part twelve
Το τελευταίο πράγμα που ήθελε εκείνο το πρωινό ο Θίο ήταν να κάνει μικροσυζήτηση με τον Μπράιαν. Ενώ δεν είχε πρόβλημα με το να κρατούσαν επαφή (αν και ήλπιζε η επαφή να ήταν όσο πιο περιορισμένη γινόταν), το να του μιλάει του φαινόταν εξουθενωτικό.
Ο κοκκινομάλλης σε κάποια φάση αποφάσισε πως καλό θέμα συζήτησης θα ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε ούτε στο ελάχιστο. Έδειξε διακριτικά ένα κορίτσι που προσπαθούσε να χωρέσει τα βιβλία της στο ντουλαπάκι της. «Δεν ξέρω γιατί μερικά κορίτσια φοράνε κολάν όταν δεν έχουν το κατάλληλο σωματότυπο,» σχολίασε και άφησε ένα γελάκι.
Ο Θίο ξαναέριξε μια, ίσως και όχι πολύ διακριτική ματιά στην κοπέλα. Δεν έβρισκε κάτι άσχημο στο σώμα της. Μπορεί να μην ήταν σαν τις γυναίκες στα περιοδικά και την τηλεόραση, αλλά αυτό δεν σήμαινε πως της έλειπε κάτι. Αν μη τι άλλο, ήταν κανονική.
Αλλά ξέροντας πως ποτέ δεν θα μπορούσε να εξηγήσει στον Μπράιαν πόσο σεξιστικό ήταν αυτό που είπε χωρίς να φάνε όλη την ημέρα, απλά έγνεψε αόριστα.
Αυτό κι άλλα πολλά συζητούσε αργότερα με τον Πίτερ, καθισμένοι σε ένα πεζούλι της αυλής. Εκείνη την ημέρα, σε αντίθεση με την υπόλοιπη εβδομάδα, είχε καλό καιρό. Ο ήλιος έκαιγε το δέρμα των μαθητών που έκαναν βόλτες στην αυλή αλλά παρόλ'αυτά, είχε λίγη δροσιά. Τα δύο αγόρια είχαν το κολατσιό τους στα χέρια και συζητούσαν όσο απολάμβαναν το φαγητό τους.
Είχαν εξαντλήσει τα περισσότερα θέματα για τα οποία μιλάει κανείς με κάποιον που δεν ξέρει πολύ καιρό, κι όμως ελπίζει να μάθει τον συνομιλητή του καλύτερα. Ο Θίο ήδη ένιωθε πως γνώριζε καλύτερα τον Πίτερ κι ας μην έκαναν παρέα παρά μόνο μια εβδομάδα. Ήξερε πως το αγόρι είχε μια μεγαλύτερη αδερφή που σπούδαζε βιολογία, λάτρευε τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας και περιπέτειας, σιχαινόταν τις ρομαντικές κωμωδίες γιατί πιο συχνά τις έβρισκε προβληματικές παρά αστείες, ήταν αλλεργικός στα κεράσια, πίστευε πως η Αμερική ήταν η χειρότερη χώρα σε όλο τον πλανήτη, ήθελε να γίνει φυσικός και να δουλέψει στον τομέα της έρευνας αλλά το μεγαλύτερο όνειρο του ήταν να πάει στις Φιλιππίνες, από τις οποίες καταγόταν.
Ο Θίο ένιωθε λίγο ένοχα που δεν είχε μοιραστεί τόσες πληροφορίες μαζί του, αλλά ανακουφίστηκε όταν ο Πίτερ τον διαβεβαίωσε πως δεν χρειαζόταν εφόσον ο ίδιος δεν ένιωθε άνετα. Κι όμως, το περίεργο ήταν πως ο Θίο ένιωθε πολύ άνετα με το αγόρι απέναντι του. Οι συζητήσεις τους δεν του προκαλούσαν ούτε κούραση, ούτε άγχος, παρά μόνο τον άφηναν με ένα αίσθημα ικανοποίησης που είχε καταφέρει να βρει κάποιον που όντως συμπαθούσε στο νέο σχολείο.
«Έι, βλέπεις εκείνο το κορίτσι;» τον σκούντηξε μετά από λίγο ο Πίτερ και του έδειξε κάποια που ο Θίο θα ορκιζόταν πως ήξερε. Τι πάθατε σήμερα όλοι με τα κορίτσια; ήθελε να τον ρωτήσει όταν στο μυαλό του ήρθε ο "διάλογος" του με τον πρώην διπλανό του. Όταν έγνεψε, ο Πίτερ γύρισε να τον κοιτάξει με ένα μικρό στραβό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπο του.
«Τι, σου αρέσει;» τον ρώτησε τελικά, προσπαθώντας να καταλάβει προς τα που πήγαινε η συζήτηση. Όταν ο Πίτερ έγνεψε καταφατικά, ξαφνικά ο Θίο θυμήθηκε από που την ήξερε. Σκούρα φαρδιά ρούχα, μαλλιά που από βαμμένα μαύρα είχαν γίνει γαλάζια και γυαλιά ηλίου.
«Λιάν, σωστά;» κατάφερε να θυμηθεί και το όνομα της κοπέλας. Ήταν το πρώτο άτομο για το οποίο η Τζεν τον είχε βάλει να μαντέψει την ζωή του. «Πάει πρώτη λυκείου;»
Ο Πίτερ έμεινε στήλη άλατος για λίγο, μέχρι που συνήλθε. «Ναι, την ξέρεις;»
«Μπα, όχι ακριβώς.»
Εκείνος συνέχισε. «Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει. Λίγο. Απλά δεν... κοίτα, δεν ξέρει πως υπάρχω.» Έκανε μια παύση. «Όμορφη δεν είναι;»
«Ναι, υποθέτω,» του απάντησε ο ξανθός. «Ξέρεις αν έχει αγόρι; Γιατί δεν πας να της πιάσεις συζήτηση;»
«Έχω μια υποψία πως μπορεί να έχει γιατί την ακολουθώ στο Instagram και ανεβάζει συχνά κάτι αποφθέγματα που αναφέρονται σε αγόρια οπότε... τουλάχιστον ξέρω ότι της αρέσουν τα αγόρια...» απάντησε στο πρώτο ερώτημα. Ο Θίο παρατήρησε τα μάγουλα του παχουλού φίλου του να γίνονται σιγά σιγά ροζ. «Και δεν μπορώ φυσικά να πάω να της μιλήσω στο άκυρο. Θα νομίζει πως είμαι κανένα φρικιό.»
«Τυχαίνει να ξέρω πως της αρέσει ο Shawn Mendes,» προσπάθησε να βοηθήσει, προτείνοντας ένα θέμα συζήτησης ο Θίο.
Ο Πίτερ τον κοίταξε σαν να ήταν ο πιο ηλίθιος άνθρωπος στον πλανήτη. «Και τι θες να κάνω με αυτήν την πληροφορία; Να πάω να της τραγουδήσω I know I can treat you better than he can;!»
Ήξερε πως το έλεγε σαρκαστικά, αλλά ο Θίο δεν μπορούσε παρά να σκάσει στα γέλια στην ιδέα του φίλου του να το κάνει στ αλήθεια. Ο Πίτερ δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και τον μιμήθηκε, κάτι που κατέληξε σε ένα δεκάλεπτο κατά το οποίο είχε πιάσει και τα δύο αγόρια νευρικό γέλιο που δεν μπορούσε να σταματήσει.
Όταν τελικά κατάφεραν να συνέλθουν, ο Θίο πήρε μια βαθιά ανάσα για να ξαναγεμίσει τα πνευμόνια του. Ήταν η πρώτη φορά που γελούσε έτσι και η αλήθεια ήταν πως δεν περίμενε να πονάει τόσο το στομάχι του.
«Τι μπορεί να σας φάνηκε τόσο αστείο;» τους διέκοψε μια κοριτσίστικη φωνή και ο Θίο γύρισε για να δει την Τζεν, που τους κοιτούσε με απορία αλλά ταυτόχρονα ένα ίχνος χαμόγελου που κυρίως απευθυνόταν σε εκείνον - σαν να του έλεγε τηλεπαθητικά ότι δεν πίστευε πως τον έβλεπε έτσι.
Ο Πίτερ την χαιρέτησε ευδιάθετα και έμοιαζε να έχει ξεχάσει ήδη την μελαγχολία που τον είχε πιάσει όσο μιλούσαν για το κορίτσι που του άρεσε. «Μεγάλη ιστορία,» της απάντησε και ο Θίο έγνεψε. Κάτι μέσα του τον έκανε να νιώθει περήφανος που η κοπέλα τον είχε δει σε αυτή τη κατάσταση, σαν να της είχε αποδείξει πως είχε κάνει λάθος γι αυτόν.
«Εντάξει τότε, δεκτό. Να κάτσω μαζί σας;»
Τότε ο Πίτερ γούρλωσε τα μάτια και σηκώθηκε απότομα, σαν να του είχαν κάνει ηλεκτροσόκ. Κοίταξε πρώτα τον Θίο και έπειτα την Τζεν. Έπειτα, σήκωσε το πλέον άδειο σακουλάκι που πριν λίγο είχε μέσα το φαγητό του και τους το έδειξε. «Πάω να το πετάξω.» Κι έφυγε.
Για λίγα δευτερόλεπτα, ο Θίο προσπάθησε να καταλάβει τι μπορεί να συνέβη που έκανε τον φίλο του να φύγει έτσι ξαφνικά. Και μετά κατάλαβε. Σημείωση προς τον εαυτό του - να βρίσει τον Πίτερ αργότερα.
Σκεφτόταν τι να πει για να αρχίσει συζήτηση και ίσως έκανε πολύ ώρα, γιατί στο μεταξύ επικρατούσε μια ελαφρώς αμήχανη σιωπή. Ο εγκέφαλος του του φώναζε να πει κάτι, οτιδήποτε πριν η Τζεν φύγει και το αγόρι είχε αγχωθεί.
«Τι κάνεις;»
«Ναι!» του βγήκε αυθόρμητα λόγω της νευρικότητας του και κοκκίνησε όταν κατάλαβε πως αυτό που είπε δεν έβγαζε νόημα. «Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό. Καλά είμαι. Εσύ;»
Εκείνη χαμογέλασε κοιτώντας κάτω. «Είμαι μια χαρά.» Ήταν πολύ όμορφη εκείνη την ημέρα, όχι ότι είχε και μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο κίτρινο ζιβάγκο και από πάνω ένα τζιν μπουφάν. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια χαλαρή πλεξούδα που έπεφτε στον ώμο της.
Αποφάσισε πως δεν θα ήταν πολύ ευγενικό αν την κοιτούσε τόση ώρα, γι αυτό πήρε το βλέμμα του από πάνω της και γύρισε μπροστά του.
«Έχεις αποφασίσει σε ποια σχολική ομάδα θα συμμετέχεις;» τον ρώτησε τελικά.
«Εννοείς σαν κλαμπ;» Εκείνη έγνεψε. «Ο Πίτερ μου πρότεινε να μπω στης πληροφορικής επειδή είναι κι αυτός αλλά δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.»
«Άλλες επιλογές είναι να μπεις στην μπάντα, στην ομάδα σκακιού, στην ομάδα επιχειρημαρολογίας που θα είναι το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου ή να μπεις στην ομάδα ποδοσφαίρου. Εγώ είμαι στο κλαμπ αστρονομίας.»
Ο Θίο το σκέφτηκε για μια στιγμή. Απ' όλες τις ομάδες, αυτή που του κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν της αστρονομίας. Εξάλλου, δεν ήταν καλός στα αθλήματα, δεν του άρεσε να μιλάει πολύ για να μπει στο κλαμπ επιχειρηματολογίας και ήξερε ήδη να παίζει πιάνο και σκάκι. Το ότι ήδη θα είχε κάποιον γνωστό εκεί ήταν ένα επιπλέον πλεονέκτημα.
«Ενδιαφέρον ακούγεται,» της είπε, ακόμα αναλογιζόμενος τις επιλογές του.
«Είναι! Θα σου αρέσει πολύ πιστεύω,» του απάντησε. «Αν θέλεις μετά το σχολείο μπορώ να έρθω μαζί σου να γραφτείς.»
«Πρέπει να γραφτώ;» γκρίνιαξε εκείνος σιγανά. Η ιδέα του να πρέπει να καθυστερήσει να γυρίσει σπίτι του εκείνη την ημέρα ήταν φριχτή και ειδικότερα επειδή σχεδίαζε να αρχίσει ένα βιβλίο του Χάρι σχετικά με την ελληνική μυθολογία.
«Προφανώς. Τι, είσαι τόσο απασχολημένος μετά το σχολείο;» τον πείραξε.
«Ίσως έχω σχέδια,» συνέχισε εκείνος πεισματάρικα.
«Έχεις;»
Εκείνος έκανε μια παύση. «Όχι. Αλλά θα μπορούσα.»
«Σίγουρα, Θίοντορ.» Άρχισε να γελάει με το ύφος του αγοριού στο άκουσμα του ολόκληρου ονόματος του. Ένιωσε κάτι περίεργο όταν την άκουσε να τον φωνάζει έτσι, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. «Ω, η φάτσα σου ήταν ανεκτίμητη. Κανένας δεν σε φωνάζει Θίοντορ;»
«Οι γονείς μου... απλά δεν το έχω συνηθίσει. Σχεδόν είχα ξεχάσει πως κανονικά με λένε έτσι.»
«Χμ. Τι λες να σε φωνάζω Τέντι τότε;»
Ο Θίο έκανε μια γκριμάτσα. «Τι κακό έχει το όνομα μου;»
«Μα Θίο σε φωνάζουν όλοι,» παραπονέθηκε εκείνη και τότε επέστρεψε ο Πίτερ.
Έκατσε διστακτικά στην άκρη, ώστε να μην μπει ανάμεσα στον Θίο και το κορίτσι. «Τι έχασα;»
«Απλά μιλούσα με τον Θίοντορ.»
«Τζεν!»
«Ω, Θεέ μου. Θίοντορ,» κορόιδεψε με ψεύτικη βρετανική προφορά ο Πίτερ και σήκωσε το μικρό του δαχτυλάκι κάνοντας ότι πίνει τσάι.
«Πίτερ!» φώναξε εκείνος αλλά δεν μπορούσε να μην γελάσει.
Οι τρεις νέοι συνέχισαν να συζητάνε και να γελάνε για τόση ώρα που στον Θίο έμοιαζε μια ολόκληρη ημέρα. Δεν πίστευε πως θα διασκέδαζε τόσο καθισμένος σε ένα σκονισμένο πεζούλι μαζί με ανθρώπους με τους οποίους υπό άλλες συνθήκες ίσως να μην μιλούσε ποτέ. Η διασκέδαση για τον Θίο ήταν να κάθεται ολομόναχος στο δωμάτιο του με ανοιχτά τα παράθυρα και να διαβάζει στο γραφείο του βιβλία και εγκυκλοπαίδειες σχετικά με την ιστορία αρχαίων πολιτισμών ή ευρύματα διάσημων αρχαιολόγων. Όμως τελικά οι άνθρωποι ίσως να είναι κάτι παραπάνω από την ζώνη ασφαλείας τους.
Μετά από λίγο, η Τζεν έφυγε για να μιλήσει στον Κέιντεν, αφήνοντας τα αγόρια μόνα τους. Ο Πίτερ, αφού βεβαιώθηκε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά για να μην μπορεί να τους ακούσει, κοίταξε τον Θίο με ένα ανυπόμονο χαμόγελο που έφτανε μέχρι τα αυτιά του.
«Άτιμε! Με άφηνες πριν να μιλάω τόση ώρα για την Λιάν αλλά δεν έλεγες πως σου αρέσει η Τζεν!» Χτύπησε τα χέρια του δυνατά. «Πες τα όλα.»
Ο Θίο πανικοβλημένος του έδωσε μπουνιά στο μπράτσο. «Μην φωνάζεις.»
«Αου!»
«Δεν μου αρέσει η Τζεν!» Θυμήθηκε το πως, έχοντας ανταλλάξει μόνο ένα βλέμμα μπροστά τους, ο Μπράιαν και ο φίλος του κατευθείαν υπέθεσαν το ίδιο που τώρα έλεγε και το αγόρι απέναντι του. «Εννοώ, ναι, την συμπαθώ, είναι σπουδαία αλλά μέχρι εκεί.»
«Είναι σπουδαία,» επανέλαβε σιγανά, κοροϊδεύοντας τον ο Πίτερ.
«Ω σκάσε.»
Μέχρι την ώρα που χτύπησε το κουδούνι για την συνέχεια των μαθημάτων, ο Πίτερ είχε σταματήσει να μιλάει για το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του Θίο προς την Ασιάτισσα, κάτι για το οποίο ήταν πολύ ευγνώμων.
Καθώς προχωρούσαν προς την τάξη τους, ο Θίο πρόσεξε από την άλλη μεριά του διαδρόμου την αδερφή του. Δεν του πήρε παραπάνω από δύο δευτερόλεπτα για να παρατηρήσει το πρόσωπο και τα μάτια της, που του έδωσαν την εντύπωση πως πριν λίγο έκλαιγε.
Ένα κομμάτι του ήθελε να συνεχίσει να προχωράει και να το αγνοήσει, όπως έκανε συχνά και στο σπίτι τους στην Νέα Υόρκη. Τα δύο αδέρφια σπάνια μιλούσαν και εμπλέκονταν ο ένας στην ζωή του άλλου. Ίσως ήταν για το καλύτερο, σκεφτόταν ο Θίο. Έτσι, όταν έβλεπε την αδερφή του να φαίνεται προβληματισμένη ή αναστατωμένη, απλά έκανε πως δεν το είχε προσέξει. Η Αντζέλικα ήταν άνθρωπος που μισούσε να δείχνει αδύναμη και ευάλωτη μπροστά στα μάτια των άλλων. Ο Θίο ήθελε να πιστεύει πως με το να αγνοεί το προφανές, θα την βοηθούσε.
Ένα άλλο κομμάτι του όμως, κι αυτό που τελικά επικράτησε, θέλησε να την τσεκάρει.
Έκανε νόημα στον Πίτερ να μπει μέσα και να τον περιμένει και πλησίασε την αδερφή του. Το κεφάλι της, από το οποίο δεν πετούσε ούτε τρίχα το πρωί, είχε γίνει ένα ξανθό μπλέξιμο. Έμοιαζε σαν να είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια στο να στρώσει τα μαλλιά της, κι ας είχε αποτύχει. Όταν τον είδε, στριφογύρισε τα μάτια της.
«Τι έγινε;» την ρώτησε εκείνος, μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό. Δεν είχαν χρόνο για διακριτικότητα, όταν από λεπτό σε λεπτό ο καθηγητής θα έμπαινε στην αίθουσα και θα τους έλεγε να καθίσουν στα θρανία τους.
«Η Κορτέζ,» απάντησε εκείνη, με τον εκνευρισμό της να μην φαίνεται να απευθύνεται στο πρόσωπο της κοπέλας αλλά στο γεγονός πως ο Θίο την είδε έτσι.
Ο Θίο γύρισε το κεφάλι του και έριξε μια ματιά στην Άντρεα Κορτέζ, την κοπέλα που κατάφερε να αναστατώσει την αδερφή του σε βαθμό δακρύων. Όταν το βλέμμα τους συναντήθηκε, εκείνη κατευθείαν γύρισε πλευρό και προσποιήθηκε ενδιαφέρον προς το βιβλίο της. Η κοπέλα είχε έντονη προσωπικότητα και δεν χρειαζόταν παρά μια τους συνάντηση για να το καταλάβει. Έπρεπε να περιμένει πως οι χαρακτήρες αυτής και της Αντζέλικα θα έρχονταν σε σύγκρουση.
«Η Κορτέζ τι;» την ρώτησε σιγανά, έχοντας την υποψία πως ο Μπράιαν με τους φίλους του μερικά θρανία πιο πέρα προσπαθούσαν να ακούσουν την συζήτηση τους.
Η Αντζέλικα αναστέναξε. «Απλά με εκνευρίζει ρε Θίο, αυτό είναι όλο.»
Το ύφος της υποτίθεται πως ήταν θυμωμένο, σαν να του έλεγε "δεν σε χρειάζομαι'' αλλά τα μάτια της φανέρωναν πόσο εκτίμησε στ αλήθεια την χειρονομία. Και ο Θίο ήταν χαρούμενος που άκουσε το δεύτερο κομμάτι του εαυτού του.
Όταν ακούστηκε η σκωτσέζικη προφορά του καθηγητή, τα αδέρφια κάθισαν ο καθένας στο θρανίο τους και δεν ξαναμίλησαν για την υπόλοιπη ημέρα.
✧・゚: *✧・゚:* *:・゚✧*:・゚✧
heyo
ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο και να μην σας έχει απογοητεύσει προς το παρόν η πορεία της ιστορίας. οποιαδήποτε κριτική είναι καλοδεχούμενη (κάνω πέτρα την καρδιά μου και δέχομαι και αρνητικά σχόλια!1!1!1!)
see yaa, stay safe out there! ♡
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro