μια στιγμή, σκορπώντας σκοτάδι και αιφνίδια έκπληξη στον Πρίγκιπα της Κόλασης. Ευθύς, η παχιά καταχνιά έπνιξε τα πάντα γύρω τους κι έγινε η μέρα, νύχτα.
«Μπες στο σπίτι, Ηλία! Η Αρενιήλ θα σε προστατεύσει, μαζί κι άλλος ένας αδελφός μας που έρχεται!»
Η φωνή.
Η φωνή. Την αναγνώρισε αμέσως τη φωνή, θα μπορούσε να το έπραττε ακόμη κι αν του σφάλιζαν τα μάτια, όχι απλώς αν περιοριζόταν από μια συσκότιση. Θα αναγνώριζε αυτή τη φωνή παντού, την πρώτη που άκουσε ποτέ του, του όντος με το οποίο κάποτε μοιραζόταν τον ισχυρότερο δεσμό και πλέον ευχόταν να μη συναντούσε ποτέ. Μα η φωνή ήταν ακριβώς ίδια, απαράλλαχτη, βαρύτονη και ξεχωριστή.
Τότε, τον διέκρινε. Μέσα στην αφάνεια της αχλής, ξεπρόβαλε σταδιακά η μορφή του, εντελώς διαφορετική από εκείνη που θυμόταν. Δεν υπήρχαν δαιμονικά φτερά από δέρμα μα αγγελικά, γεμάτα πούπουλα, η στολή του ήταν πορφυρή, με έναν ολόλευκο μανδύα να πέφτει στην πλάτη του κι όχι ολόμαυρη, όπως είχε συνηθίσει να ενδύεται κάποτε. Τα όπλα του ήταν λιγότερα μα εξίσου θανάσιμα, δυο ξίφη μακρά, γυαλιστερά, ενώ φανερά στην πλάτη του έφερε τόξο με φαρέτρα, που φάνταζαν παραφωνία στην αρτιότητα του μανδύα του.
Δίστασε να τον κοιτάξει κατά πρόσωπο, φοβούμενος κρύφια πως δε θα αναγνώριζε τίποτα απολύτως στον αλλαγμένο του, αλλοτινό αδελφό. Τα μαλλιά του δεν ήταν πλέον μακριά μα αυστηρά κοντά και το πρόσωπο του υπερβολικά καθαρό μέσα στο σκοτάδι που τον περιέβαλλε. Το ίδιο και τα μάτια του· κανένα έρεβος πια δεν ενέδρευε μέσα τους, καμία δαιμονική σκέψη δεν τα στοιχειώνε. Έλαμπαν αστραφτερά, καταγάλανα, σαν ηλιόλουστοι ωκεανοί. Έμοιαζε αναγεννημένος, νεαρός, σαν ο εαυτός που θυμόταν ο Μπελέθ να ήταν μια μακρινή ανάμνηση, ένας ζοφερός εφιάλτης. Ο πλέον Αρχάγγελος Αζραήλ εμφανίστηκε μέσα από την ίδια του την ομίχλη κι έδειχνε μεγαλοπρεπής, τρομακτικός και θανατηφόρος, μα όχι πια φίλος, πλέον ήταν ο εχθρός.
«Δεν πρόκειται να σου επιτεθώ, αν δε μου επιτεθείς εσύ πρώτος,» δήλωσε ο αλλοτινός Αζαρέλ, σηκώνοντας τα άοπλα χέρια του ψηλά. «Φύγε κι επέστρεψε εκεί όπου ανήκεις. Ο Ηλίας θα μείνει εδώ.»
«Όχι!» Αντέδρασε ενστικτωδώς ο Μπελέθ. Είχε εμπρός του έναν Αρχάγγελο, έναν άμεσο απεσταλμένο του Θεού κι ακόμη δεν τον είχε συντρίψει. Με ένα απλό βήμα του και μια σιγανή κατάρα, ξεριζώθηκαν από το χώμα αγκάθια, πλήττοντας τον Αζραήλ χειροπόδαρα. Ταράχτηκε ολόκληρος και σύριξε, περισσότερο από έκπληξη παρά από πόνο. Προς στιγμήν, τον κοίταξε λυπημένα μα η έκφραση του σκλήρυνε αμέσως κι έσταζαν αίμα πλέον τα μάτια του. Με ιχώρ να τρέχει από τα άκρα του, τράβηξε τα αγκάθια με δύναμη ο Αζραήλ και τα αχρήστευσε, πετώντας τα μακριά σαν ενοχλητικά αγριόχορτα. Τράβηξε τα ξίφη του αμφότερα κι επιτέθηκε.
Ο Μπελέθ ήταν άοπλος μα δεν πτοήθηκε. Με δυο απλές κινήσεις των χεριών του, μέσα στην αχλή που επέμενε, ύψωσε γύρω του τείχος πύρινο από φλόγες κι Αρχάγγελος δε θα μπορούσε να διαπεράσει τη φωτιά της Κόλασης. Άθελα του ανατρίχιασε, όταν ο Αζραήλ το έπραξε, προς τεράστια του έκπληξη, με απόλυτη επιτυχία.
«Παραμένω υιός της Κόλασης, μα παιδί του Θεού,» δήλωσε υπερήφανα, μαχαιρώνοντας με ψυχρή ακρίβεια το πόδι του, πάνω από το γόνατο, ώστε σωριάστηκε στο χώμα, σφαδάζοντας από πόνο.
Μετά το χτύπημα, ο Αρχάγγελος αποτραβήχτηκε μακριά κι αιωρήθηκε στον άνεμο, ανοίγοντας επιβλητικά τα φτερά του. Εξοργισμένος ο Μπελέθ με την αυθάδη του ψυχραιμία, όρμησε καταπάνω του αστραπιαία. Πριν μια στιγμή, είχε αναγνωρίσει τη δαιμονική αιμοδιψία στο βλέμμα του και τώρα είχε χαθεί ξανά· αγωνιούσε για το τι είχε απογίνει ο μεγαλοπρεπής, σαδιστικός και θηριώδης αδελφός του. Τον χτύπησε με όλο του το μένος και την απορία στο μέτωπο, με την πέτρινη γροθιά του κι ο Αζραήλ προσγειώθηκε στη γη βιαίως, με γδούπο κι η καταχνιά του υποχώρησε ολικά.
Ο Μπελέθ κοίταξε τριγύρω, στην απόλυτη ερημιά. Έσπευσε στο σπίτι, κυνηγώντας τον Ηλία κι όποιον άλλον Άγγελο τον συνόδευε. Δε βρήκε κανέναν, το σπίτι είχε εγκαταλειφθεί. Γρύλισε θυμωμένα που του είχαν ξεφύγει. Αυτόματα, στράφηκε πίσω, στον ακόμη αναίσθητο Αζραήλ.
Ένα σαρδόνιο χαμόγελο στόλισε το πρόσωπο του. Δε θα έφευγε άπραγος ή με άδεια χέρια. Θα έφερνε στην Κόλαση όχι έναν Προφήτη μα έναν παλιό τους γνώριμο.
«Ξέρεις, δε χάρηκα που σε είδα,» του ψιθύρισε, γονατίζοντας εμπρός στη μουδιασμένη του μορφή, για να τον δέσει. «Από τότε που λιποτάκτησες, δεν είχα ανεβεί στη γη παρά μόνο τώρα. Δεν ήθελα να σε αντικρίσω ξανά, μα είμαι σίγουρος πως ο Εωσφόρος και πολλοί άλλοι θα ενθουσιαστούν, μόλις σε ξαναδούν, αλυσοδεμένο σε ένα μπουντρούμι μας.»
Έβγαλε τη ζώνη του κι ετοιμάστηκε να του δέσει τα χέρια, όταν το κεφάλι του συγκρούστηκε σφόδρα με το δικό του. Ο Αρχιδαίμων ζαλίστηκε και σωριάστηκε στο έδαφος με μύτη αιμορροούσα, ο Αρχάγγελος πάλι, πλήρως αναζωογονημένος, σηκώθηκε όρθιος, μολονότι το κεφάλι του διαμαρτυρόταν ισχυρά, μετά από δυο σχεδόν απανωτά χτυπήματα.
«Γύρισε πίσω στην Κόλαση, επιτέλους. Πες μονάχα αυτό στους άλλους· μην πλησιάσουν ξανά τον Ηλία, διότι θα αντιμετωπίσουν εμένα!»
Η παγερή κι απαστράπτουσα αιχμή του ξίφους του διαπέρασε το στέρνο του Μπελέθ ολοκληρωτικά κι όσο η ιώδης ιχώρ του έρρεε, ο Αζραήλ πέταξε το όπλο με τρεμάμενα χέρια, εμποτισμένα κι αυτά στη δική του, χρυσή πλέον.
«Την επόμενη φορά θα σε πάρω μαζί μου, αδελφέ,» ήταν τα ύστατη λόγια του Πρίγκιπα της Κόλασης, λίγο ηχηρότερα από έναν ψίθυρο, προτού εξαϋλωθεί από μπροστά του, αφήνοντας μονάχα λίγο θειάφι ως ίχνος.
Ο Αζραήλ ανάσαινε βαριά, αδυνατώντας κι ο ίδιος να συνειδητοποιήσει όσα είχαν μόλις συμβεί, καθώς έδενε υποτυπωδώς τις πληγές στα άκρα του με κομμάτια που έσκιζε από τον μανδύα. Διαισθάνθηκε την παρουσία του Ιεγουδιήλ πίσω του κι αναστέναξε εξαντλημένος.
«Τι συνέβη;» Τον άκουσε να απορεί, τρέχοντας κοντά του.
«Δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε κοφτά. «Η απειλή παρήλθε.» Τον κοίταξε κατάματα, μόλις βρέθηκε εμπρός του, εξετάζοντας τις πληγές. «Ο Ηλίας; Η Αρενιήλ;»
«Σώοι κι οι δυο, όπως κι η θνητή που τον φιλοξενούσε. Εγώ ο ίδιος την έφερα πίσω στο σπίτι της.» Δίστασε, προτού συνεχίσει. «Ο Ηλίας τρομοκρατήθηκε, αδελφέ. Αποφάσισε να φύγει κι η Αρενιήλ τον ακολουθεί πιστά, μαζί με τον υπηρέτη του.»
«Πού οδεύουν;»
«Στη Βέερ Σεβά κι από εκεί μάλλον ο Ηλίας θα περάσει στην έρημο μόνος.»
«Ας τους ακολουθήσουμε, λοιπόν!» Αναφώνησε αποφασιστικός ο Αζραήλ, λησμονώντας τραύματα και πονοκεφάλους. «Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο μέρος από την έρημο, το άντρο των δαιμόνων!»
«Όχι,» τον σταμάτησε διακριτικά ο Ιεγουδιήλ. «Πολλά πράξαμε ήδη και προκαλέσαμε υπερβολικά την ανοχή του Κυρίου μας. Αναμένεσαι για ακρόαση εδώ και πολλή ώρα. Ας μην καθυστερήσει άλλο.»
«Δίκιο έχεις,» παραδέχτηκε ο Αζραήλ κι ετοιμάστηκε να τον ακολουθήσει πίσω στον Παράδεισο, αναστενάζοντας θλιμμένα. Κοιτούσε στον ορίζοντα, ελπίζοντας πως κίνδυνος άλλος δε θα διέτρεχε την Αρενιήλ, τουλάχιστον όχι για όσο αναγκαζόταν να παραμείνει μακριά της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Μαμμωνάς παρέμενε στο παλάτι της Σαμάρειας κι η ανασφάλεια τον είχε καταλάβει. Εχθρός τριγύρω δεν υπήρχε, δεν το διαισθανόταν. Ωστόσο, ημέρες τέσσερις είχαν περάσει κι ο Μπελέθ δεν είχε επιστρέψει. Διέθετε ένα προαίσθημα ζοφερό, δυσοίωνο και απαίσιο. Ανησυχούσε, μήπως του είχε συμβεί ένα δυστύχημα και χρειαζόταν βοήθεια. Όμως, ούτε νέα είχε λάβει από τον Αφέντη στην Κόλαση, συνεπώς παρέμενε κάπως σίγουρος ότι τίποτα ανεπανόρθωτα δυστυχές δεν είχε συμβεί.
Το ξημέρωμα της πέμπτης ημέρας, τον βρήκε στη μόνιμη θέση του, πάνω στον αιματοβαμμένο με ανθρώπινο αίμα βωμό του Βαάλ, αόρατο και σιωπηλό, σε αναμονή. Ανοίγοντας τα μάτια του, αισθάνθηκε ευθύς μια παρουσία προσφιλή, έναν δαίμονα ισχυρό κι ηρέμησε, μα δεν επρόκειτο για τον Μπελέθ. Σηκώνοντας τα μάτια προς το μέρος του, αναγνώρισε το τελευταίο πρόσωπο που περίμενε.
«Λιλιθ;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~Λίγες ημέρες πριν, κάπου στην Κόλαση~
«Αφέντη! Αφέντη!»
Ο ίδιος ο Σατανάς, μαζί με τον Βηλφεγώρ και τον Ασμοδαίο, κουβαλούσαν το σχεδόν αναίσθητο σώμα του Μπελέθ. Ο Εωσφόρος βασάνιζε αυτοπροσώπως τον Λωτ, μιας κι ο επίσημος βασανιστής του όχι μόνο έλειπε μα κι εμφανώς επέστρεφε στντετριμμένος. Έσπευσε, ακούγοντας τις φωνές τους και τους συνάντησε στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των μπουντρουμιών.
«Τι έγινε; Γιατί μοιάζει ο Μπελέθ με τη γη κατά τις ωραίες ημέρες του Κατακλυσμού;» Απαίτησε να μάθει.
«Τον βρήκαμε έτσι στις πύλες,» εξήγησε ο Βηλφεγώρ ασθμαίνοντας από το βάρος, καθώς τον τοποθετούσαν εμπρός του. «Δουλειά αγγέλων, οπωσδήποτε.»
«Ενόπλου Αρχαγγέλου, καλύτερα,» τον διόρθωσε ο Σατανάς, παρατηρώντας το τραύμα στο στήθος του. «Αυτά τα ξίφη μόνο αυτοί τα διαθέτουν.»
«Αυτός ήταν,» ψιθύρισε, φτύνοντας ιχώρα μπόλικη ο Πρίγκιπας. «Ο Αζραήλ.»
Γούρλωσαν τα μάτια έκπληκτοι οι Δαίμονες στο άκουσμά του, μα ο Εωσφόρος τα στένεψε, σκεπτικός κι εμφανώς θυμωμένος. Όσο κι αν πάλευε να λησμονήσει την ημέρα του Αποχωρισμού, τα γεγονότα τον εμπόδιζαν.
«Πηγαίνετε τον στον Αζαζέλ ή στον Βελζεβούλ, ας τον ιάσουν εκείνοι,» πρόσταξε μα τους σταμάτησε αμέσως. Δεν ήθελε να φύγουν όλοι. «Βηλφεγώρ· εσύ θα μείνεις εδώ.»
«Μάλιστα,» υπάκουσαν ταυτόχρονα οι τρεις, φεύγοντας δυο για τα δώματα των αδελφών τους κι έμεινε μόνος ο Άρχων με τη Νωθρότητα.
«Τον Ηλία, όπως γνωρίζουμε, προστατεύει μονίμως η πρωτοεμφανιζόμενη μικρή μας. Ακόμη, ο Αζραήλ την τριγυρνά κι ο Πατέρας το δίχως άλλο θα αποστείλει κι άλλον παρατρεχάμενο. Ο Μαμμωνάς είναι μόνος του στη Σαμάρεια. Ποιόν να του στείλω για αρωγό, όταν ο ισχυρότερος Πρίγκηψ της Κόλασης είναι κλινήρης κι ανήμπορος σαν γριά;»
«Κάποιον από εμάς;» Πρότεινε ο Βηλφεγώρ αυτόματα.
«Γνωρίζεις πολύ καλά πως απεχθάνομαι να εμπλέκονται ταυτόχρονα δυο Αμαρτίες σε αποστολές,» απέρριψε ο Εωσφόρος.
«Τότε, κάποιον Αρχιδαίμονα πολέμαρχο, όπως τον Αββαδδών;»
«Αυτοί είναι ανόητοι κι ήδη είδαμε πως ο Αζαζέλ βγήκε ηττημένος!»
«Τότε, έναν απλό δαίμονα, όπως τον Φαίρεν;»
«Οι απλοί δαίμονες δεν ταιριάζουν σε αμαρτίες τόσο βαθιές όπως η Απληστία. Λίγη Λαγνεία ή δική σου Οκνηρία τους αρμόζει!»
«Τιμή μου να θεωρείς την Οκνηρία μου απλή,» δήλωσε μεταξύ ειρωνείας και μομφής ο Βηλφεγώρ. «Εμφανώς, εκτελώ το καθήκον μου άρτια!»
«Ή απλώς δε θεωρείς τα πράγματα όπως εγώ,» θέλησε να τον γειώσει ο Εωσφόρος, μολονότι γνώριζε πως ήταν μάταιο. «Τέλος πάντων, ξεκάθαρα κανένας δεν είναι αρκετά ικανός ή αρτιμελής, για να στηρίξει τον Μαμμωνά!»
«Γιατί δεν πας εσύ;»
«Να υποπέσω στην ανάγκη μιας Βασίλισσας, να δείξω ότι ολόκληρη Κόλαση φοβάται ένα υβρίδιο κι έναν αποστάτη; Δε νομίζω πως υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή!»
«Τότε, δεν υπάρχει άλλη λύση!» Αναφώνησε, φαινομενικά εγκλωβισμένος ο Δαίμων της Νωθρότητας, ωστόσο τα μάτια του έλαμπαν σκοτεινά, υποδηλώνοντας πως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη. «Ή μάλλον, υπάρχει!»
«Ό,τι κι αν είναι, δεκτό!» Βιάστηκε να δεσμευτεί, ενθουσιώδης υπερβολικά ο Άρχων των Δαιμόνων.
«Η Λίλιθ!» Φώναξε θριαμβευτικά μα αμέσως έσκυψε και χαμήλωσε τόνο κι ηθικό, θωρώντας τη χαρά να μετατρέπεται σε ωμή αγανάκτηση.
«Πώς τόλμησες να την αναφέρεις μπροστά μου αυτή;»
«Σκέψου, σε παρακαλώ,» πέρασε σε διαλλακτικές μεθόδους, όπως τις κατείχε ως αυθεντία από τότε που ακόμη έφερε φτερά Αγγέλου. «Η Ιεζάβελ είναι γυναίκα, όπως η Λίλιθ και θνητή, όπως ήταν κάποτε η Λίλιθ. Δε νομίζω ότι μπορεί κανένας άλλος ένοικος της Κόλασης να την κατανοήσει καλύτερα από εκείνη! Έπειτα, η Λίλιθ είναι ευφυέστατη κι υπολογίσιμη πολεμίστρια, οπότε θα σταθεί επάξια δίπλα στον Μαμμωνά, στηρίζοντας κι οδηγώντας τον ορθώς. Είναι σίγουρη η επικράτηση, αν αυτή ελευθερωθεί επιτέλους κι επανέλθει στα καθήκοντα της δυναμικά. Στο κάτω κάτω, δε βαρέθηκες μονάχα να τη βασανίζεις; Δεν ήταν πολύ καλύτερα, όταν τριγυρνούσε, μοίραζε διαταγές κι ερχόταν στο κρεβάτι σου πρόθυμα;»
Ο Εωσφόρος δεν του απάντησε για ώρα πολλή, ούτε καν τον κοιτούσε. Το βλέμμα του είχε χαθεί στο υπερπέραν, ατενίζοντας ένα παρελθόν που φάνταζε πιο απόμακρο από ποτέ. Αμέτρητες χιλιετίες είχαν περάσει από τη φυλάκιση της Λίλιθ, εξαιτίας της Ναϊρέλ που πια λεγόταν Αρενιήλ. Πλέον, του ζητούσαν να την ελευθερώσει, για να την αντιμετωπίσει, μαζί με έναν Πρίγκιπα Αζαρέλ που πια λεγόταν Αρχάγγελος Αζραήλ.
Αλλαγές, φυγές, χαμοί μα εκείνη είχε παραμείνει ίδια· ματωμένη, μελανιασμένη, ατημέλητη, ταπεινωμένη μα ολόιδια· φυλακισμένη στο περίλαμπρο παλάτι της, βουτηγμένη στην οδύνη και στη δυστυχία μα πάντοτε η Λίλιθ, η Λίλιθ του.
Εμφάνισε στην παλάμη του ένα μπρούτζινο κλειδί, βαρύ και παμπάλαιο. Το έτεινε στον Βηλφεγώρ επιτακτικά.
«Βγάλε την εσύ κι εξήγησε την αποστολή. Παρουσίασε το ως πρωτοβουλία δική σου και υποκρίσου πως δρας εν αγνοία μου.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ενστικτωδώς, αντιδρώντας εντελώς αυθόρμητα στη διήγηση της ανέλπιστης μα απίστευτα ελπιδοφόρας αποφυλάκισης της, ο Μαμμωνάς όρμησε κι αγκάλιασε τη Λίλιθ με όλη του τη θέρμη, στοργή και συγκίνηση.
«Υπέροχα νέα κι ακόμη πιο εξαίσια η παρουσία σου εδώ!» Αναφώνησε περιχαρής. «Είμαι βέβαιος πως θα αποδειχθείς σπουδαίος καταλύτης στην εξέλιξη των γεγονότων και φυσικά στην επιθυμητή για εμάς έκβαση!»
«Ανάλυσε μου την κατάσταση,» τον προέτρεψε η Νύφη του Εωσφόρου, αδημονώντας να εργαστεί μετά από άπειρα χρόνια αδράνειας. «Όσα κι αν είναι τα εμπόδια των Αγγέλων, είμαι αποφασισμένη να τα καταρρίψω!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όπως περίμεναν, μόλις έφτασαν στη Βέερ Σεβά, ο Ηλίας αποδέσμευσε τον υπηρέτη του και τον πλήρωσε, συνεχίζοντας μόνος του το ταξίδι στα βάθη της ερήμου. Ένα ολόκληρο μερόνυχτο περπατούσε μοναχός ασταμάτητα κι αγόγγυστα ακολουθούσε αόρατη η Αρενιήλ, ελπίζοντας η πάνοπλη μορφή της να κρατούσε τους Δαίμονες μακριά. Αισθανόταν ήδη πολλούς τριγύρω· δεν ήταν δα και μυστικό, οι έρημοι ανήκαν στον Διάβολο.
Εξαντλημένος, νηστικός και διψασμένος, μα ακόμη αδιανόητα έντρομος, στάθηκε ο Ηλίας και ξαπόστασε κάτω από ένα σπαρτόδεντρο, να ηρεμήσουν ελάχιστα τα γέρικα κόκαλα που τον πρόδιδαν και δεν άντεχε άλλο περπάτημα. Η καρδιά του, όμως, στιγμή δεν έπαυε να χτυπά απεγνωσμένα, φοβισμένος, γεμάτος αβεβαιότητα. Είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το Κακό, με πνεύμα της Κόλασης, με έναν υπηρέτη του Διάβολου και το αίμα του παρέμενε παγωμένο.
Ύψωσε τα μάτια ψηλά, αφήνοντας δάκρυα να κυλήσουν ελεύθερα, να ντροπιαστεί στα μάτια του Θεού, όπου ούτως ή άλλως με απόλυτη σιγουριά είχε ήδη εξευτελιστεί ανεπανόρθωτα.
«Κύριε μου, δεν μπορώ πλέον να σου ζητήσω παρά έλεος. Σε ικετεύω, σκότωσε με, τώρα! Δεν αντέχω άλλο, Θεέ μου! Πάρε μου τη ζωή, όπως μου την έδωσες, διότι απέδειξα πως είμαι δειλός και μικρόψυχος, όπως οι πρόγονοι μου! Δεν αξίζω να ονομάζομαι Προφήτης σου, δεν είμαι θαρραλέος ούτε πείσμων ούτε μαχητικός. Σε μια απλή απειλή, έφυγα τρέχοντας σαν λαγός φοβιτσιάρης. Δε μου αρμόζει το φως Σου, δε μου ταιριάζει η ευλογία Σου, δώσε τα σε κάποιον αξιότερο, όπως και την τιποτένια μου ζωή!»
Η Αρενιήλ τον παρακολουθούσε να οδύρεται, να ταπεινώνεται και σφίχτηκε η ψυχή της, συμπάσχοντας. Θλιβόταν, στη θέα του δυναμικού εκείνου άνδρα, που είχε λυγίσει μετά από τόσα ακραία, ανεξήγητα και πρωτάκουστα γεγονότα. Σε μια διάθεση να απαλύνει τον πόνο και το βάσανο του, έστειλε ύπνο γλυκό στα μάτια του και σύντομα αποκοιμήθηκε κάτω από το σπαρτόδεντρο, σε απόλυτη γαλήνη κι ασφάλεια.
Είχε τον χρόνο που χρειαζόταν, για να τον βοηθήσει. Βεβαίως, πεινούσε και διψούσε, για αυτό έπρεπε αυτή να φρόντιζε.
Μα πώς; Πού θα έβρισκε εγκαίρως φαγητό και νερό, χωρίς να απομακρυνόταν και τον άφηνε απροστάτευτο κι ευάλωτο στους αναρίθμητους Δαίμονες που κατοικούσαν στην άμμο;
Πίστεψε με, κόρη, αντήχησε στα αυτιά της η διδαχή του Γαβριήλ. Η πίστη δύναται να κατορθώσει τα πάντα. Ζήτησε και θα λάβεις. Οτιδήποτε κι αν ευχηθείς, η πίστη σου θα σου το προσφέρει!
Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε με όλη την καρδιά και την ψυχή της, με όλη τη δύναμη της θέλησης και την αποφασιστικότητα.
Λίγο αργότερα, τον άγγιξε απαλά στον ώμο και τον ξύπνησε αμέσως.
«Σήκω και φάγε,» του ψιθύρισε μαλακά, για να μην τον τρομάξει.
Πετάχτηκε όρθιος ο Ηλίας μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά μόνο μύριζε φρέσκο φαγητό κι η κοιλιά του διαμαρτυρήθηκε έντονα.
Στο προσκεφάλι του βρίσκονταν τοποθετημένα λαγάνα καψαλισμένη σε πέτρα και μια κανάτα πεντακάθαρο νερό. Όσο κι αν λιμοκτονούσε, αναγνώρισε πως αυτά τα θεία δώρα αποτελούσαν τις μόνες του προμήθειες κι έτσι έφαγε κι ήπιε φτωχικά, φειδωλά, θέλοντας να επιστρέψει στον λυτρωτικό του ύπνο μα η Αρενιήλ είχε αντίθετη γνώμη.
«Σήκω και φάγε, μην κοιμάσαι,» διέταξε. «Χρειάζεσαι δύναμη κι αντοχή για τις επόμενες ημέρες. Σε περιμένει η δοκιμασία της ερήμου. Από αυτή, είτε θα βγεις θριαμβευτής και δυνατότερος από ποτέ είτε θα ηττηθείς, δέσμιος της Κόλασης αιώνια.»
Υπάκουσε ο Προφήτης, καταναλώνοντας όλη την τροφή και το νερό που του είχαν προσφερθεί, για να κοιμηθεί αργότερα ελάχιστα. Την επόμενη ημέρα, ξεκίνησε ξανά την πορεία του, όλο και βαθύτερα στην έρημο, βαδίζοντας προς το όρος του Θεού, το Χωρήβ. Σαράντα μέρες και νύχτες κράτησε η ατραπός του, με την Αρενιήλ να βρίσκεται διαρκώς δίπλα του, διώχνοντας μακριά τους Δαίμονες που τον απειλούσαν -όπως είχε μάθει στον Παράδεισο- με αγιασμένο ύδωρ. Ωστόσο, τις σκοτεινές σκέψεις που στέλνονταν στο μυαλό του, τα ζοφερά οράματα που χρησιμοποιούνταν για να τον λυγίσουν, δεν μπορούσε να τα απωθήσει κι ο Ηλίας υπέφερε.
Είδε τα πάντα, σαν να βρισκόταν εκεί. Όλη η εκδικητικότητα κι ο θυμός της Ιεζάβελ ξέσπασαν ασυγκράτητα· στη γη του Θεού, οι πιστοί Του διώκονταν, σφάζονταν, εκτελούνταν χωρίς δίκη, βασανίζονταν, καίγονταν ζωντανοί, ακρωτηριάζονταν, άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά. Οι καιροί ήταν πολύ πιο ζοφεροί από όταν ο Ηλίας είχε ξεκινήσει το έργο του. Είχε αποτύχει παταγωδώς.
Φτάνοντας στο όρος Χωρήβ, ο Προφήτης εντόπισε μια σπηλιά στους πρόποδες του κι εκεί πέρασε τη νύχτα. Ωστόσο, κάποια στιγμή, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ένιωσε μια παρουσία. Δυο δαυλοί είχαν ανάψει από το πουθενά, φωτίζοντας ένα κρυμμένο κάτω από την κουκούλα ενός μανδύα πρόσωπο. Όταν αποτραβήχτηκε η κουκούλα, έγινε η νύχτα ημέρα στη σπηλιά, πλημμύρισε φως κάθε γωνία της κι από το πρόσωπο δε φαινόταν παρά μια ισχνή σκιά.
Με δέος, θαυμασμό και φόβο, έπεσε στα γόνατα ο Ηλίας, το κεφάλι του άγγιζε το τραχύ έδαφος, προσκυνώντας τον Κύριο του. Παραδίπλα, η Αρενιήλ έγειρε το κεφάλι με σεβασμό, στη θέα του Εμμανουήλ.
«Τι ζητάς εδώ, Ηλία;» Ρώτησε Εκείνος. «Γιατί δεν είσαι ανάμεσα στον λαό, που χρειάζεται την καθοδήγηση και τη διαφώτιση σου;»
«Θεέ μου, Κύριε των πάντων, για σένα αγωνίστηκα με ζήλο τεράστιο, με όλη μου τη δύναμη, τα μέσα και το πάθος. Ωστόσο, οι Ισραηλίτες λησμόνησαν τη Διαθήκη Σου, την αθέτησαν, γκρέμισαν τα θυσιαστήριο σου και κατέσφαξαν τους προφήτες σου· νομίζω μονάχα εγώ έμεινα και ζητούν κι εμένα να με θανατώσουν.»
«Βγες έξω και στάσου στο βουνό, ενώπιον μου,» τον πρόσταξε κι η Αρενιήλ έσπευσε να τον βοηθήσει να εξέλθει της σπηλιάς.
«Θα δεις τον Κύριο να διαβαίνει,» του ψιθύρισε καθησυχαστικά, καθώς προχωρούσαν μέσα στους βράχους.
Δε βγήκαν εντελώς, μονάχα στάθηκαν στην έξοδο παραμέσα και περίμεναν, κοιτώντας τον έξω κόσμο σαν οπτασία. Η αυγή είχε ξεκινήσει να αχνοφαίνεται, μέσα από μια ευχάριστη δροσιά που είχε κατακλύσει την ατμόσφαιρα κι ένα υπέροχο ιώδες στον ορίζοντα. Τότε, η Αρενιήλ άφησε το χέρι του Ηλία και πέρασε έξω μόνη, έτοιμη να παρακολουθήσει όσα θα συνέβαιναν.
Σηκώθηκε άνεμος τρομερός, πανίσχυρος, βουητό τρομακτικό, σκίζοντας τα βουνά, συντρίβοντας ρωμαλέους βράχους στον διάβα του. Ο Ηλίας παρακολουθούσε τον στρόβιλο μα δεν είδε τον Κύριο πουθενά.
Ακολούθησε σεισμός· η γη σειόταν συθέμελα, έτρεμαν τα βουνά, ράγιζαν οι βράχοι και κατρακυλούσαν, τα πουλιά έντρομα έβγαιναν από τις φωλιές τους κι οι νυχτερίδες σαστισμένες πάλευαν να προσανατολιστούν. Η βοή του ανέμου μπροστά σε εκείνη του σεισμού φάνταζε παιδικό γέλιο. Ο Ηλίας στάθηκε όρθιος και περίμενε μα ο Θεός δε βρισκόταν ούτε εκεί.
Ο σεισμός παρήλθε. Έπεσαν τρεις κεραυνοί και μερικά ξερόδεντρα έπιασαν φωτιά, η οποία εξαπλώθηκε σε όλο τον ξερότοπο, καίγοντας όσα μπορούσαν να καούν και μαυρίζοντας τις γυμνές πέτρες. Οι φλόγες προσπέρασαν τη σπηλιά κι η Αρενιήλ αισθάνθηκε πως θωρούσε μια επίγεια Κόλαση να εκτυλίσσεται. Ούτε εκεί ήταν ο Κύριος.
Η φωτιά χάθηκε. Επικράτησε για λίγο σιγή. Ύστερα, ένα ανάλαφρο, γαλήνιο και ζεστό αεράκι φύσηξε, φέρνοντας μαζί του μια αλλόκοτη, ειρηνική μελωδία, σαν τραγούδι ενός ποταμού ή ενός δάσους.
Ο Ηλίας ένιωσε την ησυχία κι εξήλθε της σπηλιάς, βέβαιος πως αυτή τη φορά θα συναντούσε τον Κύριο.
Μέσα στα βυσσινιά και ρόδινα της Αυγής, φάνηκε ξανά η πεφωτισμένη φιγούρα Του. Η Αρενιήλ διέκρινε το χαμόγελο Του και το μιμήθηκε τέλεια.
«Της ζητάς εδώ, Ηλία;»
Ο Προφήτης του ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια όσα είχε δει κι ακούσει στα φοβερά οράματα κι ο Εμμανουήλ τον άκουσε με προσοχή. Μολονότι γνώριζε τα πάντα ήδη, καταλάβαινε πόσο σημαντικό ήταν για τον Ηλία να μοιραστεί με κάποιον την τραυματική του εμπειρία.
«Σου ανατίθεται μια νέα αποστολή, το έργο σου δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη,» του είπε, αμέσως αφότου τελείωσε τη διήγηση. «Φύγε από την έρημο και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί, θα συναντήσεις τον Αζαήλ και θα τον χρίσεις Βασιλιά των Συρίων. Μετά, θα χρίσεις τον Ιηού, γιο του Νιμσί, βασιλιά του Ισραήλ και τον Ελισαίο, γιο του Σαφάτ, Προφήτη, για να σε διαδεχθεί.»
Αυτά είπε, ευλόγησε την Αρενιήλ κι εξαφανίστηκε μέσα στο άπλετο φως Του. Ο Ηλίας παρέμενε γονατιστός και δουλοπρεπής, ενώ η Άγγελος τον πλησίασε προσεκτικά, ακουμπώντας τα χέρια στους ώμους του.
«Ήρθε η ώρα για μια κάθαρση, Ηλία,» θέλησε να του εξηγήσει. «Το φως πλησιάζει μα πάντοτε μετά από το ζοφερότερο σκότος. Όσοι γλιτώσουν από το σπαθί του Αζαήλ, θα χαθούν από τον Ιηού κι όσοι γλιτώσουν από τον Ιηού, θα χαθούν από τον Ελισαίο. Εφτά χιλιάδες θα μείνουν ζωντανοί στο Ισραήλ, εκείνοι οι μακάριοι, που δε γονάτισαν μπροστά στον Βάαλ, ούτε ασπάστηκαν άγαλμα πέτρινο της Αστάρτης.»
Ανατρίχιασε από δέος μα και τρόμο ο Ηλίας· ο Θεός είχε μαζί τους εξοργιστεί και το τίμημα θα πληρωνόταν με αίμα· ας είναι· εφόσον αυτό ήταν το θέλημα Του, θα γινόταν.
Η Αρενιήλ στράφηκε στον Αρχάγγελο που είχε λάβει τη θέση του Εμμανουήλ, χαμογελώντας, ευτυχής που τον έβλεπε ξανά και σώο.
«Πώς σου φαίνεται το σχέδιο μου;» Ρώτησε ο Αζραήλ, με μάτια ολότελα ιώδη, ως Άγγελος του Θανάτου.
Εκείνος είχε ψιθυρίσει όσα είχε πει στο αυτί της κι εκείνη τα είχε μεταφέρει στον Ηλία αυτούσια.
«Υποθέτω η συνάντηση με τον Πατέρα είχε αίσιο τέλος.»
«Του πρότεινα να καθαρίσουμε το Ισραήλ από τους άπιστους και δέχτηκε,» εξήγησε ο Αρχάγγελος. «Ήρθε η ώρα να δοξαστούν οι αγνοί και να συντριβούν οι αμαρτωλοί. Εκμεταλλεύεται την πρότερη δαιμονική μου φύση μα δε με νοιάζει. Για να Τον υπηρετήσω, προτίθεμαι να ισοπεδώσω κάθε πόλη και ήπειρο μοναχός.»
Έτεινε το χέρι του στο δικό της, προτρέποντας να πορευθούν σιγά σιγά.
«Στο σπίτι του Σαφάτ θα σταματήσουμε πρώτα. Ο Ελισαίος μας περιμένει και μαζί του κι ο Ιεγουδιήλ.»
«Δυο Αρχάγγελοι;» Απόρησε η Αρενιήλ. «Γιατί τόση προστασία;»
«Στο παλάτι της Σαμάρειας, μέσα στους συνδαιτυμόνες της φαύλης Ιεζάβελ, εθεάθη η Λίλιθ.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Δε θα ήταν διόλου δίκαιο ή ακριβές, αν η κατάσταση που επικράτησε τα επόμενα χρόνια στο παλάτι της Σαμάρειας χαρακτηριζόταν απλώς μουλιασμένη στην αμαρτία, την προστυχιά και τη φαυλότητα. Οι διάλογοι, οι πράξεις, ακόμη κι οι άψυχοι τοίχοι φάνταζαν πνιγμένοι στον όλεθρο, ολότελα χαμένοι και διαβρωμένοι. Ο Μαμμωνάς στεκόταν διαρκώς εκεί, χωρίς να απομακρύνεται στιγμή από την προστατευόμενη του.
Η φρουρά της πόλης έσυρε υπερήφανα μπροστά στα πόδια της Βασίλισσας Ιεζάβελ πέντε πιστούς του Θεού, που διάβαζαν κρυφά την Τορά. Τους είχαν πιάσει επ'αυτοφόρω, κι αμφιβολίες δε χωρούσαν.
«Σε ποιόν Θεό πιστεύετε εσείς;» Τους προκάλεσε εκείνη, δίνοντας μια ευκαιρία γλιτωμού έστω και στην ύστατη στιγμή. Αν η απάντηση την ικανοποιούσε, θα τους ελευθέρωνε. Έδειξε με το χέρι της ένα άγαλμα του Βάαλ που δέσποζε μεγαλοπρεπώς ολόχρυσο κι έμοιαζε απόλυτα στον Μαμμωνά. «Αυτός είναι ο αληθινός.»
«Ο αληθινός είναι ο Ων, ο ίδιος που μίλησε στον Μωϋσή στο Σινά!» Αντιτάχθηκε ευθύς ο νεαρότερος των αιχμαλώτων.
«Αυτό που δείχνεις εσύ δεν είναι παρά ένα άχρηστο κομμάτι χρυσάφι, που θα τάιζε επαρκώς τον λαό που λιμοκτονεί, για να στολίζεσαι εσύ!» Την κατηγόρησε άλλος ένας, φτύνοντας στο δάπεδο με αψήφηση.
Δεξιά της Βασίλισσας, στεκόταν η Λίλιθ, ως πρώτη θεραπαινίδα της. Με μια ανάλαφρη κίνηση, εμφάνισε μέσα από τα πέπλα της ένα θεσπέσιο, αγκυλωτό εγχειρίδιο, με αιχμή γαμψή σαν νύχι αετού. Αναίσχυντα κι αδίστακτα, το εναπόθεσε στην ανοιχτή παλάμη της Ιεζάβελ.
«Δούλη σας, εκλαμπροτάτη,» έκλινε το κεφάλι, σαν να την κορόιδευε κατάμουτρα, διότι αυτή ήταν η κυρά και δούλα η Ιεζάβελ.
Σηκώθηκε σαν υπνωτισμένη η Βασίλισσα, πλησιάζοντας τους με αιμοδιψή ματιά. Έκοψε τους λαιμούς τους έναν προς έναν ολομόναχη.
«Δώστε το αίμα τους στους ιερείς του Βάαλ για πόση και προφητείες, μα τα πτώματα πετάξτε τα στα σκυλιά,» διάταξε με ψυχρή αποφασιστικότητα, τους έντρομους θεατές φρουρούς.
Ταυτόχρονα, στην επαρχία του Ισραήλ μα και του Ιούδα, ο Ηλίας κι ο νέος του μαθητευόμενος ο Ελισαίος, πορεύονταν από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη, κηρύττοντας ως φιλήσυχοι ερημίτες τον Λόγο του Θεού, μαζεύοντας πιστούς πάμπολλους. Στην ίδια τη Σαμάρεια, ο Θεός μέσα από τον Μιχαήλ κάλεσε τον Μιχαία και μαζί του ακόμη αρκετούς προφήτες, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση του πανίσχυρου Αρχαγγέλου, δρούσαν δυναμικά στην πρωτεύουσα κι απεύφευγαν τις συλλήψεις. Συνεπώς, η πίστη στη Σαμάρεια, το άντρο της ακολασίας, δεν έσβησε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η ευκαιρία που αναζητούσε ο Αζραήλ για επιστροφή στη Σαμάρεια, για να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο την Αμαρτία και να ανακτήσει τη φαινομενικά μη διασώσιμη και καταδικασμένη ψυχή του Αχαάβ, βρέθηκε στην επικίνδυνη δοκιμασία της Συριακής Εκστρατείας. Γνώριζε πολύ καλά πως η Ιεζάβελ δεν επιδεχόταν σωτηρίας, διότι η ψυχή της είχε δεθεί με την Κόλαση προ πολλού μα ο σύζυγος της κι οι γιοί της διέθεταν ακόμη ελπίδες κι ήταν πρόθυμος να της αξιοποιήσει ως το τέλος.
Ο Βασιλιάς της Συρίας ονόματι Βεν-Αδάδ, με στρατό περίπου εκατό χιλιάδων ανδρών και τριάντα δύο ευγενείς στρατηγούς του κατόπιν, πολιορκούσε την ίδια τη Σαμάρεια, απειλώντας με αφανισμό. Έστειλε στον Αχαάβ αγγελιοφόρους κήρυκες, με τα αιτήματα του για ειρηνική λήξη.
«Θέλω τις γυναίκες σου, τους ωραιότερους σου νέους και τα πιο πολύτιμα σου αντικείμενα. Αν δε μου τα παραδώσεις, θα στείλω τους στρατιώτες μου να τα πάρουν οι ίδιοι και να κάψουν οτιδήποτε βρίσκουν αδιάφορο!»
Ο Αχαάβ είχε τρομοκρατηθεί, θωρώντας τον τεράστιο στρατό που περίμενε να τους κατασφάξει κι ήταν πρόθυμος να του ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα. Στο Συμβούλιο των γερόντων ευγενών του, όμως, σηκώθηκε η Ιεζάβελ και του αντιτάχθηκε σθεναρά, δηλώνοντας πως δε θα ξεπουλιόταν ως σκλάβα, ακόμη κι αν της το ζητούσε η Αστάρτη αυτοπροσώπως.
Μεταφέροντας την αρνητική του απάντηση στους αγγελιοφόρους, εκείνοι διά στόματος του ηγεμόνα τους στήριξαν πως αν δεν έφερνε τόσο στρατό στη Σαμάρεια, ώστε να μην έφτανε το χώμα της για να γεμίσει τη χούφτα κάθε στρατιώτη, ας τον τιμωρούσαν οι Θεοί.
«Αυτός που ζώνεται τα όπλα, ας μην υπερηφανεύεται σαν εκείνον που τα αποθέτει,» ήρθε η απάντηση του Αχαάβ σε μορφή παροιμίας, εξοργίζοντας τον Βεν-Αδάδ, που αποφάσισε την επόμενη κιόλας ημέρα να επιτεθεί.
Ο Αζραήλ εξαφάνισε τα φτερά του και φόρεσε ρούχα φτωχικά, ώστε έμοιαζε τέλεια με τον άνθρωπο που επεδίωκε να παραστήσει. Έτρεξε φρενήρως στο παλάτι, ζητώντας ακρόαση από τον Βασιλιά. Οι στρατιώτες τον συνέλαβαν κι αλυσοδεμένο τον παρουσίασαν στον πλήρως απελπισμένο Αχαάβ, που ένιωθε την καταστροφή να πλησιάζει οσονούπω και δεν είχε ιδέα πώς να αντεπιτεθεί.
«Ο Κύριος μου είναι ο αληθινός και τώρα θα αποδειχθεί!» Φώναξε βροντερά ο Αζραήλ. «Όπως ανέκαθεν έσωζε τον λαό Του, έτσι θα πράξει και τώρα!»
«Λόγια, κούφια λόγια!» Τον χλεύασε ο Βασιλιάς του Ισραήλ. «Εσείς οι Προφήτες στα λόγια είστε ασυναγώνιστοι μα στις πράξεις υστερείτε τρομερά.»
«Ο Θεός λέει πως σήμερα ολόκληρος ο στρατός που σε απειλεί, θα παραδοθεί σε εσένα!»
Αυτό τράβηξε την προσοχή του Αχαάβ. Μετά τη σιγή των στρατηγών του, ερχόταν ένας μηδαμινός και του έφερνε μια πρόταση. Ίσως και ήταν λογική τελικά.
«Με ποιόν θα μου τον παραδώσει ο Θεός;»
«Με τον στρατό που συγκεντρώθηκε από τις επαρχίες,» αποκάλυψε ο Αζραήλ, γνωρίζοντας πολύ καλά πως η δουλειά του Ηλία είχε ευοδώσει κι όλη η επαρχία του Ισραήλ είχε επιστρέψει στην αγκαλιά του Θεού. «Αυτοί θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές.»
«Και ποιός θα ηγηθεί του στρατού;»
«Εσύ,» αποκρίθηκε επιτακτικά ο Αρχάγγελος. «Ειδάλλως, τίποτα δε θα έχει νόημα.»
Διακόσιοι τριάντα δύο άνδρες βρέθηκαν συγκεντρωμένοι από τις επαρχίες και στον στρατό άλλοι εφτά χιλιάδες.
Το μεσημέρι, όταν ο Βεν-Αδάδ μεθοκοπούσε με τους συμμάχους του, εξαπέλυσε επίθεση ο Αχαάβ, μονάχα το σώμα των επαρχιωτών κι όταν ο Σύριος Βασιλιάς το έμαθε, διέταξε να τους πιάσουν ζωντανούς.
Στη συμπλοκή που ακολούθησε, οι Ισραηλίτες πολεμούσαν πεζοί, ενώ οι Σύριοι διέθεταν πεζούς χιλιάδες, ιππικό κι άμαξες. Επικεφαλής των διακοσίων τριάντα δύο γενναίων ήταν ο Βασιλιάς μα στο πλευρό τους πετούσε και μαχόταν ο Αζραήλ, ενώ ο ίδιος ο Αρχάγγελος Μιχαήλ γέμιζε τις καρδιές τους θάρρος κι αντοχές, ώστε η νίκη φάνταζε μονόδρομος. Αποδεκατίστηκαν οι Σύριοι και τράπηκαν σε άτακτη φυγή, ενώ ο Βεν-Αδάδ επιβίωσε μόνο και μόνο επειδή ήταν έφιππος και διέφυγε τάχιστα.
Η πρωτεύουσα σώθηκε μα ο Αζραήλ νουθέτησε τον Αχαάβ ξανά, προβλέποντας τη συνέχεια.
«Γιόρτασε σήμερα τη νίκη σου μα αύριο ετοιμάσου ξανά. Σε έναν χρόνο, θα επιστρέψουν ακόμα πιο οργανωμένοι κι εφοδιασμένοι.»
Δε λάθεψε. Ο Βεν-Αδάδ δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει την ήττα εκείνη αναπάντητη, επομένως συγκέντρωσε εκατόν είκοσι εφτά χιλιάδες άνδρες, μεταξύ αυτών χιλιάδες έφιππους κι άρματα, επιτιθέμενος ξανά στο Ισραήλ μα όχι στην ορεινή Σαμάρεια αλλά στην πεδινή κι ερειπωμένη Αφέκ. Χάριν στην προειδοποίηση του Αζραήλ, ο Αχαάβ τον περίμενε άρτια προετοιμασμένος, διατάζοντας προέλαση, για να συναντηθούν τα στρατόπεδα. Οι Σύριοι είχαν κατακλύσει την πεδιάδα κι οι Ισραηλίτες εμπρός τους φάνταζαν κοπάδι κατσικιών.
Για δεύτερη φορά εμφανίστηκε ο υποτιθέμενος Προφήτης-Αρχάγγελος στον Βασιλιά και γελούσε.
«Οι Σύριοι πίστεψαν πως ο Κύριος μου είναι βουνίσιος κι η πεδιάδα θα τους σώσει!» Αμέσως, σοβάρεψε και μαινόταν καταιγίδα στα μάτια του. «Άκουσε με κι ο Θεός θα αποδείξει την παντοδυναμία του ξανά.»
Εφτά ημέρες έμειναν απέναντι κι άπραγοι οι αντίπαλοι. Την έβδομη ημέρα, ξεκίνησε η μάχη με αόρατο ηγέτη τον Αζραήλ και μέσα σε μια ημέρα θανατώθηκαν εκατό χιλιάδες πεζοί Σύριοι. Οι είκοσι εφτά χιλιάδες που γλίτωσαν, κατέφυγαν στην Αφέκ μα εκεί τους περίμενε ο Μιχαήλ· φύσηξε ο Αρχάγγελος στο αρχαίο τείχος, ώστε έπεσε και καταπλάκωσε άνδρες πολλούς.
Ο Βεν-Αδάδ είχε συντριβεί για δεύτερη φορά και τρομοκρατημένος κρύφτηκε σε ένα χαμόσπιτο σαν δειλός. Ωστόσο, κατάλαβε πως δεν είχε άλλη επιλογή παρά να ικετεύσει τον Αχαάβ για έλεος. Οι Βασιλείς του Ισραήλ είχαν μια φήμη ευσπλαχνίας, συνεπώς όσοι σύμβουλοι του είχαν απομείνει ζωντανοί ορμήνεψαν να ντυθούν με πένθιμα, τράχινα ρούχα και σκοινιά στο κεφάλι, ώστε να παρακαλέσουν ταπεινά, χωρίς ίχνος οίησης. Έτσι κι έγινε.
«Ο δούλος σου, Βασιλιά Αχαάβ, ο Βεν-Αδάδ, σε παρακαλεί να του χαρίσεις τη ζωή,» ικέτευσαν οι σύμβουλοι, ενώπιον του.
Βλέποντας ο Αχαάβ τις ξεπεσμένες, εξευτελισμένες τους μορφές, που με τόσο θράσος τον είχαν απειλήσει δυο φορές, ξέσπασε σε γέλια γάργαρα κι εγκάρδια, νιώθοντας πιο εύθυμος από ποτέ. Απολάμβανε τον θρίαμβο του με όλη του τη σαθρή ψυχή.
«Ζει ακόμη, λοιπόν, ο Βεν-Αδάδ; Είναι αδελφός μου!» Αναφώνησε με χλεύη. «Φέρτε τον σε εμένα, για να συζητήσω μαζί του!»
Όταν οι Βασιλείς συναντήθηκαν, ο Σύριος υποσχέθηκε στον Αχαάβ να του επιστρέψει όλες τις πόλεις που είχε κατακτήσει ο πατέρας του από τον πατέρα του και του χορήγησε άδεια, για να χτίσει αγορές στη Δαμασκό, όπως χτίσει ο πατέρας του στη Σαμάρεια. Υπερευχαριστημένος ο Αχαάβ, δέχτηκε, έδωσαν τα χέρια, σφράγισαν την εκεχειρία και τον άφησε ελεύθερο.
Δυο συνεχόμενες φορές, ο Αχαάβ είχε υπακούσει στη θεϊκή εντολή. Αν επιτύγχανε και στην τρίτη δοκιμασία που του έστηνε ο Αζραήλ, θα είχε εξασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής του. Όταν τον είδε να απελευθερώνει τον ανίερο Βεν-Αδάδ, κατάλαβε πως η μοίρα του είχε κριθεί.
Μεταμφιεσμένος ξανά, πλησίασε έναν από το σώμα των Προφητών και του ζήτησε να τον χτυπήσει. Όταν εκείνος αρνήθηκε, ο Αρχάγγελος θύμωσε και τον καταράστηκε, λέγοντας πως θα τον κατασπάραζε μέσα σε μια ημέρα ένα λιοντάρι. Αυτό ακριβώς συνέβη.
Στον επόμενο Προφήτη, δεν είχε την ίδια τύχη. Έλαβε την ανθρώπινη βία που χρειαζόταν και με πρόσωπο παραμορφωμένο και καλυμμένο με αυτοσχέδιους επιδέσμους, παρουσιάστηκε στον Αχαάβ. Το δεξί του μάτι είχε κλείσει μα και το αριστερό αρκούσε.
«Βασιλιά μου, βρισκόμουν στη μάχη, όταν με πλησίασε ένας αξιωματικός και μου παρέδωσε έναν αιχμάλωτο με την εξής διαταγή· Φύλαξέ μου αυτόν τον άνθρωπο. Αν χαθεί με οποιονδήποτε τρόπο, θα το πληρώσεις με τη ζωή σου ή με ένα ασημένιο τάλαντο! Μα εγώ τόξευα, εκλαμπρότατε, δεν μπορούσα να τον προσέχω διαρκώς και τον έχασα.»
«Εσύ ο ίδιος επέλεξες την καταδίκη σου, ιδού,» αποφάσισε ο Βασιλιάς του Ισραήλ. «Αφότου αθέτησες την υπόσχεση σου, είσαι στο έλεος του ανώτερου σου.»
«Ακριβώς!» Βροντοφώναξε ο Αζραήλ, πετώντας τους επιδέσμους μακριά. Αμέσως, αναγνώρισε τον Προφήτη ο Αχαάβ και πάγωσε το αίμα του από φόβο, διότι τα μάτια του έλαμπαν ιώδη, αλλόκοτα. «Άφησες ελεύθερο τον άνθρωπο που ο Κύριος ήθελε να αφανίσει. Για αυτό, εσύ κι ο λαός σου θα καταστραφείτε, έναντι εκείνου και του λαού του!»
«Φρουροί! Συλλάβετε τον ψευδοπροφήτη!» Ούρλιαξε, αποστρέφοντας το βλέμμα από εκείνον, για να προστάξει τους φύλακες του. Όταν γύρισε ξανά, ο άνδρας είχε εξαφανιστεί.
Ο Αχαάβ έφυγε αμέσως κι επέστρεψε στη Σαμάρεια, εξοργισμένος, πικραμένος και προβληματισμένος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Η Ιεζάβελ πλέον ζούσε βουτηγμένη στην Απληστία. Κι όσο η Λίλιθ παρέμενε επιμόνως στο πλευρό της, κάθε της ημέρα συνοδευόταν από μύριες αμαρτίες, με την Πλεονεξία ως απόλυτη κυρίαρχο.
Θεωρούσε πως οι Βασιλικοί Κήποι ήταν υπερβολικά μικροί προς το μεγαλείο τους κι έτσι είχε πείσει τον Αχαάβ, τον οποίο επηρέαζε καθολικά, να αγοράζει όλα τα κτήματα γύρω από το παλάτι, τα οποία μετατρέπονταν είτε σε ανθόκηπους είτε σε λαχανόκηπους.
Στις απαρχές της Ιζρεέλ, γειτόνισσας της Σαμάρειας, βρισκόταν ένα χωράφι υπέροχο, κατάφυτο με αμπέλια λευκά και κατακόκκινα, μεγάλο και πανέμορφο, φροντισμένο στην εντέλεια από τον ιδιοκτήτη του, τον Ναβουθαί. Ήταν βαθιά πιστός ο Ναβουθαί, πάππου προς πάππου κι εκτιμούσε το χωράφι του όπως και την αφοσίωση του στον Θεό· ως θησαυρό αμύθητο.
Όταν, μια ημέρα, είδε την άμαξα του Αχαάβ με τον ίδιο επάνω, να σταματά εμπρός στο λιτό του σπίτι, κατάλαβε πως δεν επρόκειτο για τυχαία ή αθώα επίσκεψη.
«Ναβουθαί, μου αρέσει πολύ ο αμπελώνας σου κι όπως γνωρίζεις, όλη η τριγύρω περιοχή μου ανήκει. Θέλω να μου το δώσεις, για να το κάνω λαχανόκηπο. Για αντάλλαγμα, θα σου δώσω ένα καλύτερο αμπέλι ή αν επιθυμείς, θα λάβεις το αντίτιμο σε χρυσό.»
«Αποκλείεται!» Αρνήθηκε αμέσως ο Ναβουθαί. «Αδυνατώ να σου δώσω το χωράφι μου, είναι αμαρτία στον Κύριο και Θεό! Το αμπέλι είναι κληρονομιά, παρακαταθήκη των προγόνων μου κι απαγορεύεται αυστηρά να τη μεταβιβάσω στον οποιονδήποτε! Ακόμη και τον θρόνο σου να μου δώσεις, δεν πρόκειται να πάρεις τον αμπελώνα μου! Κανένας Βασιλιάς δεν είναι πάνω από την Τωρά!»
Στάζοντας θυμό και χολή επέστρεψε στο παλάτι το μεσημέρι εκείνο ο Αχαάβ. Σωριάστηκε στην κλίνη σαν σακί παραφουσκωμένο, κοιτούσε προς τον τοίχο και δεν ήθελε να μιλήσει σε κανέναν ή να φάει το καθετί. Μόλις η Ιεζάβελ πληροφορήθηκε την κατάσταση, μιας και ποτέ δεν έχανε τα γεύματα ο σύζυγος της, έτρεξε και τον βρήκε απορημένη.
«Τι συνέβη, Αχαάβ; Γιατί είσαι κακόκεφος κι ανόρεχτος;»
Καθώς της εξήγησε όσα είχαν συμβεί στην Ιζρεέλ, η Ιεζάβελ τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη, αφήνοντας στο τρυφερό μάγουλο σημάδια από δαχτυλίδια.
«Εσύ είσαι ο Βασιλιάς του Ισραήλ, όχι κανένας κακομοίρης!» Τον επέπληξε, με το κεφάλι ψηλά κι ήδη έλαμπε κραυγαλέα η Απληστία στα σαγηνευτικά της μάτια. «Σήκω, φάε και πάψε να στεναχωριέσαι και να χολοσκάς για έναν τιποτένιο. Εμπιστεύσου με και διώξε την έγνοια από τον νου σου· εγώ θα σου φέρω το αμπέλι του Ναβουθαί.»
«Εξαίρετα, κόρη,» ψιθύρισε στο αυτί της ο Μαμμωνάς. «Θα σου δωρίσω ένα θαυμάσιο σχέδιο, για να εξολοθρεύσεις τον σκώληκα που αψήφησε τον άνδρα σου και να κάνεις όλους τους εχθρούς σου να τρέμουν ακόμη και στην αναφορά του ονόματος σου!»
Την ίδια κιόλας ημέρα, το σατανικό σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή. Η Ιεζάβελ, αντί να ξενυχτήσει σε σάλες γλεντοκόπες με ακόλαστες παρέες, πέρασε το βράδυ ολόκληρο στο γραφείο του άνδρα της, όπου συνέταξε αρκετές επιστολές, υπογράφοντες τες ως Βασιλεύς Αχαάβ και σφραγίζοντας τες με τη Βασιλική Βούλα, που κρατούσε από τα ένδοξα χρόνια του Δαυίδ. Με το πρώτο φως της ημέρας, φρόντισε προσωπικά να σταλούν τάχιστα στην Ιζρεέλ, στους πρεσβυτέρους και προκρίτους.
Εγώ, ο Βασιλεύς Αχαάβ του Ισραήλ, διατάζω εσάς,
Συγκεντρώστε όλους τους κατοίκους της πόλης σας σε μια γιορτή νηστείας και βάλτε τον Βαβουθαί επικεφαλής του. Πληρώστε δυο διεφθαρμένους ψευδομάρτυρες να μαρτυρήσουν εναντίον του φενάκες, ότι τάχα βλαστήμησε τον Θεό και τον Βασιλιά. Αφού γίνουν αυτά, βγάλτε τον από την πόλη και σκοτώστε τον με λιθοβολισμό.
Η εντολή της εκτελέστηκε κατά γράμμα. Ούτε μια εβδομάδα δεν είχε περάσει, όταν κατέφθασε η απάντηση των προκρίτων.
Ο Ναβουθαί λιθοβολήθηκε και πέθανε.
Για τον θρίαμβο της Βασίλισσας στήθηκε γλέντι μεγαλοπρεπές, πομπώδες, δαψειλές. Η Λίλιθ, έχουσα την πρωτοκαθεδρία των ετοιμασιών, μερίμνησε να μαθευτεί σε όλη τη Σαμάρεια ο λόγος του εορτασμού και μαζί της ο Μαμμωνάς ζήτησε θυσία εξήντα βοδιών και πέντε νέων ανδρών. Άξιζε και στην Κόλαση γιορτή και φαγοπότι μεγάλο, βεβαίως. Η δε Ιεζάβελ ήταν τόσο εκστασιασμένη, που ακόμη κι η ίδια θα προσφερόταν να θυσιαστεί στον βωμό του Βάαλ, αν το αιτούνταν.
«Πήγαινε, κύρη μου, στην Ιζρεέλ και πάρε τον αμπελώνα του Ναβουθαί. Πέθανε ο άπιστος, μαζί και το πείσμα του,» φώναξε στον Αχαάβ τρισευτυχισμένη.
Επιτέλους η επιθυμία αμφοτέρων υλοποιήθηκε, χάριν στην πονηριά και το δαιμόνιο της γυναίκας του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Ηλίας κι η Αρενιήλ με τον Ιεγουδιήλ επέστρεφαν από τη Συρία, όπου είχαν περιοδεύσει για χρόνια, μαζί με τον μόλις ενήλικο, ζωηρό Ελισαίο, είχαν βρει τον Αζαήλ και ο Ηλίας τον είχε αυτοπροσώπως χρίσει Βασιλιά της Συριάς. Όταν πέθαινε ο Βεν-Αδάδ, θα καθόταν εκείνος στον θρόνο του.
Εισήλθαν στο βασίλειο του Ισραήλ μετά από πολλά χρόνια απουσίας, που φαίνονταν σε όλους αιώνες. Τότε, αντάμωσαν τον Αζραήλ, ο οποίος παρουσιάστηκε επιφανώς, πάνοπλος και τρομερός, ώστε όχι μόνο οι θνητοί μα κι οι Άγγελοι κόντεψαν να τον προσκυνήσουν.
«Ηλία, πήγαινε να βρεις τον Αχαάβ,» πρόσταξε αμέσως ο Αζραήλ, μιλώντας με απευθείας εντολή από τον Θεό. Όπως είχε λάβει την αρχηγία της επιχείρησης διάσωσης του Ισραήλ, έτσι είχε λάβει και την πρωτοκαθεδρία στη συνεννόηση με τον Πατέρα, άνωθεν κι από τον Γαβριήλ, που, διαφωνώντας πλήρως με τη στρατηγική του, είχε αρνηθεί να μετάσχει. «Βρίσκεται στην Ιζρεέλ, στον αμπελώνα που κάποτε ανήκε στον Ναβουθαί. Τον σκότωσε εκείνος κι η γυναίκα του, τον πιο ενάρετο κι αγαθό άνδρα της πόλης! Όχι μόνο κατάκρινέ τον για την άνομη πράξη του μα και απείλησε τον πως τα ίδια σκυλιά που έγλειψαν από το χώμα το αίμα του Ναβουθαί, θα γευτούν συντόμως και το δικό του!»
Χωρίς να χρονοτριβούν, έσπευσαν οι δυο θνητοί κι οι δυο φύλακες Άγγελοί τους στο μέρος που τους είχε υποδείξει ο Αζραήλ. Ο ίδιος, επέστρεψε στη Σαμάρεια, όπου επόπτευε κρυμμένος τις πομπές των Βασιλέων. Εξαιτίας της πρότερου δαιμονικού του βίου, οι Δαίμονες αδυνατούσαν να τον διαισθανθούν, ήταν πρακτικά ανύπαρκτος, γεγονός που τον καθιστούσε τον πιο πολύτιμο κι επιτυχημένο κατάσκοπο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Αντικρίζοντας την ασκητική, σκυφτή μορφή του Ηλία ο Αχαάβ, για πρώτη φορά μετά τη σφαγή των τετρακοσίων πενήντα, έπεσε στα γόνατα απεγνωσμένα και του φίλησε τα πόδια ως δούλος.
«Με βρήκες, Κύριε μου;» Ρώτησε με φωνή τρεμάμενη. «Έσωσες τη Σαμάρεια δυο φορές και πλέον μονάχα ευγνωμοσύνη αιώνια σου χρωστώ!»
Ο Ηλίας, με φρύδια σμιγμένα από ωμή αγανάκτηση, τον κλώτσησε μακριά του απότομα, με απέχθεια κι αποστροφή ακόμη και στην αφή του.
«Σε βρήκα, βδέλυγμα, που πούλησες την ψυχή σου στην αθεΐα, πράττοντας καθετί που δυσαρεστεί και προσβάλλει τον Θεό!» Η βροντερή φωνή του επισκίασε κάθε άλλη κι οι Άγγελοι στο πλευρό του στέκονταν επαγρυπνώντας, σε περίπτωση που τους επιτίθονταν οι φρουροί του. «Ο Θεός, λοιπόν, σπλαχνικός με όλους, σε εσένα θα επιδείξει σκληρότητα κι αχρειότητα, όπως του φέρθηκες κι εσύ. Θα σου προξενήσει συμφορές, θα σε εξαφανίσει, θα εξολοθρεύσει από την οικογένειά σου κάθε αρσενικό, ελεύθερο ή δούλο. Θα χαθεί το αίμα και το όνομα σου στο αίσχος, όπως του Ιεροβοάμ και του Βασά. Εξόργισες τον Κύριο κι οδήγησες το Ισραήλ στην Αμαρτία! Τη γυναίκα σου, την Ιεζάβελ, θα την κατασπαράξουν οι κύνες της Ιζρεέλ, όπως κύνες θα φάνε όσους από την οικογένεια σου πεθάνουν εντός πόλης. Όσοι χαθούν εκτός, θα φαγωθούν από όρνια και τίποτα δε θα μείνει για να ταφεί κανείς σας.»
Συνετρίβη ο Αχαάβ, ακούγοντας το μαύρο προμήνυμα της μοίρας του. Μπροστά στα έκθαμβα μάτια του Ηλία, του Ελισαίου, των Αγγέλων και των στρατιωτών του, ξέσκισε τα ρούχα του με λύσσα, κλαίγοντας σαν απελπισμένο, τρομαγμένο παιδί.
Γύρισε κακήν κακώς στη Σαμάρεια, κλειδώθηκε στην κάμαρη του, ντύθηκε πένθιμα και νήστευε πεισματικά, τρεφόμενος μονάχα με ψωμί και νερό. Στις σπάνιες, απολύτως απαραίτητες περιπτώσεις που έβγαινε από την κάμαρη του, περιφερόταν σιωπηλός, περίλυπος, δε συζητούσε με κανέναν και μιλούσε μονάχα όταν ήταν αναγκαίο. Έμοιαζε με ζωντανό νεκρό κι οι μόνοι άνθρωποι που έβλεπε με χαρά ήταν τα παιδιά του, για τα οποία προσευχόταν νυχθημερόν. Έτρεμε το φυλλοκάρδι του στη σκέψη πως θα τα θωρούσε νεκρά, εξαιτίας της έκλυτης, ανεύθυνης ζωής του.
«Το παρακάνεις,» τον επέπληττε ασταμάτητα η Ιεζάβελ, όποτε δεν επιδιδόταν σε διηνεκείς αμαρτίες ή στη λατρεία των κίβδηλων θεών. «Αυτή σου η εμμονή με τον απέθαντο, εκνευριστικό Ηλία πρέπει να πάψει επιτέλους. Έχουμε τον Βάαλ και την Αστάρτη στο πλευρό μας· αυτοί θα μας προστατεύσουν, παρόλο που οι ανύπαρκτοι Θεοί του Ηλία δεν αποτελούν απειλή ούτως ή άλλως για εμάς. Όπως μας έσωσαν από τους Σύριους, θα μας σώσουν κι από τη μανία του.»
«Όχι,» αντιτάχθηκε αποδυναμωμένα ο Αχαάβ. «Ο Κύριος μας έσωσε· οι προφήτες του με ορμήνεψαν και κυριάρχησα και τις δυο φορές. Σε παρακαλώ, αγαπημένη μου, λογικέψου, άκουσε με και μετανόησε, για να μην πληρώσουν τα σφάλματα μας οι γιοί μας κι ο λαός.»
«Αδύναμε, ανόητε, ηλίθιε!» Τον έβρισε κατάμουτρα η γυναίκα του. «Είσαι κατάπτυστος, διότι έχεις ανάγκη άλλους όχι μόνο να σου λύνουν τα προβλήματα μα και να επωμίζονται τις ευθύνες των πράξεων σου! Συνεθλίβεις, επειδή ένας μηδενικός δε σου πουλούσε το χωράφι του. Τώρα, πενθείς, γιατί ένας τσαρλατάνος σε απειλεί. Πάψε, επιτέλους, να φοβάσαι ακόμα και τη σκιά σου! Έχω βαρεθεί να φορώ το Στέμμα, αφού εσύ εμφανώς είσαι ανίκανος!»
Μα ο Αχαάβ δεν την άκουγε καν. Όλη του η προσοχή είχε στραφεί στη φτερωτή σκιά απέναντι του. Δεν ξεχώριζε τίποτα παρά μόνο ένα ζευγάρι ιώδη μάτια, που έβριθαν εκδικητικότητα, αναλγησία και μένος.
Μολονότι ο Αζραήλ φαινόταν ακλόνητος, στη μεταμέλεια και την ταπείνωση του Αχαάβ, αναγνώριζε τον εαυτό του κατά την καταστροφή των Σοδόμων. Αδυνατούσε να διατηρήσει τη σκληρότητα του μετά από τόσο καθαρή ένδειξη μετανοίας και θεοφοβίας. Τότε, έλαβε την απόφαση του και την ανακοίνωσε και στον Ηλία· η καταστροφή της οικογένειας του Αχαάβ δε θα συνέβαινε στον δικό του καιρό μα στον καιρό του γιού του.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μετά από τρία έτη ειρήνης κι εκεχειρίας, ο Πόλεμος χτύπησε ξανά την πόρτα στο Ισραήλ. Ο Βασιλιάς Ιωσαφάτ του Νότιου μέρους, του Ιούδα, μήνυσε στον Αχαάβ να τον βοηθήσει να ανακτήσουν τα χαμένα εδάφη της Ραμώθ στη Γαλαάδ. Ο Αχαάβ θέλησε να δεχτεί μα χρειάστηκε πρώτα τη συγκατάθεση των Προφητών. Τους συγκάλεσε όλους στη Σαμάρεια και περίπου τετρακόσιοι συγκεντρώθηκαν, ενώ ο Ηλίας απουσίαζε ξανά, κηρύττοντας στον Ιούδα. Ρωτώντας τους, πάντες τον ώθησαν να προχωρήσει, βέβαιοι πως θα επέστρεφε νικηφόρος. Ο μοναδικός που είχε αντίθετη γνώμη ήταν ο Μιχαΐας, γιος του Ιμλά, που πάντοτε προφήτευε συμφορές για τον Αχαάβ κι είχε φύλακα τον Γαβριήλ. Ο Ιωσαφάτ ζήτησε να τον φέρουν, για να ακούσουν και τη δική του άποψη.
Κι όσο τετρακόσιοι Προφήτες υμνούσαν τον Θεό κι ορκίζονταν πως η Ραμώθ θα παραδιδόταν στον Αχαάβ, κατασκευάζοντας ακόμη και σιδερένια κέρατα, συμβολίζοντας τη συντριβή των εχθρών τους, μέχρι που έφτασε ο Μιχαΐας κι ερωτήθηκε αν ήταν ορθό να εκστρατεύσουν στη Γαλαάδ. Στην αρχή, είπε ψέματα, αυτό ακριβώς που ανάμενε να ακούσει ο Αχαάβ, συμφωνώντας με τους υπόλοιπους. Όταν, όμως, τον ξόρκισε ο Βασιλιάς να μιλήσει ειλικρινά, ξεστόμισε τη ζοφερή κουβέντα.
«Είδα όλο το Ισραήλ σκορπισμένο στα βουνά, σαν κοπάδια πρόβατα δίχως ποιμένα. Ο Θεός είπε· δεν έχουν αυτοί πλέον αρχηγό, ας επιστρέψει καθείς ήσυχα σπίτι του.»
«Δε στο είπα ότι μονάχα δεινά προφητεύει;» Ψιθύρισε ο Αχαάβ στο αυτί του Ιωσαφάτ, ενώ κρύος ιδρώτας τον έλουζε.
«Είδα ακόμη, τον Κύριο καθήμενο στον επουράνιο θρόνο του κι όλα τα ουράνια όντα γύρω του να τον κυκλώνουν. Και ρώτησε ο Ων· Ποιός θα εξαπατήσει τον Αχαάβ, για να εκστρατεύσει στη Γαλαάδ και να σκοτωθεί στη Ραμώθ; Εβγήκε τότε εμπρός ένας φτερωτός Αγγελιαφόρος με ιώδη μάτια και του απάντησε· Εγώ θα πάω, Κύριε, θα φυτέψω ψεύδη στους νόες των Προφητών, ώστε να ολοκληρωθεί η απάτη. Ο Θεός βούλεται τον θάνατο σου, Αχαάβ, αυτή είναι η αλήθεια!»
Αγανάκτησαν πάντες οι παρευρισκόμενοι με την αυθάδεια του. Εμφανώς, επρόκειτο για ψεύτη και βλάσφημο, εφόσον διέδιδε τα αντίθετα με όλους τους υπόλοιπους και μάλιστα ως θεία λόγια αναντίρρητα, παραβιάζοντας τη δεύτερη εκ των δέκα Εντολών. Τον κορόιδεψαν οι Προφήτες, τον χλεύασαν, μέχρι που τον γρονθοκόπησαν. Ο Αχαάβ, όμως, που δεν ήθελε να τιμωρήσει βάναυσα άλλον υπηρέτη του Θεού, διέταξε να φυλακιστεί και να τρέφεται μόνο με νερό και ξερό ψωμί ωσότου επέστρεφε νικητής από τη Γαλαάδ.
«Ακούστε όλοι αυτό!» Παρέμεινε ψύχραιμος κι αμετάβλητος ο Μιχαΐας. «Αν επιστρέψει σώος από την εκστρατεία, εκτελέστε με ως υποκριτή και ψεύτη! Θα δεχτώ τη θανάτωση κι οικειοθελώς θα παραδοθώ στον δήμιο!»
Η συνάντηση διαλύθηκε σύντομα κι όλοι αποσύρθηκαν, εκτός από τους δυο αόρατους παρατηρητές, τους δυο Αρχάγγελους που καθόλη τη διάρκεια αντάλλασσαν ματιές πυρωμένες· τον Αζραήλ και τον Γαβριήλ.
Πλησιάστηκαν και τα γαλανά τους μάτια παρέμεναν σε αέναη επαφή.
«Παλάβωσες;» Μίλησε πρώτος ο Αζραήλ. «Έπεμψες το συμβούλιο του Θεού ως όραμα σε έναν θνητό; Του αποτύπωσες τη μορφή μου κι αποκάλυψες ένα κατά κανόνα απόκρυφο θεϊκό σχέδιο!»
«Εσύ ζήτησες άδεια για να σκοτώνεις ελεύθερα θνητούς!» Αντέκρουσε αμέσως ο Γαβριήλ. «Όταν πέταξες τον Προφήτη, έναν άνθρωπο από αυτούς που προστατεύουμε πάνω από όλους, θαρρείς ήταν άμεμπτο ή ιερό;»
«Έπρεπε να τεθεί ένα παράδειγμα! Έτσι έχω μάθει να τιμωρώ όσους δεν υπακούν σε προσταγή άμεσα σταλμένη από τον Θεό!» Έμεινε ανυποχώρητος ο Αζραήλ. «Με την ίδια ορμή, νίκησα κατά κράτος τους αμέτρητους Συρίους που απειλούσαν το Ισραήλ!»
«Δεν τους νίκησες εσύ, ο Μιχαήλ τους νίκησε, ο μέγιστος στρατάρχης από τις απαρχές του Χρόνου!»
«Εγώ, όμως, ήμουν στην πρώτη γραμμή!»
«Κι αφού θεωρείς τη θανάτωση πανάκεια, σε πλήρη αντίθεση με όλους μας, σου συνιστώ να επιστρέψεις εκεί όπου σου έμαθαν αυτά τα εκτρώματα!»
Για μια στιγμή, ο Αζραήλ πάγωσε, έμεινε άφωνος, αδυνατούσε να συνειδητοποιήσει τη σκληρότητα, την πρωτοφανή αδιαλλαξία κι ανήκουστη επίκρισή της. Ο Γαβριήλ, όσα χρόνια γνωρίζονταν ως αδέλφια, λειτουργούσε στον Παράδεισο ως μόνιμος σύμβουλος, αρωγός και έρεισμα των Αγγέλων, σαν γονέας ή ακλόνητος βράχος, πολύτιμος σύντροφος ζωής. Η ερειστική της συμπεριφορά τον μπέρδευε, συνέθλιβε και πλήγωνε βαθύτατα. Τα μάτια του έγιναν ιώδη μα γέμισαν δάκρυα, τα οποία συντόμως κυλούσαν ελεύθερα.
«Δε θέλω να επιστρέψω,» δήλωσε λίθινα. «Δεν αντέχω. Ανάμεσα σας βρήκα μια αληθινή οικογένεια, αυτό που πάντοτε λαχταρούσα. Σε παρακαλώ, μη με διώχνεις, είμαι χαμένος μακριά σας!»
«Δεν υπάρχει προηγούμενο της κατάστασης σου,» θέλησε να του εξηγήσει το παράλογο ξέσπασμα της. «Ενίοτε, αγνοώ πώς να σου φερθώ. Εμπιστεύομαι απόλυτα την κρίση του Εμμανουήλ, που σε δέχτηκε και σε έχρισε Αρχάγγελο απευθείας μα και του Πατέρα, που σου ανέθεσε μια άκρως σημαντική αποστολή, τη σπουδαιότερη που έχει προκύψει από τότε που ήρθες κοντά μας. Εφόσον Αυτός δε δυσαρεστήθηκε με τη φονική σου διάθεση, εγώ θα έπρεπε να επαναπαυθώ.»
«Μα δεν μπορείς,» την κατανόησε ο Αζραήλ. «Διότι πάντοτε θα θυμάσαι τον Αρχιδαίμονα· τον Πρίγκιπα της Κόλασης που έχω θάψει βαθιά μέσα μου μα αναδύεται ξανά, σπάνια μα φανερά.»
Ο Γαβριήλ έγειρε προς το μέρος του και για λίγο ο Άγγελος του Θανάτου ανέμενε να τον χτυπήσει μα έπραξε το άκρως αντίθετο· τον αγκάλιασε σφιχτά, θαρρείς επιθυμώντας να απορροφήσει όλες του τις αμφιβολίες, τους φόβους και τα σκιώδη κατάλοιπα του παρελθόντος. Βούλιαξε στη μητρική σχεδόν αγκάλη ο Αζραήλ, απολύοντας για λίγο από πάνω του καθετί νοσηρό, αφοσιωμένος στη θαλπωρή της στιγμής.
Μόλις αποτραβηχτήκαν, έκλαιγαν κι οι δυο.
«Άφησε τον, Αζραήλ,» παρακάλεσε ο Γαβριήλ, αγγίζοντας τον ώμο του ανάλαφρα. «Μη σκοτώσεις τον Αχαάβ, ο Κύριος θα καταλάβει. Το βλέπεις και μόνος σου· ελπίζει, μάχεται για ένα καλύτερο μέλλον και πασχίζει να βελτιωθεί.»
«Τα παρελθοντικά του κρίματα είναι αμέτρητα κι ασυγχώρητα,» κατάπιε περίλυπος ο Αζραήλ, επιμένοντας. «Ο Πατέρας δεν τον συγχωρεί κι εγώ ανώτερος του δεν είμαι. Κι έπειτα, δεν έχει μετανιώσει πραγματικά. Σκότωσε χιλιάδες πιστούς μας, Προφήτες, τους βασάνισε! Επειδή φοβήθηκε την ορμή και το πάθος του Ηλία, δε σημαίνει πως του αξίζει άφεση!»
«Δε φταίει αυτός, εάν ακολουθούσε τόσα χρόνια λανθασμένους ανθρώπους ή εάν παντρεύτηκε μια γυναίκα δαιμονισμένη, ταγμένη από μωρό στον Εωσφόρο,» τόνισε ο Αζραήλ.
«Η Ιεζάβελ δεν έχει καμία σχέση με την κατάντια του Αχαάβ!» Υποστήριξε με απόλυτη πεποίθηση ο Άγγελος του Θανάτου. «Ως ανέκαθεν έμφυλος, θαρρώ γνωρίζω κάτι παραπάνω. Αν ο Αχαάβ δεν επέτρεπε στη γυναίκα του να τον διαφθείρει, δε θα τον επηρέαζε καθόλου. Ο ίδιος το επέλεξε, ο ίδιος σύρθηκε μαζί της στον βούρκο της αμαρτίας και θα πληρώσουν κι οι δυο τους, σε διαβεβαιώ. Μα εδώ δε μιλάμε για μια τερατώδη μέγαιρα. Όπως κι η Εύα, έτσι κι η Ιεζάβελ βρήκε εξίσου φαύλο σύζυγο κι ενέργησε.»
«Ίσως, αν απομακρύνουμε από κοντά του την Ιεζάβελ-» είπε τη σκέψη της φωναχτά.
«Όχι,» την απέρριψε εκείνος. «Αυτός θα φύγει πρώτος. Έτσι, θα επισπευθεί η ημέρα ολέθρου της οικογένειας τους. Η Ιεζάβελ ταιριάζει να πεθάνει μέσα στον ξεπεσμό, όχι στην υψηλότητα και στην Απληστία, που τη ζώνουν τώρα.» Μειδίασε σκοτεινά, προτού καταλήξει. «Εξάλλου, η Κόλαση κατρακύλησε στο χάος κι ο Εωσφόρος έχασε κάθε αίσθηση μέτρου, από τότε που φυλακίστηκε η Λίλιθ.»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Μιχαΐας είχε δίκιο. Φτάνοντας στη Γαλαάδ, που ανήκε στον Βεν-Αδάδ, ο Αχαάβ δείλιασε. Ένιωσε τη δυσοίωνη προφητεία να τον καταβάλει και τρομοκρατήθηκε. Αντί, όμως, να εγκαταλείψει, αποφάσισε να κρυφτεί σε κοινή θέα. Πέταξε τις πορφύρες και τα κοσμήματα του, ντύθηκε απλώς στρατιώτης και παρέμεινε στην πρώτη γραμμή της μάχης μα ως απλός πολεμιστής σε άμαξα. Από την άλλη, ο Βεν-Αδάδ, που μισούσε πλέον το Ισραήλ με όλη του την καρδιά, είχε διατάξει τους στρατιώτες του να μη χτυπήσουν κανέναν απολύτως πολεμιστή, αν δε σκότωναν πρώτα τον Βασιλιά του Ισραήλ.
Μόλος δόθηκε το έναυσμα κι η μάχη ξεκίνησε, οι Σύριοι αναζητούσαν φρενήρως τον Αχαάβ μα δεν τον εντόπιζαν. Ο μοναδικός παρών Βασιλεύς φαινόταν ο Ιωσαφάτ, επομένως πίστεψαν πως τον είχαν βρει και του επιτέθηκαν μαζικά. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ανέλαβε ευθύς δράση, τότε, φυτεύοντας στους πνεύμονες του Βασιλιά του Ιούδα μια πολεμική ιαχή πανίσχυρη, βροντερή, αιμοδιψή, που έκοψε τα γόνατα των Συρίων, ώστε σχεδόν τράπηκαν σε φυγή. Ο Αζραήλ, ωστόσο, αποφασισμένος να πετύχει τον σκοπό του εκείνη την ημέρα, δεν επρόκειτο να άφηνε τα γεγονότα στην τύχη τους. Ιδιοχείρως οδήγησε το βέλος ενός ανύποπτου τοξότη και το κάρφωσε στα πλευρά του, στο αδύναμο σημείο των δεστρών της πανοπλίας του.
«Λαβώθηκα!» Φώναξε στον ηνίοχο του, σωριαζόμενος ανακούρκουδα στο άρμα ο Αχαάβ. «Πάμε να φύγουμε από τη μάχη, δεν μπορώ να πολεμήσω άλλο!»
Το βέλος από την πτώση, καρφώθηκε βαθύτερα, τρυπώντας το συκώτι του. Μέχρι να φτάσουν στο στρατόπεδο και να τον αναλάβουν οι ιατροί, είχε πεθάνει από αιμορραγία. Ο Βασιλιάς του Ισραήλ ήταν νεκρός. Το αίμα του είχε διαποτίσει το άρμα, το οποίο έφερε μια λίμνη του. Δεν τόλμησε κανείς να το καθαρίσει, μέχρι που επέστρεψαν τάχιστα στη Σαμάρεια, ηττημένοι και τσακισμένοι.
Ο Αχαάβ κάηκε, κηδεύτηκε με κάθε λαμπρότητα κι έφτασε η ώρα να πλυθεί το μαρτυρικό αμάξι. Εκεί, στη δεξαμενή της Σαμάρειας, η μυρωδιά του αίματος προξένησε σχεδόν αμέσως τα σκυλιά, που ήρθαν κι το έγλειφαν ειρωνικά, ενώ πόρνες πένονταν δίπλα τους. Όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Θεός διά στόματος του Αζραήλ και του Ηλία, ο Αχαάβ κατέληξε σαν τον άτυχο Ναβουθαί. Μονάχα τα κτίσματα του και το υπέρλαμπρο παλάτι από ελεφαντόδοντο παρέμειναν κραταιά, άψυχα, να φιλοξενούν όλη τη σαθρότητα των Αμαρτιών.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στα επόμενα δέκα έτη, το Ισραήλ άλλαξε δυο φορές Βασιλιά. Στέφθηκε πρώτα ο πρωτότοκος γιος της Ιεζάβελ, ο Οχοζίας, τον οποίο περιποιήθηκε δεόντως ο Βελζεβούλ κι έμοιασε εντελώς στους γονείς του, προσκυνώντας είδωλα, προς μεγάλη τέρψη της ολοζώντανης Ιεζάβελ και της Λίλιθ.
Ο Μαμμωνάς εγκατέλειψε τη Σαμάρεια την ημέρα του θανάτου του Αχαάβ.
«Κοίταξε όσα καταφέραμε,» έδειξε στη Λίλιθ το γεμάτο άπληστη, αχόρταγη χλιδή παλάτι. «Αμφιβάλλω εάν στη Βαβυλώνα είναι τόσο πολυτελή τα ανάκτορα. Αγάλματα λατρείας μας παντού, βωμοί διάσπαρτοι, θυσίες καθημερινές κι η Ιεζάβελ κερδισμένη προ πολλού. Πετύχαμε, Λίλιθ, θριαμβεύσαμε. Θα επιστρέψω στην Κόλαση, όπου το δίχως άλλο θα με περιμένει για βασανισμό ο Αχαάβ!»
Μα δεν τον περίμενε. Ο Αχαάβ έμεινε στον Κάτω Κόσμο, αναμένοντας τον ερχομό του Μεσσία, του Σωτήρα, που θα έπαιρνε τους πάντες κοντά του στον Παράδεισο.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
«Συγχαρητήρια, Μαμμωνά!»
Οι δυο αυτές λέξεις αντηχούσαν επανειλλημένως στην Κόλαση και συνεχώς ο Εωσφόρος παίνευε τον Δαίμονα της Πλεονεξίας.
«Ο Μέγας Διορθωτής!» Φώναζε, ιδιαιτέρως ευδιάθετος, στη γιορτή που οργάνωσε αμιγώς προς τιμήν του. «Ιδού, λοιπόν, φίλοι μου! Έσπευσε και μετέτρεψε μια αποτυχία σε ένα υπέροχο αμαρτωλό σκηνικό. Υπομονή, επιμονή, λεπτομέρεια και λεπτολογία συνθέτουν την επιτυχία!»
«Αν δεν ήταν η Λίλιθ, δε θα πετύχαινα τόσο,» παραδέχτηκε ο Μαμμωνάς, κοιτώντας επιδοκιμαστικά τον Βηλφεγώρ. «Η ιδέα σου ήταν εξαιρετική.»
Η Νωθρότητα ένευσε με ευχαρίστηση κι έκανε μια σιωπηλή πρόποση προς τιμήν του.
«Ανοησίες,» το απέρριψε ο Διάβολος. «Η Λίλιθ είχε άπειρες χιλιετίες να εργαστεί, αποκλείεται να απέδωσε τόσο καλά.»
«Κι όμως, αν δεν ήταν εκείνη, δε θα είχε κατορθώσει τίποτα!» Επέμεινε ο Μαμμωνάς. «Χειρίστηκε την Ιεζάβελ τέλεια, από την πρώτη στιγμή έγινε δούλα κι υποχείριο της, όσα κι αν της ζητούσαμε, τα έπραττε!»
Με προσοχή τον άκουσε ο Εωσφόρος και χρειάστηκε αρκετή ώρα σιγής, για να αναλογιστεί ορισμένες αποφάσεις.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Όταν ο Βασιλιάς Οχοζίας ανέβηκε στον θρόνο, ξέσπασαν ταραχές και μάχες με τους Μωαβίτες. Δυο χρόνια μετά τη στέψη του, έπεσε από το ανώγειο του παλατιού του και τσακίστηκε, μένοντας κλινήρης κι ανήμπορος. Η Λίλιθ τον είχε σπρώξει, έχοντας βαρεθεί την απόλυτη του υποταγή, γεγονός που θύμωσε ολίγον τον Βελζεβούλ μα δυο χρόνια μονάχα του είχαν προσφέρει απίστευτη λατρεία κι αμαρτωλή πλησμονή, περισσότερη από όση θα εισέπραττε σε είκοσι χρόνια κανονικά.
Έστειλε, τότε, ο σακατευμένος Βασιλιάς τους αυλικούς του στον ναό του Βελζεβούλ, για να ρωτήσουν εάν θα μπορούσε ποτέ να περπατήσει ξανά. Στην είσοδο του ναού, τους περίμενε ο γέρων μα πάντοτε φοβερός κι αποφασιστικός Ηλίας.
«Δεν υπάρχει άραγε Θεός άλλος στο Ισραήλ; Μονάχα ο Βελζεβούλ, των Έκρων Άρχων; Να πάτε να πείτε στον Βασιλιά σας, όσα του μηνεί ο ένας και μοναδικός Θεός· δε θα σηκωθεί από το κρεβάτι ποτέ, το δίχως άλλο θα πεθάνει πάνω σε αυτό.»
Μιας και δεν είχε πει το όνομα του, οι αυλικοί μεταφέραν τους λόγους του ανώνυμα. Όταν, όμως, περιέγραψαν στον Οχοζίας την ασκητική φιγούρα, τη ζωσμένη με προβιές και μάτια θυελλώδη, κατάλαβε αμέσως ποιός ήταν.
«Ο Ηλίας, ο Θεσβίτης!» Αναφώνησε έντρομος και βυθίστηκε στη σιγή. «Αυτός καταράστηκε δυο φορές τον πατέρα μου και την οικογένεια μας. Όλα όσα είχε πει, πραγματοποιήθηκαν.»
Την επόμενη ημέρα, έστειλε πενήντα στρατιώτες του να βρουν και να συλλάβουν τον Ηλία, ο οποίος βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου, με τον Ελισαίο, την Αρενιήλ και τον Ιεγουδιήλ.
«Κατέβα κάτω, αν θέλεις τη ζωή σου, γέρο!» Φώναξε επιτακτικά ο πεντηκόνταρχος. «Εντολή από τον Βασιλιά Οχοζίας φέρω!»
«Αν είμαι άνθρωπος του Θεού, ας πέσει φωτιά τώρα από τον ουρανό, να σας κάψει όλους!»
Την ευχή του εκπλήρωσε ευθύς η Αρενιήλ, ρίπτοντας πυρ άλικο, που έκανε τους πενήντα άνδρες και τον επικεφαλής τους στάχτη. Μονάχα ένας επέζησε, για να μεταφέρει όσα είδε στον Οχοζία.
Την επόμενη ημέρα, ήρθε άλλος πεντηκόνταρχος με άλλους πενήντα άνδρες, με την ίδια προσταγή και μένος. Η Αρενιήλ υπάκουσε ξανά στην επιθυμία του μεγάλου Προφήτη και τους κατέκαψε με ουράνια φωτιά, αφήνοντας μόνο έναν στρατιώτη ζωντανό.
Την τρίτη ημέρα, έφτασαν άλλοι πενήντα άνδρες μα αυτή τη φορά ο πεντηκόνταρχος δεν φώναξε ούτε απαίτησε τίποτα. Μονάχα έπεσε στα γόνατα και ικέτευσε.
«Ηλία, άνθρωπε του Θεού, σε παρακαλώ, λυπήσου εμένα και τους άνδρες μου, μη μας εξολοθρεύσεις, όπως τους προηγούμενους. Λυπήσου μας!»
«Ιδού ένας ταπεινός άνδρας,» ψιθύρισε στον Ηλία η Αρενιήλ. «Κατέβα μαζί του· αυτός πραγματικά σε σέβεται.»
Ο Ηλίας ακολούθησε τους στρατιώτες ειρηνικά και χωρίς λέξη. Μόλις, όμως, παρουσιάστηκε στην αίθουσα του Θρόνου, όπου η κλίνη του Οχοζία με τον ίδιο επάνω είχε μεταφερθεί, θωρώντας την Ιεζάβελ καθήμενη στον θρόνο ανταυτού, κόρωσε από αγανάκτηση. Επανέλαβε τα λόγια που είχε πει στους αυλικούς του πριν τρεις ημέρες κι εξαφανίστηκε μπροστά από τα μάτια τους, πετώντας στα στιβαρά χέρια της Αρενιήλ.
Η Ιεζάβελ, τότε, εξοργίστηκε τόσο, που είχε χάσει ξανά τον εγκληματία μέσα από τα χέρια της, που φώναζε ασταμάτητα, ουρλιάζοντας με θυμό αναβράζοντα.
«Ηλία, καταραμένε, ανίερε, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Οι δαιμονικές σου κατάρες σκότωσαν τον άνδρα μου και τώρα θα σκοτώσουν το παιδί μου! Το ορκίζομαι στους Θεούς που προσκυνώ, δεν πρόκειται να ησυχάσω, αν δε σε διαλύσω!»
Ο Ηλίας δεν επέστρεψε στη Σαμάρεια ποτέ. Λίγο καιρό αργότερα, έλαβαν διαταγή ο Ιεγουδιήλ κι η Αρενιήλ πως ο Κύριος τον καλούσε κοντά Του. Μαζί με τον Ελισαίο, επέστρεφαν από τα Γάλγαλα κι η Αρενιήλ πρόσταξε τον Προφήτη να πάει στη Βαιθήλ. Σαν να αισθανόταν το τέλος, ζήτησε από τον Ελισαίο να μην τον ακολουθήσει μα ο νεαρός επέμενε.
«Ορκίστηκα στον Κύριο και σε εσένα να μη σε αφήσω ποτέ κι αυτό θα πράξω. Όταν με βρήκες, για χάρη σου και της θείας αποστολής σου, άφησα τους γονείς και το σπίτι μου. Είσαι όλα όσα έχω πλέον.»
Έτσι, κίνησαν μαζί για τη Βαιθήλ. Φτάνοντας, δείπνησαν με τους ντόπιους Προφήτες και συζήτησαν πολύ, μέχρι που ένας έσκυψε στο αυτί του Ελισαίου και ψιθύρισε.
«Γνωρίζεις πως ο Θεός θα πάρει τον κύριο σου από κοντά σου;»
«Βεβαίως,» αποκρίθηκε ο Ελισαίος, με βλέμμα σκοτεινό. Αισθανόταν πως έχανε τον πατέρα του. «Μα μη μιλάτε για αυτό.»
Την επόμενη ημέρα, ο Ηλίας έφυγε για την Ιεριχώ. Ζήτησε ξανά από τον Ελισαίο να μείνει πίσω μα τον ακολούθησε πεισματικά. Αμέσως μετά, κλήθηκε να πάει στον Ιορδάνη ποταμό και πάλι ο Ελισαίος στάθηκε δίπλα του βράχος. Μαζί τους, ήρθαν άλλοι πενήντα Προφήτες, θέλοντας να παρακολουθήσουν τις τελευταίες ημέρες του θρυλικού πλέον Ηλία, που είχε ταξιδέψει στο Ισραήλ, στον Ιούδα και στη Συρία με πύρινα κηρύγματα και θαύματα σπουδαία, ενώ αμέτρητες φορές είχε εναντιωθεί στους Ισχυρούς κι είχε επικρατήσει.
Μόλις έφτασαν στον Ιορδάνη, ο επιβλητικός γέρων κράτησε τον Ελισαίο κοντά του και πορεύθηκαν στην όχθη, με τους πενήντα να ακολουθούν σε ευσεβή απόσταση.
Ο Ηλίας έβγαλε την προβιά που κάλυπτε την πλάτη του και τη χτύπησε πάνω στα νερά. Εκείνα άνοιξαν διάπλατα, αφήνοντας τους να περάσουν, πατώντας σε στεριά.
«Πες μου τι θέλεις, τώρα που φεύγω από εδώ και θα γίνει,» στράφηκε γεμάτος ευγνωμοσύνη στον νέο.
Ο Ελισαίος έκλαιγε από συγκίνηση, καθώς αέρας σηκωνόταν ορμητικός, ως στρόβιλος θηριώδης. Η Αρενιήλ υποδέχτηκε τους Αρχάγγελους Ουριήλ και Μιχαήλ, που έρχονταν πάνω σε πύρινο άρμα να μεταφέρουν τον Ηλία στον Παράδεισο, ολοζώντανο κι ευλογημένο.
«Θέλω να λάβω το διπλό προφητικό πνεύμα από το δικό σου, για να υπηρετήσω τον Κύριο όπως εσύ κι ακόμα παραπάνω.»
Ο Ηλίας τον κοίταξε θλιμμένα. Το αγόρι θα αναλάμβανε έναν αγώνα δύσκολο, δύσβατο κι επικίνδυνο, ίσως πιο επικίνδυνο κι ακατόρθωτο από τον δικό του· τον ολικό αφανισμό των ειδώλων από το Ισραήλ. Δεν ήταν βέβαιος ότι μπορούσε να τον ευλογήσει τόσο.
«Δύσκολο πράγμα ζήτησες,» του είπε στοργικά. «Ωστόσο, αν με δεις να φεύγω, θα το λάβεις. Αν όχι, δε θα γίνει. Σε έχρισα Προφήτη την ημέρα που σε γνώρισα, όταν ήσουν αμούστακο αγόρι κι όργωνες τα χωράφια του πατέρα σου. Σήμερα, είσαι άνδρας, Ελισαίε. Ένα παλικάρι κραταιό και ρωμαλέο, που θα δοξάσει τον Κύριο και θα με ξεπεράσει στα έργα και στους λόγους.»
Τον φίλησε στο μέτωπο, αποχαιρετώντας τον γλυκόπικρα.
Το άρμα πλησίασε. Τα άλογα με φωτοβόλα μάτια χλιμίντριζαν κι οι αναβάτες Αρχάγγελοι χαμογελούσαν, χτυπώντας τα φτερά τους ενθουσιωδώς. Σήκωσαν τον Ηλία στα χέρια τους, τον ανέβασαν στην άμαξα και χάθηκαν, μέσα στον ανεμοστρόβιλο του πυρός που βούιζε και ούρλιαζε, προκαλώντας απόκοσμο δέος και θαυμασμό. Η Αρενιήλ δεν τους ακολούθησε, αναγνωρίζοντας πως πλέον το καθήκον της βρισκόταν με τον νέο Προφήτη. Ο Ιεγουδιήλ απεσύρθη στη θέση της.
Ο Ελισαίος είχε παρακολουθήσει τα πάντα, μην πιστεύοντας τα ίδια του τα μάτια. Ήταν το πιο λαμπρό, φοβερό και μεγαλειώδες θέαμα της ζωής του.
«Πατέρα, Θεέ! Εσύ είσαι το άρμα και ο αρματηλάτης του κόσμου όλου!»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πέρασαν δέκα έτη από τον θάνατο του Αχαάβ. Ο Οχοζίας είχε πεθάνει λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση με τον Ηλία, υποφέροντας από πόνους ανείπωτους κι οι απεγνωσμένες κραυγές του τάραζαν ολόκληρο το παλάτι. Γιούς δεν είχε κι έτσι τον διαδέχθηκε ο επόμενος γιος της Ιεζάβελ, ο Ιωράμ. Εκείνος, απεδείχθη λίγο πιο μαλθακός από τους προκατόχους του, ώστε δεν ασπάστηκε τα είδωλα μα συνέχισε τον έκλυτο βίο που διήγαγαν οι γονείς κι ο αδελφός του στο ακέραιο και η Αμαρτία παρέμεινε κυρίαρχος στο Ισραήλ.
Η Ιεζάβελ, μολονότι δεν ήταν πλέον έφηβη ή στην πρώτη της νιότη, ήταν ακόμη πανέμορφη, επιβλητική κι ως Βασιλομήτωρ έχαιρε περισσότερων τιμών κι από τη Βασίλισσα νύφη της. Ωστόσο, μετά τον θάνατο του Οχοζία, δεν άντεχε άλλο να ζει στο παλάτι. Είχε χτίσει για τον εαυτό της στη γειτονική Ιζρεέλ ένα άλλο μικρότερο ανάκτορο και διέμενε, ανάμεσα στους βωμούς των αγαπημένων Θεών της και το αίμα των Προφητών που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια της. Η Λίλιθ δεν είχε αφήσει το πλευρό της ποτέ, μέχρι που έφτασαν νέα δολερά μια μέρα κατάφωτη, θερινή.
«Ο Στρατηγός Ιηού εξεγέρθηκε, εκλαμπροτάτη,» φώναζαν έντρομοι οι υπηρέτες της. «Σκότωσε τον Βασιλιά γιο σου και ονομάζει τον εαυτό του Βασιλιά μας!»
«Από πότε σηκώνουν τα μυρμήγκια κεφάλι στον λέοντα;» Γρύλισε εκείνη και γέμισε μένος σαν να ήταν είκοσι χρόνων. «Ο Ιηού αποτελούσε έναν από τους πιο αφοσιωμένους υπασπιστές του άνδρα μου και των γιων μου. Είχα ακούσει πως λατρεύει κρυφά τον Θεό του Ηλία μα δεν είχε δώσει σημασία. Τι τον έπιασε τώρα κι εξίσταται;»
«Οι φήμες λένε πως ο Προφήτης Ελισαίος τον έχρισε Βασιλιά του Ισραήλ και τον διέταξε να ξεκληρίσει τη γενιά του Αχαάβ!» Απάντησε κάποιος, θυμώνοντάς τη περισσότερο.
Θυμήθηκε τη μεγαλύτερη αποτυχία της. Εφόσον ο Ελισαίος είχε αναλάβει δράση, ο Ηλίας είχε πεθάνει κι όχι από τα χέρια της.
«Ο γιος σου σκοτώθηκε με βέλος κατάκαρδα από τον Ιηού, Αρχόντισσα μου,» της εξήγησε η Λίλιθ. «Το πτώμα του το πέταξαν εδώ παρακάτω, στο χωράφι του Ναβουθαί, για να εξαγνιστεί ο τόπος και να εκδικηθούν το αίμα του άνδρα που χύθηκε εξαιτίας σου.»
«Πώς τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;» Απόρησε η Βασιλομήτωρ άναυδη. «Ήσουν μαζί μου διαρκώς. Ποιός σου τα είπε;»
«Τι σημασία έχει;» Αρνήθηκε να της απαντήσει η Λίλιθ, χαϊδεύοντας το σημαδεμένο από τον χρόνο μάγουλο της με σαδιστική βραδύτητα. «Θα φύγω τώρα. Θα μείνεις μόνη.»
«Όχι, μη φύγεις!» Τρόμος κι απόγνωση την κατέβαλαν. «Αν φύγεις, δε θα μου μείνει τίποτα! Πού θα πας; Θα έρθω μαζί σου!»
«Θα έρθεις, πράγματι, μα όχι ακόμη!»
Η Λίλιθ εξαϋλώθηκε. Μπροστά στα έκπληκτα, σαστισμένα μάτια της ολότελα καταδικασμένης θνητής, δεν έμεινε από εκείνη παρά μια αλλόκοτη μυρωδιά θειαφιού.
Η Ιεζάβελ απελπίστηκε. Δεν έβλεπε τίποτα στο μέλλον παρά ζόφο. Προσευχόταν νυχθημερόν μα απαντήσεις δεν ελάμβανε. Μια βραδιά μονάχα, που ύπνο δεν είχε, αντίκρισε σε μια γωνία μια απόκοσμη, φτερωτή μορφή, από την οποία μόνο δυο ιώδη μάτια διαφαίνονταν.
«Το τέλος πλησιάζει. Απελπίσου και πέθανε.»
Ξύπνησε στο κρεβάτι της ασθμαίνοντας κι οι μόνοι υπηρέτες που δεν είχε διώξει, τρεις ολιγόλογοι ευνούχοι, έσπευσαν να τη συντρέξουν μα δε χρειαζόταν τίποτα, εκτός από σιγή.
Το κράτος είχε γονατίσει, τα πάντα κατέρρεαν. Μετά από δύσκολα χρόνια, αλλεπάλληλους πολέμους, λιμούς, ξηρασίες, βάσανα όλων των ειδών, χαμούς κι ορυμαγδούς, μετά από μια επιμονή προσκόλληση σε ιδεώδη που τελικά φάνταζαν ασήμαντα, ήταν ολομόναχη κι εξαντλημένη.
Την επόμενη ημέρα της ανακοίνωσαν πως ο Ιηού είχε φονεύσει και τον Βασιλιά του Ιούδα κι είχε ορκιστεί μπροστά στους στρατιώτες του να σκοτώσει κι εκείνη. Σηκώθηκε από το ανάκλιντρο της, ντύθηκε στα ωραιότερα της μετάξια, έβαψε τα βλέφαρα και τα μάτια της και πανώρια κι απαστράπτουσα μέσα στα ακριβότερα κοσμήματα της, περίμενε τον θάνατο και την καταστροφή. Στάθηκε στο παράθυρο, ατενίζοντας τον ορίζοντα, από όπου σύντομα φάνηκε έφιππος ο Ιηού.
Περνώντας τις πύλες της πόλης, κατευθυνόμενος προς το ανάκτορο, φώναξε πρώτη εκείνη, επιδεικνύοντας θάρρος και θράσος, μολονότι έτρεμε.
«Έρχεσαι ως φίλος ή ως εχθρός, Ζιμβρί, δολοφόνε του κυρίου σου, υπέρτατε προδότη;»
Ο Ιηού φάνηκε να την αγνοεί πλήρως. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά και φώναξε οργισμένα.
«Κανείς από εσάς που τη συντρέχετε δεν είναι μαζί μου; Ούτε ένας;» Τρεις φιγούρες εμφανίστηκαν στα παράθυρα και μια τέταρτη σκιά. «Αν είστε μαζί μου, αδέλφια, πετάξτε αυτή την ακόλαστη γυναίκα από το παράθυρο!»
Προτού καν προλάβαινε να αντιδράσει η Ιεζάβελ, οι τρεις ευνούχοι την είχαν κατακλύσει μα οχτώ χέρια την έσφιξαν και σήκωσαν στον αέρα. Καθώς την πετούσαν στο κενό, το ύστατο πράγμα που αντίκρισε ήταν τα ιώδη μάτια του Αζραήλ, που μειδιούσε ευτυχισμένα.
Η σκύλα ήταν πλέον νεκρή.
Το αίμα της πετάχτηκε και λέρωσε τους ολόλευκους τοίχους, ενώ αμέσως μαζεύτηκαν όρνια και σκυλιά, για να συμποσιάσουν στο κουφάρι της.
Ο Ιηού πέρασε στο ανάκτορο, όπου οι ευνούχοι τον υποδέχτηκαν σαν κύρη και του έστρωσαν τραπέζι με όλα τα καλούδια που τους είχαν απομείνει. Μόλις έφαγε κι ήπιε, έδωσε διαταγή.
«Πρέπει να θαφτεί η καταραμένη, παρακαλώ φροντίστε το. Κόρη, σύζυγος και μάνα Βασιλέων ήταν.»
Έτρεξαν ευθύς να ικανοποιήσουν την προσταγή του να φτάνοντας στο σημείο της πτώσης, δε βρήκαν παρά το κρανίο, τις παλάμες και τα πέλματα της. Μόλις το ανέφεραν στον Ιηού, εκείνος βροντοφώναξε και τον άκουσε ολάκερη η πόλη.
«Αυτός ήταν ο λόγος του Κυρίου, μέσα από τον δούλο του τον Ηλία της Θεσβά κι έτσι ακριβώς έγινε· στους αγρούς της Ιζρεέλ θα φάνε τα σκυλιά τις σάρκες της Ιεζάβελ. Το πτώμα της θα σκορπιστεί σε όλη την περιοχή, όπως η κοπριά στο χωράφι του δικαίου Ναβουθαί, έτσι που κανείς δε θα μπορεί να την αναγνωρίσει!»
Μονάχα ο Αζραήλ έμεινε πάνω από το σημείο που τσακίστηκε η αδιανόητα αμαρτωλή γυναίκα, βουτώντας τα χέρια του στο βαθυκόκκινο αίμα της. Παραδίπλα, τα όρνια ξεδιψούσαν με αυτό.
Τα αιματοβαμμένα χέρια του, του θύμιζαν αλλοτινές εποχές, λησμονημένες σχεδόν, οπότε τρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά με θνητό αίμα, ως βασανιστής και Πρίγκηψ. Ενστικτωδώς, έτεινε τη γλώσσα του με λαχτάρα, αδημονώντας να γευτεί ξανά το ιδιάζον, παχύρευστο υγρό μα ο γνώριμος ήχος των φτερών της Αρενιήλ τον διέκοψε κι έβγαλε από την παράδοξη σαγήνη.
«Έλα,» τον προέτρεψε εκείνη. «Έχουμε έναν λαό να σώσουμε και μερικούς πολέμους να νικήσουμε.»
«Σωστά,» ένευσε χαμογελώντας περήφανα ο Αρχάγγελος.
Άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν μακριά, πίσω στον Προφήτη Ελισαίο. Πετούσαν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον που ενίοτε τα πούπουλα αγγίζονταν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Μόλις εθεάθη στις πύλες της Κόλασης η Λίλιθ, τα πάντα σίγησαν κι οι μόνοι ήχοι που έσπαζαν τη σιωπή ήταν τα ουρλιαχτά των αμαρτωλών. Κανένας δεν τολμούσε να διαταράξει τη σιωπή κι όσοι δε βρίσκονταν στο οπτικό πεδίο του Εωσφόρου, στην Αίθουσα του Θρόνου, κρύβονταν όσο μακρύτερα δύναντο, για να παραμείνουν ασφαλείς σε περίπτωση έκρηξης του Άρχοντα τους.
Από τους Δαίμονες των Αμαρτημάτων, μονάχα ο Μαμμωνάς ήταν παρών, τη στιγμή που η Λίλιθ εισήλθε στην Αίθουσα του Θρόνου και δίπλα στον Εωσφόρο καθόταν ο Μπελέθ. Είχε σημάνει η ώρα που απέφευγαν για χρόνια και διαρκώς ανέβαλαν· η στιγμή της μεγάλης επανένωσης ή τουλάχιστον αντιπαράθεσης.
«Χαίρε, Εωσφόρε!» Χαιρέτησε πρώτη εκείνη, με το κεφάλι ψηλά. Επέστρεφε θριαμβευτικά, μετά από μια εξαιρετικά επιτυχημένη και πολυετή επιχείρηση. Ήταν μια θαυμάσια ημέρα για την Κόλαση, που οσονούπω θα υποδεχόταν μια επιφανή αμαρτωλή.
Ο Διάβολος, στο άκουσμα του ονόματος του, που μονάχα εκείνη είχε το θάρρος και το θράσος να προφέρει, την κοίταξε κατάματα. Δεν έλαμπαν τα μάτια του, ανέδιδαν μονάχα σκότος, μαύρη ζοφερότητα και χάος.
Η Λίλιθ πλησίασε αλώβητη κι υποκλίθηκε τελετουργικά, όπως όφειλε.
Οι δυο παρευρισκόμενοι κράτησαν τις ανάσες τους, αναμένοντας την επόμενη κίνηση του Άρχοντα τους. Αδυνατούσαν όχι μόνο να την προβλέψουν μα και να την εκτιμήσουν. Περίμεναν υπομονετικά και σε εγρήγορση, με το αίσθημα της αυτοσυντήρησης να επικρατεί.
Ο Εωσφόρος Αυγερινός σήκωσε τα χέρια του στο ύψος του κεφαλιού του κι άρχισε να χειροκροτά ρυθμικά, κοιτώντας την ανέκφραστα.
«Μπράβο, κυρά μου,» είπε τελικά. «Μπράβο και πάλι μπράβο! Η επαναφορά σου στη γη στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και σε ευχαριστώ για αυτόν τον θρίαμβο που μου προσέφερες.»
Έτεινε το χέρι του κι αγκάλιασε τα μουδιασμένα από την έκπληξη δάχτυλα της, η οποία διαφαινόταν ολοκάθαρα και στο αιώνια άψογο πρόσωπο της. Απότομα, στράφηκε ξανά προς τον υποτελή του Πρίγκιπα.
«Ορίστε, λοιπόν, Μπελέθ! Μάλλον πρέπει να ευγνωμονούμε τον λιποτάκτη μας, που σε πετσόκοψε σαν σφαχτό του Πάσχα. Εάν δεν το είχε κάνει, εσύ σίγουρα δε θα τα είχες καταφέρει τόσο περίφημα όπως η Λίλιθ, μικρέ μου Εγγυητή!»
Αμφότεροι Μπελέθ και Μαμμωνάς τον παρακολουθούσαν εμβρόντητοι, άλαλοι. Όχι μόνο προ ολίγου είχε εκφράσει ευχαριστίες στη Λίλιθ μα και τώρα μιλούσε με πνευματώδη τόνο κι ύφος παιγνιώδες. Ο παλιός τους Άρχοντας, ο ευδιάθετος και κεφάτος με τους βασανισμένους και τους βασανιστές, ο πάντοτε χαιρέκακα χαρούμενος, αχνοφαινόταν ξανά, μέσα από τη μουντάδα που τον είχε κατακλύσει από τότε που είχε φυλακιστεί η Λίλιθ, ενώ είχε κορυφωθεί μετά τον Αποχωρισμό.
Άθελα τους, στη συνειδητοποίηση αυτή χαλάρωσαν τόσο ώστε γέλασαν. Γέλασαν με το πνεύμα του, γέλασαν με τη χαρά που επέστρεψε στη Λίλιθ, γέλασαν που σε λίγο θα υποδέχονταν την Ιεζάβελ, την αγαπημένη τους θνητή υποτελή. Γέλασαν, διότι η ημέρα ήταν ευτυχής, απελευθερωτική.
Η Λίλιθ πλησίασε τον Αφέντη και τον φίλησε στα χείλη πικρά, με λαχτάρα και πόθο που καιγόταν μέσα τους για χιλιάδες χρόνια.
«Συγχαρητήρια αξίζουν και στον Μαμμωνά,» τόνισε, μόλις αποχωρίστηκαν. «Δεν πέτυχα τα πάντα μόνη.»
«Για αυτόν, έχω ήδη παραχωρήσει γιορτή. Για εσένα, όμως, τώρα θα δώσω. Ακολουθήστε με,» τους προσκάλεσε στη σάλα, τείνοντας το χέρι του εύχαρα.
«Κι η Ιεζάβελ;» Αναρωτήθηκε ο Μαμμωνάς.
«Σωστά,» θυμήθηκε ο Διάβολος, ήδη συνεπαρμένος από την ακαταμάχητη σαγήνη της Νύφης του. «Ας μου τη φέρουν, αμέσως αφότου φτάσει. Θέλω να την περιποιηθώ δεόντως. Έχω μεγάλα σχέδια για εκείνη.»
Σήκωσε τη Λίλιθ στα χέρια του και γελώντας προχώρησαν προς τη σάλα, όπου περίμεναν όλοι οι Αρχιδαίμονες και το γλέντι θα ξεσπούσε συντόμως. Ο Μπελέθ κι ο Μαμμωνάς ακολούθησαν σιωπηλά και ήσυχα, παρόλο που μέσα τους γιόρταζαν εξίσου.
Η Κόλαση δεν υποδεχόταν μονάχα μια σπουδαία αμαρτωλή μα και μια πολύτιμη Κυρά. Για πρώτη φορά μετά από χιλιάδες χρόνια, στον αέρα πλανιόταν μια αίσθηση αυθεντικού, ολόχρυσου θριάμβου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
13.565 λέξεις παρακαλώ! Όχι τόσο μεγάλο όσο ο Αποχωρισμός αλλά χορταστικό, σωστά;
Πώς σας φάνηκε;
Όπως καταλαβαίνετε, επέστρεψα σε αυτό το βιβλίο, μετά από εννέα μήνες περίπου, με ένα δυναμικό διήγημα θαρρώ που είχε μάλλον από όλα κι από όσα δεν είχε, θα δούμε στο επόμενο!
Σύγχρονη εποχή ΤΣΕΚ, Βελζεβούλ σε μεγάλα κέφια ΤΣΕΚ, γνωρίζουμε τον Αρχάγγελο Ιεγουδιήλ που εδώ εισήγαγα λίγο καλύτερα εσκεμμένα ΤΣΕΚ. Αδηφαγίες, διαφθορές και πολιτικά σκάνδαλα έρχονται στο επόμενο διήγημα.
Τώρα για αυτό που διαβάσατε θα σας πω τι φταίει· το recast του Αζραήλ, για το οποίο φταίει η the_girl_who_knew_
Επί εποχών Toby Kebbell έγραφα Μωϋσή 5000 λέξεις. Τώρα, επί Ριχάρδου γράφω 13000 κι εμβαθυνα και πάρα πολύ στον εξαιρετικά ενδιαφέροντα Αζραήλ και ΠΟΥ ΕΙΣΤΕ ΑΚΟΜΑ, διότι τα καλύτερα έρχονται!
ΥΓ: Μετά τη Βουλιμία, θα γράψω το δεύτερο μισό της Κου Κλουξ Κλαν και τέρμα ο δεύτερος κύκλος διηγημάτων! Ο τρίτος θα είναι ένα από τα πρόσωπα που είχαν τεθεί σε ψηφοφορία τον Ιούνη 😈😈
Μέχρι τότε, να μου είστε όλοι καλά, να προσέχετε τους εαυτούς σας και τους αγαπημένους σας και Καλή Σαρακοστή να έχουμε!!!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro