Κεφάλαιο 13
ΛΆΙΛΑ
Έτρεξα μακριά από το σπίτι μου, την οικογένεια μου χωρίς να κοιτάξω πίσω μου. Άφηνα πίσω μου για ακόμα μια φορά τον τόπο που γεννήθηκα και τους ανθρώπους που αγαπάω. Ο πόνος βουβός, αρνούμενος να με αφήσει ήσυχη μου έκαιγε το στήθος σαν πυρακτωμένο σίδερο. Τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλα μου έτσουζαν τα μάτια μου κάνοντας την όραση μου να θολώνει.
Ζούσα τον ίδιο πόνο για δεύτερη φορά και, για ακόμα μια φορά υπαίτιος αυτού ήταν ο Ντιμίτρι. Με είχε προδώσει ναι πάλι, είχε ξεριζώσει την ψυχή μου ΞΑΝΑ...είχε συνθλίψει την καρδιά μου ΞΑΝΑ... Αναρωτιόμουν πόσες φορές ακόμα έπρεπε να με κάνει να πεθάνω για να συνειδητοποιήσω πως είναι ένα άκαρδο τέρας χωρίς καθόλου συναισθήματα.
Ξεχύθηκα μέσα στο δάσος κατευθυνόμενη προς την ελευθερία μου. Έτρεχα σαν να μην υπήρχε αύριο, με κάθε δέντρο και θάμνο να περνάνε μπροστά από τα μάτια μου σαν μια θολή εικόνα. Ήμουν γρήγορη, πάντα είχα αυτό αυτό υπέρ και η ταχύτητα μου ήταν κάτι για το οποίο ήμουν πάντα περήφανη και μπορούσα να κομπάσω γι' αυτή. Ακόμα και στην ανθρώπινη μορφή μου μπορούσα να προκαλέσω και να νικήσω αρκετούς beta που είχαν την εκπαίδευση που εγώ δεν είχα. Ήταν η μάχη αυτό στο οποίο υυστερούσαν. Δεν θα μπορούσα να νικήσω κανένα μέλος της αγέλης ακόμα κι αν το ήθελα.
Οι beta φρόντιζαν να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους από πολύ μικρή ηλικία. Η εκπαίδευση ήταν σκληρή και αδίστακτη, λες και τα παιδιά ετοιμαζόντουσαν να πάνε στον πόλεμο να πολεμήσουν. Είχα παρακολουθήσει πολλές από τις προπονήσεις τους και κάθε φορά λυπόμουν τα παιδιά που έπρεπε να περάσουν μια τόσο μαρτυρική διαδικασία.
Τα ουρλιαχτά που έφτασαν στα αυτιά μου με προειδοποίησαν για τον κίνδυνο που ήταν κοντά. Όλη η αγέλη είχε ξεχυθεί για να με βρει και να με φέρει εν όποιον της δικαιοσύνης.
Αύξησα τον ρυθμό μου για να πάρω το προβάδισμα αλλά σύντομα πήρα μέρος σε έναν αγώνα δρόμου με δυο beta. Η παρουσία τους μου έκοψε την ανάσα. Πετάχτηκαν μπροστά μου απο το πουθενά και αν τελευταία στιγμή δεν είχα σκύψει αποφεύγοντας την επίθεση τους με μια εντυπωσιακή φιγούρα τώρα θα ήμουν καρφωμένη στο έδαφος ανίκανη να ξεφύγω. Ήταν τεράστιοι και η εικόνα τους τρομαχτική. Ο ένας ήταν γκρι ενώ το τρίχωμα του άλλου ήταν βαμμένο με όλες τις αποχρώσεις του καφέ. Το μέγεθος τους ήταν διπλάσιο από αυτό ενός κανονικού λύκου και μπορούσαν να σε κατασπαράξουν με μόνο μία επίθεση.
Δεν το έβαλα κάτω, συνέχισα να τρέχω ξεπερνώντας κάθε εμπόδιο που πεταγόταν μπροστά μου και μου έκλεινε τον δρόμο. Μπορούσα να τους νικήσω, ήξερα πως μπορούσα, το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να αντέξω μέχρι να φτάσω στα σύνορα. Αν κατάφερνα να τα περάσω κανένα μέλος της αγέλης δεν μπορούσε να με αγγίξει. Απαγορευόταν!
Βρισκόμουν λίγα μέτρα μακριά από την ελευθερία μου όταν όλα τα όνειρα και οι ελπίδες μου γκρεμίστηκαν σαν ένας πύργος από τραπουλόχαρτα. Έπεσα πάνω σε μια ενέδρα. Βρέθηκα περιτριγυρισμένή από καμιά δεκαπενταριά beta οι οποίοι ήταν έτοιμοι να μου επιτεθούν αν το θεωρούσαν απαραίτητο.
Δεν μπορούσα να τους νικήσω. Ηταν αδύνατον ακόμα κι αν χρησιμοποιούσα κάθε κακό της δύναμης και της ταχύτητας που υπήρχαν στο κορμί μου.
Έπεσα στα γόνατα και σήκωσα τα χέρια μου ψηλά. Παραδόθηκα γιατί δεν υπήρχε τίποτα άλλο που να μπορούσα να κάνω.
***
ΝΤΙΜΙΤΡΙ
«Με ποιο δικαίωμα τολμήσατε και με παρακάμψατε;»
Μπήκα στο δωμάτιο των γονιών μου χωρίς τίποτα και κανένας να μπορεί να σταματήσει σταματήσει ξέσπασμα μου. Ήμουν εκτός εαυτού και η εικόνα των γονιών μου καθισμένοι στο πολυτελές καθιστικό του δωματίου με ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι τους να γελάνε έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα.
«Πως τολμήσατε και δώσατε μια τόσο σοβαρή διαταγή χωρίς την συγκατάθεση μου» απάντησα να μάθω χωρίς να έχω την δύναμη να συγκρατήσω τον εαυτό μου.
Η οργή μου είχε φτάσει στα ύψη, είχα κοντεύει να γίνω θέαμα σε ολόκληρη την αγέλη την στιγμή που ο Άξελ, σοκαρισμενος από την απόφαση μου, απαίτησε εξηγήσεις για τον τρόπο που είχα φερθεί. Που να 'ξερε πως δεν ήμουν εγώ ο υπαίτιος αυτής την απόφασης.
Οι πραγματικοί ένοχοι βρισκόντουσαν μπροστά μου απαθείς και συμπεριφερόντουσαν λες και δεν είχε συμβεί απολύτως τίποτα.
«Γιε μου ηρέμησε».
«Μην μου λες εμένα να ηρεμήσω γιατί σου ορκίζομαι μητέρα πως θα τα σπάσω όλα εδώ μέσα. Έχετε καταλάβει τι κανατε; Πως τολμήσατε να προβείτε σε κάτι τόσο ριψοκίνδυνο και το πιο σημαντικό, πως τολμήσατε να το κάνετε χωρίς την συγκατάθεση μου; Έχετε ιδέα τι θα συμβεί αν μαθευτεί;»
«Δεν θα το μάθει κανείς» Η μητέρα μου ακουγόταν τόσο σίγουρη και αυτό με εκανε να τρελαίνομαι.
«Πως είσαι τόσο σίγουρη γι αυτό; Απέκτησες ξαφνικά μαντικές ικανότητες και δεν το ξέρω;» την ειρωνεύτηκα.
«Πρόσεχε τον τόνο σου Ντιμίτρι. Μην ξεχνάς ποιους έχεις μπροστά σου. Είμαστε οι γονείς σου και απαιτώ να μας δείχνεις σεβασμό».
«Ο σεβασμός κερδίζεται πατέρα δεν απαιτείται. Πέρασα όλη μου την ζωή να σας σέβομαι και να κάνω ότι θέλατε για να είστε περήφανοι, αλλά απ' ότι φαίνεται δεν ειναι αρκετό, ίσως να μην είναι ποτέ». Οι λέξεις ξεπήδησαν η Μία μετά την άλλη από το δωμάτιο μου χωρίς να μπορέσω να τις σταματήσω. Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να πει όσα βαραίνουν την ψυχή μου. Είχα κάνει τα πάντα για να είμαι ο τέλειος γιος γι' αυτούς, στην πορεία όμως έχασα τον εαυτό μου.
Σαν παιδί δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να παίζει και να διασκεδάζει. Οι αναμνήσεις μου ηταν γεμάτες με προπονήσεις, εκπαιδεύσεις και ατελείωτες ώρες διαβάσματος, έτσι ώστε μια μέρα να μπορούσα να γίνω ο alpha που οι άλλοι θα ζηλεύουν για την δύναμη και το κύρος του.
Οι μοναδικές φορές που είχα παρακούει τους γονείς μου ήταν εξαιτίας του Άξελ και του Νόα. Αυτοί οι δυο με έβαζαν συνέχεια σε μπελάδες, ακόμα με βάζουν, ακόμα κι έτσι όμως ποτέ δεν απόλαυσα τις μικρές στιγμές της επανάστασης μου. Οι φωνές των γονιών μου ηχούσαν το μέσα στο κεφάλι μου, μου φώναζαν πως δεν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί και πως ήταν λάθος. Αυτός ήταν ο λόγος που καθόμουν πάντα μόνο και κρατούσα απ' όλους απόσταση αρνούμενος να αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί εκνευρίζεσαι τόσο πολύ; Κάναμε αυτό που έπρεπε και που είχαμε συμφωνήσει πως θα κάνουμε» είπε ο πατέρας μου.
«Πίσω από την πλάτη μου».
«Τι σημασία έχει;»
«Έχει και μεγάλη μάλιστα. Τι θα γινόταν αν κάποιος μάθαινε πως δεν είχα ιδέα γι' αυτή την απόφαση. Τι εικόνα θα παρουσίαζα στους γηραιούς και στην αγέλη αν μαθεύονταν πως οι γονείς μου με παρακάμπτουν και περνούν αποφάσεις για εμένα;»
«Είσαι σίγουρος πως αυτός είναι ο μόνος λόγος που είσαι τόσο νευριασμένος;» Η μητέρα μου με κοίταξε με καχυποψία. Δεν φαινόταν να πείθεται από τις δικαιολογίες μου.
«Φυσικά Γιατί αλλο;»
"Ξέρεις γιατί" μίλησε μέσα στο κεφάλι μου το υποσυνείδητο μου. Δεν το χρειαζόμουν για να καταλάβω πως αυτό που μόλις είχα πει ήταν ένα τεράστιο ψέμα. Φυσικά και δεν με είχε πειράξει το ότι κινήθηκαν πίσω από την πλάτη μου, αυτό που με ενόχλησε πραγματικά, ήταν η σκέψη πως η Λάιλα θα νόμιζε πως μετά απ' όσα είχαν συμβεί ανάμεσα μας είχα δώσει τόσο εύκολα διαταγή για να την φυλακίσουν. Δεν μπορούσα να την αφήσω να το πιστεύει αυτό. Δεν ήθελα να νομίζει πως φέρθηκα τόσο άψυχα ούτε άντεχα να με μισήσει γι' αυτό.
«Νομίζω πως ξέρεις καλά σε τι αναφέρομαι».
«Δεν ξέρω, αλλά είμαι σίγουρος πως θα μου πεις εσύ», προσπάθησα να διατηρήσω μια ανέκφραστη έκφραση για να μην προδοθώ.
Η μητέρα μου άφησε το ποτήρι της πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι και σηκώθηκε όρθια. Με πλησίασε και με κοίταξε με ένα βλέμμα τόσο ψυχρό όσο η Ανταρκτική. Πάγωσα ολόκληρος. Μπορεί για όλους να ήμουν ο σκληρός και περιβόητος alpha που τίποτα δεν έμπαινε εμπόδιο στον δρόμο του, όμως όταν στεκόμουν μπροστά στην μητέρα μου ήμουν τελείως ανίσχυρος. Την φοβόμουν, δεν είχα καν την δύναμη να την κοιτάξω στα μάτια.
«Αποκατέστησες τον δεσμό έτσι δεν είναι;»
Η ερώτηση της έπνιξε τον πατέρα μου που εκείνη την στιγμή γευόταν λίγη ακόμα από την σαμπάνια που έλαμπε μέσα στο ποτήρι.
«Μην λες βλακείες γυναίκα. Ο Ντιμίτρι δεν θα το έκανε ποτέ αυτό» βιάστηκε να με υπερασπιστεί ο πατέρας μου χωρίς να γνωρίζει, ή απλά δεν ήθελε να το πιστέψει.
«Κι όμως το έκανε» επέμεινε εκείνη με απόλυτη βεβαιότητα.
«Νατάλια δεν είναι αστείο» της αντιγύρισε ο πατέρας μου.
«Έλα Ντιμίτρι πες μου πως κάνω λάθος».
Η μικρή της πρόκληση με βρήκε ανίσχυρο. Δεν είπα τίποτα, χαμήλωσα το βλέμμα μου και αυτό ήταν αρκετό για να τους δώσω την απάντηση που έψαχναν.
«Πως μπόρεσες και φέρθηκες τόσο ανώριμα; Γιατί Ντιμίτρι, γιατί; Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει πως έπρεπε να μείνεις μακριά από αυτή την γυναίκα. Είναι μια omega, ένας αναλώσιμος λύκος που δεν αξίζει τίποτα, ούτε ένα σου βλέμμα».
«Όπως δεν άξιζες και εσύ κάποτε».
«Τι είπες;» με κοίταξε με απόλυτο σοκ.
«Με άκουσες. Είναι αστείο πως κατηγορείς την Λάιλα όταν και εσύ κάποτε ήσουν ένας από αυτούς. ΈΝΑΣ OMEGA!» πέταξα την βόμβα μου αποκαλυπτοντας το καλά κρυμμένα μυστικό το οποίο δεν ήξεραν πως γνώριζα.
«Πόσο καιρό....».
«Αρκετό» πρόλαβα την ερώτηση του «Γνωρίζω την αλήθεια πολλά χρόνια τώρα, ο μόνος λόγος που δεν είπα ποτέ τίποτα ήταν επειδή δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Είναι όμως άδικο να μιλάς με αυτόν τον τρόπο για κάποιον όταν και εσύ βρισκόσουν στην ίδια θέση με εκείνον».
«Δεν το πιστεύω πως με συγκρίνεις με αυτήν την αναθεματισμένη omega. Έφτασα εδώ που είμαι με την αξία μου, κατάφερα να ξεπεράσω πολλά εμπόδια και δυσκολίες για να βρεθώ εδώ που είμαι τώρα...»
«...και αυτό είναι κάτι για το οποίο πάντα σε θαύμαζα» έκοψα τον μονόλογο του «Όμως ο τρόπος που μιλας για την Λαιλα είναι άδικος».
«Είναι η δεύτερη φορά που σε ακούω να την αποκαλείς με το όνομα της» έκοψε την συζήτηση μας η μητέρα μου «Πες μου Ντιμίτρι ποτέ άρχισες να έχεις αισθήματα γι' αυτή την omega».
«Δεν έχω αισθήματα γι' αυτήν. Απλά λέω το δίκαιο» πρόσεξα πολύ καλά τα λόγια μου. Δεν ήθελα να βάλω περισσότερες υποψίες μέσα στο κεφάλι της μητέρας μου.
«Τότε μπορείς να μου εξηγήσεις αυτό» είπε και κοπάνησε με δύναμη δύναμη κινητό της πάνω στο στέρνο μου. Το πήρα στα χέρια μου και αντίκρισα αρκετές καλοτραβηγμένες φωτογραφίες που απαθανάτισαν εμένα και την Λάιλα σε τρυφερές στιγμές που ανταλλάξαμε πριν λίγη ώρα.
«Έβαλες να με παρακολουθήσουν;»
«Φυσικά και έβαλα να σε παρακολουθήσουν» απάντησε τελείως φυσικά λες και αυτό που είχε μόλις πει ήταν κάτι συνηθισμένο «Μπορεί να είσαι ένας εξαίρετος alpha αλλά δεν παύεις να είσαι άντρας. Η Λάιλα είναι μια πολύ όμορφη γυναίκα, αυτό το παραδέχομαι, και ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα έκανες το λάθος».
«Γι' αυτό η βιασύνη να την φυλακίσετε. Είπατε να προλάβετε τα χειρότερα» την ειρωνεύτηκα.
«Δεν θα της δίναμε την ευκαιρία να το σκάσει για δευτερη φορά αν αυτό εννοείς».
«Δεν χρειάζεται γιατί θα της την δώσω εγώ. Αυτή την στιγμή θα δώσω διαταγή να την αφήσουν να φύγει» είπα τελεσίδικα και τους πήγα να φύγω.
Είχα τελειώσει μαζί τους αλλά όχι και εκείνοι μαζί μου.
«Αν τολμήσεις να κάνεις κάτι τέτοιο σου ορκίζομαι πως την ίδια στιγμή εγώ η ίδια θα ζητήσω την εκτέλεση της»
Η κοφτή και γεμάτη κακία απάντηση της με έκανε να παγώσω ολόκληρος. Γύρισα και την κοίταξα σοκαρισμένος αδυνατώντας να την αναγνωρίσω. Αρνιόμουν να δεχτώ πως ήταν η μητέρα μου αυτή που είχε ξεστομίσει αυτά τα λόγια.
***
Καλησπέρα καλησπέρα.
Νέο κεφάλαιο. Λίγο καθυστερημένα βέβαια αφού κανονικά είχα σκοπό να το ανεβάσω το προηγούμενο Σ/κ.
1860 λέξεις.
Δυστυχώς η Λάιλα μας δεν κατάφερε να το σκάσει αυτή την φορά.
Τελικά ο Ντιμίτρι δεν ήξερε τίποτα για την σύλληψη.
Για τους γονείς του Ντιμίτρι καλύτερα να μην μιλήσω. (ΔΕΝ ΜΕ ΣΥΜΦΈΡΕΙ)
Ελπίζω να το απολαύσετε.
Θα χαρώ πολύ αν μου χαρίζατε το αστεράκι σας και ένα σχόλιο.
Μην ξεχνάτε οποίος θέλει μπορεί να με ακολουθήσει το Instagram για μ μην χάνει κανένα νέο
Insta: vasiavipphoenix
Ακολουθούν φώτο του ζευγαριού μας
STAY TUNED...
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro