
part two
Το σπίτι της θείας Μάργκο και το μέρος στο οποίο θα περνούσαν την υπόλοιπη χρονιά τους δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια δυώροφη μονοκατοικία, με μια μεσαίου μεγέθους αυλή στην οποία είχαν φυτέψει κρίνους, τριαντάφυλλα, ορχιδέες κι άλλα λουλούδια που ο Θίο δεν γνώριζε τα ονόματα τους. Στο πίσω μέρος της αυλής διέκρινε δύο ποδήλατα, όμως φάνηκαν να είναι παλιά και σκουριασμένα, αχρησιμοποιήτα σχεδόν. Κάτι άλλο που βρήκε πολύ περίεργο ήταν το καταπράσινο γρασίδι, που δεν ήταν ψεύτικο, σαν αυτό που είχαν στο δικό τους σπίτι, αλλά αληθινό. Μάλιστα μπορούσε να το καταλάβει από μερικά καφετιά χορταράκια γύρω από το σπίτι, που κάποιος μάλλον δεν πότιζε αρκετά. Το σπίτι "προστάτευαν" χαμηλοί λευκοί φράκτες - κλασσική Αμερικανιά - και το χώριζαν από το διπλανό σπίτι τέσσερις πολύ πυκνοί θάμνοι.
Με την πρώτη ματιά που έριξε στο σπίτι, ο Θίο μπορούσε να συμπεράνει για την θεία Μάργκο πως ήταν μια γυναίκα γύρω στα τριάντα της, έμενε μόνη της χωρίς σύζυγο ή παιδιά, της άρεσε να περιποιείται τον κήπο της όμως κοιτούσε τόσο πολύ τις λεπτομέρειες που στο τέλος ξεχνούσε τα πιο σημαντικά κομμάτια. Ενδεχομένως ήταν αφηρημένη και ξεχασιάρα, κάτι που είτε θα ήταν πολύ καλό για τα δίδυμα, είτε πολύ κακό.
Ο Τζέφρι βγήκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε το πορτ μπαγκαζ για να βγάλει τις βαλίτσες τους. Δίπλα στον Θίο, η Αντζέλικα κοιτούσε το νέο τους σπίτι με αηδία, σαν να κοιτούσε νεκρό ποντίκι και όχι οικεία που για τον μέσο Αμερικάνο θα θεωρούταν παράδεισος.
Ο Θίο ήταν σίγουρος πως η υπεροψία της Αντζέλικα σε τέτοιου είδους θέματα δεν θα ήταν ιδιαίτερα βοηθητική στην νέα τους αρχή στο Βάιολετ Χάιζ. Η αδερφή του ήταν, γενικά μιλώντας, υπερβολικά κακομαθημένη και ρηχή. Η θεία Μάργκο ξεκάθαρα δεν ήταν όσο πλούσια όσο οι γονείς τους, δεν είχε μάγειρες, κηπουρούς, σοφέρ και καμαριέρες. Θα περνούσε ένα πολιτισμικό σοκ και θα της ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Μέχρι να προσαρμοστεί όμως, θα ήταν σκέτος μπελάς.
Ο Τζέφρι άφησε τις βαλίτσες μπροστά τους και έκανε να μπει μέσα στο αυτοκίνητο. «Μισό!» φώναξε η Αντζέλικα με γουρλωμένα μάτια. «Δεν θα μας τις κουβαλήσεις μέχρι μέσα;» Εκείνος την αγνόησε επιδεικτικά. Έβαλε μπρος την μηχανή και οδήγησε μακριά από το Βάιολετ Χάιζ.
Η αδερφή του χτύπησε το πόδι της κάτω και πάτησε μια νευριασμένη τσιρίδα. «Τι θράσος! Τι αγένεια! Αν θέλω μπορώ να φροντίσω να μην ξαναβρεί δουλειά ποτέ του και μας συμπεριφέρεται έτσι;»
Ο Θίο αποφάσισε να μην απαντήσει. Φόρεσε το ένα σακίδιο του στην πλάτη του και με τα χέρια του έπιασε τις βαλίτσες του, όταν από το σπίτι βγήκε μια γυναίκα και ένας άντρας. «Φτάσατε! Γρήγορα, Χάρι, πάνε βοήθα τους!» Άκουσε την αδερφή του από δίπλα να ξεφυσάει ανακουφισμένη. Φόρεσε το πιο όμορφο ψεύτικο χαμόγελο της καθώς οι δύο άνθρωποι ερχόντουσαν προς το μέρος τους.
Ο Θίο προέκτεινε το χέρι του για να κάνει χειραψία με την γυναίκα, η οποία προφανώς ήταν η θεία Μάργκο, όμως εκείνη το αγνόησε και με φόρα ήρθε καταπάνω του, σφίγγοντας τον σε μια αγκαλιά. «Ω, εσύ είσαι ο Θίοντορ! Τι όμορφο παλικάρι που έχεις γίνει, δεν μπορώ να το πιστέψω.» Ο Θίο δεν κουνήθηκε καθόλου, είχε μείνει άναυδος με την κίνηση εκείνη. Όταν τελικά η γυναίκα απομακρύνθηκε, προχώρησε στην Αντζέλικα, με την οποία επίσης αντάλλαξαν μια ζεστή αγκαλιά - ζεστή από μέρους της θείας, ψυχρή από μέρους της αδερφής του -.
«Κι εσύ είσαι η Αντζέλικα. Τι καλά!» Όταν τελείωσαν οι αγκαλιές (στο μεταξύ ο λεγόμενος Χάρι στεκόταν αμήχανα πιο δίπλα), επιτέλους συστήθηκε κι η ίδια. «Όχι ότι υπάρχει περίπτωση να με θυμάστε, αλλά τέλος πάντων, με λένε Μάργκο. Είμαι η αδερφή της μητέρας σας, αμφιβάλλω αν με έχει αναφέρει ποτέ.» Χαμογέλασε γλυκά και ξανακοίταξε τα αδέρφια. «Σας έχω δει μόνο από φωτογραφίες και πωπω, δεν μπορώ να πιστέψω πόσο έχετε μεγαλώσει κι οι δυο σας, πόσο έχετε ομορφύνει!»
Η θεία Μάργκο ήταν μια όμορφη γυναίκα. Είχε τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνους· ξανθό μαλλί, γαλάζια μάτια και λευκή επιδερμίδα. Έμοιαζε τόσο πολύ με την μητέρα τους αλλά ταυτόχρονα τόσο λίγο. Φορούσε μια γκρι φόρμα και μια κόκκινη μπλούζα με ένα πουκάμισο από πάνω και έμοιαζε να είναι άνετα με αυτό, ενώ η αδερφή της δεν συμβιβαζόταν με τίποτα λιγότερο από μια κομψή μαύρη φούστα και λευκό πουκάμισο. Ωστόσο, ο Θίο παρατήρησε πως τα σκουλαρίκια που φορούσε στα αυτιά της ήταν παρόμοια με εκείνα της μητέρας τους, μόνο σε διαφορετικό χρώμα.
Όταν είδε πως κανένα από τα παιδιά δεν μίλησε, αποφάσισε να συστήσει και τον καημένο άντρα που τόση ώρα κοιτούσε γύρω του, προσπαθώντας να μην δείξει πόσο άβολα ένιωθε. «Ω, ναι, αυτός είναι ο Χάρι.»
Η Αντζέλικα χαμογέλασε. «Καμαριέρης;»
Κι οι δυο γέλασαν αμήχανα. «Ο Χάρι είναι ο αρραβωνιαστικός μου.» Ο άντρας με το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο τους έδωσε το χέρι του και αφού αντάλλαξαν χειραψίες, προσφέρθηκε να κουβαλήσει τις βαλίτσες τους μέσα στο σπίτι. Ο Θίο δεν είχε θέμα να το κάνει ο ίδιος (δεν ήταν σαν την Αντζέλικα που έβλεπε ήδη τον Χάρι σαν υπηρέτη της, εφόσον την βοήθησε μια φορά θα το έκανε συνέχεια, έτσι ήλπιζε) όμως προτού προλάβει να ξαναπάρει στα χέρια του τις βαλίτσες, η θεία Μάργκο τους έκανε νόημα να την ακολουθήσουν.
«Μέχρι να τακτοποιήσουμε λίγο τα πράγματα σας και το υπόλοιπο σπίτι, τι λέτε να κάνετε μια βόλτα εδώ γύρω στην γειτονιά;» τους πρότεινε. «Λίγο πιο κάτω είναι το γήπεδο μπάσκετ και η πλατεία. Να,» έβαλε το χέρι στην τσέπη της και όταν το έβγαλε, έδωσε στον καθένα από πέντε δολάρια. «Σε περίπτωση που πεινάτε και βρείτε τίποτα έξω.»
Ο Θίο άνοιξε το στόμα του για να παραπονεθεί. Ήθελε να δει το σπίτι και το δωμάτιο στο οποίο θα έμενε, να συμμαζέψει τα πράγματα του, ίσως να κοιμηθεί και για λίγο μιας και είχε κουραστεί από το ταξίδι. Όμως η Αντζέλικα είχε άλλα σχέδια. Δεν τον άφησε να μιλήσει, πριν πάρει το λόγο. «Αυτή είναι υπέροχη ιδέα.» Χαμογέλασε. «Πάμε, Θίο.»
Κανείς δεν μίλησε μέχρι που απομακρύνθηκαν αρκετά από το σπίτι. Το χαμόγελο της Αντζέλικα χάθηκε. «Λοιπόν; Πώς σου φάνηκε;»
«Η θεία;» Έγνεψε. «Συμπαθητική υποθέτω.»
«Δεν σου φάνηκε λες και βιαζόταν να μας ξεφορτωθεί;» του είπε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. Τα κόκκινα τακούνια της ακούγονταν στην άσφαλτο με κάθε βήμα και πιο δυνατά. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα ως απάντηση. Στην θέση της κι εκείνος αυτό θα ήθελε. «Ξέρεις, αν είναι να αρχίσουμε να τα πηγαίνουμε καλά και να είμαστε ομάδα και ότι άλλα σκατά λέγαμε στο αυτοκίνητο, πρέπει να αρχίσεις να μιλας!»
Εκείνη την στιγμή περπατούσαν μπροστά από ένα γήπεδο. Τουλάχιστον δέκα ιδρωμένα έφηβα αγόρια έπαιζαν μπάσκετ με μανία, φωνάζοντας και τρέχοντας πέρα δώθε. Ο Θίο σιχαινόταν τα αθλήματα, ειδικά το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο που πλέον είχαν γίνει η επικρατούσα τάση. Άρχισε να περπατάει λίγο πιο γρήγορα και η Αντζέλικα, που για λίγο είχε αφοσιωθεί στο να τους κοιτάει, έπρεπε να τρέξει για να συμβαδίσει μαζί του.
«Δεν περίμενα πως θα έχει τόσα παιδιά εδώ πέρα,» ξεκίνησε συζήτηση και ο Θίο δεν ήξερε πως να απαντήσει, όμως σήκωσε τα φρύδια και έγνεψε για να δείξει τουλάχιστον πως την άκουσε.
Γενικά είχε ένα θέμα στον τομέα αυτό. Δεν του άρεσε να περιττολογεί και να μιλάει, απλά και μόνο για να μιλήσει. Οι γονείς και οι καθηγητές του τον περιέγραφαν ως "λακωνικό", δηλαδή που εκφράζεται με λίγα αλλά ουσιώδη λόγια. Και πάλι, δεν θα έλεγε ουσιώδη αυτά που έλεγε. Αν γινόταν να αποφύγει την μικροσυζήτηση, θα το έκανε. Αν πάλι όχι, φρόντιζε αυτά που θα πει να είναι τουλάχιστον στοχευμένα.
Άκουσε την Αντζέλικα να ξεφυσάει εκνευρισμένη, αλλά όλως περιέργως δεν συνέχισε να του την λέει.
Λίγο πιο πέρα, όπως είπε και η θεία Μάργκο, ήταν η πλατεία, ένας τεράστιος χώρος με πίστες για skateboard, δύο μικρά γηπεδάκια προστατευμένα από σίδερα για να τα διαχωρίζει από τα υπόλοιπα, κερκίδες, παγκάκια, δέντρα και πράσινο. Γύρω απ' όλα αυτά υπήρχαν μερικά διάσπαρτα μαγαζάκια, τίποτα ιδιαίτερο. Ο Θίο πρόσεξε πως δεν είχε πολύ κόσμο, όμως όσοι ήταν στην πλατεία βρισκόντουσαν συγκεκριμένα στο ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. Ήθελε να πει την αδερφή του να φύγουν από εκεί ή τουλάχιστον να αγοράσουν κάτι για να φάνε από το περίπτερο, εκείνη όμως ήδη πήγαινε προς τα εκεί. Μην έχοντας άλλη επιλογή, την ακολούθησε.
Μέτρησε πέντε αγόρια και δύο κορίτσια, εκ των οποίων το ένα καθόταν στην κερκίδα με το κινητό του. Κανένας δεν τους πρόσεξε, μέχρι που ένα κορίτσι με αλογοουρά έβαλε γκολ και άρχισε να πανηγυρίζει. Γύρισε το κεφάλι της και τους είδε να στέκονται στην γωνία και να κοιτάνε το μέρος, σαν αβοήθητοι τουρίστες που είχαν χαθεί. Την μιμήθηκαν κι οι υπόλοιποι "ποδοσφαιριστές".
«Προλαβαίνουμε να φύγουμε,» μουρμούρισε στην αδερφή του, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Εκείνη κοιτούσε το μέρος με μια γκριμάτσα σχεδόν αηδίας.
Άρχισε να σχολιάζει. «Κοίτα τους, σχεδόν τους λυπάμαι. Τρέχουν πέρα δώθε στα χώματα σαν τα καθυστερημένα κυνηγώντας μια μπάλα και μάλιστα χαίρονται απίστευτα πολύ όταν καταφέρνουν να την κλωτσήσουν μέσα σε ένα δίχτυ.» Ο Θίο συνειδητοποίησε πως τους άκουγαν πολύ αργά, όταν ήδη ερχόντουσαν προς το μέρος τους. «Άραγε έτσι διασκεδάζουν οι χωριάτες;»
Ένας κοκκινομάλλης με βρώμικα γόνατα ήταν ο πρώτος που μίλησε. «Τι θέλετε εδώ;» Δεν το είπε ευγενικά, όμως ούτε και με αγενές τρόπο. Ταυτόχρονα όμως κοιτούσε την Αντζέλικα με θαυμασμό, σαν να μην είχε δει ποτέ ξανά του κορίτσι. Από πίσω του ξεφύτρωσε η μαυρομάλλα που πριν λίγο σκόραρε.
Ο Θίο έπρεπε να το έχει φανταστεί. Έπρεπε να έχει φανταστεί πως η Αντζέλικα θα αντιδρούσε έτσι όπως αντίδρασε και έπρεπε να φανταστεί πως αυτό θα εξελισσόταν.
«Μύριζε παρακμή και ήθελα να δω από που προερχόταν.» Έσπρωξε τα μαλλιά της προς τα πίσω και χαμογέλασε ειρωνικά. «Γιατί, ενοχλούμε; Διακόπτουμε μήπως το συναρπαστικό παιχνίδι σας;»
Ο κοκκινομάλλης έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Αντίθετα, το κορίτσι πίσω του πήρε τον λόγο. Δεν φαινόταν να εκτιμάει ιδιαίτερα τα σχόλια της αδερφής του. «Ναι, ακριβώς αυτό κανείς. Και αμφιβάλλω πως κατάφερες να μυρίσεις κάτι πέρα από την μπόχα του αρώματος σου. Μια συμβουλή για την επόμενη φορά: το να λούζεσαι με κολόνια δεν είναι το ίδιο με το να κάνεις μπάνιο.»
Ο Θίο μόρφασε. Γιατί έπρεπε να του συμβαίνει αυτό; Γιατί έπρεπε η μαυρομάλλα να απαντήσει; Αν βρισκόντουσαν σε κινούμενα σχέδια, εκείνη τη στιγμή η Αντζέλικα θα πετούσε λέιζερ από τα μάτια και από την μύτη της θα έβγαιναν καπνοί. Παρόλ' αυτά δεν έχασε την ψυχραιμία της και συνέχισε να συμπεριφέρεται σαν να μην συνέβαινε τίποτα ιδιαίτερο.
«Μου φαίνεται αδιανόητο που ξέρεις τι σημαίνει η λέξη μπάνιο. Δεν φαίνεται να το έχεις ξανακάνει.» Για να το κάνει ακόμα πιο έντονο και δυνατό, έδειξε διακριτικά την μπλούζα του κοριτσιού. Κύκλοι ιδρώτα είχαν κάνει την εμφάνιση τους γύρω από τα χέρια της και τις μασχάλες της.
«Παίζαμε ποδόσφαιρο,» απάντησε θυμωμένη. «Το λογικό είναι να ιδρώσω. Αν είχες κάνει ποτέ βιολογία στο σχολείο, θα το ήξερες. Άσε με να φανταστώ, κοιμήθηκες με τον καθηγητή για να σε περάσει;»
«Ε!» φώναξε ο Θίο. Του βγήκε πολύ φυσικό να υπερασπιστεί την αδερφή του. «Το παρατραβάς πολύ.»
Η μαυρομάλλα για μια στιγμή φάνηκε στ' αλήθεια να μετανιώνει αυτό που είπε, όμως δεν ζήτησε συγγνώμη. Πέταξε ένα "ότι πεις" και πήγε στις κερκίδες, όπου καθόταν η φίλη της. Πλέον δεν κοιτούσε το κινητό της αλλά τον καυγά που μόλις τελείωσε.
Η Αντζέλικα είχε κοκκινίσει από τον θυμό της. «Καλά έκανε και έφυγε αλλιώς δεν ξέρω κι εγώ τι θα έκανα!» φώναξε ώστε να την ακούσει.
Στο μεταξύ, ο κοκκινομάλλης ακόμα ήταν προσηλωμένος στην Αντζέλικα. Προσοχή τα σάλια, ήθελε να του πει αλλά συγκρατήθηκε. Εξάλλου ήταν συνηθισμένο για την αδερφή του να τραβάει τα βλέμματα και ειδικά των αγοριών. Όταν συνειδητοποίησε πως ο Θίο τον κοιτούσε, έβηξε και ξεκόλλησε από εκεί. «Εμ, ζητώ συγγνώμη για την Άντρεα. Ισχύει ότι το παρατράβηξε λιγάκι...» Άλλαξε το θέμα γρήγορα. «Οπότε, εμ, είστε καινούργιοι εδώ;»
Έγνεψαν ταυτόχρονα και το αγόρι τους χάρισε ένα μικρό χαμόγελο. «Με λένε Μπράιαν. Καλώς ήρθατε στο Βάιολετ Χάιζ.»
Ο Θίο κάγχασε.
«Καλώς σας βρήκαμε.»
✧・゚: *✧・゚:* *:・゚✧*:・゚✧
heyo, pals.
θέλω να ακούσω την άποψη σας για αυτό το κεφάλαιο. πως σας φαίνονται οι χαρακτήρες; η όλη ιστορία γενικά; οι εξελίξεις μέχρι τώρα; ακόμα δεν έχει γίνει τίποτα χεχε.
τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro