Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 12

ΛΆΙΛΑ

Η έγχορδη ορχήστρα έπαιζε σε τέλεια αρμονία το τραγούδι με την απαλή μελωδία να φτάνει στα αυτιά μου ενημερώνοντας με πω είχε έρθει η ώρα να κάνω την εμφάνιση μου. Ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσα να ακούσω, κάτι το οποίο χαιρόμουν. Δεν ήθελα για κανένα λόγο να μάθω τι ήταν αυτό που συζητούσαν οι καλεσμένοι καθώς προχωρούσα στον διάδρομο που είχε δημιουργηθεί, ραντισμένος με ροδοπέταλα.

Οι μόνοι δυο άνθρωποι που είχαν σημασία ήταν οι γονείς μου. Τους χρειαζόμουν για να πάρω δύναμη. Καθόντουσαν στην δεύτερη σειρά, στην αριστερή πλευρά, πίσω από τους γονείς της Μία και του Ντιμίτρι. Ο Λούσιους είχε γίνει έξαλλος, μόνο καπνοί δεν έβγαιναν από τα αυτιά του και ήμουν σίγουρη πως δεν θα σκόπευε να το αφήσει να περάσει έτσι.

Δεν με ένοιαζε για εμένα αλλά για την Μία. Δεν ήθελα εξαιτίας μου να καταστραφεί η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της, και από το βλέμμα που μου έριξε η Νατάλια προειδοποιούσε για την επικείμενη έκρηξη της. Παρόλα αυτά όμως παρέμενε ψύχραιμη, ικανή να κρύψει κάθε αρνητικό της συναίσθημα και να το φυλάξει για αργότερα. Κλασική Νατάλια αφού δεν θα ρίσκαρε να δημιουργήσει σκηνή και να ρισκάρει να την κουτσομπολεύει όλη όλη αγέλη.

Τι ακριβώς αντίθετο από την Νατάλια ήταν η Ιρένε. Ο θυμός είχε αποτυπωθεί ξεκάθαρος στο πρόσωπο της ανίκανη να μπορέσει να τον κρύψει, ενώ τα χέρια της τσαλάκωσαν το χαρτί που κρατούσε ευχόμενη σίγουρα να ήταν ο λαιμός μου στην θέση του.

Αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που την εξόργισε περισσότερο, το ότι η Μία με έκανε παράνυφο ή ότι τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα πάνω μου. Φοβόταν μήπως δουν κάτι που δεν έπρεπε, που μπορεί να πρόδιδε τι ήταν αυτό που με ένωνε πραγματικά με την οικογένεια. Ή ήταν απλά και μόνο εξαιτίας της εμφάνισης μου. Η Μία και η Άντζελα είχαν κάνει θαύματα και για πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωθα ποθητή. Φορούσα ακριβώς το ίδιο φόρεμα με την Άντζελα, με την μόνη διαφορά πως το δικό της δεν είχε το σκίσιμο στο πόδι, παρόλα αυτά όμως ένιωθα ποιο όμορφη και μοναδική από ποτέ. Μόνη ατέλεια στο σύνολο ήταν ο επίδεσμος που κάλυπτε την πληγή μου, τον οποίο η Μία έκρυψε με ένα χρυσό βραχιόλι για το μπράτσο, αλλά και πάλι φαινόταν αρκετός από αυτόν.

Η Μία επέμεινε να της πω πως συνέβη. Καμία απάντηση δεν βγήκε από τα χείλη μου και μπορεί η φίλη μου να γνώριζε πως της έκρυβα κάτι σημαντικό προτίμησε όμως να σιωπήσει.

Στάθηκα δίπλα στην Άντζελα ακριβώς απέναντι από τον Ντιμίτρι και τον Άξελ. Ανάμεσα μας βρισκόταν ο γηραιός που θα έκανε την ένωση, με τον Νόα να φαίνεται φανερά αγχωμένος. Οι τρεις τους ήταν λες και είχαν βγει από κάποια καμπάνια ενός περιοδικού μόδας. Πανέμορφοι και αριστοκρατικοί μέσα στα μαύρα κουστούμια τους, με λευκό τριαντάφυλλο στο πέτο του σκακιού ταίριαζε με τα λευκά πουκάμισα τους.

Όμως για εμένα δεν υπήρχε άλλος πέρα από τον Ντιμίτρι. Δεν μπορούσα να κοιτάξω πέρα από αυτόν. Ακόμα κι όταν η Μια έκανε την εμφάνιση της πανέμορφη και απαστράπτουσα μέσα στο πριγκιπικό στράπλες νυφικό της, η δική μου προσοχή ήταν στραμμένη πάνω του.

Δεν μπορούσα να βγάλω το φιλί μας από το μυαλό μου, είχε ξυπνήσει μέσα μου αυτό το παράφορο πάθος που δεν έλεγε με τίποτα να καταλαγιάσει. Επαναλάμβανα ξανά και ξανά πώς αυτό που ένιωθα ήταν απλά η επίδραση από μια ένωση που δεν έγινε ποτέ, πως θα υποχωρούσε και πως δεν χρειαζόταν να ανησυχώ. Όμως ανησυχούσα επειδή ότι κι αν ήταν αυτό που ένιωθα γινόταν όλο και πιο δυνατό.

Η τελετή διήρκησε περίπου σαράντα λεπτά. Τι διαμαντένιο δαχτυλίδι έλαμπε στο δάχτυλο της Μία, όπως ακριβώς έλαμπε και η ίδια στο πλευρό του Νόα, ο οποίος με κάθε βλέμμα που αντάλλαζαν της χάριζε την ψυχή του μαζί με την υπόσχεση πως θα έκανε τα πάντα για να την προστατέψει και να την κάνει ευτυχισμένη.

Καθόμουν και τους χάζευα ανίκανη να πατώ τα μάτια μου από πάνω τους και όταν η Μία με πλησίασε με ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο της δεν μπόρεσα να μην της το ανταποδώσω. Με αγκάλιασε σφιχτά και όταν ένας σερβιτόρος πέρασε από μπροστά μας βρήκε βρήκε ευκαιρία και άρπαξε δυο ποτήρια με σαμπάνια από τον δίσκο.

«Στις χαρές σου» της ευχήθηκα και ήπιαμε μαζί την πρώτη γουλιά.

«Και στις δικές σου».

«Οι δικές μου αργούν ακόμα, μην σου πω πως δεν θα έρθουν ποτέ».

«Επ...» Με χτύπησε απαλά στον ώμο, σαν να με μάλωνε «Μην ακούσω ξανά τέτοια. Είμαι σίγουρη πως σύντομα θα έρθει και η δική σου σειρά».

«Δεν νομίζω».

«Μην είσαι απαισιόδοξη».

«Ρεαλίστρια είμαι. Η ευτυχία πέταξε μακριά μου πριν από δυο χρόνια όταν ο αδερφός σου αποφάσισε πως η εικόνα του ως alpha είναι πιο σημαντική» Η πικρία στην φωνή μου πρόδωσε το πόσο με πονούσε αυτή του η απόφαση ακόμα και τώρα. Δεν είχα ξεπεράσει την απόρριψη του και ούτε ήξερα αν θα το ξεπερνούσα ποτέ.

«Εγώ πιστεύω πως το έχει μετανιώσει».

«Εσυ είσαι αθεράπευτα ρομαντική γι' αυτό». Η Μία πίστευε στο παραμύθι, στο πρίγκιπα πάνω στο άσπρο άλογο που θα έρθει να τη σώσει από τη κακία μάγισσα και θα βάλει τέλος σε όλα τα προβλήματα της. Για καλή της τύχη ο πρίγκιπας της είχε έρθει, δεν ήμασταν όμως όλοι το ίδιο τυχεροί.

«Αν δεν το είχε μετανιώσει τότε γιατί δεν έχει σταματήσει να σε κοιτάζει όλο όλο βράδυ» είπε και με το βλέμμα μου αναγνώρισα την παρουσία του μέσα στον κόσμο σαν να γνώριζα από την αρχή που βρισκόταν.

Βρισκόταν στο τραπέζι συγγενών του ζευγαριού μαζί με τον Νόα και τον Άξελ. Συζητούσαν και ενω φαινόταν να συμμετέχει στην συζήτηση το βλέμμα του επέμενε να επιστρέφει πάνω μου.

Έχανα το μυαλό μου λίγο-λίγο και με σταθερό ρυθμό. Το χάος των χιλιάδων συναισθημάτων που είχα καταπνίξει και τώρα ξεχύνονταν μέσα μου προκαλούσαν μια αδυσώπητη σύγκρουση με την λογική μου, που με προειδοποιούσε πως το καλύτερο που έπρεπε να κάνω ήταν να μείνω μακριά του.

«Δεν υπάρχει μέλλον για εμάς» επέμεινα χωρίς να είμαι σίγουρη αν είπα αυτά τα λόγια για να πείσω την Μία ή τον εαυτό μου.

«Εγώ πάλι βλέπω το αντίθετο».

«Να πας να βάλεις γυαλιά τότε γιατί δεν βλέπεις καλά» Ο τρόπος μου ήταν άσχημος και απότομος αλλά η Μία απλά έκανε μια αστεία γκριμάτσα, χωρίς να με πάρει σοβαρά.

«Ότι κι αν μου πεις δεν πρόκειται να με κάνεις να αλλάξω γνώμη. Εσύ και ο Ντιμίτρι είναι γραφτό να είστε μαζί και δεν το λέω μόνο λόγο του δεσμού».

«Τι εννοείς;»

«Γλυκιά μου...» Η Μία έκανε μια παύση και έπλεξε το χέρι της με το δικό μου «Είμαστε φίλες από τότε που ήμασταν παιδια, νομίζεις πως δεν ξέρω πόσο ερωτευμένη ήμουν με τον αδερφό μου. Πριν ακόμα μάθετε για το δεσμό σας όπως εγώ και ο Νόα».

Κοκκίνισα ολόκληρη ακούγοντας την Μία να λέει δυνατά αυτό που για χρόνια κρατούσα μυστικό σαν πολύτιμο θησαυρό. Ήταν αλήθεια, πάντα τον αγαπούσα. Από την πρώτη στιγμή ήξερα πως δεν είχα καμία ελπίδα για αυτό είχα μάθει να τον αγαπώ από μακριά και αθόρυβα.

«Δεν έχει σημασία πια».

«Φυσικά και έχει».

«Μία μην επιμένεις» Τόνισα κάθε λέξη κάνοντας την να καταλάβει πως μιλούσα σοβαρά. Δεν είχα την δύναμη να μιλήσω γι' αυτό το θέμα. Η πληγή ήταν ακόμα ανοιχτή και πονούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

«Καλύτερα να πάω μια βόλτα να ηρεμήσω» είπα και άφησα το ποτήρι μου σε ένα άδειο τραπέζι που υπήρχε κοντά μας.

«Λάιλα...»

Προσπάθησε να με σταματήσει αλλά δεν την άφησα.

«Θέλω να μείνω μόνη μου».

*

Έφυγα από την δεξίωση και το κτήμα και κατευθύνθηκα προς το μοναδικό μέρος που μπορούσα να βρω ηρεμία και γαλήνη.

Ο καταυλισμός τον omega ήταν υπέροχος τα βράδια. Λες και έβγαινε κατευθείαν από κάποια σελίδα ενός βιβλίου φαντασίας. Τα νέα γυάλιζαν με το φως του φεγγαριού να λάμπει πάνω τους. Οι κουκουβάγιεςπάνω στα δέντρα χάριζαν την δική τους ξεχωριστή μελωδία, ενώ ο απαλός αέρας έκανε τα φύλλα και τα κλαριά των δέντρων να χορεύουν στον ρυθμό του.

Ήταν πανέμορφα. Θα μπορούσα να καθίσω εδώ για πάντα.

Μια τρελή ιδέα πέρασε εκείνη την στιγμή από το μυαλό μου. Κοίταξα τριγύρω μήπως υπήρχε κανένας αλλά ήμουν τελείως μόνη μου. Όλοι οι omega βρισκόντουσαν στον γάμο της Μία, κάποιοι ως καλεσμένοι και κάποιοι άλλοι ως υπηρέτες που έπρεπε να σιγουρευτούν πως τίποτα δεν θα πήγαινε στραβά. Έβγαλα τα παπούτσια μου και ξεφορτώθηκα το φόρεμα μου αφήνοντας με μόνο με το λευκό δαντελένιο εσώρουχο μου.

Βούτιξα μέσα στο νερό και κολύμπησα κατά μήκος της λίμνης. Ένιωσα ελεύθερη, λες και ξαφνικά το βάρος που για τόσο καιρό κουβαλούσα τους ώμους μου είχε πια εξαφανιστεί. Απόλαυσα κάθε στιγμή, έκανα βουτιές, κάθισα ξαπλωμένη ανάσκελα πάνω στο νερό χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που δεν έκανα απολύτως τίποτα.

Έχασα την αίσθηση του χρόνου μέχρι την στιγμή που η φωνή του Ντιμίτρι έφτασε στα αυτιά μου. Πετάχτηκα μέσα στο νερό και μια δυνατή κραυγή βγήκε από το στόμα μου. Έμεινα παγωμένη στην θέση μου με τα χέρια μου να καλύπτουν το στήθος μου και τα πόδια μου καρφωμένα στο πάτο της λίμνης αρνούμενη να κάνω την οποιοδήποτε κίνηση.

Στεκόταν και με κοιτούσε με μάτια που πετούσαν φωτιά. Τα πάντα αισθησιακά χείλη του ήταν ελαφρώς χωρισμένα, σαν σύμμαχος σε μια προσπάθεια να πάρει ερισσοτερο οξυγόνο. Έμοιαζε με αρπακτικό που είχε να τραφεί για εβδομάδες και μόλις είχε βρει το θήραμα μου.

«Τι κάνεις εδώ;»

«Πρέπει να μιλήσουμε».

«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Δεν θα έπρεπε να είσαι εδώ».

«Μπορώ να είμαι όπου θέλω. Είμαι ο alpha».

Ναι ήταν ο alpha, ο alpha που δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι, ο alpha που ερχόταν στον ύπνο και στους εφιάλτες μου και εξαφάνιζε καφέ προσπάθεια μου να τον ξεχάσω, να πάψω να τον σκέφτομαι, να πάψω να τον θέλω.

«Γιατί δεν με αφήνεις στην ησυχία μου;»

«Γιατί θέλω να μιλήσουμε».

«Εγώ όμως δεν θέλω να σου μιλήσω. Γιατί δεν μπορείς να το σεβαστείς αυτό;»

«Μπορείς σε παρακαλώ να βγεις από το νερό;» επέμεινε αγνοώντας τελείως ότι κι αν του έλεγα. Ήταν τόσο ξεροκέφαλος που ήθελα να τον κοπανίσω με δύναμη στο κεφάλι.

«Όχι»αντιγύρισα αρνούμενη να υποταχθώ σε αυτό που θέλει.

Ο Ντιμίτρι αναστέναξε «Πολύ καλά».

«Τι κανεις;» ρώτησα έντρομη όταν άρχισε να γδύνεται μπροστά μου. Έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες του, έλυσε την γραβάτα του, άνοιξε τα κουμπιά του πουκαμίσου του και το έβγαλε μαζί με το σακάκι.

«Σταμάτα...» του ζήτησα την στιγμή που έλυνε την ζώνη του παντελονιού του, πριν ανοίξει το φερμουάρ και το βγάλει.

«Αφού δεν βγαίνεις από το νερό για να μιλήσουμε θα μπω εγώ», μου έδωσε το τελεσίγραφο του μένοντας μπροστά μου μόνο με το εσώρουχο.

«Είσαι τρελός».

«Δεν έχεις ιδέα πόσο» είπε και με ένα μακροβούτι βούτηξε μέσα στο νερό. Όταν αναδύθηκε πάλι στην επιφάνεια ήταν σαν να εμφανίστηκε μπροστά της ένας μαγικός θεός. Τι νερό έκανε το δέρμα του να γυαλίζει. Τα πάντα τέλεια μαλλιά του τώρα έπεφταν δεξιά και αριστερά στο πρόσωπο του.

Κολύμπησε προς το μέρος μου και χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα παγιδευμένη ανάμεσα στο σώμα του και τον άκρη της λίμνης.

«Τι θέλεις;» Η φωνή μου βγήκε δυνατή και κοφτή αποφασισμένη να κρύψω καλά την αναστάτωση που μου προκαλούσε.

«Να μιλήσουμε».

«Δεν έχουμε τίποτα να πούμε».

«Έχουμε και το ξέρεις, εκτός κι αν σκοπεύεις να αγνοήσεις αυτό που συνέβη ανάμεσα μας πριν μερικές ώρες».

«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω. Το ίδιο έκανες και εσύ άλλωστε όταν με απέρριψες. Γιατί λοιπόν να νοιαστώ για ένα φιλί που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα» Πέταξα στα μούτρα του την προσβολή προσπαθώντας να μείνω ακίνητη για να αποφύγω οποιαδήποτε επαφή. Δεν τόλμησα καν να δοκιμάσω να τον σπρώξω φοβούμενη τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε αυτό σε εμένα.

«Δεν το εννοείς αυτό».

«Φυσικά και το εννοώ» Αρνιόμουν να παραδεχτώ πως είχε δίκιο.

«Οχι» Τόνισε την άρνηση του κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. «Ξέρω πως δεν το εννοείς επειδή μπορώ να νιώσω το κορμί σου να τρέμει». Το σώμα του άγγιξε το δικό μου. «Το ξέρω επειδή νιώθω ακριβώς το ίδιο. Είναι σαν να τραβάμε ο ένας κοντά τον άλλο και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το σταματήσουμε».

«Κάνεις λάθος».

«Κάνω;» με ρώτησε και έσυρε το δάχτυλο του στο σαγόνι μου και με έκανε να τον κοιτάξω.

Τα πάντα έσπασαν. Όλα μέσα μου έγιναν θρύψαλα και σκορπίστηκαν γύρο μου σαν ένα κρυστάλλινο τοίχος που είχε μεταμορφωθεί σε αμέτρητα μικροσκοπικά κομμάτια.

Χαμένη ανάμεσα στις χιλιάδες σκέψεις μου, αποσυντονισμένη από την αύρα του που τύλιγε το κορμί μου, έχανα την δύναμη μου και παρέδωσα τον εαυτο μου στην αγκαλιά του. Ήταν αδύνατον να μπορέσω να το ελέγξω γι' αυτό και όταν τα χείλη του ενώθηκαν με τα δικά μου δεν πρόβαλα καμία αντίσταση. Το στόμα του φίλησε ανελέητα το δικό μου και οι γλώσσες μας συναντήθηκαν σε έναν ακούραστο χορό. Τα χέρια του αναγνώρισαν, άγγιξαν και διεκδίκησαν κάθε καμπύλη μου, ξύπνησαν το κοιμισμένο κορμί μου, φρόντισαν να με καταστρέψουν έτσι ώστε κανένας άλλος άντρας να μην σκεφτεί καν να με αγγίξει.

«Γαμώτο Λάιλα...» έβρισε πάνω στα χείλη μου με τα χέρια του στους γοφούς μου να με κρατάει ακίνητη καθώς πίεζε το κορμί του πάνω στο δικό μου.

Δεν μπορούσα να ανασάνω. Παρέλυσα ολόκληρη και όταν με σήκωσε στην αγκαλιά του και με έβγαλε από το νερό ξαπλώνοντας με πάνω στο γρασίδι ένιωσα πως εκεί ακριβώς έπρεπε να βρίσκομαι. Χώρισα τους μηρούς μου για να τον υποδεχτώ ανάμεσα τους. Τα χέρια μου στους ώμους του άφησαν τα σημάδια τους πριν τα παγιδεύσει πάνω από το κεφάλι μου κρατώντας τα ακίνητα με το ένα του χέρι. Το στόμα του στο λαιμό μου σκορπούσε υγρά μονοπάτια με την γλώσσα του, ενώ τα δόντια του άφηναν πάνω μου τα δικά του σημάδια.

Βόγκηξα ανασήκωσα τους γοφούς μου για να τον συναντήσω μπας και η επαφή καταλαγιάσει τον πόθο μου. Έστριψα τους καρπούς μου μέσα στην λαβή του ζητώντας του με αυτόν τον τρόπο να ελευθερώσει τα χέρια μου και να με αφήσει να τον αγγίξω. Τότε το ελεύθερο χέρι του βρέθηκε ανάμεσα στα σώματα μας και βρήκε το κέντρο μου. Τυνάχτηκα ολόκληρη από την επαφή λες και με είχε χτυπήσει το πιο έντονο ηλεκτρικό ρεύμα που υπήρχε.

«Περίμενε...όχι....Σταμάτα» αναφώνησα και τρομοκρατημένη τον έσπρωξα από πάνω μου. Πετάχτηκα όρθια από το γρασίδι, πήρα το φόρεμα και τα παπούτσια μου και έφυγα τρέχοντας αφήνοντας τον για ακόμα μια φορά μόνο του.

*

Γύρισα στο σπίτι μου και βρήκα τον πατέρα και την μητέρα μου να με περιμένουν αυλή αναστατωμένοι και φανερά τρομοκρατημένοι.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα ανήσυχη και έτρεξα προς το μέρος τους.

«Ο Ντιμίτρι διέταξε την φυλάκιση σου» είπε ο πατέρας μου και τα παπούτσια που κρατούσα έπεσαν από τα χέρια μου.

«Δεν είναι δυνατόν».

Δεν μπορεί να το είχε κάνει αυτό, όχι μετά απ' ότι είχε συμβεί μεταξύ μας. Όχι όταν έφτασα ένα βήμα πριν του παραδωθώ.

«Με ειδοποίησε ένας φίλος που βρίσκεται στους φυλακές της αγέλης. Η διαταγή είναι να σε φέρουν μπροστά από τους γηραιούς γι να δικαστές για την προδοσία σου» μου εξήγησε αλλα εξακολουθούσα να μην το πιστεύω.

«Λάιλα πρέπει να φύγεις» είπε η μητέρα μου

«Δεν γίνεται να...»

«Φύγε Λάιλα, φύγε» Η διαταγή που με βαριά καρδιά βγήκε από μέσα του με απέτρεψε να ολοκληρώσω την πρόταση μου.

Δάκρυα γεννήθηκαν στα μάτια μου την στιγμή ακούστηκαν οι σειρήνες των beta, που τους καλούσαν για να ετοιμαστούν να αποτρέψουν μια απειλή.

Συνέβαινε πραγματικά!

Αγκάλιασα τους γονείς μου και τους αποχαιρέτησα με μια φράση «Σας αγαπώ».

***
Καλησπέρα Καλησπέρα. Νέο κεφάλαιο.

2600 λέξεις.

Θα αφήσω τα σχόλια σε εσάς (Νομίζω δεν με παίρνει να μιλήσω 😂😄😄)

Αν σας άρεσε το κεφάλαιο δείξτε μου την αγάπη σας πατώντας το αστεράκι.

Και μην ξεχνάτε οσοι/όσες θέλετε μπορείτε να με ακολουθήσετε στο Instagram για να μην χάνετε καμία ενημέρωση
INSTAGRAM: vasiavipphoenix

STAY TUNED FOR MORE

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro