Κεφάλαιο 06
ΛΆΙΛΑ
Ξέχασα γρήγορα τα γεγονότα που έλαβαν μέρος στην αυλή του σπιτιού μου και έβγαλα από το μυαλό μου ότι είχε σχέση με την συνάντηση μου με τον Ντιμίτρι. Προτίμησα να αφοσιωθώ στους ανθρώπους που με αγαπάνε και νοιάζονται για εμένα, γι' αυτό και πέρασα όλο το υπόλοιπο πρωινό με τους γονείς μου. Μιλήσαμε για τα πάντα, τους διηγήθηκα όλες τις περιπέτειες που έζησα στον κόσμο έξω από την αγέλη και όλα όσα κατάφερα να πετύχω. Τα κατορθώματα μου δεν ήταν μεγάλα αλλά στα μάτια των γονιών μου φαινόντουσαν λες και είχα ταξιδέψει σε άγνωστους προορισμούς και είχα αντιμετωπίσει επικίνδυνους άθλους από τους οποίους είχα καταφέρει να επιβιώσω.
Ήταν αρκετά υπερβολικοί κάποιες φορές αλλά, όσο περίεργο κι αν φαινόταν, αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που λάτρευα σε αυτούς.
Με τον πατέρα μου μοιραστήκαμε ένα πριβέ ρεσιτάλ πιάνου όπου περιλάμβανε κλασσικές μελωδίες Μπετόβεν και Μότσαρτ. Ήταν κάτι που συνηθίζαμε να κάνουμε από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι. Λάτρευα να κάθομαι και να τον ακούω να παίζει και φυσικά δεν άργησε η στιγμή που του ζήτησα να με μάθει και εμένα. Απολαμβάναμε να περνάμε τις ώρες μας καθισμένοι μπροστά από το πιάνο με την μελωδία του να γεμίζει κάθε δωμάτιο του σπιτιού. Οι μικρές μας συναυλίες συνήθιζαν να συνοδεύονται από φρεσκοψημένα μπισκότα με κομματάκια σοκολάτας και με την μητέρα μου καθισμένη στον καναπέ όπως ακριβώς έκανε και αυτό το πρωινό.
Τώρα η ώρα είχε περάσει και το πρωί είχε δώσει την θέση του στο μεσημέρι. Βρισκόμουν μέσα στο παλιό δωμάτιο μου, ξαπλωμένη στο σιδερένιο αναπαυτικό κρεβάτι μου να κοιτάζω το λευκό ταβάνι. Είχα προσπαθήσει να κοιμηθώ λίγο, αφού ο ύπνος μέσα στην σπηλιά δεν θεωρούνταν ότι πιο αναπαυτικό, όμως δεν τα κατάφερα. Η υπερένταση που έρεε σαν τρελή μέσα στο σώμα μου δεν με άφησε να χαλαρώσω ούτε για μια στιγμή με αποτέλεσμα να στριφογυρίζω μέσα από τα λεπτά σκεπάσματα.
Παρέδωσα τα όπλα, παραμέρισα τα σκεπάσματα από πάνω μου και σηκώθηκα όρθια. Φόρεσα και πάλι τα all-star μου και προχώρησα προς το γραφείο μου που βρισκόταν ακριβώς μπροστά από το παράθυρο του δωματίου. Όλα ήταν τακτοποιημένα. Τα τετράδια και τα σημειωματάρια μου τοποθετημένα από το μεγαλύτερο στο μικρότερο δημιουργώντας τρεις μικρούς πύργους. Τα μολύβια και οι γόμες μου βρισκόντουσαν μέσα στην μολυβοθήκη παρέα με τα πολύχρωμα στυλό και τους υπογραμμιστές που συνήθιζα να κάνω συλλογή. Η βιβλιοθήκη ήταν πεντακάθαρη με τα βιβλία που την γέμιζαν να βρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση με αυτή που τα είχα τοποθετήσει πριν από δυο χρόνιά. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου και άφησα το χέρι μου να περάσει πάνω από τις σειρές βιβλίων του Χάρι Πότερ, της Νάρνια και τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Τα βιβλία φαντασίας ήταν πάντα τα αγαπημένα μου και αυτές οι τρείς ιστορίες παρέμεναν μέχρι και σήμερα στην κορυφή της λίστας μου.
Κατέβηκα στο σαλόνι και βρήκα τους γονείς μου καθισμένους στον καναπέ. Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή αλλά κανένας από τους δυο δεν παρακολουθούσε το πρόγραμμα που παιζόταν τώρα στην οθόνη. Ήταν και οι δυο τους αφοσιωμένοι στην μυστική συζήτηση που λάμβανε χώρα εκείνη ακριβώς την στιγμή. Μιλούσαν ψιθυριστά λες και δεν θέλανε να τους ακούσει κανένας και όλα έδειχναν πως αυτό για το οποίο συζητούσαν ήταν πολύ σημαντικό αφού δεν κατάλαβαν καν την στιγμή που μπήκα στο χώρο.
«Θα πάω μια βόλτα» είπα κάνοντας αισθητή την παρουσία μου μου και δυο ζευγάρια μάτια συνάντησαν τα δικά μου.
«Θα έρθω μαζί σου» αποκρίθηκε ο πατέρας μου και σηκώθηκε απότομα όρθιος από την θέση του.
«Δεν χρειάζεται».
«Δεν θέλω να σε αφήσω μόνη σου».
«Θα είμαι μια χαρά. Εσύ είπες πως μέχρι τον γάμο θα είμαι ασφαλής».
«Αυτό δεν σημαίνει πως θα πάψουμε να ανησυχούμε» απάντησε η μητέρα μου.
«Το ξέρω και κατανοώ πως ανησυχείτε όμως δεν μπορώ να μείνω κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Άλλωστε σκοπεύω να πάω μέχρι τον καταυλισμό των omega, το ένα και μοναδικό μέρος όπου κανένας alpha δεν πάτησε το πόδι του ποτέ».
«Μα αυτή την ώρα δεν θα είναι κανένας εκεί» δήλωσε η μητέρα μου.
«Γι' αυτό τον λόγο θα πάω. Θέλω να χαλαρώσω και να απολαύσω την ησυχία που παρέχει το μέρος. Να καθαρίσω το μυαλό μου».
Η μητέρα μου με πλησίασε και με αγκάλιασε «Υποσχέσου μας πως θα προσέχεις».
«Θα προσέχω» την διαβεβαίωσα και χωρίς καμία καθυστέρηση ξεκίνησα για τον προορισμό μου.
Ο καταυλισμός των omega βρισκόταν έξω από την πόλη αλλά όχι πολύ μακριά από αυτή. Ο χώρος έμοιαζε όπως με μια καλοκαιρινή κατασκήνωση. Μια τεράστια καταπράσινη πεδιάδα με μικρά ξύλινα σπίτια και μια λίμνη όπου τα καλοκαίρια πολλοί λάτρευαν να κάνουν το μπάνιο τους σε αυτή. Θυμάμαι ξεκάθαρα αυτή την μια ανάμνηση όπου ο Νόα είχε ρίξει την Μια πάνω στον ώμο του και με φόρα βούτηξε μέσα στα καταγάλανα νερά. Ήμασταν δεκαέξι χρονών τότε. Όλα ήταν πιο ήρεμα και πιο γαλήνια εκείνη την περίοδο. Τότε κανένας δεν γνώριζε πως ο Νοα και η Μια θα κατέληγαν να είναι σύντροφοι, ούτε καν ο ίδιος που είχε ήδη κλείσει τα δέκατα όγδοα γενέθλια του. Ο δεσμός τους δεν είχε ενεργοποιηθεί ακόμα επειδή η Μια ήταν ανήλικη. Φυσικά δεν χρειαζόταν το δεσμό για να αρχίσει να του αρέσει η Μία αφού από πάντα ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Όλα ήταν πιο ήρεμα και πιο γαλήνια εκείνη την περίοδο. Εγώ, ο Νόα, η Μία και ο Άξελ είχαμε γίνει μια παρέα. Δεν ένοιαζε κανέναν από εμάς ποιος ήταν alpha, ποιος beta και ποιος omega. Ίσως μόνο ένας. Ο Ντιμίτρι δεν έκανε ποτέ καμία προσπάθεια και δεν κατάλαβε τον δεσμό που είχαμε δημιουργήσει οι τέσσερις μας. Του φαινόταν παράλογο και δεν του άρεσε που έπρεπε να μοιράζεται τους φίλους του μαζί μου. Γι' αυτό και κάθε φορά που κανονίζαμε να βρεθούμε εκείνος παρέμενε πίσω και αρνιόταν να έρθει μαζί μας για μια απλή βόλτα ή για ένα καφέ στην τοπική παμπ που είχαν δημιουργήσει από το μηδέν οι γονείς του Νόα.
Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Όπως μου είχε αναφέρει η μητέρα μου κανένας omega δεν βρισκόταν στον καταυλισμό. Οι περισσότεροι αυτή την στιγμή υπηρετούσαν τους alpha και όσοι από αυτούς δεν ήταν στο αρχοντικό έτρεχαν σε θελήματα.
Προχώρησα προς την λίμνη και έβγαλα τα παπούτσια μου. Κάθισα στην άκρη της βυθίζοντας τα πόδια μου μέσα στο νερό. Έκλεισα τα μάτια μου και απόλαυσα τον λαμπερό ήλιο που χάιδευε το πρόσωπο μου και απαλός αέρας χάριζε απλόχερα την δροσιά του. Εκείνη την στιγμή η τρελή ιδέα να βουτήξω μέσα στο νερό και να κολυμπήσω πέρασε από το μυαλό μου. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που είχα κάνει κάτι τέτοιο, πριν όμως προλάβω να κάνω την τρέλα μου πράξη ένα άγνωστο χέρι ακούμπησε τον ώμο μου.
Πετάχτηκα στην θέση μου τρομαγμένη από την ξαφνική εισβολή που είχε έρθει να καταστρέψει την ηρεμία μου. Η παρουσία του Άξελ που στεκόταν τώρα πίσω μου με έκανε να χαλαρώσω και να του χαρίσω ένα μικρό χαμόγελο.
«Σε τρόμαξα; Συγνώμη» απολογήθηκε και κάθισε δίπλα μου.
«Δεν επιράζει;»
«Τι κάνεις εδώ μόνη σου;»
«Απολαμβάνω αυτό» είπα και έδειξα με το δάχτυλο μου ολόκληρη την έκταση που απλωνόταν γύρω μου.
«Θυμάμαι που το έκανες αυτό και όταν ήσουν πιο μικρή. Εξαφανιζόσουν και εμείς ψάχναμε να σε βρούμε».
«Εσείς φταίτε γι' αυτό, αφού πάντα ξέρατε που βρισκόμουν» Η δήλωση μου προκάλεσε ένα χαμόγελο να σχηματιστεί στα πρόσωπα και των δυο μας, ήταν όμως η αλήθεια. Μου άρεσε να περνάω την μέρα μου στην λίμνη διαβάζοντας ή βοηθώντας τα άλλα μέλη της αγέλης. Περνούσα ώρες ατελείωτες στον καταυλισμό, κάποιες φορές μάλιστα έμενα εκεί μέχρι αργά το βραδύ κάνοντας τους γονείς μου να ανησυχούν. Αυτό όμως ήταν κάτι που η οικογένεια μου γνώριζε πολύ καλά.
Κάθισα και τον παρατήρησα για μια στιγμή. Τίποτα πάνω του δε είχε αλλάξει πέρα από τα αχνά γένια που κάλυπταν το πρόσωπο του. Την ίδια στιγμή όμως υπήρχε κάτι διαφορετικό πάνω του, η θλίψη καθρεπτιζόταν στα μάτια του και ένας κρυφός και αβάσταχτος πόνος που έμοιαζε να του βαραίνει την ψυχή.
«Η Αμέλια τι κάνει;» ρώτησα θέλοντας να ξεκινήσω μια συζήτηση, η συνοφρυωμένη έκφραση του με έκανε να αναρωτηθώ μήπως είχε συμβεί κάτι άσχημο στην σύντροφο του «Είπα κάτι που δεν έπρεπε;»
«Δεν είναι αυτό, απλά η Αμέλια... δεν είναι πια στην ζωή».
«Τι συνέβη;» ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
«Μια αντίπαλη αγέλη μας επιτέθηκε πριν από ένα χρόνο περίπου. Η Αμέλια μαζί με μια ομάδα από beta καταφέρανε να τους κρατήσουν έξω από τα σύνορα δίνοντας σε εμένα, τον Νόα και τον Ντιμίτρι τον χρόνο που χρειαζόμασταν για να φτάσουμε στο σημείο της μάχης. Καταφέραμε να τους απωθήσουμε όμως η επίθεση αυτή είχε το τίμημα της».
Πάγωσα στο άκουσμα αυτής της αποκάλυψης. Η καρδιά μου σφίχτηκε και στο πρόσωπο μου ζωγραφίστηκε μια καθαρή και απόλυτα ειλικρινής έκφραση στεναχώριας. Δεν γνώριζα καλά την Αμέλια. Βρισκόταν μόνο μερικούς μήνες στην αγέλη όταν αποφάσισα να το σκάσω, όμως αυτός ο λίγος χρόνος που πέρασα μαζί της ήταν αρκετός για να καταλάβω πως ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και έκανε τον Άξελ πραγματικά ευτυχισμένο. Κάθε φορά που ήταν μαζί της έλαμπε το πρόσωπο της και σε κάθε συνάντηση μας δεν παρέλειπε να αναφέρει πως ονειρευόταν να κάνει οικογένεια μαζί της.
Ένιωσα πολύ άσχημα για τον Άξελ, άφησα τον πόνο του να γίνει δικός μου. Μπορούσα να καταλάβω απόλυτα το πόσο άδειος και μόνος έπρεπε να αισθάνεται. Μπορεί οι περιπτώσεις μας να ήταν διαφορετικές αλλά ο πόνος είναι το ίδιο αβάσταχτος και σε κάνει να νιώθεις λες και κάποιος είχε ξεριζώσει την καρδιά σου από το στήθος σου. Ήταν ένα συναίσθημα που δεν μπορούσε να περιγραφεί με λόγια και που δεν ευχόμουν σε κανέναν ποτέ να νιώσει.
Έβγαλα τα πόδια του από το νερό και κάθισα με τα γόνατα μου στο γρασίδι. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του και ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του. «Λυπάμαι πολύ».
«Σε ευχαριστώ» ψέλλισε εκείνος και έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό μου χαϊδεύοντας το απαλά.
Καθίσαμε έτσι για μια στιγμή δίνοντας ο ένας στον άλλο την στοργή που και οι δυο είχαμε ανάγκη, όταν τελικά χωρίσαμε ήρθαμε αντιμέτωποι με έναν Ντιμίτρι που στεκόταν μόλις μερικά μέτρα μακριά μας.
***
Ακόμα ένα κεφάλαιο έτοιμο. Ένα ήσυχο κεφάλαιο αλλά με μια μικρή βόμβα στο τέλος που είναι έτοιμη να εκραγεί.
1700 λέξεις.
Φαίνεται πως ο Άξελ μας έχει περάσει πολλά.
Ετοιμαστείτε για δεύτερο γύρω ανάμεσα στον Ντιμίτρι και την Λάιλα.
Θα χαρώ πολύ να μου αφήσετε ένα σχόλιο και να μου χαρίσετε το αστεράκι σας.
Επίσης θα χαρώ πολύ αν κάνατε ένα like και ένα follow στις σελίδες μου σε fb και Instagram
Fb: VasiaVipPhoenix
Instagram: vasiavipphoenix
Stay tuned...
Η θεά μας παρακάτω...
Και μια φωτογραφία του Αξελ.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro