part twenty eight
Ο Θίο πίστευε πως είχε μια καλή αίσθηση της ταυτότητας του, πως κατείχε την αρετή της αυτογνωσίας και αναγνώριζε τόσο τα ελαττώματα του όσο και τα πλεονεκτήματα του στο έπακρο. Πίστευε πως το μέλλον του θα χαρακτηριζόταν από επιτυχίες στον ακαδημαϊκό τομέα, έπειτα θα αναλάμβανε την οικογενειακή επιχείρηση (εξάλλου γι αυτό τον είχε μεγαλώσει ο πατέρας του, για να γίνει ένας ικανός κληρονόμος, ένας σωστός Βένους) και η ζωή του έπειτα απ' αυτό θα ήταν κάτι για το οποίο θα ανησυχούσε αργότερα.
Τα σχέδια του σίγουρα είχαν ανατραπεί κατά πολύ με την μετακόμιση του στο Βάιολετ Χάιζ. Ήταν κάτι που θα μπορούσε να τον πάρει από κάτω, αλλά όλως παραδόξως αυτό δεν συνέβη.
Πάντως το σκηνικό που ζούσε εκείνη την στιγμή ήταν κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να προβλέψει.
Ο καθηγητής που θα τους επιτηρούσε κατά την διάρκεια της τιμωρίας ήταν ο κύριος Τζένινγκς, κάτι που ανακούφισε ιδιαίτερα τον Θίο και την Άντρεα, που μόλις μπήκαν στην αίθουσα πίσω από εκείνον. Ήταν η καλύτερη περίπτωση πάνω στην οποία μπορούσαν να πέσουν, αφού ο Τζένινγκς φαινόταν να μην τον ενδιαφέρει τόσο η συμμόρφωση των μαθητών όσο το σάντουιτς με αυγό που είχε τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο.
Η Άντρεα του έκανε νόημα να κάτσουν μαζί και παρά τις αμφιβολίες του, τελικά τράβηξε τη καρέκλα δίπλα της και έκατσε. Σε αντίθεση με εκείνον, φαινόταν να είχε βγει από τον καυγά δίχως ούτε μια γρατζουνιά. Φυσικά, ο Μπράιαν δεν θα χτυπούσε ποτέ κορίτσι. Ενστικτωδώς, ακούμπησε όσο πιο απαλά γινόταν το σημείο που του είχε μείνει η μελανιά.
Ο Τζένινγκς κάθισε στην έδρα απέναντι τους. «Λοιπόν, θα κάτσετε εδώ μέχρι τις τέσσερις. Επιτρέπεται να μιλάτε, αλλά ψιθυριστά, αλλά απαγορεύεται να βγείτε από δω μέσα. Όχι κινητά.» Η βαριά σκωτσέζικη προφορά του το έκανε πολύ δύσκολο για τον Θίο να καταλάβει τι εννοούσε.
Όταν ο άντρας επέστρεψε στο φαγητό και το βιβλίο του (μια άθλιας κατάστασης έκδοση του ''Περηφάνια και Προκατάληψη''), εκείνος συνειδητοποίησε πόσο βασανιστικά θα περνούσε η ώρα. Δεν είχε ξαναμιλήσει ποτέ με την Άντρεα, ό,τι ήξερε για εκείνη το ήξερε από την αδερφή του. Ο ίδιος δεν είχε θέμα να μείνει με κλειστό το στόμα μέχρι το τέλος της τιμωρίας, κάνοντας τα μαθήματα του για την επόμενη μέρα, όμως η Λατίνα δεν φαινόταν να έχει την ίδια ιδέα.
Τον σκούντηξε ελαφρά στα πλευρά με τον αγκώνα της. «Δεν έχουμε γνωριστεί ποτέ επίσημα,» του είπε. Ήταν αρκετά εύθυμη, δεδομένου του που βρίσκονταν. «Είμαι η Άντρεα.»
Κάνανε χειραψία (το οποίο θεωρούσε εντελώς μη απαραίτητο ο Θίο. Ήξεραν ο ένας το όνομα του άλλου εξάλλου) και εκείνη ήταν η στιγμή που ο ίδιος θεώρησε πως έπρεπε να μιλήσει για τον καυγά. «Ξέρεις, σε ευχαριστώ... που με βοήθησες με τον Μπράιαν.»
«Μην το σκέφτεσαι καν.»
«Το σκέφτομαι, γιατί εξαιτίας μου είσαι στην τιμωρία τώρα.» Ίσως η τιμωρία να ήταν μεγαλύτερο θέμα για εκείνον παρά για τους υπόλοιπους ανθρώπους της ηλικίας του, όμως το θεωρούσε απαράδεκτο και τρόμαζε στην ιδέα να μαθευτεί αργότερα.
«Θίο, απάντησε μου σε αυτό,» είπε κι αμέσως χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. «Το μετάνιωσες που έδωσες μπουνιά στον Μπράιαν;»
Η πρώτη του σκέψη ήταν 'ναι'. Δεν ήταν άνθρωπος που κατέφευγε στην βία και δεν ήθελε να μεταλλαχτεί σε έναν από αυτούς τους Νεάτερνταλ που πάντοτε κορόιδευε. Έπειτα θυμήθηκε το τι συνέβη, το πως ουσιαστικά ανάγκασε την αδερφή του να κάνει come out, το πως αυτό που έκανε λόγω πικρίας την έφερε στο σημείο να παθαίνει κρίση πανικού. Θυμήθηκε πόση ικανοποίηση ένιωσε όταν η γροθιά του ήρθε σε επαφή με το πρόσωπο του κοκκινομάλλη. Μόνο αυτή τη φορά, σκέφτηκε.
«Μπα.»
Η Άντρεα άρχισε να γελάει. Ήταν πολύ όμορφη όταν ήταν χαλαρή, ο Θίο σίγουρα μπορούσε να καταλάβει τι της έβρισκε η Αντζέλικα. «Τότε κι εγώ δεν μετανιώνω που σε βοήθησα,» του είπε κι εκείνος της χαμογέλασε.
Για λίγο φάνηκε πως δεν θα συνεχιζόταν η συζήτηση, οπότε ο Θίο έβγαλε τις σημειώσεις της χημείας του για να κάνει μια επανάληψη στην θεωρία. Ο ακατάστατος και βιαστικός γραφικός χαρακτήρας του θύμιζε περισσότερο ιερογλυφικά παρά γράμματα και για να τα αποκωδικοποιήσει θα χρειαζόταν να καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια. Ήταν έτοιμος να τα παρατήσει, όταν συνειδητοποίησε πως η κοπέλα δίπλα του κοιτούσε επίσης το τετράδιο του.
«Συνήθως δεν κάνω τέτοια γράμματα,» ήταν το πρώτο πράγμα που είπε. Ένιωθε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ακόμη κι αν κυριολεκτικά κανείς δεν θα ενδιαφερόταν για κάτι τόσο ασήμαντο.
«Ναι, καταλαβαίνω. Ο Μάικ Βαζόφσκι μιλάει υπερβολικά γρήγορα,» είπε, χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι που είχαν βγάλει οι μαθητές στον καθηγητή της χημείας. «Να, αν θες μπορείς να αντιγράψεις από τις δικές μου σημειώσεις.» Έβγαλε από την τσάντα της ένα μεγάλο πρόχειρο και του το έδωσε.
Και για όσους ήξεραν τον Θίο, ήξεραν πως αυτή ήταν μια από τις πιο γλυκές χειρονομίες που μπορούσε κανείς να του κάνει. «Ευχαριστώ πολύ.»
Δεν πρέπει να είχε περάσει πολύ ώρα, όταν από το μεγάφωνο της αίθουσας ακούστηκε μια πολύ γνωστή φωνή. «Ο κύριος Τζένινγκς να παρουσιαστεί στο γραφείο του λυκειάρχη παρακαλώ.» Ακουγόταν σαν την Τζεν, αν κρατούσε κλειστή τη μύτη της και προσπαθούσε να μιμηθεί την πιο δυτική προφορά που μπορούσε. Αλλά δεν θα μπορούσε να είναι αυτή, σκέφτηκε ο Θίο.
Ο Τζένινγκς αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος. Γύρισε στα παιδιά για να τους πει πως θα γυρίσει σύντομα και να μην το κουνήσουν από την αίθουσα και μετά έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Σου φάνηκε κι εσένα περίεργη η φωνή της γραμματέως;» ρώτησε διστακτικά την Άντρεα που έγνεψε καταφατικά. Την είδε να βγάζει από το μπουφάν της το κινητό της, τυλιγμένο με ένα ζευγάρι ακουστικά, για να τσεκάρει τα μηνύματα της. Ο Θίο προτίμησε να αγνοήσει το γεγονός πως το όνομα της αδερφής του ήταν το πρώτο που εμφανίστηκε στις ειδοποιήσεις της.
Πριν προλάβει να επιστρέψει στην αντιγραφή των σημειώσεων, η πόρτα άνοιξε με ένα δυνατό θόρυβο και μέσα μπήκε η Τζεν, τσουλώντας το αμαξίδιο της.
«Τι κάνεις εδώ;!» φώναξε έκπληκτος ο Θίο.
«Ο Πίτερ θα έρθει σε λίγο,» εξήγησε τελικά. «Θέλαμε να δούμε πως ήσασταν, μιας και δεν είχαμε την ευκαιρία να τα πούμε νωρίτερα.» Πήρε μια ανάσα, χωρίς να πάψει να χαμογελάει. «Τα πρόσωπα σας αυτή τη στιγμή είναι ότι καλύτερο.»
«Εσείς καλέσατε τον Τζένινγκς;» ρώτησε η Άντρεα και όταν η Τζεν έγνεψε, τα δύο κορίτσια έσκασαν στα γέλια. Ο Θίο δεν ήξερε πως τα δύο κορίτσια γνωρίζονταν επίσημα, πόσο μάλλον βρίσκονταν σε τόσο φιλικό επίπεδο. Αλλά αυτό δεν τον εξέπληξε, είχε συνειδητοποιήσει άλλωστε πως στο Λύκειο μιας τόσο μικρής πόλης, όλοι μιλούσαν με όλους και ειδικότερα στο συγκεκριμένο σχολείο, δεν φαινόταν να υπάρχουν κλίκες, όπως στο προηγούμενο στο οποίο πήγαινε.
«Τώρα πέρα από την πλάκα, Άντρεα, λυπάμαι πολύ γι αυτό που συνέβη,» της αποκρίθηκε η Τζεν όταν ηρέμησαν τα πνεύματα. «Δεν το πιστεύω πως ο Μπράιαν είναι τόσο μαλάκας! Κι εσύ κι η Αντζέλικα αξίζετε πολύ καλύτερα.» Η Λατίνα της χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη. «Κι εσύ, Θίο! Θεέ μου, δεν το ήξερα πως το είχες μέσα σου να ξεκινήσεις καυγά.» Δεν τον κοιτούσε στα μάτια, ήταν πολύ συγκεντρωμένη στη μελανιά του προσώπου του και έμοιαζε να κάνει στο μυαλό της υπολογισμούς για το πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση.
«Ναι, ούτε εγώ...» Κατάλαβε πως την κοιτούσε για πολύ ώρα κάνοντας το περίεργο όταν η Άντρεα έβηξε. «Οπότε μιλάμε ξανά; Γιατί με απέφευγες κάπως. Καλά, για να είμαι δίκαιος κι εγώ σε απέφευγα. Αποφεύγαμε ο ένας τον άλλον.»
«Είμαστε εντάξει,» τον διαβεβαίωσε εκείνη, παρόλο που παρατήρησε κάτι διαφορετικό στο βλέμμα της. Ο Θίο αναρωτιόταν αν, όλες αυτές τις μέρες που δεν μιλούσαν, εκείνη μιλούσε περισσότερο με τον Μπιούλερ. Θα συζητούσαν για τον χορό και το τι θα βάλουν, ώστε να ταιριάζουν, μιας και θα πήγαιναν μαζί. Σκέφτηκε πόσο πολύ θα της πήγαινε ένα μωβ φόρεμα που θυμόταν πως είχε δει την Αντζέλικα να φοράει σε μια φωτογραφία στο προφίλ της. Αν και δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα ήταν πανέμορφη ακόμη κι αν φορούσε μια σακούλα σκουπιδιών.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Πίτερ κι αφού έλεγξε αν υπήρχε κανείς πίσω του να τον κυνηγάει στον διάδρομο, άφησε μια σιγανή τσιρίδα, έκλεισε πίσω την πόρτα και έτρεξε να αγκαλιάσει τον Θίο και την Τζεν, που καθόταν δίπλα του.
Η Άντρεα φαινόταν να νιώθει άβολα. «Έλα κι εσύ, αξίζεις μια αγκαλιά περισσότερο από οποιονδήποτε!»
Μετά την ομαδική αγκαλιά που κράτησε περισσότερο απ' όσο θα ήθελε ο Θίο, ο Πίτερ ψιθύρισε κάτι στο αυτί της Τζεν και έπειτα γύρισε στους άλλους δύο. «Συγγνώμη που δεν μπορούμε να κάτσουμε περισσότερο, αλλά από στιγμή σε στιγμή θα καταλάβουν τι κάναμε και αν μας δουν εδώ...»
Μετά από λίγο επέστρεψε γεμάτος νεύρα ο Τζένινγκς και η τιμωρία επέστρεψε στο κανονικό. Η Άντρεα εξακολουθούσε να έχει το κινητό κάτω από το θρανίο, προσπαθώντας διακριτικά να πληκτρολογήσει τα μηνύματα της.
«Δηλαδή τώρα εσύ κι η Αντζέλικα είστε ζευγάρι;» την ρώτησε τελικά ο Θίο.
Εκείνη φάνηκε να δυσκολεύεται να δώσει μια απάντηση. «Υποθέτω πως ναι. Κάπως έτσι.»
Κάγχασε. «Καλή τύχη με αυτό.»
«Έι, τι σημαίνει αυτό;»
«Τίποτα, απλά... να κουβαλάς παυσίπονα μαζί σου, γιατί αυτή η κοπέλα είναι σκέτος πονοκέφαλος.»
Εκείνη άρχισε να γελάει δυνατά όμως το αυστηρό βλέμμα του Τζένινγκς την έκανε να κλείσει το στόμα με το χέρι της για να σταματήσει. «Ναι, το έχω καταλάβει,» απάντησε στον Θίο. «Ξες, δεν είσαι ενοχλητικός όπως σε είχε περιγράψει.»
«Ενοχλητικός; Είπε εμένα ενοχλητικό; Εμένα; Εγώ είμαι ο ενοχλητικός από τους δυο μας;»
«Δικά της λόγια, όχι δικά μου!»
«Έμπλεξα σε καυγά για χάρη της κι αυτό είναι το ευχαριστώ μου...» είπε, όσο πιο δραματικά μπορούσε. Δεν ήταν καν εκνευρισμένος με την αδερφή του, απλά ήθελε να συνεχίσει την συζήτηση με την Άντρεα. Ήταν από αυτούς τους ανθρώπους που τον έκαναν να νιώθει άνετα, παρόλο που αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχαν μιλήσει.
«Αχάριστη, εντελώς,» συμφώνησε με τον ίδιο τόνο. «Αν δυσκολεύεσαι τόσο να διαχειριστείς την Αντζέλικα, σκέψου τι τραβάω εγώ που έχω τέσσερα αδέρφια.»
Του μίλησε για τα αδέρφια της και συγκεκριμένα, τον Ματίας, που ήταν ο μεγαλύτερος μπελάς σύμφωνα με τα λόγια της. Της πήγαινε συνεχώς κόντρα και ήταν ένα μικρό αντιδραστικό δεκάχρονο με διάσπαση ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητα. Του ομολόγησε πως η αδυναμία της ήταν ο Μάριο, ο μικρότερος πέρα από την μπέμπα. Δεν ανέλυσε το γιατί, αλλά φαινόταν να είναι υπερπροστατευτική όταν είχε να κάνει με αυτόν. Του έδειξε και την φωτογραφία που είχε στην οθόνη του κινητού της, όπου ήταν όλα τα αδέρφια μαζί. Ο Θίο παρατήρησε πως όλα έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, ακόμη και η μικρή Ρεμπέκα την οποία κρατούσε στην αγκαλιά της φαινόταν πως, όταν μεγάλωνε, θα γινόταν φτυστή η Άντρεα.
Μέχρι να τελειώσει η τιμωρία, ο Θίο κι η Άντρεα δεν σταμάτησαν να μιλάνε. Για την καταγωγή της δεύτερης και για το ταξίδι που είχε κάνει ο Θίο με τον πατέρα του στην Κούβα πριν πολλά χρόνια, για το ποδόσφαιρο και την έχθρα του σχολείου με το Ρόουζβιλ (ο Θίο δεν συγκρατήθηκε και προσπάθησε να αποσπάσει πληροφορίες για τον Μπιούλερ. Τι; Τουλάχιστον ας ήξερε με τι είδος ανθρώπου θα έβγαινε η Τζεν), για το κοινό μίσος τους προς την μουσική κάντρι, ακόμα και για την υψοφοβία του Θίο και την κυριολεκτική εμμονή της Άντρεα με τις τσίχλες καρπούζι.
Όταν γύρισε σπίτι, ο Θίο ένιωθε πολύ καλύτερα για τα πάντα. Μπορεί να είχαν καταστραφεί όλα του τα σχέδια, όμως ίσως τελικά να άξιζε.
ο θιο κι η αντρεα είναι γκολς
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro