part twenty one
Δεδομένου του πόσο σημαντική ήταν εκείνη η μέρα για όλο το σχολείο, η Αντζέλικα δεν μπορούσε να μην περάσει μία ώρα μπροστά στην ντουλάπα της, κοιτάζοντας τα ρούχα της και προσπαθώντας να βρει το πιο κατάλληλο σύνολο. Δεν είχε ιδέα για το τι ήταν κοινώς αποδεκτό να φορέσει κανείς σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου. Με την βοήθεια της θείας Μάργκο, κατέληξε τελικά σε μια φουξ φούστα με ένα τζιν μπουφάν του ίδιου χρώματος από πάνω, σε συνδιασμό με μια άσπρη κολλητή κοντομάνικη μπλούζα.
«Μοιάζεις με χαρακτήρα από εφηβική ταινία του 2000,» ήταν το μοναδικό πράγμα που της είπε ο Θίο όταν την είδε. Εκείνος δεν είχε καθόλου διάθεση για τον αγώνα, φαινόταν από την γκριμάτσα που είχε κολλημένη στο πρόσωπο του. Είχε φορέσει ένα καρό πουκάμισο με μια άσπρη μπλούζα από μέσα και ένα μαύρο τζιν - το συγκεκριμένο στυλ δεν του πήγαινε καθόλου, αλλά αποφάσισε να μην το σχολιάσει.
Η θεία Μάργκο τον μάλωσε με το βλέμμα της. «Μην της λες τέτοια, γιατί μετά θα θέλει να αλλάξει και στο τέλος θα χάσετε το παιχνίδι!»
«Για κακό μας το λες αυτό;» μουρμούρισε το αγόρι και έκανε νόημα στην Αντζέλικα ότι έπρεπε να φύγουν. Εκείνη, αφού φίλησε για αντίο στο μάγουλο την θεία και έχωσε μερικές τσίχλες φράουλα στο στόμα της, τον ακολούθησε προς τα έξω. Θα περπατούσαν μέχρι το σχολείο, γιατί ο Χάρι δεν είχε σχολάσει ακόμη από την δουλειά του. Είχε αρχίσει να κάνει υπερωρίες στο ιατρείο και πλέον τα δίδυμα τον έβλεπαν λιγότερο.
Όταν έφτασαν έξω από το γήπεδο, συνειδητοποίησαν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Στη μια πλευρά των κερκίδων βρίσκονταν οι δικοί τους συμμαθητές και στην άλλη, μαθητές του Λυκείου του Ρόουζβιλ, που είχαν έρθει για να παρακολουθήσουν τον αγώνα. «Δεν ξέρω τι να σχολιάσω πρώτα,» μουρμούρισε άναυδη. «Οι χωριάτες έφτιαξαν μέχρι και πανό. Έχω εντυπωσιαστεί.»
Ο Θίο άφησε ένα μικρό γελάκι. «Είδα τον Πίτερ, μας έχει κρατήσει θέσεις. Πάμε;»
«Πήγαινε και θα έρθω σε λίγο,» του απάντησε και έδειξε με τον δείκτη της το τσαντάκι που κουβαλούσε. «Θέλω να φρεσκάρω το μακιγιάζ μου, δεν πρόλαβα να το κάνω καλά στο σπίτι.»
Εκείνος στριφογύρισε τα μάτια του αλλά έφυγε προς την μία κερκίδα, κοιτώντας γύρω του σε μια προσπάθεια να βρει κάποιον - λογικά την Τζεν. Η Αντζέλικα έκανε μια αναστροφή και κατευθύνθηκε προς τις τουαλέτες στο εσωτερικό του σχολείου, περπατώντας γρήγορα γιατί, παρόλο που δεν θα το παραδεχόταν, δεν ήθελε να χάσει το παιχνίδι.
Κανείς δεν ήταν στον χώρο του σχολείου και επικρατούσε μια υπερβολικά ανατριχιαστική σιωπή που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Άδειασε τα υπάρχοντα της τσάντας της στον νεροχύτη και ξεκίνησε την δουλειά. Πιάνοντας πρώτα την μάσκαρα, πήρε το πινελάκι και το έφερε κοντά στα μάτια της.
Μια γυναικεία τσιρίδα την διέκοψε και το πινελάκι έπεσε στο πάτωμα. Έντρομη η Αντζέλικα γύρισε να δει ποιος βγήκε από την τουαλέτα, για να δει ένα πολύ γνώριμο πρόσωπο.
«Ευχαριστώ πολύ γι αυτό,» είπε εκνευρισμένη. «Ένα καρδιακό επεισόδιο ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν.»
Η Άντρεα, ακόμη κρατώντας το χέρι στην καρδιά της, γέλασε. «Εγώ καλά σε βλέπω πάντως.»
Φορούσε την ποδοσφαιρική στολή, πιο τσαλακωμένη από ποτέ και στα χέρια της κρατούσε άλλα ρούχα, τα οποία έβαλε σε έναν μεγάλο αθλητικό σάκο λίγο πιο δίπλα από τις βρύσες. Τα σκούρα μαλλιά της ήταν όπως πάντα δεμένα σε μια ατημέλητη αλογοουρά από την οποία έφευγαν ολόκληρες τούφες. Έμοιαζε σαν να είχε τρέξει πολύ ώρα για να έρθει.
«Τι κάνεις εδώ; Το παιχνίδι ξεκινάει σε λίγο!»
Η Λατίνα ξεφύσηξε. «Λες να μην το ξέρω; Απλά αλλάζω εδώ πέρα, γιατί τα αποδυτήρια των κοριτσιών είναι πολύ στενά και...»
«Σε πιάνει κλειστοφοβία;» την ρώτησε κοροϊδευτικά η Αντζέλικα.
«Μεταξύ άλλων. Μάζεψε την μάσκαρα σου,» είπε «και κάνε πέρα.» Στάθηκε μπροστά στον νεροχύτη, κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη, προτού ανοίξει την βρύση και ρίξει νερό στο πρόσωπο της.
Η Αντζέλικα έβαλε ξανά τα πράγματα της στην τσάντα. Αυτό θα είχε πολύ πιο ενδιαφέρον από το να βαφτεί.
«Χα, αν δεν σε ήξερα καλύτερα, θα έλεγα πως είσαι αγχωμένη, Άντρεα» ξεκίνησε την συζήτηση.
Το κορίτσι σκούπισε τα χέρια του και το πρόσωπο της άτσαλα και έλυσε τα μαλλιά της για να τα ξαναδέσει. «Δεν με ξέρεις, Αντζέλικα και ναι, είμαι αγχωμένη. Θέλω να... Τέλος πάντων, το μόνο που έχει σημασία τώρα είναι να κάνω το Ρόουζβιλ σκόνη.»
«Έτσι όπως είσαι, μέχρι κι από μένα θα έχανες.» Μπορεί να μιλούσε ειρωνικά, όμως αλήθεια ένιωθε μια μικρή ανησυχία. «Το παιχνίδι ξεκινάει σε δέκα λεπτά. Έχεις λίγο χρόνο να πάρεις μια ανάσα αν θες.»
Προς έκπληξη του κοριτσιού, η Άντρεα την άκουσε. Έκατσε κάτω με την πλάτη της στον τοίχο και τα πόδια της απλωμένα. Έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμη να πάθει κρίση πανικού, αλλά η Αντζέλικα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη. Μονάχα μια φορά είχε δει άνθρωπο να παθαίνει κάτι τέτοιο και ήταν ο Θίο, λίγα χρόνια νωρίτερα. Η μητέρα τους είχε γονατίσει κοντά του και του ψιθύριζε οδηγίες. Μετά από λίγα λεπτά ο αδερφός της άρχισε να αναπνέει ξανά σταθερά.
«Μην με κοιτάς έτσι.»
«Πως;»
«Σαν να είμαι έτοιμη να πεθάνω από στιγμή σε στιγμή. Είμαι απλά λίγο κουρασμένη.» Για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα την είδε να χαμογελάει.
«Δεκτό,» μουρμούρισε εκείνη, ανακουφισμένη. Κοίταξε την έξοδο. Δεν ήταν σίγουρη εάν έπρεπε να την αφήσει μόνη της ή όχι, ο Θίο κι ο Πίτερ λογικά την περίμεναν. Κοίταξε ξανά την Άντρεα. «Έχεις ιδέα πόσο βρώμικο είναι το πάτωμα στο οποίο κάθεσαι;»
«Εσύ μου είπες να κάτσω!»
«Κι από πότε ακούς αυτά που σου λέω;» την ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι της. Η Άντρεα άφησε ένα έκπληκτο γελάκι, αλλά δεν απάντησε. Ευχαριστημένη με αυτό, η Αντζέλικα κοίταξε το ρολόι της. «Είσαι καλύτερα τώρα;» την ρώτησε διστακτικά.
Εκείνη σηκώθηκε και αφού τίναξε την πιθανή βρώμα από την στολή της, έγνεψε. Έμοιαζε πολύ καλύτερα από πριν. «Ναι, αρκετά. Ευχαριστώ.»
Την στιγμή διέκοψε μια άλλη ανδρική και ελαφρώς πανικόβλητη φωνή. «Άντρεα;»
Τα δύο κορίτσια βγήκαν από την τουαλέτα για να δουν τον Μπράιαν. Μόλις τις είδε, άφησε ένα εκνευρισμένο μουρμουρητό. «Άντρεα, σε ψάχνουμε εδώ και ώρα. Το παιχνίδι κοντεύει να αρχίσει!»
«Έχεις δίκιο, συγγνώμη. Άργησα να έρθω στο σχολείο και ήθελα να αλλάξω.»
Τις έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν προς τα έξω. Όταν η Λατίνα είχε αποκτήσει μια απόσταση από την Αντζέλικα και το αγόρι, εκείνος άνοιξε το στόμα του.
Δεν ήταν πως η Αντζέλικα δεν τον συμπαθούσε. Μιλούσαν περιστασιακά και μέσω μηνυμάτων και στο σχολείο, καθώς δεν είχε με κάποιον άλλον να κάνει παρέα. Μερικές φορές ωστόσο αγανακτούσε με την ηλίθια συμπεριφορά του. Ο Μπράιαν έκανε πάντα διακριτικές κινήσεις, στις οποίες η Αντζέλικα δεν μπορούσε να του το κάνει ξεκάθαρο ότι δεν ενδιαφερόταν γι αυτόν, γιατί μετά αυτός θα μπορούσε να πει πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του. Μπορεί να θεωρούνταν χαζός, όμως στον συγκεκριμένο τομέα είχε πολύ ύπουλη στρατηγική.
«Δεν ήξερα πως θα έρθεις στο παιχνίδι,» της άνοιξε συζήτηση όσο περπατούσαν.
«Ναι, το αποφάσισα τελευταία στιγμή,» είπε ψέματα.
Εκείνος έγνεψε. «Κατάλαβα. Λοιπόν, ανυπομονείς να με δεις να κάνω σκόνη τον Μπ- το Ρόουζβιλ;»
«Έχεις κάποιο προσωπικό θέμα με τον Μπιούλερ, έτσι; Δεν εξηγείται αλλιώς,» του είπε. Τελευταία προσπαθούσε να σταματήσει να είναι τόσο κουτσομπόλα, όμως δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.
Όλη του η έκφραση άλλαξε και πλέον έμοιαζε σαν άλλον άνθρωπο. «Ναι.» Ήταν φανερό πως δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέρειες.
«Εντάξει, δεν χρειάζεται να μου πεις.»
«Μπορώ να σου πω κάποια άλλη στιγμή, αλλά όταν είμαστε μόνοι μας,» πρότεινε εκείνος με ένα μικρό χαμόγελο και η Αντζέλικα προσπάθησε να μην κάνει γκριμάτσα. Πάλι προς τα εκεί πήγαινε η συζήτηση. Δίχως να ξέρει τι να πει σε αυτό, έγνεψε.
Πριν χωριστούν, η Άντρεα κι αυτός για να πάνε στο γήπεδο και η Αντζέλικα για να βρει τον αδερφό της, η τελευταία τους χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Καλή τύχη, κάντε τους υπόλοιπους χωριάτες περήφανους!» το οποίο κέρδισε μία αγενή χειρονομία από μέρους της κοπέλας.
Ο Θίο και ο Πίτερ κάθονταν στις κερκίδες. Στα γόνατα του δεύτερου είδε μια μεγάλη σακούλα ποπκορν με βούτυρο, στην οποία είχε χώσει την χούφτα του και κοιτούσε ενθουσιασμένος το γήπεδο, παρόλο που ακόμη δεν είχε αρχίσει το παιχνίδι. Ο αδερφός της δίπλα φαινόταν εντελώς αφηρημένος, κοιτούσε το απέραντο τίποτα με απόλυτη συγκέντρωση και ακόμη κι όταν η Αντζέλικα μπήκε μπροστά του, δεν ένιωσε την παρουσία της μέχρι που τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε χαμογελαστά και έκατσε ανάμεσα στα δύο αγόρια. Ο Πίτερ την χαιρέτησε και ξαναέστρεψε το βλέμμα του προς την ομάδα ποδοσφαίρου του Ρόουζβιλ. Τους κοιτούσε εξονυχιστικά, σαν να προσπαθούσε να εντοπίσει τις αδυναμίες τους με μονάχα μια ματιά.
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Τίποτα ιδιαίτερο, απλά περιμένω να αρχίσει ο αγώνας.»
«Κατάλαβα,» απάντησε. Ήταν εύκολο να δει κανείς πως εκείνη την ημέρα δεν ήταν καλά. Ήταν λες και όλη του η εμφάνιση συμφωνούσε με την διάθεση του. Στην Αντζέλικα φαινόταν σαν να ήταν πιο χλωμός και ασυνήθιστα αδύνατος σε σχέση με την προηγούμενη μέρα. «Που είναι η Τζεν; Δεν ήρθε στο παιχνίδι;» τον ρώτησε με ένα ύφος ανάμεσα στο κοροϊδευτικό και το σοβαρό.
Ο Θίο μόρφασε. «Κάθεται στις μπροστά θέσεις. Λογικά για να βλέπει καλύτερα τον Μπιούλερ,» μουρμούρισε το τελευταίο.
«Ή απλά δεν μπορούσε να έρθει τόσο ψηλά να κάτσει με το αναπηρικό αμαξίδιο, Θίο,» την υπερασπίστηκε η Αντζέλικα. Εκείνος στριφογύρισε τα μάτια του, αλλά δεν είπε τίποτα.
«ΠΑΨΤΕ! Αρχίζει!» άφησε μια τσιριχτή φωνή ο Πίτερ δίπλα τους και πετάχτηκε όρθιος.
Συνθήματα και φωνές ήχησαν σε όλο το γήπεδο όσο οι ομάδες παρουσιάστηκαν επίσημα και ξεκίνησαν να παίζουν. Η ξανθιά κοπέλα άφησε τον δίδυμο αδερφό της στην μιζέρια του, ξέροντας πως, όσο και να προσπαθούσε, δεν θα μπορούσε να τον κάνει να εξωτερικεύσει τα συναισθήματα του και μιμήθηκε τους υπόλοιπους συμμαθητές γύρω της.
Η ώρα περνούσε, αλλά καμία ομάδα δεν είχε βάλει γκολ ακόμη. Και οι δύο πλευρές ήταν εξίσου δυναμικές, με παίκτες που φαινόταν πως ήξεραν τι έκαναν. Παρόλ' αυτά, η Αντζέλικα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από την Άντρεα. Μέσα στο γήπεδο έβγαζε έναν εντελώς νέο εαυτό, όπου δεν δίσταζε να βάλει τις φωνές στους άλλους και να φανεί αυταρχική, τα έδινε όλα για την ομάδα της. Η αλογοουρά της είχε σχεδόν λυθεί, αλλά εκείνη δεν έχανε χρόνο να την φτιάξει, με αποτέλεσμα να μοιάζει με τρελή. Ακόμη κι έτσι, όμως, έμοιαζε όμορφη.
Στο μεταξύ, η Αντζέλικα είχε παθιαστεί. Βρήκε τον εαυτό της να στέκεται όρθια και να τσιρίζει μαζί με τον Πίτερ βρισιές, χωρίς να είναι σίγουρη σε ποιον απευθύνονταν. Το μόνο που ήξερε ήταν πως το Βάιολετ Χάιζ έπρεπε να νικήσει και πλέον το ζήτημα είχε γίνει προσωπικό. Μπορεί να ήταν χωριάτες, όμως τουλάχιστον ήταν οι καλύτεροι χωριάτες.
Ο Μπράιαν πήρε την μπάλα. Έδωσε πάσα στον Σέι. Ο Σέι την έδωσε στην Άντρεα. «ΒΑΛΕ ΓΚΟΛ ΚΟΡΤΕΖ, ΒΑΛΤΟ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ» άκουγε φωνές γύρω της, μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι μέσα σε αυτές ήταν και η δική της. Δεν την είχε δει ποτέ ξανά να τρέχει πιο γρήγορα στην ζωή της. Έφτασε λίγο πιο πέρα από το τέρμα και κλώτσησε την μπάλα προς τα δίχτυα.
Για λίγα δευτερόλεπτα, έπεσε απόλυτη σιωπή μέχρι που ακούστηκε ένας ομαδικός πανηγυρισμός. «ΝΑΙ!» άκουσε τον Πίτερ δίπλα της προτού αρχίσει και η ίδια να φωνάζει.
Η Άντρεα μόλις είδε πως έβαλε γκολ στα τελευταία λεπτά του αγώνα έπεσε κάτω στα γόνατα της. Σύντομα, η υπόλοιπη ομάδα είχε πέσει πάνω της πανηγυρικά και φώναζε με χαρά.
Και έτσι όπως ήταν, μέσα στον ιδρώτα, με τα μισά μαλλιά δεμένα και τα μισά άλυτα, με λερωμένη από χώματα στολή, κοίταξε την Αντζέλικα.
Κι εκείνη ένιωσε κάτι.
Ω, όχι.
astra-kai-noufara αφιερωμένο <3
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro