Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

part seven

«Ξέρω πως δεν συμπαθούμε ιδιαίτερα η μία την άλλη,» ξεκίνησε η Κορτέζ. Αυτή κι η Αντζέλικα κάθονταν σε ένα παγκάκι πίσω από το σχολείο, όπου δεν υπήρχαν πολλοί άλλοι. Έκανε σχεδόν νευρική την Αντζέλικα, την οποία ποτέ δεν ευχαριστούσε η ησυχία.

Ακόμη δεν μπορούσε να χωνέψει την τύχη της. Απ' όλα τα άτομα με τα οποία θα μπορούσε η καθηγήτρια ιστορίας να τη βάλει για να κάνουν εργασία, την έβαλε με αυτήν; Το πιο τραγικά ενοχλητικό πλάσμα σε ολόκληρο Βάιολετ Χάιζ!

«-αυτό είναι ευφημισμός,» σχολίασε, μη παίρνοντας τα μάτια της από το έδαφος.

Την άκουσε να αναστενάζει. «Τέλος πάντων, πες το όπως θες. Αλλά αυτή η εργασία θα παίξει μεγάλο ρόλο στον τελικό βαθμό μας και πρέπει να τα πάω καλά φέτος αλλιώς...»

Η Αντζέλικα σήκωσε το πρόσωπο της και την κοίταξε, με μια χαρακτηριστική ειρωνική έκφραση προσπαθώντας να καλύψει την περιέργεια της. «Αλλιώς τι;»

«Ε να μην σε νοιάζει!» απάντησε απότομα και μετά μουρμούρισε κάτι στα ισπανικά. Ήταν η σειρά της να αποφύγει το βλέμμα της κοπέλας απέναντι της.

«Άσε με να μαντέψω, αυστηροί γονείς;» συνέχισε να την κοροϊδεύει. «Αδέρφια που ζεις κάτω από την σκιά τους και θέλεις να αποδείξεις τον εαυτό σου; Ή απλή ανταγωνιστικότητα; Θα είμαι ειλικρινής, φαίνεσαι σαν αυτά τα σπαστικά παιδιά που πάντα θέλουν να τα πηγαίνουν καλά σε όλα.»

Η Κορτέζ δεν το συνέχισε, δεν έπιασε το δόλωμα προς έκπληξη της Αντζέλικα. Στριφογύρισε ενοχλημένη τα μάτια της και φάνηκε να δαγκώνεται για να μην απαντήσει, αλλά τελικά δεν μίλησε. Για ένα δευτερόλεπτο, η Αντζέλικα πίστεψε πως όντως το σκεφτόταν να της το πει.

«Πάντως κι εγώ χρειάζομαι καλό βαθμό. Είμαι ακόμα η καινούργια μαθήτρια και πρέπει να κάνω καλή εντύπωση.» Έκανε μια παύση, γιατί δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να κάνει εκείνη την πρόταση που θεωρητικά είχε ήδη ειπωθεί νωρίτερα στην τάξη. «Άρα θα πρέπει να βρεθούμε κάποια στιγμή και να κάνουμε την εργασία.»

Η Κορτέζ κάγχασε. «Το λες σαν να είναι η χειρότερη τιμωρία στον κόσμο.»

«Ανήκει σίγουρα στα top ten.»

«Θα σου δώσω το νούμερο μου και θα συννενοηθούμε κάποια στιγμή για το που και πότε θα βρεθούμε,» την αγνόησε και έβγαλε το κινητό από την τσέπη της αθλητικής ζακέτας της. Μετά από μερικά πατήματα, έστριψε την οθόνη του κινητού ώστε να μπορεί η Αντζέλικα να δει τον αριθμό τηλεφώνου και να τον αντιγράψει με στυλό στο χέρι της, καθώς το κινητό της ήταν βαθιά χωμένο στην τσάντα και βαριόταν να το ψάχνει.

Όταν η Κορτέζ σηκώθηκε να φύγει, η Αντζέλικα άρχισε να πανικοβάλλεται. Φυσικά, δεν μπορούσε να αντέξει την παρουσία της αλλά δυστυχώς γι αυτήν, η διπλανή της ήταν ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο μπορούσε να περάσει το διάλειμμα. Αλλιώς θα έπρεπε να κάνει την καρδιά της πέτρα και να μιλήσει στον Θίο, αφού φαινόταν πως κανένας άλλος δεν ενδιαφερόταν αρκετά ώστε να της πιάσει κουβέντα (νόμιζε πως το γεγονός ότι ήταν καινούργια θα είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον πολλών, αλλά αυτό ίσως να ίσχυε μόνο στην Νέα Υόρκη τελικά).

«Βασικά μήπως θα ήταν καλύτερη ιδέα αν το κανονίζαμε τώρα;» είπε και η Κορτέζ σταμάτησε και γύρισε πίσω να κοιτάξει την ξανθιά κοπέλα με τα γαλανά μάτια που την κοιτούσαν επίμονα.

Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της. «Γιατί;»

Προσπαθώντας να βρει μια καλή και πειστική δικαιολογία, είπε «Γιατί δεν θέλω να επικοινωνώ μαζί σου εκτός σχολείου εκτός αν είμαι απολύτως αναγκασμένη.» Στην αρχή της φάνηκε εντάξει, όμως η Κορτέζ δεν είχε πειστεί.

«Για ένα άτομο που σιχαίνεται να βλέπει την φάτσα μου και να μου μιλάει, εσύ ξεκινάς συνέχεια καβγάδες και ειδικά στα διαλείμματα.»

Στεκόταν όρθια, με το καφετί δέρμα της να λάμπει και τα μάτια της να κοντεύουν να βρουν την αλήθεια στα δικά της. Η Αντζέλικα προσπάθησε να μείνει ανέκφραστη, δεν μπορούσε να δείξει αδυναμία. Αλλά όσο και να ήθελε, δεν μπορούσε να βρει κάτι να πει. Ήταν αλήθεια πως σε κάθε διάλειμμα άρχιζε καβγάδες με την Κορτέζ ώστε να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσει την μοναξιά ούτε για ένα λεπτό. Όμως πίστευε ότι το είχε καλύψει καλά, αρκετά καλά για να μην καταλάβει η Κορτέζ τον λόγο που το έκανε.

«Ίσως πρέπει να βρεις φίλους. Θα είναι πολύ δύσκολο να βρεις κάποιον που θα σε ανέχεται βέβαια, αλλά έτσι τουλάχιστον θα σε ξεφορτωθώ εγώ.»

Κι έτσι έφυγε.

Η Αντζέλικα είχε γίνει κατακόκκινη από τα νεύρα της και ταυτόχρονα την ντροπή της. Ευτυχώς για εκείνη, δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας στην συζήτηση εκεί γύρω. Ξανακοίταξε το νούμερο που είχε γράψει στο χέρι της και για μια στιγμή, της πέρασε η σκέψη να το σβήσει. Τελικά όμως ανέβασε την τσάντα της στο παγκάκι και μετά από λίγο ψάξιμο, βρήκε το κινητό της και πέρασε το νούμερο στις επαφές της. Δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συνεργαστεί μαζί της για την εργασία.

Στην Νέα Υόρκη, στο παλιό της σχολείο ήταν μέτρια μαθήτρια. Προτιμούσε να μιλάει στο κινητό με τις "φίλες" της, ανταλλάσσοντας κουτσομπολιά ή να πηγαίνει σε πάρτι των συμμαθητών της, να ασχολείται με τα social media και να χαζεύει εφηβικά περιοδικά παρά να διαβάζει για το σχολείο και να κάνει εργασίες. Τώρα όμως, στο Βάιολετ Χάιζ, δεν είχε αυτή τη πολυτέλεια, είχε υπερβολικά πολύ ελεύθερο χρόνο, τον οποίο άνετα θα μπορούσε να διαθέσει στο να βελτιώσει τους βαθμούς της. Τι καλύτερο είχε να κάνει άλλωστε;

Ευτυχώς το κουδούνι χτύπησε προτού η Αντζέλικα απελπιστεί ακόμη περισσότερο. Πέρασε την τσάντα στην πλάτη της και κατευθύνθηκε προς την τάξη.

Κάποιος της ακούμπησε τον ώμο και εκείνη γύρισε γρήγορα το κεφάλι της. Ήταν εκείνος ο κοκκινομάλλης που είχαν συναντήσει στο γήπεδο ποδοσφαίρου την πρώτη μέρα και έπειτα, είχε δει να μιλάει με τον Θίο. Φορούσε την αθλητική του ζακέτα, παρόμοια με αυτή της Κορτέζ και στα χέρια του κρατούσε μερικά βιβλία. «Έι, γεια. Αντζέλικα, σωστά;»

«Αχά,» απάντησε, κοιτάζοντας τον εξεταστικά. Μετά συνέχισε να περπατάει και προσπάθησε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο όταν τον άκουσε να την ακολουθεί. Ακόμα το 'χει. «Σε θυμάμαι από το γήπεδο.»

Μπορούσε σχεδόν να αισθανθεί το χαμόγελο του. «Ναι; Πως σου φαίνεται το σχολείο μέχρι τώρα;»

«Ουυ, καταπληκτικό,» τον ειρωνεύτηκε. Είχε φτάσει έξω από την αίθουσα και περίμενε να τελειώσει η συζήτηση για να μπει.

Εκείνος για λίγο φάνηκε χαμένος, σαν να μην ήταν σίγουρος τι έπρεπε να πει. «Πάντως, αν θέλεις μπορείς σε κάνα διάλειμμα να έρθεις να σε συστήσω στη παρέα μου. Εννοώ... για να μην είσαι μόνη. Θα μπορούσαμε να γνωριστούμε καλύτερα.»

«Εντάξει, σ' ευχαριστώ.» Τον χαιρέτησε και μπήκε στην τάξη, ακόμα αναλύοντας την κατάσταση.

Την βόλευε φυσικά που είχε έρθει να της μιλήσει ο Μπράιαν, ένα από τα προφανώς πιο δημοφιλή παιδιά του σχολείου. Αν έκανε παρέα μαζί του, αυτόματα θα "ανέβαινε" κι η ίδια. Ωστόσο, απέκλειε πως εκείνος είχε έρθει από την καλή του την καρδιά. Είχε παρατηρήσει πως την κοίταζε εκείνη τη μέρα στο γήπεδο, του άρεσε. Εκείνη δεν μπορούσε να πει πως αισθανόταν το ίδιο και δεν ήθελε να του δώσει την λάθος ιδέα. Το είχε κάνει πολλές φορές αυτό το λάθος και ποτέ δεν κατέληξε καλά.

Άνοιξε τα βιβλία της, ίσιωσε την πλάτη της και άρχισε να ακούει το μάθημα που ο καθηγητής βιολογίας τους παρέδιδε.

Όταν το κουδούνι χτύπησε για το σχόλασμα, η Αντζέλικα ήταν από τους τελευταίους που βγήκαν από την τάξη. Ήταν ένα κακό συνήθειο που είχε αποκτήσει τελευταία, να μην βρίσκει τα βιβλία της και να τα ψάχνει σαν την τρελή ενώ ποτέ δεν είχαν φύγει από την τσάντα της.

Διέσχιζε τον πλέον άδειο από παιδιά διάδρομο, καθώς όλα είχαν βγει στην αυλή ή είχαν φύγει ήδη από το σχολείο και ένιωσε ένα πρωτόγνωρο είδος γαλήνης. Ήξερε πως αν ήθελε, για μια φορά, θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, μπορούσε να χοροπηδήξει και να χορέψει και να τσιρίξει το αγαπημένο της τραγούδι χωρίς να έχει κοινό, χωρίς να έχει κάποιον να την κοιτάει, χωρίς να πρέπει να συγκρατηθεί για να μην διαλύσει την εικόνα που είχαν κάνει για εκείνη. Ήταν αναζωογονητικό και σχεδόν απελευθερωτικό και σκέφτηκε πως από δω και πέρα πάντα θα αργούσε να βγει από την τάξη, αρκετά ώστε να έχουν προλάβει να φύγουν οι περισσότεροι μαθητές.

Όταν βγήκε στην αυλή, είδε μερικά παιδιά σκορπισμένα σε κάθε μέρος της. Άλλοι περίμεναν το σχολικό λεωφορείο έξω από την αυλόπορτα, άλλοι κάθονταν ακόμη στα παγκάκια και συζητούσαν, χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για το κουδούνι που είχε χτυπήσει πριν λίγο. Παρατήρησε τον Μπράιαν, που εκείνη τη στιγμή μαζί με έναν άλλο φίλο του έμπαινε σε ένα αμάξι και έφευγε.

Και κάποια στιγμή το μάτι της έπεσε στον αδερφό της. Στεκόταν σε μια γωνιά και μιλούσε με ένα άλλο αγόρι, το οποίο αναγνώρισε ως τον επιτηρητή διαδρομών που του είχε σώσει το τομάρι πριν κάνα δυο μέρες. Ήταν ένα παχουλό αγόρι, που φορούσε μια μπλούζα με το λογότυπο της marvel. Φυσικά, ήταν από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν της έκανε εντύπωση, βέβαια. Ήταν επιτηρητής και ποιον θα έβαζαν σε τέτοια θέση, παρά μόνο ένα σπασικλάκι; Συγκέντρωσε την προσοχή της στον Θίο. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο ανάλαφρο, τόσο ξεκούραστο, σαν να μην εξαντλούνταν από την επαφή του με εκείνο το αγόρι (κάτι πρωτόγνωρο για τον Θίο, τον κύριο "μιλάω-σε-έναν-άνθρωπο-για-δύο-λεπτά-και-μετά-χρειάζομαι-ύπνο-γιατί-εξαντλήθηκα").

Αποφάσισε να πάει προς τα εκεί. Όταν πλησίασε αρκετά, είδε τον Θίο να τη κοιτάει έκπληκτος για ένα δευτερόλεπτο, προτού πάρει ξανά τη συνηθισμένη έκφραση του. Λογικά δεν περίμενε πως η Αντζέλικα θα του ξαναμιλούσε τόσο σύντομα.

«Δεν ήρθε ακόμα ο Χάρι;» ρώτησε απορημένη, προσπαθώντας να δώσει με τον τόνο της την εντύπωση πως ο Χάρι δεν ήταν ο αρραβωνιαστικός της θείας τους, αλλά ένα από τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού τους.

Ο Θίο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Διστακτικά, την σύστησε στο αγόρι απέναντι του, που την κοιτούσε σαστισμένος. «Πίτερ, αυτή είναι η αδερφή μου, Αντζέλικα. Αντζέλικα-.»

Εκείνη τίναξε τα ξανθά μαλλιά της και του έδωσε το χέρι της, το οποίο ο Πίτερ κούνησε χαμογελαστός. «Χάρηκα.»

«Παρομοίως,» χαμογέλασε, όσο λιγότερο ψεύτικα μπορούσε. Έπειτα γύρισε πίσω στον Θίο, που κοιτούσε έξω στον δρόμο. Είδε το αυτοκίνητο του Χάρι παρκαρισμένο έξω από το σχολείο. «Τώρα μας συγχωρείς, αλλά έφτασε το αμάξι μας,» είπε στον Πίτερ και τράβηξε τον Θίο από το χέρι.

«Είσαι ευχαριστημένη τώρα;» την ρώτησε εκνευρισμένος καθώς προχωρούσαν.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου για εκείνον. «Μετά από εσάς.»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro