Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

part twenty three

Η Αντζέλικα ήταν συνήθως άνθρωπος που απέφευγε τα προβλήματα της για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα, μέχρι που γίνονταν τόσο μεγάλα και περίπλοκα που δεν μπορούσε πλέον να τα αγνοήσει. Όμως αυτή την φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Γιατί υπήρχε μια σκέψη που της είχε γίνει έμμονη και δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό της.

Της άρεσε η Άντρεα Κορτέζ.

Πέρα από το γεγονός πως μέχρι πριν λίγο καιρό και μόνο το πρόσωπο της Λατίνας την έφερνε σε κατάσταση σύγχυσης, η Άντρεα ήταν κορίτσι. Και η Αντζέλικα, μέχρι εκείνον τον καταραμένο αγώνα ποδοσφαίρου, θα ορκιζόταν πως της άρεσαν μονάχα τα αγόρια. Ποτέ δεν είχε νιώσει κάποια έλξη προς το γυναικείο φύλο - το κοντινότερο σε αυτό ήταν η φάση που είχε περάσει την προηγούμενη χρονιά, κατά την οποία είχε τρελαθεί με μια νεαρή ηθοποιό. Όμως δεν της άρεσε με αυτόν τον τρόπο. Απλά τη θεωρούσε πανέμορφη και ταλαντούχα και ναι, προφανώς δεν θα έλεγε όχι αν της δινόταν η ευκαιρία να τα φτιάξει μαζί της. Ποιος θα μπορούσε να πει όχι; Μάλλον κάποια στην οποία δεν άρεσαν τα κορίτσια.

Μετά από αυτή την συνειδητοποίηση, δηλαδή του ότι η καρδιά της χτυπούσε λίγο πιο γρήγορα όταν είδε την Κορτέζ να βάζει το νικητήριο γκολ, η Αντζέλικα επέστρεψε βιαστικά στο σπίτι της. Έβαλε τις πιτζάμες της, έπαθε μια ελαφριά κρίση πανικού και έφαγε τις γλυκές κρέπες που της ετοίμασε η θεία Μάργκο όταν την είδε αναστατωμένη.

Στην Νέα Υόρκη, είχε γνωρίσει μερικά κορίτσια που αποκαλούσαν τον εαυτό τους αμφιφυλόφιλες. Δηλαδή τους άρεζαν τα αγόρια τόσο όσο και τα κορίτσια - κάτι το οποίο όταν είχε πρωτοακούσει της φάνηκε αρκετά περίεργο, όμως με τον καιρό το συνήθισε. Ποτέ δεν περίμενε όμως ότι θα ήταν μια από αυτούς.

Ήταν μία η ώρα το βράδυ όταν η θεία Μάργκο μπήκε στο δωμάτιο της. Κρατούσε στο χέρι της ένα φλιτζάνι με καυτή σοκολάτα, την οποία ακούμπησε στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι που καθόταν οκλαδόν η Αντζέλικα, με το κεφάλι της χωμένο στα χέρια της. Δεν ήταν σίγουρη αν έκλαιγε ή όχι, μέχρι που η θεία Μάργκο της σήκωσε το κεφάλι γλυκά και της σκούπισε τα μάγουλα με μια χαρτοπετσέτα.

«Τι κάνεις εδώ;» την ρώτησε ψιθυριστά.

«Είδα πως το φως σου ήταν ακόμα ανοιχτό και ήθελα να σε τσεκάρω. Δεν φαινόσουν πολύ καλά σήμερα,» της απάντησε εκείνη με ένα μικρό χαμόγελο. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της και τα ξανθά μαλλιά της ήταν δεμένα σε μια πλεξούδα από την οποία ολόκληρες τούφες εξείχαν. Ούτε η θεία Μάργκο περνούσε μια εύκολη εβδομάδα, καθώς είχε ξεκινήσει να κάνει υπερωρίες στην δουλειά της. «Πιες αυτό, θα σε βοηθήσει να ηρεμήσεις.»

Η Αντζέλικα την αγνόησε. Σιχαινόταν το γεγονός πως η θεία της την έβλεπε έτσι. Πίστευε πως είχε πάψει να συμπεριφέρεται σαν μωρό, κλαίγοντας και πιστεύοντας πως αυτό θα της έλυνε τα προβλήματα. Αλλά μια πρόσφατη αναθεώρηση των συναισθημάτων της την είχε κάνει να νιώθει πιο αδύναμη από ποτέ.

«Ξέρεις τι έχω παρατηρήσει;» ξεκίνησε η θεία Μάργκο και βολεύτηκε στο κρεβάτι της Αντζέλικα. «Εσύ κι ο αδερφός σου είστε δύο λαμπρά παιδιά, που φαινομενικά δεν έχετε κανένα κοινό. Όμως όσο σας γνωρίζει κανείς, αρχίζει να ανακαλύπτει τις ομοιότητες σας. Για παράδειγμα, κανένας από τους δυο σας δεν μιλάει για τα συναισθήματα του ανοιχτά. Προτιμάτε να τα κρατάτε μέσα σας, σαν να μην καταλαβαίνετε πόσο ανθυγιεινό είναι αυτό.»

«Ίσως κανένας να μην είχε ενδιαφερθεί για τα συναισθήματα μας νωρίτερα,» μουρμούρισε πίκρα η Αντζέλικα. Οι γονείς τους δεν ήταν υπόδειγμα τρυφερών ανθρώπων εξάλλου.

«Τώρα όμως είμαστε εγώ κι ο Χάρι εδώ. Νομίζω σας το έχουμε κάνει ξεκάθαρο πως μας ενδιαφέρουν τα πάντα που σας αφορούν,» απάντησε η θεία Μάργκο. «Δεν θα σε αναγκάσω να μου πεις κάτι, ούτε θέλω να σου δημιουργήσω τύψεις,» συνέχισε, «αλλά ειλικρινά νομίζω ότι θα σου κάνει καλό να μοιραστείς με κάποιον τους προβληματισμούς σου. Είσαι έφηβη, αλίμονο, το χρειάζεσαι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο!»

Η Αντζέλικα έγνεψε. Ήξερε πολύ καλά πως η θεία της είχε δίκιο, όμως δεν μπορούσε να φέρει τον εαυτό της να παραδεχτεί οτιδήποτε από αυτά δυνατά. Δεν ήταν ακόμη έτοιμη για κάτι τέτοιο, για τα βλέμματα αποδοκιμασίας και απογοήτευσης.

Έτσι κατέβασε μονορούφι την καυτή σοκολάτα και ξάπλωσε δίπλα στην θεία της, η οποία σκέπασε τα σώματα τους με μια κουβέρτα. «Καληνύχτα, μικρή.»

Και για πρώτη φορά μέσα σε εκείνες τις ημέρες, η Αντζέλικα ένιωσε ασφαλής και ήρεμη.

Το πρωί ξύπνησε δέκα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι της. Είχε μπόλικο χρόνο να πάει στο μπάνιο και να πλύνει το πρόσωπο της με όσες κρέμες είχε κουβαλήσει από το παλιό της σπίτι. Έκανε ένα βιαστικό ντουζ και χτένισε τα μαλλιά της, τα οποία παρατήρησε πως είχαν μακρύνει αρκετά και χρειάζονταν επειγόντως κούρεμα. Ντύθηκε και έφτιαξε την τσάντα της, φροντίζοντας να μην ξεχάσει να πάρει μαζί της την εργασία για τον Χάμιλτον. Σήμερα ήταν η μέρα που θα την παρουσίαζαν στην καθηγήτρια της ιστορίας και δεν ήταν ιδιαίτερα νευρική γι αυτό, μέχρι που θυμήθηκε πως αυτό θα έπρεπε να το κάνει μαζί με την Άντρεα. Ήλπιζε πως θα μπορούσε να την αποφύγει ολόκληρη την ημέρα, όμως το σύμπαν το είχε κάνει αδύνατο.

Η Άντρεα εκείνη την ημέρα, σαν να το έκανε επίτηδες, είχε φορέσει ένα τιραντάκι που επεδείκνυε τους μύες της και ένα μπλε παντελόνι με καρό μοτίβα. Έδειχνε πανέμορφη, με έναν αξιαγάπητο και επιμελημένο τρόπο, καμιά σχέση με τις περισσότερες ημέρες που ό,τι και να φορούσε κρυβόταν κάτω από το αθλητικό μπουφάν της.

Η Αντζέλικα αγνόησε την εύθυμη "καλημέρα" της. Απο την ημέρα που είχαν νικήσει το Ρόουζβιλ, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει εκείνο το ενοχλητικό χαμόγελο από το πρόσωπο της. «Έχεις δει την Σίμσον; Έχουμε να παραδώσουμε την εργασία.»

Βρήκαν την καθηγήτρια στο διάλειμμα να κάθεται στην έδρα της και να διορθώνει γραπτά. Δεν έδειχνε να είναι σε καλή διάθεση και αν δεν την σταματούσε η Άντρεα, η Αντζέλικα ίσως να έκανε μια στροφή και να έφευγε μακριά.

Όταν παρατήρησε τα κορίτσια που μιλούσαν τηλεπαθητικά μπροστά από την πόρτα, η Σίμσον έβηξε ελαφρά για να κερδίσει την προσοχή τους. «Βένους, Κορτέζ. Μην μου πείτε πως επιτέλους τελειώσατε την εργασία σας.»

«Κι όμως,» είπε η Άντρεα και πήρε τα χαρτιά από τα χέρια της Αντζέλικα, παραδίνοντας τα στην γυναίκα.

Η Σίμσον έβαλε τα γυαλιά της και δίχως να χάσει χρόνο, ξεκίνησε να ξεφυλίζει τα χαρτιά. Που και που άφηνε μερικά επιφωνήματα, κάνοντας τα δύο κορίτσια να κοιτάζουν ανήσυχες.

«Να είστε επιεικής με τον βαθμό, δεν ξέρετε τι πέρασα και περνάω ακόμη για να φτάσει αυτό το κωλοχαρτο στα χέρια σας,» ήθελε να της πει η Αντζέλικα όμως κράτησε το στόμα της κλειστό.

«Όπως καταλαβαίνετε, δεν θα προλάβω να το διορθώσω τώρα. Θα το ξανακοιτάξω πιο προσεκτικά στο σπίτι μου, ωστόσο...» άφησε ένα έκπληκτο γελάκι, που την έκανε να μοιάζει τουλάχιστον πέντε χρόνια νεότερη, «είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένη με την εργασία σας. Όχι μόνο έχετε παραθέσει τις πηγές σας, αλλά έχετε βάλει παραπομπές, προσωπικά στοιχεία από την ζωή του Αλεξάντερ Χάμιλτον και φαίνεται πως έχετε διερευνήσει με πολύ σοβαρότητα το έργο του. Ίσως είναι πολύ νωρίς για να μιλήσω ακόμη, όμως νομίζω πως είναι από τις καλύτερες εργασίες που έχω παραλάβει.»

Η Άντρεα είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα. «Τι, όντως;» ρώτησε διστακτικά η Αντζέλικα.

«Ναι. Άξιζε η αναμονή φαίνεται,» είπε και γέλασε με το δικό της αστείο. Έπειτα έχωσε τα χαρτιά στον χαρτοφύλακα της. «Να με συγχωρείτε, το κουδούνι σε λίγο θα χτυπήσει» είπε και έφυγε από την αίθουσα αφήνοντας τα κορίτσια μόνα τους σε μια κακοφωτισμένη τάξη.

«Δεν μας κορόιδευε, έτσι;» μουρμούρισε η Άντρεα με ένα χαμόγελο που ολοένα και μεγάλωνε.

Η Αντζέλικα άφησε μια αναπνοή που δεν ήξερε πως κρατούσε. «Όχι! Θα πάρουμε τέλειο βαθμό στην ιστορία! Θα μας ανέβει ο μέσος όρος!» τσίριξε ενθουσιασμένη και σήκωσε τα χέρια της.

«Αυτό είναι τέλειο!»

«Το ξέρω!»

«Γιατί φωνάζουμε;»

«Δεν ξέρω, απλά είμαι πολύ χαρούμενη!»

Και τότε η Αντζέλικα, παρακινημένη από κάποια ανώτερη δύναμη που δεν της άφηνε περιθώρια για να κάνει πίσω, έφερε κοντά της την κοπέλα και την φίλησε.

Ήταν ένα κανονικό φιλί στα χείλη. Από εκείνα που ανταλλάσσουν οι άντρες πρωταγωνιστές με την κοπέλα των ονείρων τους στο τέλος της ταινίας. Από εκείνα που μπορεί να κρατάνε δευτερόλεπτα, αλλά νιώθεις πως κρατάνε αιώνες. Από εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις τετρακόσια συναισθήματα ταυτόχρονα, με το επικρατέστερο την ζαλάδα.

Περίμενε πως η Άντρεα θα αποτραβιόταν, ίσως και να της έδινε ένα χαστούκι που τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, εκείνη δεν έδειχνε να ενοχλείται από την χειρονομία. Μάλιστα, φαινόταν να είναι στην ίδια κατάσταση με την Αντζέλικα - το οποίο την φρίκαρε αρκετά ώστε να σταματήσει και να κάνει ένα βήμα πίσω.

«Σκατά,» μουρμούρισε με γουρλωμένα μάτια. Το πρόσωπο της πρέπει να είχε γίνει κατακόκκινο.

Γύρισε να κοιτάξει την Άντρεα. Είχε ένα σοβαρό απορημένο και άκρως αγχωτικό ύφος στο πρόσωπο της. «Τι ήταν αυτό;»

Δεν ήξερε τι να πει. Οι φωνές των παιδιών από την αυλή είχαν σταματήσει να ακούγονται, πλέον το μόνο που ηχούσε στην αίθουσα ήταν οι χτύποι της καρδιάς της. «Συγγνώμη.»

«Συγγνώμη για τι πράγμα;»

«Δ-Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό,» είπε και έκανε ακόμη ένα βήμα πίσω, μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε τον πίνακα. «Ας προσποιηθούμε... πως αυτό δεν συνέβη ποτέ.»

«Τι κι αν δεν θέλω να προσποιηθώ;»

Η Αντζέλικα ήταν έτοιμη να τρέξει με δύναμη, να σπάσει το τζάμι και να πέσει από το παράθυρο. Ή ακόμη καλύτερα, ήλπιζε μια μεγάλη τρύπα να ανοίξει στο έδαφος, να την καταπιεί και να μείνει εκεί για πάντα. Τα σενάρια στα οποία θα χανόταν από προσώπου γης έμοιαζαν απίστευτα ελκυστικά στο μυαλό της.

Σχεδόν όσο ελκυστικό όσο και το μειδίαμα που φορούσε η Άντρεα. «Χα,» έπιασε το πίσω μέρος του λαιμού της. «Δε το πιστεύω πως επιτέλους κάποιος άφησε την Αντζέλικα Βένους άφωνη.»

Η Αντζέλικα έκανε να φύγει, όμως ένα χέρι την τράβηξε πίσω. Τα χείλη των δύο κοριτσιών ακούμπησαν για ακόμη μια φορά, αυτή την φορά στιγμιαία. Όταν η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της, ήταν μόνη της στην αίθουσα.

Ένιωθε πως τα πόδια της δεν την στήριζαν αρκετά και έτσι έκατσε σε μια καρέκλα. Προσπάθησε να ηρεμήσει. Τι είχε μόλις συμβεί;


mwah astra-kai-noufara

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro