Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

part four

«Πως σου φαίνεται το σχολείο μας μέχρι τώρα;» τον είχε ρωτήσει και η αλήθεια ήταν πως πήρε αρκετή ώρα στον Θίο να σκεφτεί την απάντηση.

Το Λύκειο του Βάιολετ Χάιζ δεν έμοιαζε ούτε στο ελάχιστο με το ιδιωτικό λύκειο στο οποίο πήγαιναν στην Νέα Υόρκη. Οι εγκαταστάσεις, ενώ δεν ήταν άσχημες, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ελλιπής από κάποιους σαν τα δίδυμα, που είχαν συνηθίσει στις πολυτέλειες. Οι μαθητές δεν συμπεριφέρονταν διαφορετικά, ωστόσο ο Θίο μπορούσε να αισθανθεί την διαφορά. Η ενδυμασία τους ήταν απλή και καθημερινή, αφού οι περισσότεροι φορούσαν τζιν και το πιο καλοντυμένο άτομο που είδε όλη την ημέρα, φορούσε ένα απλό ροζ φόρεμα με μακριές μπότες. Καμία σχέση με το προηγούμενο σχολείο του, όπου κάθε μέρα υπήρχε ένας ανεπίσημος διαγωνισμός σχετικά με το ποιος θα φορέσει τις περισσότερες επώνυμες και ακριβές μάρκες.

Ο Θίο, παρόλο που δεν ασχολιόταν ποτέ ιδιαίτερα με το τι φορούσε, απολάμβανε να ντύνεται ακριβά. Ήταν θέμα κύρους και τον έκανε να νιώθει άνετα ανάμεσα στους υπόλοιπους. Βέβαια, τις δύσκολες μέρες, υπήρχαν φορές που ένιωθε την ανάγκη να πάει στο σχολείο φορώντας ένα απλό φούτερ και αθλητικά, αλλά ο πατέρας και η αδερφή του δεν του το επέτρεπαν. Αυτό θα έδειχνε αδυναμία και ένας Βένους δεν δείχνει ποτέ αδυναμία.

Όλες οι σκέψεις του περί της ζωής του προ μετακόμισης του προκάλεσαν σύγχυση. Κι αν ο Μπράιαν δεν τον ταρακουνούσε, δεν θα συνειδητοποιούσε πως ακόμη περίμενε απάντηση στην ερώτηση του.

«Καλό, τίποτα ιδιαίτερο.»

«Ω, θα δεις. Εδώ είναι γαμάτα, όχι ότι μου αρέσει να καυχιέμαι, αλλά σίγουρα θα σου αρέσει. Ειδικά όταν αρχίσουν οι αγώνες και οι γιορτές!»

Ήθελε να πει στον κοκκινομάλλη απέναντι του πως όχι, δεν τον ενδιέφεραν καθόλου οι γιορτές και τα πανηγύρια τους και πως θα το εκτιμούσε ιδιαίτερα αν σταματούσε να μιλάει. Από την ώρα που έκανε το λάθος να κάτσει δίπλα του, αυτός δεν είχε πάψει να μιλάει, πιάνοντας κάθε θέμα που θα μπορούσε ο μικροσκοπικός εγκέφαλος του να σκεφτεί.

(Ο Θίο δεν ήθελε να είναι αγενής, αλλά είχε παρατηρήσει πολύ γρήγορα πως ο Μπράιαν δεν ήταν παρά ένας ακόμη από εκείνους τους κλισέ τύπους αμερικανικών ταινιών, που παίζουν στην ποδοσφαιρική ομάδα, αρέσει σε όλα τα κορίτσια και χρησιμοποιεί μόνο ένα εγκεφαλικό του κύτταρο.)

Ωστόσο είχε αποφασίσει πως το να συναναστρέφεται μαζί του θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα βοηθητικό για εκείνον, αφού θα είχε από κοντά έναν από τους πιο δημοφιλείς μαθητές του σχολείου. Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε να μάθει τα πάντα για τους πάντες και συνεπώς, να ξέρει ποιους να πλησιάσει και ποιους όχι, με ποιους να φροντίσει να έχει καλές σχέσεις και με ποιους όχι.

«Φίλε, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι,» του είπε ξαφνικά ο Μπράιαν.

Ο Θίο ήξερε πολύ καλά που θα οδηγούσε αυτό. Το είχε ξαναζήσει άπειρες φορές και με άπειρους ανθρώπους, είχε καταντήσει κάπως κουραστικό, ωστόσο το είχε συνηθίσει.

Έφαγε την τελευταία μπουκιά του σάντουιτς του κι αφού κατάπιε, χωρίς να τον κοιτάει στα μάτια, του είπε. «Για την αδερφή μου;»

Ο μεγαλόσωμος νεαρός γούρλωσε τα μάτια του με έκπληξη. «Πως το κατάλαβες;» ρώτησε τελικά.

Δεν απάντησε. «Κοίτα, φίλε,» είπε, φροντίζοντας να μην κάνει την τελευταία λέξη να ακουστεί όσο κοροϊδευτική όσο την εννοούσε, «δεν ξέρω αν η Αντζέλικα ενδιαφέρεται και δεν είναι κι η δουλειά μου να μάθω.» Ήθελε να είναι ξεκάθαρος από την αρχή, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις σε αυτό το θέμα.

«Ναι, ναι, φυσικά.» Από το βλέμμα του Μπράιαν, το οποίο δεν σήκωσε για λίγο από τον δίσκο με το φαγητό του, κατάλαβε ότι τον έκανε να νιώσει άβολα. Ωραία, σκέφτηκε. Ίσως έτσι να σταματήσει να μπλέκεται εκεί που δε τον αφορά.

Όταν χτύπησε το κουδούνι, ο Θίο του πέταξε ένα "τα λέμε αργότερα" για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα μεταξύ τους και σηκώθηκε γρήγορα για να πάει στο ντουλαπάκι του. Ο λόγος που βιαζόταν τόσο ήταν επειδή ήθελε να πάρει τα πράγματα του και να φτάσει στην τάξη του προτού ο διάδρομος γεμίσει με παιδιά.

Τελικά όμως δεν τα κατάφερε.

Το πλήθος μαθητών είχε γεμίσει το διάδρομο, κάνοντας το δύσκολο και σχεδόν ακατόρθωτο να κινηθεί κανείς ελεύθερα. Ο Θίο προσπαθούσε να προχωρήσει, σπρώχνοντας μερικούς με τα βιβλία που κρατούσε στο χέρι του, όμως η όλη κατάσταση τον άφησε τόσο μπερδεμένο και συγχησμένο που ακόμη κι όταν ο χώρος καθάρισε, εκείνος δεν είχε ιδέα που έπρεπε να πάει. Το σχολείο ήταν ακόμη καινούργιο για αυτόν και δεν μπορούσε να θυμηθεί τι του είχε πει ο Μπράιαν στην ξενάγηση. Κοίταξε γύρω του, ελπίζοντας να δει κάποιο χαρτί με το σχέδιο του σχολείου, όμως δεν βρήκε κανένα.

Έμεινε για λίγο ακίνητος. Περιστασιακά πέρασαν μερικά παιδιά, τα οποία όμως δεν αναγνώρισε ως συμμαθητές του για να τα ρωτήσει.

Πάνω που είχε αρχίσει στ' αλήθεια να απελπίζεται, κάποιος πάτησε το πόδι του, κάνοντας τον να φωνάξει από τον πόνο. Γύρισε και κοίταξε, για να δει μια κοπέλα με σχιστά ματια σε αναπηρικό καροτσάκι. «Κάνε μου μια χάρη,» ξεκίνησε να του λέει με την λεπτή φωνή της «και πάνε με στην αίθουσα 5. Γρήγορα.»

«Που είναι η αιθ-»

«Ωχ, Θεέ μου, είσαι ο καινούργιος... Μην ανησυχείς, θα σε καθοδηγώ εγώ, απλά τρέχα, πάνε με όσο πιο γρήγορα μπορείς.»

Ο Θίο υπάκουσε και άρπαξε τα χερούλια με τα δύο του χέρια. Άρχισε να πηγαίνει χαλαρά, όμως δεν κατάφερε να παραμείνει ψύχραιμος όταν η κοπέλα άρχισε να του φωνάζει τις 'συντεταγμένες'. «ΕΥΘΕΙΑ, ΣΤΡΙΨΕ ΑΠΟ ΔΩ, ΓΡΗΓΟΡΑ, ΕΥΘΕΙΑ

«ΣΤΟΟΟΠ!» φώναξε και ο Θιο έβαλε όλη του τη δύναμη για να σταματήσει το αμαξίδιο, αλλιώς ίσως και η καημένη κοπέλα να συγκρουόταν με τον τοίχο. «Εδώ είμαστε,» του είπε και του φώναξε ένα 'ευχαριστώ' πριν μπει στην αίθουσα.

Όκει, αυτό ήταν περίεργο.

Δεν είχε ιδέα προς τα που έπρεπε να πάει μετά από αυτό, γιατί με κάποιον τρόπο είχε καταφέρει να χαθεί ακόμη περισσότερο απ'όσο πριν. Γύρισε πίσω όταν άκουσε βήματα προς το μέρος του.

«Γιατί δεν είσαι στην τάξη σου;»

Ένα παχουλό αγόρι με γλυκά χαρακτηριστικά τον ρώτησε. Φορούσε ένα άσχημο αυτοκόλλητο στην μπλούζα του που έγραφε "Επιτηρητής Διαδρόμων" και τα μαλλιά του ήταν στρωμένα προς τα πίσω, ένα κούρεμα το οποίο δεν του πήγαινε ιδιαίτερα. 

"Βασικά έχω χαθεί...» απάντησε.

«Α, είσαι ο καινούργιος!»

Ο Θίο έσμιξε τα φρύδια του. Το γεγονός πως όλοι το καταλάβαιναν τόσο γρήγορα σχεδόν τον πρόσβαλλε. «Τόσο προφανές είναι;»

Το αγόρι γέλασε. «Αρκετά,» είπε και του έδωσε το χέρι του. «Με λένε Πίτερ, είμαι Επιτηρητής.»

«Θίοντορ Βένους,» συστήθηκε με την σειρά του. «Μπορείς να μου δείξεις που είναι η αίθουσα πληροφορικής;»

Η αλήθεια ήταν πως δεν του άρεσε να ζητάει βοήθεια και ειδικά από ένα άτομο το οποίο μόλις γνώρισε, αλλά εφόσον αυτή ήταν κυριολεκτικά η δουλειά του, τον έκανε να νιώθει καλύτερα.

Στην διαδρομή, ο Θίο αναγκάστηκε να εξηγήσει στον Πίτερ τι είχε συμβεί, χωρίς να παραλείψει το περιστατικό με την άγνωστη κοπέλα. Ο Πίτερ το βρήκε πολύ αστείο.

«Αυτή ήταν η Τζεν. Είναι πολύ καλή κοπέλα, περίεργη αλλά καλή.»

Όταν φτάσανε μπροστά από την αίθουσα, ο Πίτερ τον συνόδεψε μέχρι μέσα και τον κάλυψε, λέγοντας στην καθηγήτρια πως ο Θίο τον είχε βοηθήσει σε μια δουλειά και άρα δεν χρειαζόταν να τον κατηγορήσει για την αργοπορία του.

Είχε μείνει έκπληκτος με το πόσο ευγενικός ήταν το αγόρι. Λίγο πριν καθίσει στην θέση του, τον ευχαρίστησε ψιθυριστά, ώστε να μη τον ακούσει η καθηγήτρια.

«Τα λέμε σύντομα, Θίοντορ.»

Κι ο Θίο αποφάσισε πως όντως ήθελε να του ξαναμιλήσει. Ήταν ίσως το μοναδικό άτομο στο σχολείο που θεωρούσε ανεκτό, σε αντίθεση με τον Μπράιαν ή την ίδια του την αδερφή, η οποία τώρα είχε συγκεντρώσει το βλέμμα της στο κινητό που έκρυβε κάτω από το θρανίο της.

Στο διάλειμμα, έξω από την αίθουσα τον περίμενε η κοπέλα με το αναπηρικό αμαξίδιο.

Την παρατηρήσει καλύτερα, καθώς δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία νωρίτερα. Ήταν πολύ όμορφη. Είχε Ασιατικά χαρακτηριστικά, μακριά ίσια μαλλιά και μεγάλα καστανά μάτια που τον κοιτούσαν με περιέργεια, σαν να είχε πάει αυτός να την βρει κι όχι το αντίθετο. Φορούσε ένα κίτρινο φούτερ που ήταν πολύ μεγάλο γι αυτήν και χοντρά καφέ μποτάκια με χρωματιστά κορδόνια.

«Τι;»

«Τίποτα,» του απάντησε. «Συγγνώμη για πριν. Που σε ποδοπάτησα και μετά σε έβαλα να τρέχεις σαν τον βλάκα.» Του έδωσε το χέρι της και συστήθηκε. «Τζεν Κάνγκ-Σμιθ.»

«Θίοντορ και... συγχωρεμένη υποθέτω.»

«Λοιπόν, ελπίζω να μην μπήκες σε μπελάδες εξαιτίας μου.» Ξεκίνησε να φεύγει μακριά και ο Θίο δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να την ακολουθήσει ή όχι, αλλά τελικά αποφάσισε να μην το κάνει.

Μια ώρα ακόμα και θα γυρνούσε στο σπίτι. Ήταν το μόνο που τον παρηγορούσε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro