part one
«Θέλουν να μας μιλήσουν.»
Μόνο αυτό χρειαζόταν για να καταλάβει πως κάτι πήγαινε στραβά. Πρώτο σημάδι: ο Θίο της μίλησε. (Δεν ήταν τσακωμένοι ή κάτι τέτοιο, απλά ο αδερφός της ήταν από τους λίγους ανθρώπους που δεν μιλούσαν παρά μόνο αν είχαν κάτι σημαντικό να πουν.) Δεύτερο σημάδι: οι γονείς τους δεν είχαν στείλει πρώτα κάποια καμαριέρα να τους προετοιμάσει ψυχολογικά για μια προφανώς σημαντική συζήτηση. Πως κατάλαβε ότι ήταν σημαντική; Για ποιο άλλο λόγο να μαζευτεί όλη η οικογένεια στο σαλόνι; Στον οίκο Βένους δεν υπήρχε επαφή γονέων και παιδιών, παρά μόνο κατά την διάρκεια του βραδινού όπου αντάλλασσαν τα γνωστά τυπικά λόγια: "Πως ήταν το σχολείο σήμερα;" "Πότε παίρνετε βαθμούς;" "Πως ήταν η δουλειά;" "Συνέβη τίποτα ενδιαφέρον σήμερα;" Μετά από πέντε λεπτά το τραπέζι βυθιζόταν στην αμήχανη σιωπή, που πλέον δεν ήταν τόσο αμήχανη, καθώς όλοι το είχαν συνηθίσει.
Η Αντζέλικα έκλεισε το περιοδικό που με τόσο ενδιαφέρον διάβαζε και κοίταξε τον αδερφό της, που στεκόταν με σταυρωμένα χέρια στο κατώφλι του δωματίου της. «Δεν χτύπησες την πόρτα,» του είπε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
Εκείνος έκλεισε την πόρτα και μετά από τρία δευτερόλεπτα και ένα αναστεναγμό που ήταν αρκετά δυνατός για να τον ακούσει από τον διάδρομο, χτύπησε με δύναμη τρεις φορές.
«Περάστε, είναι ανοιχτά,» είπε τραγουδιστά.
Άνοιξε την πόρτα και με το ίδιο απαθές βλέμμα επανέλαβε τα προηγούμενα λόγια του. «Θέλουν να μας μιλήσουν.»
«Κατέβα κι έρχομαι.»
Θα έλεγε ψέματα αν έλεγε πως δεν απολάμβανε να εκνευρίζει τον αδερφό της. Τόσο ήρεμος και απαθής όσο ένα άγαλμα, σπάνια άλλαζε την έκφραση του προσώπου του. Η Αντζέλικα δυσκολευόταν να τον θυμηθεί χαμογελαστό. Ακόμη και στο σχολείο, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που του συμπεριφερόντουσαν λες και ήταν θεός, δεν προσποιούνταν καν ότι τους συμπαθεί.
Φόρεσε μια ρόμπα πάνω από τις πιτζάμες της, γιατί αλλιώς ήξερε πολύ καλά το κήρυγμα που θα έτρωγε από την μητέρα για το τιραντέ πάνω μέρος. ("Γιατί, ακόμα και μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, φοράς τέτοια πράγματα; Λες κι είσαι καμιά του δρόμου. Το ότι είναι φτιαγμένα από μετάξι δεν τα κάνει λιγότερο φθηνιάρικα.") Στο σαλόνι βρήκε τους γονείς της καθισμένους στον μεγάλο καναπέ (Με ίσια την πλάτη, λες και κατάπιαν μπαστούνι. Άραγε ήταν ποτέ οι εαυτοί τους; Ή ίσως πλέον αυτοί ήταν οι εαυτοί τους;) και τον Θίο απέναντι στην μικρή πολυθρόνα.
«Αντζέλικα, κάθισε σε παρακαλώ,»
Βέβαια η μητέρα δεν μπορούσε να αφήσει τίποτα ασχολίαστο. «Άλλη φορά μην αργείς τόσο. Είναι απαράδεκτο να καθόμαστε τρία άτομα και να περιμένουμε πότε θα κατέβεις!»
«Κριστίν, σε παρακαλώ, όχι τώρα,» της ψιθύρισε ο άντρας και η Αντζέλικα τον ευχαρίστησε με ένα μικρό χαμόγελο. Έκατσε και προσπάθησε να μην δείξει την αγωνία που την κατέβαλλε καθώς οι γονείς της έριχναν κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλον, σαν να μάλωναν τηλεπαθητικά για το ποιος θα μιλήσει πρώτος.
Ο Θίο κάγχασε. «Θα το εκτιμούσα αν αυτό τελείωνε γρήγορα. Έχω αφήσει τα μαθήματα μου στην μέση.»
Το τέλος του κόσμου έρχεται.
Λες και ένιωσε πως τον ειρωνευόταν, την κοίταξε με ένα δολοφονικό βλέμμα.
«Λοιπόν; Ο Αϊνστάιν από δω έχει δίκιο. Θα μας πείτε;»
«Ωραία, ας αρχίσω,» ξεκίνησε η μητέρα και γρήγορα πρόσθεσε: "Παρακαλώ, μείνετε ψύχραιμοι."
Ένα πράγμα ήταν σίγουρο. Η Αντζέλικα δεν έμεινε ψύχραιμη.
✧・゚: *✧・゚:* *:・゚✧*:・゚✧
Ήταν ανήκουστο για την Αντζέλικα Βένους να αγχώνεται. Γι αυτό και όταν ο αδερφός της τη ρώτησε πώς είναι, αντί να του πει την αλήθεια (η οποία πιθανότατα να την έκανε να κλάψει από τα νεύρα της), τον αγνόησε και γύρισε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Χωράφια, δέντρα, πράσινο. Πουθενά ίχνος πολιτισμού. Έτσι θα περνούσε τον υπόλοιπο χρόνο; Ψάχνοντας απελπισμένα σήμα ανάμεσα στους θάμνους και στα χόρτα; Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της και χρειάστηκε να πιέσει με δύναμη τα νύχια της στην παλάμη της ώστε να ηρεμήσει.
Κοίταξε τον Θίο. Καθόταν απέναντι της, με τα ατίθασα ξανθά μαλλιά του να πέφτουν στο πρόσωπο του. Τα ακουστικά του ήταν τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα στα αυτιά του, που ακόμη κι αν του φώναζε, σίγουρα δεν θα την άκουγε. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς το άπειρο, όσο άκουγε μουσική. Η Αντζέλικα αναρωτιόταν τι είδους μουσική άκουγε ο αδερφός της. Απέκλειε την ποπ, αυτός ήταν πολύ ψαγμένος και "κουλτουριάρης" γι αυτό. Ίσως εναλλακτική ροκ ή indie, κάτι τέτοιο θα τον αντιπροσώπευε περισσότερο.
Άραγε αυτός είχε αγχωθεί; Είχε θυμώσει με τους γονείς τους που τους έστειλαν ξαφνικά δύο πόλεις μακριά λόγω "οικονομικών θεμάτων";
«Διάφορα πράγματα συμβαίνουν με την εταιρία του πατέρα σας και απλά... ας πούμε ότι περνάμε μια δύσκολη φάση οικονομικά. Για τον υπόλοιπο χρόνο, θα πρέπει να φύγουμε στην Βρετανία, όπου είναι τα κεντρικά γραφεία της εταιρίας. Δεν μπορούμε να σας πάρουμε μαζί μας αλλά δυστυχώς, δεν μπορούμε να σας αφήσουμε κι εδώ.»
«Γιατί;»
«Ξέρω ότι όλα αυτά σας ακούγονται παράξενα, αλλά θα πρέπει να μετακομίσετε με τον θεία Μάργκο για λίγο, ένα χρόνο περίπου, μέχρι εγώ κι ο πατέρας σας να καταφέρουμε να ξεπληρώσουμε τα χρέη.»
Πράγματα για τα οποία δεν είχε ξανακούσει ποτέ. Χρέη; Κεντρικά γραφεία στην Βρετανία; Θεία Μάργκο; Ποια ήταν καν η θεία Μάργκο; Την τελευταία φορά που είχε ακούσει για την αδερφή της μητέρας τους ήταν πριν πολλά χρόνια. Το μόνο που ήξερε για εκείνη ήταν πως είχαν μαλώσει με την μητέρα τους και από τότε δεν κράτησαν ιδιαίτερη επαφή. Τώρα όμως η μία έστελνε τα παιδιά της στην άλλη. Τα είχαν βρει ή ήταν σε τόσο απελπιστική κατάσταση που δεν ήξερε τι άλλο να κάνει;
Η "θεία Μάργκο" έμενε σε μια μικρή πόλη με το όνομα Βάιολετ Χάιζ. Η Αντζέλικα είχε κάνει την έρευνα της· η πόλη πήρε το όνομα λόγω του Βάιολετ Φιλντ, του τεράστιου λιβαδιού με βιολέτες για το οποίο ήταν γνωστή.
Λιβάδια, λουλούδια, πράσινο. Κουνούπια, έντομα, βρωμιά. Η Αντζέλικα ανατρίχιασε και μόνο στην σκέψη τους.
«Σε πόση ώρα φτάνουμε Τζέφρι;» ρώτησε τον σοφέρ τους. Όταν δεν πήρε απάντηση, χτύπησε με δύναμη τα χέρια της μεταξύ τους. «Τζέφρι; Σου μιλάω!»
«Ω, συγγνώμη. Σε μερικά λεπτά θα είμαστε στο σπίτι της κυρίας Μάργκο.» Κοίταξε το πίσω μέρος της λιμουζίνας μέσω του καθρέφτη. «Όλα καλά εκεί πίσω;»
Ο Θίο είχε μισοκοιμηθεί, η Αντζέλικα ήθελε να κλάψει και έξω έβρεχε, αλλά παράλληλα είχε λιακάδα. Ακόμη κι ο καιρός ήταν απαίσιος στο χαζό Βάιολετ Χιλς. «Γύρνα πίσω στην δουλειά σου και παράτα με.» Είδε τον σαραντάχρονο να ξεφυσάει πριν γυρίσει το βλέμμα του στον δρόμο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που του μιλούσε έτσι και της φαινόταν περίεργο που μονίμως είχε την ίδια αντίδραση στις προσβολές της. Στη θέση του δεν θα το είχε χειριστεί τόσο ώριμα, όμως εκείνος λογικά λειτουργούσε έτσι για να μην χάσει την δουλειά του.
Η Αντζέλικα δεν άντεχε άλλο την χαμηλή μουσική του ραδιοφωνικού σταθμού που είχε βάλει ο Τζέφρι, ούτε την απόλυτη σιωπή που επικρατούσε. Κλώτσησε με το πόδι της ελαφρά το καλάμι του αδερφού της για να του τραβήξει την προσοχή. Εκείνος άνοιξε τα μάτια, χασμουρήθηκε και ίσιωσε την πλάτη του ώστε να κάθεται καλά. Έβγαλε το δεξί ακουστικό του.
«Σκούπισε το στόμα σου.» Για μια στιγμή, φάνηκε να μην καταλαβαίνει τι συμβαίνει. «Σου έτρεχαν τα σάλια βρε κινούμενη αηδία,» του εξήγησε κοροϊδευτικά η Αντζέλικα και με τον δείκτη της του έδειξε το κινητό της. «Θα έπρεπε να χαίρεσαι που δεν σε έβγαλα φωτογραφία.»
Στριφογύρισε τα μάτια του και με το μανίκι του φούτερ του σκούπισε γρήγορα το στόμα του. «Δεν θα τολμούσες,» της είπε, ελαφρώς απειλητικά, παρόλο που και οι δύο ήξεραν πως αυτό δεν ίσχυε. Η Αντζέλικα του έδωσε λίγα δευτερόλεπτα για να συνέλθει από τον ύπνο, να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν και που πήγαινε προτού ξαναπάρει τον λόγο.
«Κοίτα, θέλω να σου μιλήσω για κάτι προτού φτάσουμε,» άρχισε. «Το σκεφτόμουν πολύ ώρα,» (Ψέματα, αυτοσχεδίαζε εκείνη την στιγμή όμως αυτό δεν έκανε λιγότερο ειλικρινή τα επόμενα λόγια της.) «και... ωραία, ξέρω πως ποτέ δεν ήμασταν ιδιαίτερα δεμένοι και ειδικά τα τελευταία χρόνια με το ζόρι ανταλλάσσαμε δύο κουβέντες, όμως τώρα ξεκινάει μια νέα κατάσταση και σίγουρα είσαι όσο διστακτικός είμαι κι εγώ οπότε...»
Σταμάτησε. Δεν ήθελε να συνεχίσει, δεν ήθελε να πει "πρέπει να το περάσουμε μαζί αυτό", της ακουγόταν υπερβολικά γλυκανάλατο. Ο Θίο ακόμα φαινόταν να επεξεργάζεται τι του έλεγε. «Με καταλαβαίνεις;»
«Ναι, μην ανησυχείς,» απάντησε και συνέχισε με ένα παρηγορητικό χαμόγελο. Η Αντζέλικα παρατήρησε ότι του πήγαινε παρά πολύ να χαμογελάει, μακάρι να το έκανε πιο συχνά. «Θα είμαστε μαζί σε αυτό.»
Τότε το αυτοκίνητο σταμάτησε, η χαμηλή τζαζ σταμάτησε και η φωνή του Τζέφρι ακούστηκε πιο δυνατή από ποτέ στα αυτιά της Αντζέλικα. «Εδώ είμαστε.»
Τα αδέρφια κοιτάχτηκαν και με μια πρωτόγνωρη τηλεπάθεια, βγήκαν έξω.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro