part fifteen
Κοιτώντας έξω από το παράθυρο, είδε τον συννεφιασμένο ουρανό και ένιωσε τον κρύο αέρα και κάγχασε με την ειρωνία της κατάστασης - γιατί αυτός ακριβώς ήταν ο καιρός που θα έπρεπε να έχει την ημέρα που θα επισκεπτόταν το σπίτι της Κορτέζ.
Έριξε για πέμπτη φορά το μήνυμα στο κινητό της, με αποστολέα την εκνευριστική διπλανή της. Έγραφε την οδό του σπιτιού της κι από δίπλα συμπλήρωσε "κι αν χαθείς, πάρε με τηλέφωνο. ή όχι. δεν με νοιάζει".
Έβαλε τη συσκευή στην εσωτερική τσέπη του τζιν μπουφάν της και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Σε κανένα περιοδικό δεν θα έβλεπες άρθρο με το όνομα «Τι Να Βάλετε Όταν Θα Επισκεφτείτε Την Νέμεσις Σας» (εντάξει, Νέμεσις ήταν υπερβολική λέξη αλλά η Αντζέλικα δεν ήθελε να ξεκινήσει για ακόμη μια φορά να αναρωτιέται στ αλήθεια τι ήταν η Κορτέζ γι αυτήν) κι έτσι έπρεπε να αυτοσχεδιάσει. Ένα ψιλό αλλά μακρύ μωβ πουλόβερ, μαύρο κολάν και πουλόβερ. Στα ξανθά μαλλιά της είχε προσθέσει ένα επίσης νέον μωβ τσιμπιδάκι, το οποίο τελευταία στιγμή αποφάσισε να βγάλει.
Άκουσε την φωνή της θείας Μάργκο από τον κάτω όροφο. «Άντζι, είσαι σίγουρη πως δεν θέλεις να σε πάει ο Χάρι μέχρι το σπίτι της... αμ, συμμαθήτριας σου;»
Η Αντζέλικα (ή απ' ότι φαίνεται, Άντζι για το ανδρόγυνο) μόρφασε. Άρπαξε το σχολικό σακίδιο της και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά, για να πάει στην κουζίνα.
Βρήκε την θεία της στην κουζίνα με τον αδερφό της. Ήταν σκυμμένος πάνω από μια κατσαρόλα φαγητό με μια λερωμένη κουτάλα στο χέρι. Το θέαμα ήταν φοβερά αστείο, όμως αποφάσισε να μην τον πειράξει. Και μετά κατάλαβε πως ήταν ακατόρθωτο. «Ναι,» απάντησε στη προηγούμενη ερώτηση της θείας της. «Τι κάνει ο Ρατατούης από 'δω;»
Η θεία Μάργκο έσκασε στα γέλια, αλλά όταν ο Θίο της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα κάλυψε το στόμα της με την παλάμη. «Μαγειρεύω,» της απάντησε εκνευρισμένος.
«Καλή τύχη με αυτό.»
«Δεν έχεις πουθενά να πας;» πέρασε αυτός στην αντεπίθεση, πράγμα σπάνιο για τον Θίο.
Εκείνη έγνεψε. Αποχαιρέτησε στα γρήγορα την θεία και τον αδερφό της που μουρμούριζε κάτι που αποκλείεται να ήταν καλό και βγήκε από το σπίτι.
Ο παγωμένος αέρας χτύπησε το πρόσωπο της και εκείνη έσφιξε το μπουφάν γύρω της. Παρόλο που ήταν ακόμη απόγευμα, ο δρόμος ήταν άδειος και δεν υπήρχαν παρά μόνο λίγα άτομα που περπατούσαν. Ήθελε να γυρίσει σπίτι της, όμως ήξερε πολύ καλά πως αυτό δεν γινόταν. Επίσης, ήξερε πως το σπίτι της Κορτέζ ήταν λίγο πιο μακριά από την πλατεία. Αλλά εκεί οι γνώσεις της τελείωναν. Δεν είχε ιδέα πως θα κατάφερνε να το βρει, ωστόσο μόνο η ιδέα του να παίρνει τηλέφωνο την Κορτέζ να της ζητήσει να έρθει να την πάρει την έκανε να θυμώνει με τον εαυτό της.
Καθώς περπατούσε, σκεφτόταν πως ήταν πολύ πιθανό να γνωρίσει την οικογένεια της Κορτέζ. Και αυτή η σκέψη την τρόμαζε. Γενικά, την Αντζέλικα την λάτρευαν οι γονείς. Ήταν ευγενική, τυπική με ένα ψεύτικο χαμόγελο που είχε τελειοποιήσει με τα χρόνια και έκανε τους ενήλικες να την νομίζουν για άγγελο. Αυτό που την φόβιζε ήταν το ενδεχόμενο η Λατίνα να είχε μιλήσει στους γονείς της για την Αντζέλικα, τις αμέτρητες συγκρούσεις τους και όλα όσα την είχε αποκαλέσει και της είχε απευθύνει. Αυτή θα ήταν μια κατάσταση από την οποία δεν θα μπορούσε να βγει κερδισμένη.
Φτάνοντας στην πλατεία, είδε επιτέλους μερικά παιδιά και άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όχι ότι θα πήγαινε να τα ρωτήσει εάν ήξεραν που έμενε η Κορτέζ, αλλά ένιωθε καλύτερα ξέροντας πως θα είχε κάποιον να ρωτήσει για οδηγίες σε κατάσταση ανάγκης. Κοίταξε γύρω της. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Το ρολόι της ήταν η υπενθύμιση πως είχε ήδη αργήσει στο ραντεβού τους δέκα λεπτά.
Δεν υπήρχε περίπτωση να βρει το σπίτι χωρίς βοήθεια.
Κάποιος της πάτησε το πόδι και οι κραυγές της από εσωτερικές και απευθυνόμενες στο σύμπαν έγιναν εξωτερικές και απευθυνόμενες σε μια κοπέλα σε αναπηρικό αμαξίδιο. «Σκατά! Συγγνώμη, συγγνώμη,» μίλησε η Ασιάτισσα. «Είσαι καλά;»
Την Αντζέλικα το πρώτο που κοίταξε δεν ήταν αν είχε σπάσει κάποιο δάχτυλο, αλλά αν τα μποτάκια της είχαν λερωθεί. Τα τίναξε με το χέρι της, όσο προσπαθούσε να συγκρατήσει την ψυχραιμία της. Θα της ήταν εύκολο να αρχίζει να ουρλιάζει στο κορίτσι, όμως ήξερε πως θα ένιωθε φοβερές τύψεις στο μέλλον αν το έκανε. Εξάλλου δεν ήταν απαραίτητα λάθος δικό της, αλλά του αμαξιδίου της. Που κουνούσε η ίδια. Δεν πειράζει.
«Απλά σε είδα που έμοιαζες σαν να είχες χαθεί και σκέφτηκα πως ίσως μπορούσα να βοηθήσω,» συνέχισε εκείνη όταν δεν έλαβε απάντηση από την ξανθιά με τα πλέον σημαδεμένα μποτάκια.
«Ω, τι γλυκό,» μουρμούρισε η Αντζέλικα ειρωνικά. Όταν σήκωσε επιτέλους το βλέμμα της και παρατήρησε κανονικά την κοπέλα απέναντι της, συνειδητοποίησε πως την γνώριζε. Ήταν το ίδιο κορίτσι που είχε δει αρκετές φορές να συχνάζει με τον αδερφό της. Το κορίτσι για το οποίο ο Θίο μιλούσε με την θεία Μάργκο και τα μάτια του πρόδιδαν πως δεν την έβλεπε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έβλεπε τον Πίτερ. Βέβαια όταν η ίδια τον είχε διακριτικά ρωτήσει, το είχε αρνηθεί. Η Αντζέλικα όμως ήξερε τι ήταν έλξη όταν την έβλεπε.
«Η αδερφή του Θίο δεν είσαι παρεμπιπτόντως;» ρώτησε τελικά. Η Αντζέλικα στριφογύρισε τα μάτια της. Έτσι την γνώριζαν πλέον; Ως αδερφή του Θίο;
«Ναι, τον ξέρεις;» αποφάσισε να κάνει την χαζή.
Η κοπέλα χαμογέλασε. «Είμαι φίλη του από το σχολείο. Τζεν, χάρηκα.»
Αφού τα δύο κορίτσια δώσανε τα χέρια και συστήθηκαν, η Αντζέλικα θυμήθηκε για ποιον λόγο είχε βγει έξω και αυτός δεν ήταν για να γνωρίσει το ενδιαφέρον του αδερφού της.
Λες και διάβασε τις σκέψεις της, η Τζεν μίλησε. «Έχεις χαθεί; Ξέρω πως είστε ακόμη σχετικά νέοι στο Βάιολετ Χάιζ, οπότε δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεσαι.»
«Δεν ντρέπομαι!» απάντησε λίγο πιο γρήγορα απ' όσο χρειαζόταν η Αντζέλικα. «Απλά...» Έβγαλε το κινητό της και πάτησε το πρώτο μήνυμα. «Ξέρεις που βρίσκεται αυτή η διεύθυνση;»
Η Τζεν το παρατήρησε για λίγο προτού απαντήσει. «Το σπίτι της Άντρεα;»
Γαμώτο. «Που το ξες;»
«Είχα πάει μια φορά και γενικά έχω καλή μνήμη,» εξήγησε και η Αντζέλικα αποφάσισε να το δεχτεί. «Άρα ξέρω που είναι. Θέλεις να σε πάω;»
«Απλά πες μου που είναι. Εξάλλου, δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις;»
Η κοπέλα με τις μαύρες γαλλικές πλεξούδες δεν φάνηκε να πτοείται από τον απροσδόκητα επιθετικό τόνο της Αντζέλικα. «Βασικά βγήκα για να πάρω ψωμί και ο φούρνος είναι στον δρόμο μου.» Έκανε μια παύση. Η Αντζέλικα αναστέναξε, ξέροντας πως δεν είχε στ' αλήθεια επιλογή και τα δύο κορίτσια άρχισαν να περπατάνε μαζί, με την Τζεν να οδηγεί.
«Να κάνω μια ερώτηση;» Δεν περίμενε να της απαντήσει. «Εφόσον δεν ήξερες που να πας, γιατί δεν έπαιρνες τηλέφωνο την Άντρεα τόση ώρα;»
«Δεν ήθελα την βοήθεια της.»
«Άρα από πείσμα; Ο Θίο μου είπε πως αντιπαθείτε η μία την άλλη.»
Υποσημείωση στον εαυτό της - η Αντζέλικα έπρεπε να βρίσει τον αδερφό της που μιλούσε στους φίλους του για εκείνη και τα δράματα της.
Έγνεψε. «Αλλά έχουμε να κάνουμε την εργασία της Σίμσον.»
Υπήρξε μια σιωπή λίγων δευτερολέπτων και η Αντζέλικα ένιωθε το κορίτσι δίπλα της να ψάχνει τις κατάλληλες λέξεις για να πει αυτό που ήθελε. «Για να είμαι ειλικρινής, εγώ στην αρχή νόμιζα πως είστε φίλες. Ήσασταν μαζί στα διαλείμματα, μιλούσατε στο μάθημα...»
«Δεν είμαστε όμως,» το έληξε εκεί, με την ελπίδα πως τα μάγουλα της δεν θα είχαν γίνει ροζ. Δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό το πως έβλεπαν τα δύο κορίτσια οι υπόλοιποι.
Μπήκαν σε ένα στενό και υπήρχε ένα κομμάτι του δρόμου που εξείχε επικίνδυνα πολύ. Η Αντζέλικα γύρισε να κοιτάξει την Τζεν και έκανε να την βοηθήσει με το αμαξίδιο, όμως εκείνη της έκανε νόημα πως δεν χρειαζόταν. «Σ' ευχαριστώ όμως. Απλά...» έσφιξε τα δόντια της καθώς έβαλε όλη της την δύναμη στα χέρια για να τραβήξει το αμαξίδιο. «Είμαι κι εγώ πεισματάρα με τον δικό μου τρόπο,» της είπε τελικά, χαμογελώντας ευγενικά.
Αφού τα κατάφερε και συνέχισαν τον δρόμο τους κανονικά, η Τζεν συνέχισε την συζήτηση από εκεί που είχε μείνει. «Δεν θέλω να νιώσεις πως σου ακυρώνω τα συναισθήματα αυτή τη στιγμή, πάντως η Άντρεα είναι αλήθεια πολύ συμπαθητικό κορίτσι.»
Η Αντζέλικα αποφάσισε να μην απαντήσει, κυρίως γιατί δεν ήθελε να ακούσει όλους τους λόγους για τους οποίους η Κορτέζ ήταν το χρυσό κορίτσι. Ήδη είχε ακούσει ιστορίες, κυρίως από τον Μπράιαν και τους φίλους του ή τον Κέιντεν, με τον οποίο πριν λίγες μέρες μοιράστηκε μεσημεριανό. Και η αλήθεια ήταν πως θα ήθελε πολύ να γνωρίσει την Κορτέζ που έβλεπαν οι άλλοι. Όμως ίσως απλά να μην ήταν γραφτό της.
Μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της, η Αντζέλικα και η Τζεν συνέχισαν να μιλάνε, αλλά η δεύτερη καταλαβαίνοντας την αμηχανία που έφερνε το θέμα Κορτέζ αποφάσισε να αλλάξει την συζήτηση. Η Αντζέλικα την έβρισκε συμπαθητική - κάπως περίεργη, αλλά συμπαθητική όπως και να 'χει. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που θα ήθελες να έχεις γύρω σου γιατί τα κάνει όλα να φαίνονται λιγάκι πιο υποφερτά και δεν θα το έλεγε ποτέ σε κανέναν, αλλά ζήλευε τον αδερφό της για τους φίλους του. Μπορεί να μην ήταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, όμως ήταν καλοί άνθρωποι και είχε αρχίσει σιγά σιγά να συνειδητοποιεί ποιο ήταν πιο σημαντικό.
«Εδώ είμαστε,» της έκανε κάποια στιγμή και η Αντζέλικα γύρισε να κοιτάξει την σχετικά μικρή μονοκατοικία στην οποία είχαν φτάσει. Έπειτα, απευθύνθηκε στην Τζεν.
«Ξες... σ' ευχαριστώ για την βοήθεια.»
«Δεν κάνει τίποτα,» της χαμογέλασε εκείνη. «Πρέπει να φύγω τώρα, γιατί σε λίγο ο φούρνος θα κλείσει όμως χάρηκα πολύ που σε γνώρισα κι επισήμως, Αντζέλικα.»
«Κι εγώ,» μουρμούρισε κι όλως περιέργως το εννοούσε. Πριν εξαφανιστεί από το πεδίο όρασης της, της φώναξε κοροϊδευτικά. «Δώσε χαιρετίσματα στον αδερφό μου.» Την άκουσε να γελάει δυνατά πριν την χάσει.
Μόλις χτύπησε το κουδούνι, άκουσε παιδικές φωνές μέσα απ' το σπίτι και αμέσως συνειδητοποίησε την σοβαρότητα - και τραγικότητα - της κατάστασης. Πάλεψε το ένστικτο της, που ήταν να τρέξει πίσω στο σπίτι της όσο πιο γρήγορα μπορεί και έμεινε να περιμένει, μέχρι που η πόρτα άνοιξε.
Η Αντζέλικα δεν μπορούσε παρά να υποθέσει πως η γλυκιά γυναίκα που έμοιαζε σαν την ενήλικη εκδοχή της Κορτέζ ήταν η μητέρα της. Είχε προετοιμάσει τον εαυτό της για κάποιου είδους μορφασμό ή κήρυγμα σχετικά με την συμπεριφορά της προς την κόρη της, όμως η κυρία Κορτέζ της χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο και την καλωσόρισε μέσα στο σπίτι. «Πρέπει να είσαι η Αντζέλικα. Η Άντρεα μας έχει πει τόσα για σένα! Σαν στο σπίτι σου!»
«Γεια σας κυρία Κορτέζ,» την χαιρέτισε με την αντίστοιχη ευγένεια η Αντζέλικα και προσπάθησε να μην το κάνει προφανές πόσο αγχωμένη ήταν. «Σας ευχαριστώ πολύ.»
«Ω, είσαι σκέτη γλύκα!» της είπε εκείνη και έπειτα έκανε χωνί τα χέρια της. «ΑΝΤΡΕΑ, ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ!» φώναξε δυνατά και σε εκατοστά του δευτερολέπτου, η Κορτέζ κατέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε δίπλα στην μητέρα της. Φορούσε ένα υπερβολικά φαρδύ κόκκινο φούτερ και μια επίσης φαρδιά μαύρη φόρμα από κάτω. Τα μαλλιά της όπως πάντα ήταν πιασμένα σε ατημέλητη αλογοουρά.
Η Κορτέζ την κοίταξε από πάνω ως κάτω. «Τον βρήκες τον δρόμο;» ρώτησε δύσπιστα.
«Όχι, ακόμη τον ψάχνω,» απάντησε σαρκαστικά η Αντζέλικα, κρατώντας όμως τον τόνο της φιλικό όσο βρισκόταν μπροστά στην γυναίκα που γέλασε.
«Τέλος πάντων,» γύρισε να κοιτάξει την μητέρα της, «πάμε πάνω τώρα. Σε παρακαλώ μην μας ενοχλήσει κανείς.»
Η κυρία Κορτέζ αγνόησε την κόρη της και απευθύνθηκε στην Αντζέλικα. «Πεινάς, γλυκιά μου; Θέλεις να σας φτιάξω κανένα τοστάκι ή καμιά κρέπα;»
Στην σκέψη του φαγητού το στομάχι της έκανε πάρτι, όμως μη θέλοντας να βάζει σε κόπο την γυναίκα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Είμαι εντάξει, ευχαριστώ.»
Η Κορτέζ γύρισε τα μάτια της. «Αν χρειαστούμε οτιδήποτε, θα είσαι η πρώτη που θα το μάθει μαμά.» Άρπαξε την Αντζέλικα από το χέρι και προτού η ίδια προλάβει να της πει πως δεν εκτιμούσε καθόλου την χειρονομία, την τράβηξε μαζί της. Ήταν εμφανές πως προσπαθούσε σκληρά να κάνει τα πάντα ώστε να αποφύγει τα υπόλοιπα μέρη της οικογένειας, που κρίνοντας από όλα τα παιχνίδια που ήταν πεταμένα στο σπίτι πρέπει να ήταν κυρίως μικρής ηλικίας.
Όταν φτάσανε στον πάνω όροφο, το πρώτο πράγμα που άκουσε η Αντζέλικα ήταν ένα δυνατό ισπανικό "πρόσεχε!" πριν νιώσει έναν πόνο στα πλευρά της. Δίπλα της η Κορτέζ σχεδόν γρίλισε.
«Ματίας!» Σήκωσε το παιδικό αεροπλάνο από το πάτωμα και το πέταξε πίσω σε ένα από τα δύο μικρά αγοράκια που εμφανίστηκαν στον διάδρομο μέσα από ένα δωμάτιο. «Πρόσεχε με τις βλακείες σου!»
Το ένα από τα δύο αγόρια, που έμοιαζε μεγαλύτερο, της έβγαλε την γλώσσα. Έμοιαζε να είναι γύρω στα δέκα χρονών, ενώ το μικρότερο επτά ή οχτώ. «Εσύ είσαι βλακεία,» της είπε τραγουδιστά, όσο το άλλο αγοράκι μάζεψε το παιχνίδι από το πάτωμα και έπειτα στερέωσε καλύτερα τα γυαλιά στην μύτη του. Η Αντζέλικα δεν μπορούσε παρά να το βρίσκει αξιολάτρευτο, αλλά δεν μίλησε.
«Ματ,» του είπε το μικρό αγόρι. «Δεν είναι σωστό να μιλάμε έτσι μπροστά σε ένα κορίτσι.»
Όταν κατάλαβε πως αναφερόταν στην ίδια, χαμογέλασε. «Με λένε Αντζέλικα,» συστήθηκε κι εκείνος έδωσε το χέρι του.
«Μάριο. Συγγνώμη που σε χτύπησε το αεροπλάνο μου.»
Τον διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε πρόβλημα κι εκείνος της χαμογέλασε πλατιά. Ο Ματίας από δίπλα γύρισε τα μάτια του, αλλά απολογήθηκε. Η Κορτέζ δίπλα στην Αντζέλικα τόση ώρα παρατηρούσε την κατάσταση σαν να παρακολουθούσε ντοκιμαντέρ για τα άγρια ζώα στην ζούγκλα.
Τελικά έσκυψε για να φτάσει στο ύψος των αγοριών. Η φωνή της μετατράπηκε σε ότι πιο σοβαρό και ελαφρώς απειλητικό έχει ακούσει. «Ακούστε τώρα. Εγώ κι η Αντζέλικα έχουμε σοβαρά πράγματα να κάνουμε. Έστω και ακούσω κιχ, σας έχω σφάξει.»
Το γεγονός πως για πρώτη φορά δεν την αποκάλεσε Βένους, αλλά με το όνομα της για κάποιο λόγο δεν ήταν κάτι που μπορούσε να αγνοήσει.
«Δεν μπορείς να μας μιλάς έτσι, θα το πω στην μαμά!» γκρίνιαξε ο Ματίας και σκούντηξε τον Μάριο που αμέσως συμφώνησε.
«Κι εγώ θα της πω για το συμβάν με το ταψί.» Η Αντζέλικα ήθελε πολύ να ακούσει αυτή την ιστορία, αλλά βλέποντας τα τρομοκρατημένα βλέμματα των παιδιών, αποφάσισε να μην επέμβει. Η Κορτέζ φαινόταν να έχει την κατάσταση στο χέρι της. «Ακριβώς. Δοκιμάστε με αν τολμάτε.»
Σηκώθηκε όρθια και έκανε νόημα την Αντζέλικα να την ακολουθήσει. Έστριψε και εξαφανίστηκε σε ένα από τα δωμάτια στο τέλος του διαδρόμου. Η Αντζέλικα ξεκίνησε να φεύγει, όταν ο Μάριο την σταμάτησε.
Όταν τον παρατηρούσε καλύτερα, έμοιαζε φοβερά πολύ με την Κορτέζ. Ίδια μάτια, ίδια μύτη, ίδια απόχρωση στα μαλλιά. Ήταν πρακτικά ίδιοι. Φορούσε μια σαλοπέτα και ένα κόκκινο μπλουζάκι από μέσα και τα γυαλιά του συνεχώς έπεφταν κάτω στην μύτη του. Η Αντζέλικα γενικά δεν ενθουσιαζόταν εύκολα με τα μικρά παιδιά, αλλά ο Μάριο ήταν ξεκάθαρα ότι πιο αξιαγάπητο είχε δει ποτέ στην ζωή της.
«Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα, Αντζέλικα. Είσαι πολύ όμορφη.»
Ήταν εντελώς διαφορετικό πράγμα να στο λέει αυτό ένα αγόρι της ηλικίας σου από το να στο λέει ένα μικρό παιδί.
«Σ' ευχαριστώ πολύ μικρέ,» του είπε και του τσίμπησε το μάγουλο που αμέσως έγινε κόκκινο. «Τώρα πάω μέσα αλλιώς η αδερφή σου θα φωνάζει.»
«Τα λέμε, φίλη!»
Το ότι η πρώτη φορά που κάποιος την αποκάλεσε φίλη του στο Βάιολετ Χάιζ ήταν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή από ένα οχτάχρονο την έκανε να νιώσει πολλά ανάμεικτα συναισθήματα, τα οποία αποφάσισε να αγνοήσει μέχρι τουλάχιστον να βρει λίγο χρόνο για τον εαυτό της.
Έκλεισε πίσω της την πόρτα του δωματίου της Κορτέζ και έμεινε να το παρατηρεί. Πίστευε γενικότερα πως το δωμάτιο ενός ανθρώπου έλεγε πολλά για τον ίδιο (μέχρι που, τέλος πάντων, άρχισε να κοιμάται σε μια σοφίτα) κι έτσι, περίμενε πως το δωμάτιο της κοπέλας θα ήταν βαμμένο σε ένα έντονο χρώμα, με αφίσες και εμπόρευμα ποδοσφαιρικών ομάδων, ίσως με μια μικρή αλλά γεμάτη βιβλιοθήκη. Αυτό που είδε όμως της έκανε εντύπωση.
Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι ένα πολύ ανοιχτό ροζ και τα έπιπλα ήταν επίσης λευκά με ροζ λεπτομέρειες. Και ενώ μπορούσε να παρατηρήσει χωμένα σε ένα μπαούλο κασκόλ και καπέλα μιας δημοφιλούς ομάδας ποδοσφαίρου, εκείνο ήταν διακοσμημένο με λούτρινα ζωάκια. Όλο το δωμάτιο δεν θύμιζε την μέση έφηβη Αμερικανίδα, αλλά παιδικό δωμάτιο προορισμένο για κοριτσάκι δημοτικού.
Η Κορτέζ την παρατηρούσε ενώ με το βλέμμα της σκάναρε το χώρο. «Ρίξε μου τα καλύτερα σχόλια σου,» της είπε. Όταν η Αντζέλικα γύρισε να την κοιτάξει, καθισμένη στην μέση του κρεβατιού της, της φάνηκε σχεδόν νευρική.
«Δεν έχω να πω κάτι.»
Σήκωσε το φρύδι της. «Αλήθεια;» Η Αντζέλικα έγνεψε και η Κορτέζ άφησε ένα σιγανό αναστεναγμό ανακούφισης. «Απλά... ξες, την τελευταία φορά που βάψαμε και διακοσμήσαμε το δωμάτιο ήμουν έξι.»
Το πρώτο της ένστικτο ήταν να ρωτήσει γιατί. Της φαινόταν περίεργο, καθώς η ίδια είχε συνηθίσει ετήσια αλλαγή ντεκόρ δωματίου στο παλιό της σπίτι στην Νέα Υόρκη. Και έπειτα, κατάλαβε τον λόγο. Χρήματα. Όταν πρωτοείδε το σπίτι των Κορτέζ, της φάνηκε μικρό. Βέβαια, πέρα από το μέγεθος, δεν είχε πολλές διαφορές με το σπίτι της θείας Μάργκο. Είχε δύο ορόφους, αυλή και όλα τα δωμάτια που συνήθως χρειάζεται να έχουν τα σπίτια.
Δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ για ποιον λόγο η διπλανή της φορούσε σχεδόν συνέχεια το ίδιο ζευγάρι αθλητικά, είχε υποθέσει πως έφταιγε το κακό γούστο της. Το φαγητό της δεν ήταν ποτέ από την καντίνα, αλλά ήταν τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το έπαιρνε από το σπίτι. Και οι βαθμοί της... είχε αρχίσει να υποψιάζεται τον λόγο που τους ήθελε πάντα υψηλούς. Δεν ήταν για να αποδείξει κάτι σε κάποιον, ή για να την ανταγωνιστεί, όπως πίστευε πρώτα.
«Είναι ωραίο...» μουρμούρισε.
«Ο εξάχρονος εαυτός μου σε ευχαριστεί.» Χαμογέλασε. Περίμενε, χαμογέλασε; «Με τον Μάριο μιλούσες;»
«Ναι, είναι σκέτος γλύκας!»
Η Κορτέζ την κοίταξε εξεταστικά. «Στ' αλήθεια το πιστεύεις;» Όταν η Αντζέλικα έγνεψε, συνέχισε. «Ω... πρέπει να σε συμπάθησε.»
Ο ήχος ενός μωρού που κλαίει ακούστηκε σε όλο το σπίτι και η κοπέλα βλαστήμησε. «ΜΑΜΑ! Η ΜΙΚΡΗ!» ούρλιαξε.
Ακούστηκαν βήματα, μια πόρτα να κλείνει και το κλάμα σταμάτησε. «Πόσα αδέρφια έχεις;» την ρώτησε η Αντζέλικα από καθαρό ενδιαφέρον.
«Η Ρεμπέκα είναι η μικρή, ενός χρόνου. Ο Μάριο, ο Ματίας, εγώ και έχω ακόμη μια μεγάλη αδερφή, την Ίλια, αλλά δεν μένει μαζί μας.»
«Ουάου.» Ίσως να μην έπρεπε να το αναφέρει, όμως η περιέργεια της στο τέλος νίκησε και έκανε την ερώτηση που για τόσο καιρό είχε στο μυαλό της. «Να σου κάνω μια ερώτηση;»
Την άκουσε να μουρμουρίζει κάτι για ανάκριση, όμως έγνεψε. «Ωραία. Εκείνη την ημέρα στην βιβλιοθήκη γιατί έφυγες; Ποτέ δεν μου είπες.»
Η Κορτέζ φαινόταν να διστάζει να απαντήσει. Την κοίταξε καλά, από την κορυφή ως τα νύχια, σαν να συζητούσε με τον εαυτό της εάν έπρεπε να την εμπιστευτεί. Όσο δεν απαντούσε, τόσο μεγαλύτερη περιέργεια είχε.
Τελικά όμως της απάντησε, προς έκπληξη της Αντζέλικα που για μια στιγμή φοβήθηκε πως αυτή η ερώτηση θα οδηγούσε σε έναν ακόμη καυγά. «Οι γονείς μου είναι όλη μέρα στην δουλειά και τα αδέρφια μου... ουσιαστικά εγώ τα μεγαλώνω. Και έπειτα είναι ο Μάριο... που χρειάζεται λίγη περισσότερη προσοχή.» Η φωνή της ράγισε. «Δεν είναι κάτι σπουδαίο, απλά έχει αυτισμό. Και όσο να πεις...»
Η Αντζέλικα προσπάθησε να μην αφήσει τον εαυτό της να φανεί έκπληκτη αλλά να προσποιηθεί πως αυτό δεν ήταν κάτι που της κέντρισε το ενδιαφέρον. «Ω, κατάλαβα.»
«Εκείνη την ημέρα έτυχε κάτι στην μητέρα μου και έπρεπε να πάω να πάρω εγώ τα αγόρια από το σχολείο,» συνέχισε, δίνοντας την εντύπωση πως ήθελε να αλλάξει το θέμα όσο πιο γρήγορα γινόταν. «Τέλος πάντων. Λέω να αρχίσουμε τώρα. Έφερες τις σημειώσεις;»
Έγνεψε και γύρισε την τσάντα της ανάποδα, ρίχνοντας έτσι ό,τι είχε μέσα στο κρεβάτι της Κορτέζ, η οποία έβγαλε από ένα συρτάρι του γραφείου της ένα φορητό υπολογιστή και τον στερέωσε στα πόδια της. Η Αντζέλικα ίσως να έμενε όρθια για την υπόλοιπη ώρα εάν δεν της έκανε νόημα να καθίσει δίπλα της. Έβγαλε το μπουφάν της που είχε ξεχάσει πως φορούσε και το πέταξε δίπλα της. Ενώ έξω είχε κρύο, η ίδια είχε αρχίσει να ζεσταίνεται πολύ μέσα στο σπίτι και ευχήθηκε να μην είχε ιδρώσει.
Η Κορτέζ μπήκε στο Google και πληκτρολόγησε το όνομα 'Αλεξάντερ Χάμιλτον' όσο η Αντζέλικα έψαχνε την σελίδα που είχαν γεμίσει την προηγούμενη φορά με σημειώσεις και πληροφορίες για τον άντρα.
«Γιατί βγάζει πληροφορίες για ένα μιούζικαλ;» άκουσε μετά από ώρα την φωνή της και άφησε το τετράδιο στην άκρη για να κοιτάξει την οθόνη του υπολογιστή. Απαντώντας την δική της ερώτηση, συνέχισε. «Α, φαίνεται πως έχουν φτιάξει μιούζικαλ για την ζωή του Χάμιλτον. Είναι αρκετά δημοφιλές.»
«Πρώτη φορά ακούω γι αυτό,» παραδέχθηκε η Αντζέλικα. Άρπαξε το ποντίκι από το χέρι της κοπέλας και έκανε κλικ σε ένα άρθρο που έγραφε 'πως μπορείς να δεις το μιούζικαλ online;'.
«Θέλεις να το δούμε;» την ρώτησε σαν να ήταν τρελή η Κορτέζ, αλλά τα χείλη της πήγαιναν προς τα πάνω.
«Γιατί όχι; Θα είναι ενημερωτικό,» απάντησε εκείνη με ένα μειδίαμα. Όταν το βλέμμα της προσγειώθηκε στην μία από τις λύσεις που πρότεινε η ιστοσελίδα, γούρλωσε τα μάτια.
«Τι έγινε;» Η Κορτέζ έριξε μια ματιά στο σημείο που κοιτούσε η Αντζέλικα και άφησε ένα νευρικό γελάκι. «Χα, όχι. Αποκλείεται.»
Εντάξει, ούτε η Αντζέλικα ενθουσιαζόταν στην ιδέα να μπούνε στο Pornhub ώστε να παρακολουθήσουν παράνομα ένα μιούζικαλ για την ζωή του Ιδρυτή-Πατέρα, όμως είχε γρήγορα καταλήξει στο συμπέρασμα πως μόνο έτσι θα μπορούσαν να το δούνε. Και μπόνους, έτσι θα κατάφερνε να σπάσει τα νεύρα της Κορτέζ χωρίς να πει ή να κάνει κάτι άσχημο.
«Ο χρήστης westan_linmanuel λέει πως είναι ο πιο ασφαλές τρόπος να το δεις και με καλή ποιότητα.»
«Αντζέλικα, μα τον Θεό...»
Η ξανθιά κοπέλα πήρε τον υπολογιστή στα δικά της πόδια όσο η Κορτέζ μουρμουρούσε ακατανόητα πράγματα σε ότι γλώσσα ήξερε να μιλάει. Σε λίγα δευτερόλεπτα, μπήκε στην ιστοσελίδα. Στην μπάρα αναζήτησης αγνόησε τις προτάσεις της σελίδας που παρά την αντίσταση της, την έκαναν να κοκκινίσει και πάτησε το όνομα του μιούζικαλ. Βγήκε πρώτο πρώτο, ένα βίντεο κοντά στις τρεις ώρες.
«Δεν το πιστεύω αυτό που ζω... λευκά κορίτσια, τι να πω...»
Τότε άνοιξε η πόρτα του δωματίου και η Αντζέλικα δεν μπόρεσε παρά να κρατήσει την αναπνοή της όσο η Κορτέζ με ταχύτητα φωτός έκλεισε τον υπολογιστή με τα χέρια της. Τα κορίτσια κοίταξαν την κυρία Κορτέζ που στεκόταν έξω από το δωμάτιο, με τα μάτια της σχιστά να προσπαθεί να καταλάβει τι συνέβαινε.
«ΜΑΜΑ! Πόσο δύσκολο σου είναι να χτυπήσεις μια πόρτα;!» φώναξε η Κορτέζ και η Αντζέλικα επιτέλους κατάφερε να ανασάνει.
Η γυναίκα όμως αγνόησε εντελώς την κόρη της. «Μα καλά, δεν ακούτε τι γίνεται έξω; Βρέχει σαν να μην υπάρχει αύριο, μέχρι και αστραπές έβγαλε και εσείς χαμπάρι.» Έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμη να κατηγορήσει τα πάντα στο μηχάνημα, όμως τελικά δεν το έκανε. «Αντζέλικα κορίτσι μου, δεν φαίνεται πως θα σταματήσει τώρα σύντομα. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να βγεις έξω όταν έξω γίνεται τέτοιος χαμός.»
Η Αντζέλικα κοίταξε το κινητό της. Πράγματι, δεν είχε καταλάβει πόσο γρήγορα είχε περάσει η ώρα όμως ήταν ήδη δέκα και είχε πει στον Χάρι και την θεία Μάργκο πως στις δέκα μισή θα γυρνούσε σπίτι.
Όμως έτρεμε στην ιδέα του τι θα πρότεινε η κυρία Κορτέζ.
Μην το πεις.
«Πάρε τηλέφωνο τους γονείς σου, πες τους πως θα μείνεις εδώ το βράδυ.»
Το είπε.
Τα δύο κορίτσια μοιράζονταν τον ίδιο ενθουσιασμό απέναντι στην πρόταση αυτή. Αλλά φαινόταν στα μάτια της κυρίας Κορτέζ πως ήταν γυναίκα που δύσκολα θα κατάφερνε να πείσει πως δεν ήταν απαραίτητο.
«Εξάλλου Παρασκευή είναι, αύριο δεν έχετε σχολείο και είμαι σίγουρη πως τόση ώρα χαζεύετε στον υπολογιστή αντί να κάνετε την εργασία,» συνέχισε εκείνη με την σπαστή προφορά της και η Αντζέλικα δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει το δίκιο της γυναίκας.
Θα έκανε μια τελευταία προσπάθεια να ξεφύγει. «Αλήθεια, σας ευχαριστώ πολύ αλλά δεν χρειάζεται, δεν θέλω να σας γίνω βάρος-»
«Ανοησίες! Κανένας δεν έχει πρόβλημα, είσαι φιλοξενούμενη!»
«Μην προσπαθείς, είσαι καταδικασμένη,» της ψιθύρισε από δίπλα η Κορτέζ.
Και εκείνη τη στιγμή η Αντζέλικα ήξερε πως το κορίτσι είχε δίκιο. Ήταν καταδικασμένη να περάσει το πιο αμήχανο πιτζάμα πάρτι της ζωής της και απ' όλους τους ανθρώπους του κόσμου, έπρεπε να είναι με την Άντρεα.
✧・゚: *✧・゚:* *:・゚✧*:・゚✧
heyy
μου γαμήθηκε ο Δίας γι αυτό το κεφάλαιο οπότε ελπίζω να σας άρεσε.
αφήστε τις σκέψεις σας στα σχόλια, βρίστε με για την αργή ανανέωση, τσιριξτε για το πόσο κλισέ είναι αυτό το κεφάλαιο, κάντε ότι θέλετε.
καλό υπόλοιπο του καλοκαιριού! :')
see yaa
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro