Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 33

ΛΑΙΛΑ

Μέσα στο αυτοκίνητο η μουσική ήταν τόσο δυνατή που ακόμα και να θέλαμε δεν μπορούσαμε να ακούσουμε ο ένας τον άλλο. Ο Νόα και η Μια καθόντουσαν στις θέσεις του οδηγού και του συνοδηγού, αντίστοιχα, με τα χέρια τους πάντα μπλεγμένα. Οι μόνες φορές που ο Νόα την άφηνε ήταν όταν έπρεπε να αλλάξει ταχύτητα και όταν το έκανε έμπλεκε πάλι το χέρι του μέσα στο δικό της. Εγώ με τον Ντιμίτρι είχαμε όλο το πίσω κάθισμα για εμάς, αφού ο Άξελ αρνιόταν κατηγορηματικά να στριμωχτεί στις πίσω θέσεις, ο οποίος είχε επιλέξει να μας ακολουθήσει καβάλα πάνω στη  μεγάλου κυβισμού μηχανή του. Εκείνη τη στιγμή  - έτσι όπως είχα κουρνιάσει στην αγκαλιά του Ντιμίτρι με το κεφάλι μου να ακουμπισμένο στον ώμο του -  δεν μπορούσα να μην ευχαριστώ τον φίλο μου για την απόφαση του αυτή.

Εκείνη τη στιγμή όλα όσα ξέραμε είχαν εξαφανιστεί. Δεν ήμασταν, ο alpha, o beta  και ο omega. Ήμασταν απλά πέντε φίλοι που είχαν αποφασίσει να βγουν και να περάσουν ένα όμορφο βράδυ. Μέσα μου ευχόμουν να μπορούσε με κάποιο τρόπο ο χρόνος να σταματήσει ή να μπαίναμε ξαφνικά σε μια εναλλακτική πραγματικότητα όπου θα μας έκανε να ζούμε το βράδυ αυτό ξανά και ξανά μακριά από έγνοιες, προβλήματα και κινδύνους. Ήθελα απλά αυτή τη στιγμή να κρατήσει για πάντα.

Ξαφνικά η μουσική άλλαξε και το γρήγορο dance τραγούδι έδωσε τη θέση του σε μια αργή και ερωτική μπαλάντα. Τα πάντα σίγησαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν η μελωδική φωνή της τραγουδίστριας  που ερμήνευε με συναίσθημα τους στοίχους του τραγουδιού, λες και έκανε ερωτική εξομολόγηση σε αυτόν για τον οποίο είχε γραφεί το συγκεκριμένο τραγούδι. Η Μια  έγειρε το σώμα της προς τον Νοα, τη στιγμή που έριξα το κεφάλι μου προς τα πίσω για να μπορέσω να κοιτάξω βαθιά μέσα σε αυτά τα μαύρα μάτια που μου είχαν κλέψει την καρδιά και το μυαλό.

Η μουσική άλλαξε και ένα άκρως ερωτικό τραγούδι άρχισε να παίζει από το ραδιόφωνο και ήταν λες και η μουσική με υπνώτιζε και έκανε το κορμί μου να κινηθεί από μόνο του. Πριν προλάβω καν να σκεφτώ την κίνηση μου κόλλησα τα χείλη μου με τα δικά του και τον φίλησα παθιασμένα. Ο Ντιμίτρι ανταπέδωσε το φιλί και τα χέρια του με έσφιξαν μέσα στην αγκαλιά του κτητικά λες και δεν ήθελε να με αφήσει ποτέ να φύγω.

Ούτε εγώ ήθελα να με αφήσει να φύγω!

Παραδόθηκα στο φιλί μας, ένα φιλί - τόσο καυτό - βγαλμένο από την ίδια την κόλαση. Ανακάθισα στη θέση μου και το σώμα μου τρίφτηκε πάνω στο δικό του τη στιγμή που η γλώσσα του βρήκε τη δική μου και την καλωσόρισε στο μικρό του παιχνίδι. Αναστέναξα απολαμβάνοντας την αίσθηση. Ήξερα ότι έπρεπε να σταματήσουμε αλλιώς θα χαρίζαμε στη Μια και τον Νοα ένα δωρεάν θέαμα που, αλλά πώς γινόταν να σταματήσεις κάτι που χωρίς αυτό ένιωθες λες και δεν μπορούσες να αναπνεύσεις; Επειδή έτσι ακριβώς αισθανόμουν κάθε φορά που ο Ντιμίτρι ήταν μακριά μου.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε όταν τελικά χώρισαν τα χείλη μας. Συνέβη όταν νιώσαμε το αμάξι να σταματά. Κοίταξα έξω από το παράθυρό και ένιωσα το σώμα μου να παγώνει όταν συνειδητοποίησα πως βρισκόμασταν στην πόλη όπου τα τελευταία πέντε χρόνια είχε γίνει το σπίτι.

«Είσαι καλά;» με ρώτησε ο Ντιμίτρι μόλις βγήκαμε από το αυτοκίνητο όπου ήταν τώρα παρκαρισμένο στη στρογγυλή πλατεία που βρισκόντουσαν ο φούρνος, το παντοπωλείο και το παραδοσιακό καφέ όπου μαζευόντουσαν όλοι οι ηλικιωμένοι κάτοικοι της πόλης. Βρισκόμασταν μια ανάσα μακριά από το μαγαζί που δούλευα και κάτι μέσα μου με έκανε να θέλω να τρέξω στο μαγαζί να χαιρετήσω την κυρία Ιζαμπέλα και να δω τι κάνει.

«Ναι, απλά ξαφνιάστηκα. Νόμιζα πως δεν ξανά έβλεπα ποτέ αυτό το μέρος».

«Αν δε νιώθεις άνετα μπορούμε να φύγουμε».

«Όχι», είπα λες και η ζωή μου εξαρτιόταν από αυτό «Θέλω πολύ να περάσω λίγο χρόνο στην πόλη. Ίσως, με αφήσεις να σε ξεναγήσω στην πόλη».

«Θα το ήθελα πολύ αυτό», απάντησε με ένα χαμόγελο που  μπορούσε να φωτίσει ολόκληρο το σύμπαν. Η πόλη δεν ήταν μεγάλη και δεν είχε πολλά αξιοθέατα ούτε μαγαζιά, αλλά ήταν τέλεια ακριβώς όπως ήταν. Αν είχα την επιλογή σε μια τέτοια πόλη θα ήθελα να ζήσω για όλη μου τη ζωή. Δε μου άρεσαν ούτε οι μεγάλες πόλεις ούτε η πολυκοσμία, ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που είχα επιλέξει να εγκατασταθώ σε αυτό το μέρος την πρώτη φορά.

Προχωρήσαμε μέχρι την παμπ με τη ζωντανή μουσική που βρισκόταν και αυτή στην πλατεία της πόλης. Την πρώτη φορά που έμπαινε περνούσε το κατώφλι του μαγαζιού νόμιζε ότι ξεπηδούσε μπροστά στα μάτια του κάποιο σκηνικό από την άγρια δύση.  Όλος ο χώρος ήταν φτιαγμένος από καθαρό και βαρύ ξύλο. Το μπαρ, που πάντα τα ράφια του ήταν γεμάτα με ποτά, βρισκόταν στο κέντρο του χώρου με τέσσερις βαριές καλλονές να βρίσκονται σε κάθε γωνία του. Τα τραπέζια και αυτά ξύλινα και στρογγυλά  αρκετά μεγάλα για να χορεύουν άνετα πέντε άτομα γύρω του.  Ήταν πολλά περισσότερα απ' όσα κανονικά θα έπρεπε να υπάρχουν αλλά ήταν δικαιολογημένο αφού πάντα γέμιζε με τόσο κόσμο που δεν έβρισκαν που να καθίσουν.

Η σημερινή βραδιά δεν ήταν διαφορετική. Τα περισσότερα τραπέζια στον χώρο ήταν ήδη κατειλημμένα από κόσμο όπως και ένα μεγάλο μέρος της μπάρας με τα σκαμπό που είχαν τοποθετηθεί τριγύρω. Δεν περίμενα πως θα βρίσκαμε να καθίσουμε αλλά έκανα λάθος αφού ο Ντιμίτρι είχε φροντίσει να κάνει κρατική ένα τραπέζι. Βρισκόταν στο βάθος σε μια γωνία του μαγαζιού, από την οποία όμως μπορούσες να δεις όλο το μαγαζί. Καθίσαμε στις θέσεις μας και μια σερβιτόρα με καρό φούστα και ένα πουκάμισο - ο Θεός να το κάνει - που κάλυπτε μόνο το κομμάτι του στήθους της και άφηνε ακάλυπτη την κοιλιά της στάθηκε μπροστά μας περιμένοντας να πάρει την παραγγελία μας. Όλοι παραγγείλαμε μπίρα μαζί και μια ποικιλία από διαφορά αλλαντικά και τυριά. Η σερβιτόρα έφυγε με την παραγγελία μας όχι όμως πριν ρίξει ένα άκομψο και προκλητικό βλέμμα στον Ντιμίτρι χωρίς να τη νοιάζει καθόλου η παρουσία μου. Ο Ντιμίτρι την αγνόησε και αυτό μου έδωσε μια φοβερή ικανοποίηση.

«Δεν μπορώ να σε πάω πουθενά χωρίς να σε φλερτάρει κάποια;» τον πείραξα ψιθυρίζοντας στο αυτί του.

«Εγώ φταίω που είμαι ακαταμάχητος;» ανταπέδωσε το πείραγμα μου και σαν απάντηση του χάρισα μια κλοτσιά με το γόνατο κάτω από το τραπέζι, κάνοντας το να τρανταχτεί. Ένα μικρό μουγκρητό ξέφυγε από το στόμα του, αλλά ήξερα ήδη πως ήταν απλά ένα θέατρο «Γιατί το έκανες αυτό;»

«Για να μη σου μπαίνουν ιδέες», του απάντησα τη στιγμή που η σερβιτόρα επέστρεψε με την παραγγελία μας. Πριν προλάβω να αντιδράσω  έβαλε το χέρι του στο λαιμό μου και με τράβηξε κοντά του για ένα φιλί που έκανε ξεκάθαρο και στον τελευταίο θαμώνα στο μπαρ ότι ήμουν δική του και πως αυτός ήταν δικός μου

«Μήπως να το κόψετε εσείς οι δυο;» μας επανέφερε στην πραγματικότητα ο Άξελ και ήπιε μια γερή γουλιά από την μπίρα του.

Το βράδυ πέρασε με πολλή μουσική, ποτό και γέλια. Μείναμε στο μαγαζί μέχρι αργά το βράδυ, τόσο αργά που σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση  θα φοβόμουν να κυκλοφορήσω στους δρόμους, που έμοιαζαν ερημικοί. Ο Ντιμίτρι δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό μου, δε σταμάτησε να μου κρατάει και να με φιλάει, είχαμε ακόμα σηκωθεί και χορέψει ανάμεσα σε άλλα ζευγάρια χωρίς να φοβηθούμε μήπως μας έβλεπε κάποιος, σαν κανονικό ζευγάρι.

Βγήκαμε από το μαγαζί και σε αντίθεση με τα αγόρια που παρά τις μεγάλες ποσότητες αλκοόλ που είχαν καταναλώσει δεν είχαν μεθύσει καθόλου, εγώ ένιωσα μια μικρή ζάλη, παρενέργεια του αλκοόλ που είχα καταναλώσει και που αύριο θα μου χάρισε έναν πονοκέφαλο που θα με συντρόφευε για όλη την ημέρα. Χαμήλωσα το βλέμμα μου τη στιγμή που το τακούνι μου κόλλησε σε μια ρωγμή στο πεζοδρόμιο και όταν κοίταξα πάλι επάνω το χαμόγελό μου - που ήταν όλο το βράδυ ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου - έσβησε μόλις είδα την Τζίνα να στέκεται μόλις ένα μέτρο μακριά μου. Πάγωσα με την παρουσία της, είχε περάσει  πάρα πολύς καιρός από την τελευταία φορά που την είχα δει και από τον τσακωμό μας επειδή αδυνατούσα να της αποκαλύψω το μυστικό μου. 

«Τζίνα...» Άφησα το χέρι του Ντιμίτρι, που ακόμα κρατούσα, και έκανα ένα βήμα μπροστά προς εκείνη. Η Τζίνα έκανε ένα πίσω για να με αποφύγει.

«Ήθελα πολύ να έρθω να σε βρω».

«Αλήθεια;» με ειρωνεύτηκε. Είχε κάθε δικαίωμα να είναι θυμωμένη με τον τρόπο που της είχα φερθεί.

«Έχουν γίνει πολλά από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε...»

«Εννοείς τότε που μου έστειλες εκείνο το μήνυμα που με ενημέρωσες ότι θα έπρεπε να λείψεις για ένα μήνα χωρίς να δώσεις καμία άλλη λεπτομέρεια για το που θα πήγαινες και χωρίς να κάνεις τον κόπο έστω να γυρίσεις σπίτι για να πάρεις μερικά ρούχα;» Είχε δίκιο σε όλα όσα έλεγε. Είχα φύγει σαν τον κλέφτη χωρίς καμία εξήγηση στέλνοντας την απλά ένα μήνυμα που απλά την ενημέρωνα ότι θα έλειπα για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Πίστευα πως μετά τον γάμο της Μια θα γυρνούσα στην πόλη και θα έφτιαχνα μια ιστορία για τη φίλη που εμφανίστηκε ξαφνικά και για τον γάμο της στον οποίο με κάλεσε. Δεν περίμενα πως τα πράγματα θα περιπλέκονταν τόσο πολύ. Ίσως, γι' αυτό ένιωσα τα λόγια της σαν μπουνιά στο στομάχι.

Κοίταξα τον Ντιμίτρι και τα παιδιά. «Μπορείτε να μας δώσετε λίγο χρόνο;»

O Ντιμίτρι ήταν έτοιμος να έτοιμος να αντιδράσει αλλά το άγγιγμα της Μια έκανε οποιαδήποτε διαμαρτυρία ετοιμαζόταν να εκφράσει να πάψει. Απομακρύνθηκαν δίνοντας μου τον χρόνο και τον χώρο που χρειαζόμουν. 

«Μπορούμε να μιλήσουμε;»

«Μπορούμε;»

«Ξέρω πως είσαι εκνευρισμένη και έχεις σίγουρα πολλές απορίες αλλά θέλω να σου εξηγήσω».

«Τι απ' όλα να μου εξηγήσεις επειδή ειλικρινά έχω αρχίσει να χάνω λίγο το μέτρημα με όλα τα περίεργα που συμβαίνουν στη ζωή σου».

«Σε παρακαλώ Τζίνα. Υπόσχομαι να σου πω τα πάντα και μετά απ' όσα ακούσεις είσαι ελεύθερη να αποφασίσεις αν θα μου μιλήσεις ξανά ή όχι».

Η Τζίνα ξεφύσηξε αλλά συμφώνησε. 

Καθίσαμε σε ένα παγκάκι στην πλατεία και άρχισα να της διηγούμαι τα πάντα για την ζωή μου πριν από πέντε χρόνια, για τους λύκους, την αγέλη, τους γηραιούς για το ποια πραγματικά ήμουν και τον λόγο που το είχα σκάσει. Δεν της έκρυψα απολύτως τίποτα, ήθελα να της πω τα πάντα κάτι που έπρεπε να είχα κάνει πριν από πολύ καιρό. Πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν της είχα μιλήσει  νωρίτερα. Δεν γνώριζα πια θα ήταν η τιμωρία μου μετά από την κίνηση μου αυτή -απαγορευόταν- ποτέ κανένας θνητός δεν είχε μάθε για τον υπερφυσικό κόσμο και ήταν ένας απαράβατος κανόνας που τον τηρούσαν όλοι σαν ευαγγέλιο. Οι μόνες εξαιρέσεις στον κανόνα - σπάνιες αλλά υπήρχαν - ήταν όταν κάποιος λύκος έβρισκε το ταίρι του στο πρόσωπο ενός θνητού. 

Τελείωσα την αφήγηση της ιστορίας μου και κάθισα ακίνητη με κομμένη την ανάσα περιμένοντας την Τζίνα να πει ή να κάνει κάτι. Αντιθέτως εκείνη με κοιτούσε λες και είχα ξαφνικά αποκτήσει ένα τρίτο μάτι ή κάτι τέτοιο.

«Νόμιζα πως θα μιλούσαμε σοβαρά» μου πέταξε και σηκώθηκε απότομα όρθια κάνοντας το παγκάκι να  τρανταχτεί.

«Αυτή είναι η αλήθεια» επέμεινα, σίγουρα δεν περίμενα να με πιστέψει αμέσως.

«Σε παρακαλώ Λάιλα, περιμένεις να πιστέψω μια τόσο γελοία δικαιολογία;»

«Ξέρω ότι είναι δύσκολο αλλά δεν ήμουν ποτέ πριν στην ζωή μου τόσο ειλικρινής».

«Μπορώ να δεχτώ ότι έχεις ένα παρελθόν και αυτοί οι άνθρωποι που είσαι μαζί τους σημαίνουν τόσα πολλά που αποφάσισες να τα παρατήσεις όλα και να γυρίσεις πίσω αλλά δεν...» Η πρόταση της Τζίνα κόπηκε πριν την ολοκληρώσει την στιγμή που τα μάτια μου άλλαξαν χρώμα και πήραν το λαμπερό μπλε τις Ντάιαμοντ. Το έκανε χωρίς την έγκρισή μου, παρά όλη την εκπαίδευση του Άξελ ακόμα δεν μπορούσα να την ελέγξω σωστά.

«Ντάιαμοντ δεν...»

«Παρακαλώ» απάντησε μέσα στο μυαλό μου.

«ΛΆΪΛΑ» άκουσα την Μια πίσω μου να ουρλιάζει το όνομα μου. Γύρισα και την είδα να τρέχει αλαφιασμένη προς το μέρος μου, το φόρεμα της είχε γεμίσει χώματα και υπήρχε ένα σκίσιμο στο μπούτι της. Ουρλιαχτά από λύκους ακούστηκαν και αμέσως κατάλαβα. Έτρεξα προς το μέρος της και την άρπαξα από τους ώμους συγκρατώντας την, αν δεν το είχα κάνει θα είχε σωριαστεί στην άσφαλτο.

«Μια...»

«Rogues» είπε με την ανάσα της να βγαίνει λες και είχε τρέξει σε μαραθώνιο. Έστρεψα το βλέμμα μου προς την Τζίνα η οποία μας κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε.

«Πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως» είπε η Μια και είχε απόλυτο δίκιο, για το καλό όλων έπρεπε να φύγουν από την πόλη όσο πιο σύντομα γινόταν. Ποτέ πριν κανένας rogue δεν είχε τολμήσει να επιτεθεί  τόσο κοντά σε ανθρώπινο έδαφος, κανένας δεν είχε ρισκάρει μια τόσο τρελή και απερίσκεπτη κίνηση.

«Λάιλα...» πήγε να μιλήσει και πάλι η Μια αλλά όλη η προσοχή μου ήταν στραμμένη στην Τζίνα, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως ήθελα να είναι ασφαλής.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Τζίνα.

«Πρέπει να πας σπίτι» οι λέξεις βγαίνουν απότομα από το στόμα μου.

«Μα...»

«Τζίνα σε παρακαλώ για το δικό σου καλό πήγαινε σπίτι και κλείδωσε την πόρτα». Όχι ότι αυτό θα βοηθούσε σε περίπτωση που κάποιος λύκος αποφάσιζε να της επιτεθεί.

Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που πρόλαβα να πω στην Τζίνα πριν με αρπάξει από το χέρι και με τραβήξει προς την κατεύθυνση όπου είχε έρθει. Βρεθήκαμε σε ένα πάρκο που κανένας θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει σαν μια καταπράσινη πεδιάδα αφού αποτελούταν απλά από ένα καταπράσινο γρασίδι. Πίσω από αυτό απλώνονταν το δάσος όπου οδηγούσε στην αγέλη.

Τα αγόρια είχαν μεταμορφωθεί και πολεμούσαν τους rogue λύκους. Ήταν μεγάλοι με γκρι και λευκό τρίχωμα, μάτια κόκκινα στο χρώμα του αίματος και από τα δόντια τους που προσπαθούσαν να δαγκώσουν και να κάνουν ζημιά έτρεχαν σάλια όπως σε έναν λυσσασμένο σκύλο. Ήταν ακριβώς όπως τους θυμόμουν και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής δεν ήμουν ενθουσιασμένη που τους έβλεπα ξανά. Αριθμητικά ήταν περισσότεροι - οκτώ εναντίον τριών - παρόλα αυτά δεν ανησυχούσα, κανένας λύκος δεν ήταν αρκετά γρήγορος ή δυνατός για να νικήσει τους τρεις τους σαν ομάδα σε μάχη.

Δεν άργησα να δικαιωθώ με τα αγόρια να βγάζουν τον ένα rogue μετά τον άλλο. Οι οκτώ είχαν γίνει γίνει τρεις -ένας για τον καθένα- δεν υπήρχε ελπίδα για αυτούς. Ήμουν σίγουρη ότι και οι ίδιοι γνώριζαν πως δεν θα έβγαιναν ζωντανοί από την μάχη αυτή, κανένας rogue  δεν νίκησε ποτέ κάποιον alpha και τους πρώτους λύκους του. Αυτό δεν τους εμπόδισε να επιτεθούν! Κάθε επίθεση είχε σκοπό μόνο ένα πράγμα, πήγαιναν για να σκοτώσουν. Κάθε δαγκωνιά και κάθε επίθεση ήταν μεθοδευμένη προσπαθώντας να πετύχουν κάποιο ζωτικό όργανο. Ο ένας από τους τρεις κατάφερε να πετύχει τον Ντιμίτρι στο στομάχι, για εκείνον δεν ήταν τίποτα, όμως εγώ ένιωσα λες και κάποιος μου είχε ξεσκίσει τα σωθικά.

Ούρλιαξα από τον πόνο και έπεσα στα γόνατα. Το ουρλιαχτό μου έκανε την προσοχή όλων να στραφεί πάνω μου, δίνοντας στους rogue δύο νέους στόχους. Κοίταξα το στομάχι μου δεν είχα τραυματιστεί ούτε είχα αίματα, είχα νιώσει την επίθεση που είχε μόλις δεχτεί ο Ντιμίτρι. Αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα, ο δεσμός μας είχε πια αποκατασταθεί και μπορούσαμε να νιώσουμε πότε ο ένας είχε μπλεξίματα ή πότε ήταν τραυματισμένος ακόμα και όταν δεν είμαστε στον ίδιο χώρο.

Όσο μοναδικό κι αν ήταν άλλο τόσο ήταν και επικίνδυνο. Πολλοί alpha είχαν χάσει από τους αντιπάλους τους οι οποίοι είχαν αποφασίσει να μην επιτεθούν απευθείας στον alpha αλλά να κάνουν την αριστοτεχνική κίνηση κυνηγήσουν τα ταίρια τους. Τρομοκρατημένη από την σκέψη αυτή σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα προς τον Ντιμίτρι, είχε σκεφτεί και ο ίδιος ακριβώς το ίδιο με εμένα. Ο Ντιμίτρι ενέργησε αμέσως με τον Άξελ και τον Νοα να τον ακολουθούν και πρόλαβε την επίθεση των rogue πριν καν με φτάσουν. Ένα λεπτό αργότερα είχαν την ίδια τύχη με τους άλλους.  

Ο κίνδυνος είχε πια περάσει και τα αγόρια πήραν αμέσως την ανθρώπινη μορφή τους. Έτρεξα στην αγκαλιά του Ντιμίτρι και η Μια έτρεξε στον Νόα. Καθόλου δεν μας ένοιαξε που ήταν ακόμα γυμνοί μετά την μάχη τους.

«Είσαι καλά;» με ρώτησε χαϊδεύοντας  τα μαλλιά μου.

«Εγώ αν είμαι καλά;» ρώτησα και κοίταξα το ματωμένο στομάχι του. Η πληγή είχε κλείσει τελείως χωρίς να αφήσει καν σημάδι.

«Τι στο διάολο συμβαίνει εδώ;» ακούστηκε η υστερική φωνή της Τζίνα η οποία είχε αγνοήσει αυτό που της είχα ζητήσει και με είχε ακολουθήσει.

***
Καλησπέρα σε όλες και όλους. Επιτέλους νέο κεφάλαιο. Σας την έχω καθυστέρηση πολύ την ιστορία αυτή αλλά έχω το ένα μπλέξιμο μετά το άλλο.

Τέρμα τα ψέματα.
Βρισκόμαστε ένα κεφάλαιο πριν την τελική μάχη.

Η Τζίνα έμαθε την αλήθεια.

Ο δεσμός έχει πια και επίσημα αποκατασταθεί.

Θα χαρώ πολύ να μου χαρίσετε το αστεράκι και ένα σχόλιο.

Επίσης μην ξεχνάτε πως αν θέλετε μπορείτε να κάνατε ένα follow στην σελίδα μου στο Instagram και στο Tik Tok.
Instagram: vasiavipphoenix
TikTok: vasiavipphoenix

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro