Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

part seventeen

Τις τελευταίες δυο ημέρες, το θερμόμετρο έδειχνε συνεχώς αριθμούς ανάμεσα στο τριάντα επτά και το τριάντα οχτώ. Η Αντζέλικα, κάτω από τα χοντρά σκεπάσματα της, ακουμπούσε ένα πανί με χλιαρό νερό στο μέτωπο της για να κατέβει ο πυρετός. Βρισκόταν σε αυτή τη κατάσταση από την προηγούμενη ημέρα που άκουσε τη συζήτηση της θείας Μάργκο με την μητέρα της, κάτι πολύ ειρωνικό, καθώς κάποιος θα μπορούσε να πει πως η ίδια αναστατώθηκε τόσο που αρρώστησε. Βέβαια, αυτή ήταν βλακώδης σκέψη, κατά πάσα πιθανότητα απλά επρόκειτο για κάποια ίωση, αλλά όλη η ψυχολογική κατάσταση της σίγουρα δεν βοηθούσε.

Ο αδερφός της εκείνες τις μέρες απέφευγε κάπως να μιλάει στην θεία τους, όσο μπορούσε τουλάχιστον, αλλά η ίδια δεν μπορούσε να τον μιμηθεί, αφού χρειαζόταν αναγκαστικά την βοήθεια της. Σπάνια αρρώσταινε, λόγω της άριστης διατροφής της κι έτσι δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς έπρεπε να κάνει.

Η θεία της ήταν συνεχώς εκεί, φροντίζοντας να της παρέχει ότι χρειαζόταν. Κάθε λίγα λεπτά, ανέβαινε στην σοφίτα και της άφηνε στο μικρό τραπεζάκι που μετακίνησε δίπλα στο κρεβάτι της ένα ποτήρι με νερό, χυμό πορτοκάλι ή βιταμίνες ή και χάπια για τον πονόλαιμο. Τότε όμως ήταν μεσημέρι και, αφού είχε παρατηρήσει επί μία ολόκληρη μέρα την θεία να την φροντίζει, αποφάσισε πως μπορούσε να το κάνει πλέον και μόνη της.

«Είναι μεσημέρι, πάνε κοιμήσου κι αν χρειαστώ κάτι θα σε φωνάξω,» της είχε υποσχεθεί και η ξανθιά γυναίκα έγνεψε. Της έδωσε μερικές ακόμη συμβουλές προτού κλείσει την πόρτα πίσω της και αφήσει την άρρωστη κοπέλα μοναχή της.

Εκείνες τις ημέρες, η θεία τους συμπεριφερόταν με την ίδια αγάπη όπως πριν, αλλά πολύ πιο αμήχανα. Δεν είχαν κάνει κάποια συζήτηση για το τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα. Παρόλο που η ίδια φαινόταν πως πέθαινε να μιλήσει για αυτό και να ξεκαθαρίσει την θέση της, ήξερε πως τα παιδιά ακόμη δεν ήταν έτοιμα. Ο Χάρι από την άλλη, που δεν ήταν παρών στο περιστατικό όμως κατάλαβε γρήγορα τι είχε συμβεί, ήταν η μόνη εύθυμη νότα στο σπίτι και προσπαθούσε να κάνει το κλίμα όσο πιο ευχάριστο γινόταν - κάτι το οποίο τα δίδυμα αδέρφια εκτιμούσαν ανάλογα την διάθεση τους.

Ο Θίο δεν την είχε επισκεφθεί για ώρες και η κοπέλα ένιωθε πολύ άσχημα γι αυτό. Πάντα σκεφτόταν τις επιπτώσεις που οι γονείς τους είχαν στην ίδια και ποτέ δεν έκατσε να αναρωτηθεί το πως επηρέαζαν τον αδερφό της. Φαινόταν εξίσου αναστατωμένος με εκείνη, μόνο που δεν είχε αρρωστήσει κι άρα είχε την δυνατότητα να βγαίνει από το σπίτι όσο συχνά ήθελε, με τον Πίτερ ή καμιά φορά, εκείνη την κοπέλα στο αναπηρικό αμαξίδιο, την Τζεν. Την τελευταία φορά που ήρθε στη σοφίτα, της είχε φέρει κρυφά μισή σοκολάτα γάλακτος, επειδή ήξερε πως ο Χάρι θα τους μάλωνε αν τον έβλεπε (μπορούσε να γίνει πολύ αυστηρός αν χρειαζόταν, ποιος το φανταζόταν;). Εκείνη μισο-κοιμόταν. Την ρώτησε αν χρειαζόταν τίποτα άλλο, είπε όχι και εκείνος έφυγε.

Ίσως φοβόταν μην κολλήσει, σκέφτηκε.

Ήταν τρεις η ώρα το μεσημέρι και είχε περάσει μία ώρα από όταν άκουσε τον Θίο να μπαίνει στο σπίτι. Εκείνη είχε να πάει στο σχολείο δύο μέρες, κάτι που αρχικά πίστευε πως θα απολάμβανε αλλά τελικά κατέληξε να βαριέται. Δεν είχε πολλά πράγματα να κάνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και δεν μπορούσε να είναι στο κινητό για πάνω από μισή ώρα, καθώς της προκαλούσε ζαλάδα. Ούτε μπορούσε να σηκωθεί, γιατί ένιωθε το κεφάλι της δέκα κιλά πιο βαρύ απ' όσο ήταν στ' αλήθεια. Ακόμη και να ήθελε να μιλήσει σε κάποιον, ο λαιμός της ήταν βραχνιασμένος και ξερός και η φωνή της την αηδίαζε.

Οπότε όλη μέρα το μόνο που μπορούσε να κάνει με επιτυχία ήταν να σκέφτεται. Και είχε όντως πολλά πράγματα να σκεφτεί, καταλήγοντας στο τέλος να παθαίνει υπαρξιακή κρίση και να αμφισβητεί τα πάντα γύρω της.

Όμως στο τέλος, κατέληγε ξανά και ξανά στο ίδιο, σε αυτό που δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της για δύο συνεχόμενες μέρες - τους γονείς της. Τους απαίσιους γονείς της, που έβλεπαν αυτή και τον αδερφό της σαν δανεικά χρήματα στην θεία Μάργκο. Τους απαίσιους γονείς της, που δεν έπαιρναν ούτε ένα τηλέφωνο τόσο καιρό, που δεν νοιάστηκαν να μάθουν πως ήταν, που δεν θα έπρεπε να θεωρούνται καν γονείς, αλλά κάποιου είδους χορηγοί, που το μόνο που κάνουν είναι να τους δίνουν λεφτά, νομίζοντας πως αυτό θα καλύψει όλα τα προβλήματα στον κόσμο. Για αρκετά χρόνια, η Αντζέλικα αυτό νόμιζε πως ήταν η αγάπη, μια περιστασιακή αγκαλιά από τον πατέρα της όταν μάθαινε καλά νέα και  μια πιστωτική κάρτα. Αλλά από την στιγμή που μετακόμισε στο Βάιολετ Χάιζ με τον Χάρι και την θεία Μάργκο συνειδητοποίησε πόσο διαφορετική αντίληψη είχαν οι γονείς της για το τι σημαίνει ενδιαφέρον, αγάπη και στοργή.

Ένιωθε σαν να μισούσε την μητέρα της, αλλά το μίσος ήταν βαριά λέξη για μια γυναίκα που την έφερε στον κόσμο. Πάντα είχε σχετικά καλή σχέση με τον πατέρα της, αλλά με εκείνη την γυναίκα ζήτημα να είχε νιώσει ποτέ καλά δύο τρεις φορές κι αυτό όταν ήταν μικρή και δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Πάντα με τον κακό λόγο στο στόμα, πάντα να κρίνει τους γύρω της χωρίς τελειωμό. Είχε μια τέλεια εικόνα στο μυαλό της και οτιδήποτε δεν ανήκε σε αυτήν, δεν άξιζε την προσοχή της - όπως η ίδια η Αντζέλικα. Την θεωρούσε ένα ρηχό κορίτσι που ποτέ δεν θα έκανε τίποτα αληθινό με την ζωή της και θα εξαρτιόταν για πάντα από τα λεφτά των γονιών της. Το χειρότερο κομμάτι ήταν πως είχε δίκιο, αυτό ακριβώς ήταν.

Άκουσε το κινητό της να δονείται και με δυσκολία έβγαλε το χέρι της από το μαξιλάρι της και έφερε την συσκευή κοντά της. Το όνομα της Άντρεα στην οθόνη. Η Αντζέλικα άρχισε να βήχει νευρικά, μη ξέροντας τι να κάνει. Σκέφτηκε να μην το απαντήσει, το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να μιλήσει με εκείνη, όμως η περιέργεια της επικράτησε και απάντησε.

Περίμενε να μιλήσει η άλλη πρώτα. «Έι άκουσε την κοπέλα.

«Γιατί με πήρες;» της έκανε και μόλις άκουσε την δικιά της φωνή μετάνιωσε που σήκωσε το κινητό.

Η Άντρεα γέλασε από την άλλη γραμμή. «Συγγνώμη, πρέπει να πήρα καταλάθος τον Τζέιμς Έρλ Τζόουνς

Καθάρισε τον λαιμό της και σημείωσε να ψάξει ποιος ήταν αυτός. «Χα, χα, πολύ αστείο. Σχεδόν τόσο όσο και η μάπα σου.»

«Γιατί δεν ήρθες στο σχολείο;» μπήκε κατευθείαν στο ψητό και η Αντζέλικα ένιωσε να ζεσταίνεται ξαφνικά. Από πότε ενδιέφερε την Άντρεα για αυτή;

«Νομίζω πως ήταν εμφανές απο την φωνή μου πως είμαι άρρωστη.»

«Ω. Περαστικά

Κοίταξε αμήχανα τα νύχια της. Τι ήταν καν αυτή η συζήτηση; «Ευχαριστώ. Αλλά δεν απάντησες την ερώτηση μου.»

Παύση. «Ποια ερώτηση

Η Αντζέλικα στριφογύρισε τα μάτια της. «Γιατί με πήρες; Τόσο πολύ σου έλειψα;»

«Το βρήκες. Αυτό ακριβώς γίνεται. Η απουσία σου ήταν αβάσταχτη, τόσο που με έβαλε σε σκέψεις για το πόσο μάταια είναι η ζωή μου χωρίς εσένα,» απάντησε ειρωνικά και μπορούσε να νιώσει το στριφογύρισμα των ματιών της και το μειδίαμα που απειλούσε να κάνει την εμφάνιση του.

«Χαίρομαι που επιτέλους το παραδέχτηκες.»

«Ήταν σαρκασμός.»

«Αδύνατον.»

«Τέλος πάντων,» μουρμούρισε, σταματώντας τον ατελείωτο κύκλο σαρκασμού που θα ακολουθούσε, «θα έρθεις αύριο;»

Η Αντζέλικα κοίταξε το θερμόμετρο στο τραπεζάκι δίπλα της. Την τελευταία φορά που μετρήθηκε είχε τριάντα επτά και έξι και παρόλο που δεν ήταν πολύ ανησυχητικό, ίσως να έμενε σπίτι για προληπτικούς σκοπούς. Βέβαια, δεν εξαρτιόταν τόσο από εκείνη, αλλά περισσότερο από την θεία Μάργκο και τον Χάρι. «Δεν ξέρω, δεν νιώθω τόσο καλά.»

Υπήρξε μια μικρή παύση και για λίγα δευτερόλεπτα, φοβήθηκε μην είχε κλείσει καταλάθος το τηλέφωνο με το αυτί της. «Δοκίμασες κομπρέσες με ξύδι;» τη ρώτησε η Άντρεα.

«Ξύδι;»

«Βοηθάνε στο να πέσει ο πυρετός,» εξήγησε. Πρώτη φορά το άκουγε. «Το κακό είναι πως μετά θα μυρίζεις ολόκληρη, αλλά εντάξει, αξίζει υποθέτω.»

«Ω, δεν το ήξερα. Θα το δοκιμάσω.» Δεν ήταν σίγουρη πως να συνεχίσει την συζήτηση, οπότε πέταξε ένα «Ευχαριστώ που πήρες», το οποίο αμέσως μετάνιωσε.

«Α, εμ, δεν κάνει τίποτε.»

Σιωπή. Αμηχανία. Πριν λίγο καιρό η Αντζέλικα θα της το έκλεινε έτσι απότομα, ώστε να έχει ουσιαστικά τον τελευταίο λόγο στην συζήτηση όμως πλέον, για κάποιο λόγο, ενδιαφερόταν για το τι πίστευε η Άντρεα γι αυτή.

Ευτυχώς για την ίδια, ήταν η συνομιλήτρια της που έσπασε τον πάγο. «Τέλος πάντων, πρέπει να κλείσω τώρα. Έχω προπόνηση. Θα σου στείλω τα μαθήματα αργότερα.»

«Εντάξει... τα λέμε.»

Έκλεισε το τηλέφωνο και το άφησε δίπλα της. Βρήκε τον εαυτό της να σκέφτεται πως θα ήθελε να μιλήσουν περισσότερο, εξάλλου δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει και... σχεδόν απολάμβανε την συνομιλία τους, παρ' όλες τις αμήχανες στιγμές που δεν ήξερε τι να πει. Χωρίς να το θέλει, της ήρθε η εικόνα της Άντρεα την ημέρα που είχε πάει στο σπίτι της - όταν κοιμόταν, έδειχνε τόσο γαλήνια και όμορφη.

Όμορφη; Δεν ήταν περίεργο να βρίσκει ένα άτομο του ίδιου φύλου όμορφο. Το είχε κάνει πολλές φορές νωρίτερα, με μοντέλα σε περιοδικά που ήθελε να τους μοιάσει ή ηθοποιούς. Όμως κάτι ήταν διαφορετικό με την Άντρεα Κορτέζ, ένιωθε κάτι εντελώς διαφορετικό μέσα της όταν κοιτούσε τα μεταξένια καστανά μαλλιά της και τα σκούρα μάτια της που έμοιαζαν να πετάνε σπίθες. Οι σκέψεις αυτές, που τόσο προσπαθούσε να αποβάλλει τις τελευταίες μέρες, την κρατούσαν σφιχτά από τον λαιμό και την έπνιγαν. Δεν ήταν κάτι, σε αυτό κατέληγε, είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι τόσο κοντά φιλικά με ένα άλλο κορίτσι και σου φαίνεται περίεργο και δεν ξέρεις πως να αντιδράσεις.

Ένα κομμάτι μέσα της ένιωθε τύψεις που δεν της άρεσε ο Μπράιαν. Ήταν ακριβώς αυτό που υπό άλλες συνθήκες θα ήθελε να προσεγγίσει, ένα σχετικά εμφανίσιμο αγόρι που δεν περνούσε απαρατήρητο στο σχολείο. Θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την άγνοια του και να παίξει μαζί του για να περάσει την ώρα της, όμως δεν το έκανε. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν αυτό ήταν ευγενές από μέρους της ή απλά χαζό. Εάν της άρεσε το κοκκινομάλλικο αγόρι, δεν θα χρειαζόταν να είχε εκείνες τις σκέψεις που της έφερναν στο τέλος ημικρανία.

Φύσηξε την μύτη της και πέταξε τα χαρτομάντιλα στο πάτωμα, που ήταν καλυμμένο με χαρτάκια από καραμέλες για τον λαιμό και ό,τι άλλο δεν χωρούσε στο τραπεζάκι της. Το ποτήρι με το νερό ήταν πλέον άδειο και είχε περάσει πάνω από μισή ώρα από την τελευταία φορά που είχε πιει. Για μια στιγμή, ξεχάστηκε και παραλίγο να φωνάξει το όνομα της πρώην οικονόμου της, αλλά η συνειδητοποίηση πως θα έπρεπε να σηκωθεί και να πάει μέχρι την κουζίνα μόνη της δεν άργησε να έρθει.

Έσυρε τα πόδια της μέχρι τον διάδρομο, όπου είδε τον Θίο να κουβαλάει τρία βαριά βιβλία και να προσπαθεί με δυσκολία να ανοίξει την πόρτα του δωματίου του. Σκέφτηκε να του μιλήσει, όμως κρύωνε όσο ήταν μακριά από το πάπλωμα της και ήθελε να τελειώνει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα με την φοβερή αγγαρεία. Το κεφάλι της ένιωθε τουλάχιστον πέντε κιλά πιο βαρύ απ' όσο συνήθως και ζαλιζόταν υπερβολικά πολύ, αλλά κατάφερε να κατέβει τις σκάλες και να φτάσει μέχρι την κουζίνα χωρίς να πέσει κάτω.

Εκεί βρήκε την θεία Μάργκο μπροστά από τον πάγκο της κουζίνας. Όταν άκουσε βήματα, γύρισε και την κοίταξε, το πρόσωπο της αμέσως να παίρνει το ύφος ανησυχίας. «Γιατί σηκώθηκες, αγάπη μου;»

Της έδειξε το άδειο ποτήρι και πήγε να το γεμίσει. Δεν είχε πολύ όρεξη να μιλήσει, λιγότερο γιατί της ήταν θυμωμένη και περισσότερο λόγω της κατάστασης της φωνής της. Στον πάγκο ήταν ένα πιάτο με κομμένα μήλα με μέλι και κανέλα, το οποίο η θεία έδωσε στην Αντζέλικα.

«Τώρα θα ερχόμουν πάνω να στο δώσω.»

«Μια, εμ, φίλη μου μου είπε πως οι κομπρέσες με ξύδι βοηθάνε στον πυρετό,» θυμήθηκε η κοπέλα και σκούπισε με μια πετσέτα τα ιδρωμένα χέρια της. «Έλεγα να το-»

«Ναι, πάνε πάνω και έρχομαι!»

Μετά από λίγα λεπτά, η θεία καθισμένη στο κρεβάτι έβαλε ένα πετσετάκι βουτηγμένο στο νερό με ξύδι στο μέτωπο της Αντζέλικα, που μόρφασε με την μυρωδιά. Η γυναίκα γέλασε με το ύφος της ανιψιάς της.

«Αισθάνεσαι καθόλου καλύτερα σε σχέση με το πρωί;» άρχισε συζήτηση, εμφανέστατα άβολα με το πόση σιωπή επικρατούσε.

«Ναι, υποθέτω.» Πήρε μια ανάσα. «Ο Χάρι μου είπε πως ο Θίο δεν σου μιλάει.»

«Ναι... λογικό το βρίσκω,» αναστέναξε. «Ξέρεις, δεν ήθελα να γίνει όλο αυτό. Όταν με πήρε η Κριστίν... Ουσιαστικά προσφέρθηκε να μου δώσει χρήματα που σας έχω εδώ και ίσως το πήρα πιο άσχημα απ' όσο έπρεπε. Εξάλλου η μάνα σας είναι λες και δεν έχει καμία συναίσθηση των ανθρώπινων σχέσεων.»

«Εμένα μου λες.»

Τα γαλανά μάτια της θεία Μάργκο την κοίταξαν θλιμμένα. «Μου ζήτησε να μην σας τα πω αυτά αλλά... νιώθω άσχημα να σας κρατάω μυστικά. Οι γονείς σας έχουν μπλεχτεί πολύ άσχημα με τα χρέη της εταιρείας. Παρά πολύ.»

Όταν η Αντζέλικα έκλεισε τα μάτια, μπορούσε σχεδόν να δει τους γονείς της μπροστά της. «Υπάρχει περίπτωση να μπουν φυλακή;»

«Ναι, είναι μεγάλη πιθανότητα. Γι αυτό και... δεν μπορείτε να πάτε πίσω στην Νέα Υόρκη.» Πήρε το πανί από πάνω της και το έβαλε στο μπωλ, το έβρεξε και ξαναέκανε την ίδια κίνηση. «Λυπάμαι πολύ.»

«Ο Θίο το ξέρει;»

«Όχι ακόμη. Αλλά θα το μάθει σύντομα, θα του το πω.» Ακουγόταν εξαντλημένη με όλα όσα γίνονταν. «Και δεν χρειαζόμαστε τα λεφτά των γονιών σας για να σας προσέχουμε. Εννοείται πως θα είναι λίγο δύσκολα στην αρχή, όμως- όμως θα τα βρούμε. Ίσως ψάξω και για δεύτερη δουλειά, δεν θα είναι δύσκολο να βρω μια. Εσείς δεν χρειάζεται να ανησυχείτε για τίποτα.»

Τόσες θυσίες για να καλύψει τα λάθη της αδερφής της, όταν θα μπορούσε απλά να εκμεταλλευτεί την κατάσταση για δικό της συμφέρον. Αντίθετα, ήταν διατεθειμένη να περνάει όλη της την ημέρα στην δουλειά αν χρειαζόταν κι όλα αυτά για δύο παιδιά που πρόσφατα γνώρισε. Η θεία Μάργκο ήταν στ' αλήθεια μια δυνατή γυναίκα, πιο δυνατή απ' όσο θα μπορούσε ποτέ να είναι η μητέρα της, με τα λεφτά και τα ακριβά ρούχα της.

Η Αντζέλικα της έσφιξε το χέρι και την κοίταξε στα μάτια με το πιο όμορφο και αληθινό χαμόγελο της. «Ευχαριστώ.»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro