part eight
Μέσα στο αυτοκίνητο που ο Θίο ένιωσε πως είχε περάσει χρόνια μέσα του, το ραδιόφωνο ήταν ανοιχτό και η ένταση ήταν δυνατότερη από ποτέ άλλοτε. Ένα χαρούμενο τραγούδι έπαιζε, έκανε τον Θίο να νιώθει περίεργα. Λάτρευε την μουσική, όμως συνήθως επέλεγε να ακούει τραγούδια χωρίς ιδιαίτερη ένταση, με στίχους σκοτεινούς που τον έκαναν να σκέφτεται. Όμως έτσι όπως ο Χάρι έβαλε μπρος την μηχανή, έχοντας όλα τα παράθυρα ανοιχτά, ο αέρας άρχισε να ανακατεύει τα μαλλιά του και να παίρνει την ανάσα του, συνειδητοποίησε πως ίσως σκεφτόταν πιο πολύ απ' όσο έπρεπε.
«Πως λέγεται αυτό το τραγούδι;» φώναξε δυνατά ώστε να ακουστεί πάνω από την μουσική.
Ο Χάρι γύρισε και τον κοίταξε με ένα στραβό χαμόγελο, σαν να είχε πετύχει αυτό που ήθελε όταν είδε τον νεαρό να κουνάει το κεφάλι του στον ρυθμό. «Θα σου πω πως λέγεται το συγκρότημα για να το βρεις μόνος σου,» του απάντησε.
Η Αντζέλικα, που τόση ώρα κοιτούσε τον αδερφό της σαν να ανακάλυπτε κάτι καινούργιο γι αυτόν, σήκωσε ενθουσιασμένη το χέρι της και τον πρόλαβε. «Τους ξέρω! Saint motel!» Έκανε κόλλα πέντε με τον Χάρι και ο Θίο την κοίταξε με απορία. «Τι; Στον χορό μας είχαν παίξει ένα τραγούδι τους και τους είχα ψάξει.»
«Ω.»
«Θα το ήξερες αν είχες έρθει,» του απάντησε γελώντας. «Αλλά είχες κάτσει σπίτι να διαβάσεις. Τι σπασίκλας, έχω δίκιο Χάρι;»
«Με το σίγμα κεφάλαιο, κορίτσι μου.»
Ο Θίο δεν μπορούσε να συγκρατηθεί και έσκασε στα γέλια μαζί με τους άλλους δύο. Δεν του φάνηκε κάτι αστείο, εκτός από τον τσιριχτό ήχο που έβγαλε ο Χάρι όταν άρχισε να γελάει. Ένιωσε λες και ήταν η πρώτη φορά που γελούσε στην ζωή του.
«Βλέπετε τι κάνει η καλή μουσική;» τους είπε ο Χάρι και χαμήλωσε λίγο την ένταση του ραδιοφώνου όταν άλλαξε το τραγούδι. «Πρώτη φορά σας βλέπω έτσι και πρέπει να πω ότι μου αρέσει αυτό το θέαμα.»
Η Αντζέλικα γύρισε και του χαμογέλασε. Ο Θίο άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι άλλα τον πρόλαβε η κοπέλα. «Αποφάσισα να σε συγχωρέσω.»
Στριφογύρισε τα μάτια του και η Αντζέλικα άφησε ένα γελάκι. «Τιμή μου που μου ξαναμιλάς.»
«Μην το παίζεις σαρκαστικός, ξέρω ότι ανακουφίστηκες,» και ήταν αλήθεια, παρόλο που δεν θα το παραδεχόταν ποτέ μπροστά της. «Αυτός ο Πίτερ φαίνεται σπασίκλας άρα πιστεύω θα κάνετε καλή παρέα.»
«Καλύτερη από την παρέα που κάνω με τον Μπράιαν πάντως.»
Έφερε στο μυαλό του τον ενοχλητικό κοκκινομάλλη και τον τρόπο που πάντα κατάφερνε να τον εκνευρίσει το δευτερόλεπτο που άνοιγε το στόμα του. Ο Μπράιαν δεν ήταν κακός άνθρωπος, αλλά σίγουρα δεν ήταν και κανένας διανοούμενος, δεν τηρούσε τις προϋποθέσεις για να γίνει φίλος του Θίο, όσο κακό και "σνομπ" ακουγόταν.
Αμέσως σκέφτηκε την Τζεν, την όμορφη Ασιάτισσα με το πιο χαριτωμένο βλέμμα που είχε δει και αυτό που του είχε πει: "για άτομο που χρειάζεται επειγόντως νέες επαφές, δεν είσαι και ο πιο κοινωνικός άνθρωπος". Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που πλησίασε τον Πίτερ στο σχόλασμα. Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που αντάλλαξαν αριθμούς και δεν αρνήθηκε στην πρόταση του νεαρού να κάτσουν μαζί στην τάξη.
Ο Χάρι τους είπε πως έφτασαν και ο Θίο άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε. Η Αντζέλικα έκανε το ίδιο και περπάτησε κοντά του, όσο ο Χάρι πάρκαρε. «Ω, ναι, δεν σου είπα. Ήρθε και μου μίλησε.»
«Ο... Μπράιαν;»
«Αχά.» Η αδερφή του αγνόησε το ύφος του Θίο και συνέχισε. «Νομίζω ότι του αρέσω.»
«Κράτα τις πληροφορίες για την ερωτική σου ζωή μακριά μου, Αντζέλικα!» την προειδοποίησε και μπήκε στο σπίτι γρήγορα, μη θέλοντας να ακούσει την συνέχεια.
Λίγο αργότερα, έκατσαν όλοι μαζί να φάνε μεσημεριανό. Ήταν η πρώτη φορά που θα έτρωγαν όλοι μαζί και ήταν ξεκάθαρο πως η θεία Μάργκο είχε ενθουσιαστεί. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με πιάτα και οι μυρωδιές των φαγητών έκαναν την κοιλιά του Θίο να γουργουρίζει με λαιμαργία. Στο κέντρο ήταν μια μεγάλη πιατέλα με ζεστά μακαρόνια στον φούρνο με λιωμένα κασέρια, μανιτάρια και πιπεριές, ενώ επίσης υπήρχαν δύο σαλάτες και ένα πιάτο με κάτι περίεργο, που δεν μπόρεσε να καταλάβει τι ήταν.
Ο Χάρι φίλησε την θεία Μάργκο στο μάγουλο και έκατσε δίπλα της. «Τα πάντα φαίνονται πεντανόστιμα, αγάπη μου.»
Εκείνη τον χτύπησε ελαφρά στο πλευρό, διατηρώντας την παιχνιδιάρικη έκφραση της. «Δεν φαίνονται μόνο, είναι!» Έπειτα κοίταξε τα δίδυμα, που είχαν ήδη πλύνει τα χέρια τους και είχαν καθίσει στο τραπέζι. «Το καλό που σας θέλω να γυαλίσετε τα πιάτα σας,» είπε, υποτιθέμενα απειλητική.
«Αυτή εδώ η αηδία τι είναι;» ρώτησε η Αντζέλικα, δείχνοντας το πιατάκι με το περίεργο φαγητό που ο Θίο δεν κατάφερε να αναγνωρίσει.
«Αηδία;» φώναξε προσβεβλημένος ο Χάρι. «Είναι φέτα με μέλι και σουσάμι, σπεσιαλιτέ του αγαπημένου μου ελληνικού εστιατορίου.»
«Ο Χάρι έχει καταγωγή από την Ελλάδα,» πρόσθεσε η θεία Μάργκο σιγανά, λες και τους έλεγε μυστικό.
Η Αντζέλικα συνέχισε ακάθεκτη, προς απογοήτευση του Θίο που ήθελε να αρχίσει να τρώει. «Λοιπόν, μου φαίνεται αηδιαστικό και είμαι σίγουρη πως έχει χάλια γεύση.»
«Η αλήθεια είναι πως κι εμένα δεν μου φαίνεται πολλά υποσχόμενο,» πρόσθεσε εκείνος.
«Φάτε ένα κομματάκι και μετά μπορείτε να έχετε άποψη,» τους είπε ο Χάρι και ο Θίο θυμήθηκε τα λόγια της Τζεν. Γιατί δεν μπορούσε να τα βγάλει από το μυαλό του;
Σήκωσε το πιρούνι του, αγνοώντας την Αντζέλικα που προσποιούνταν πως μιλούσε στην κηδεία του και τσίμπησε ένα μικρό κομμάτι τυριού. Η γεύση του δεν ήταν σαν οτιδήποτε άλλο είχε γευτεί ποτέ, κάτι το οποίο τον προβλημάτισε αρκετά. Πως γινόταν δύο τόσο αταίριαστα πράγματα να έφτιαχναν κάτι τόσο όμορφο;
Ο Χάρι και η θεία Μάργκο κοιτάχτηκαν, σαν να κατάλαβαν πολύ καλά τι σκεφτόταν. «Λοιπόν;» ρώτησε ο πρώτος.
«Είναι πολύ ωραίο.»
Ο Χάρι και η Αντζέλικα άρχισαν να κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλον όσο ο Θίο και η θεία Μάργκο είχαν ήδη σερβιριστεί και αρχίσει να τρώνε. Οι μυρωδιές του φρεσκομαγειρεμένου φαγητού σε συνδιασμό με την μυρωδιά της βροχής που μόλις είχε αρχίσει να ξεσπάει και τις χαρούμενες φωνές ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τον Θίο, που δεν θυμόταν να έχει φάει μεσημεριανό με όλη του την οικογένεια για πολλά χρόνια.
«Λοιπόν, θέλετε να μας πείτε πως πηγαίνει το σχολείο;» ρώτησε τελικά η θεία Μάργκο, που φαινόταν πως θα έσκαγε αν δεν ρωτούσε.
Ο Θίο με την άκρη του ματιού του είδε την Αντζέλικα να σκύβει το κεφάλι, με το βλέμμα της προσηλωμένο στο πιάτο της. Ήταν εμφανές πως δεν σκόπευε να μιλήσει ή να μοιραστεί το οτιδήποτε ακόμη. Κι επειδή ήξερε πως εάν έκανε το ίδιο, η θεία Μάργκο θα επέμενε και το όμορφο μεσημέρι τους θα χαλούσε, αποφάσισε να απαντήσει εκείνος.
«Μια χαρά,» απάντησε μονολεκτικά, ελπίζοντας πως δεν θα επέμεναν.
«Αναλυτικότατος όπως πάντα,» σχολίασε ο Χάρι. Αφού σκούπισε το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα, σηκώθηκε και χάιδεψε τα κεφάλια των παιδιών, κάνοντας τον Θίο να αναπηδήσει, έκπληκτος με την ξαφνική εκδήλωση στοργής. «Το δείπνο ήταν τέλειο, αγάπη μου, όπως πάντα. Με συγχωρείτε όμως, τώρα θέλω να πέσω για ύπνο, γιατί είμαι πτώμα.»
Όταν χάθηκε από το οπτικό τους πεδίο, η Αντζέλικα πήρε τον λόγο, αλλάζοντας το θέμα. Είχε σηκωθεί για να βάλει νερό και στεκόταν μπροστά στο νεροχύτη, με την πλάτη της να στηρίζεται στα ντουλάπια. «Είναι κάπως περίεργο το γεγονός πως δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για εσάς ενώ μένουμε μαζί σας.»
Η θεία Μάργκο χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους και τα μάτια της έλαμψαν με ενθουσιασμό. «Ρωτήστε ότι θέλετε λοιπόν. Είμαι ανοιχτό βιβλίο!»
«Τι δουλειά κάνεις;» ήταν το πρώτο που ρώτησε ο Θίο. Είχε γυρίσει πολλές φορές το σπίτι το βράδυ, όταν δεν τον έπαιρνε ο ύπνος, αρκετά για να έχει παρατηρήσει πως πουθενά δεν υπήρχε κάποια ένδειξη με το τι ασχολούνταν η αδερφή της μητέρας τους και ο αρραβωνιαστικός της. Του φαινόταν παραπάνω από περίεργο, αφού είχε συνηθίσει στο σπίτι του το θέμα του επαγγέλματος να κυριαρχεί πάνω στα άλλα. Ενώ οι γονείς τους σπανίως ρωτούσαν για τους ίδιους, συνήθιζαν να μιλάνε συχνά για την εταιρεία την οποία διεύθυναν.
«Σπούδασα δημοσιογραφία και είμαι συντάκτρια ενός όχι και ιδιαίτερα γνωστού περιοδικού που ασχολείται με την μουσική,» ξεκίνησε να λέει. «Ο Χάρι από την άλλη έχει σπουδάσει οδοντιατρική, με το ιατρείο του να βρίσκεται σχεδόν στην άλλη άκρη της πόλης.»
«Πως γνωριστήκατε;» ο Θίο κοίταξε την Αντζέλικα σμίγοντας τα φρύδια του - πραγματικά αυτό ήταν κάτι που την ενδιέφερε;
Παρατήρησε πως τα χλωμά μάγουλα της θείας τους για λίγα δευτερόλεπτα βάφτηκαν κόκκινα. «Ω, αυτή είναι ωραία ερώτηση, Αντζέλικα. Είναι κάπως αστεία η ιστορία. Εγώ κι ο Χάρι γνωριστήκαμε στο Λύκειο. Εγώ, νομίζοντας πως ενδιαφερόταν ερωτικά για τον κολλητό μου, προσπάθησα να τους τα φτιάξω ενώ στην πραγματικότητα του άρεσα εγώ. Μπορείτε να φανταστείτε πόση πλάκα είχαμε μέχρι να τα φτιάξουμε,» άρχισε να γελάει.
Τότε μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του, μια ερώτηση για την οποία ποτέ δεν είχαν ξεκάθαρη απάντηση.
«Τι συνέβη με εσένα και την μητέρα μας;»
«Εσείς παιδιά πηδάτε από το ένα θέμα στο άλλο,» είπε γελωντας νευρικά. Όταν αντίκρισε τα σοβαρά βλέμματα των διδύμων που περίμεναν απάντηση, καθάρισε τον λαιμό της. «Η μητέρα σας κι εγώ... ας πούμε πως πάντα ήμασταν πολύ διαφορετικά άτομα, με διαφορετικές ιδέες για το τι σημαίνει ευτυχία και διαφορετικούς στόχους για την ζωή μας. Η απόφαση μου να μην συμμετέχω στα επιχειρηματικά σχέδια της και αντιθέτως, να μετακομίσω με τον Χάρι (που δεν θεωρούσε τίποτα άλλο παρά ένα χαραμοφάη) στο Βάιολετ Χάιζ ήταν το τελευταίο χτύπημα στην σχέση μας.»
Απόλυτη σιωπή έπεσε στο προηγουμένως ζωντανό δωμάτιο, με τον Θίο να κάνει χιλιάδες σενάρια το λεπτό σχετικά με το τι μπορεί να είχε συμβεί αναλυτικότερα. Φαντάστηκε τις δύο αδερφές να φωνάζουν η μία στην άλλη, το ψυχρό βλέμμα της μιας να συναντάει το θερμό της άλλης. Η σχέση της θείας τους δεν μπορεί παρά να ήταν η αφορμή για μια τόσο μεγάλη σύγκρουση. Η μητέρα τους σπάνια ανέφερε την θεία Μάργκο κι όταν το έκανε, άλλαζαν τα πάντα πάνω της· η στάση, η φωνή κι ο τόνος, το ύφος της. Σαν να μετατρεπόταν σε διαφορετικό άνθρωπο, αυτόν που υπήρχε πριν χωρίσουν.
«Η μητέρα σας ποτέ δεν ήταν κακός άνθρωπος. Σας αγαπάει, πάντοτε σας αγαπούσε και πάντοτε θα σας αγαπάει. Αλλά την έννοια της αγάπης η Κριστίν την αντιλαμβάνεται ίσως λίγο πιο διαφορετικά από άλλους ανθρώπους,» τους είπε τελικά και μόνο τότε ο Θίο παρατήρησε τα δάκρυα στα μάτια της.
«Εγώ κι ο Θίο πάμε πάνω τώρα,» είπε η Αντζέλικα και τον τράβηξε πάνω. Καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά, με την αδερφή του να τον κρατάει σφιχτά από το χέρι και με τα νύχια της να τον πληγώνουν, αναρωτήθηκε αν η διαφορετική αντίληψη για την αγάπη ήταν κληρονομικά μεταδιδόμενη.
Χωρίς να τον ρωτήσει, τον έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Δεν ήταν τόσο εκνευρισμένη μαζί του όσο ήθελε να πιστέψει πως είναι και μπορούσε να το καταλάβει από το βλέμμα της.
«Γιατί έπρεπε να την αναφέρεις;» τον ρώτησε.
«Δεν έχεις απορία να μάθεις τι παίχτηκε; Για ποιον λόγο μας έφεραν εδώ;»
«Όχι,» του απάντησε απόλυτα, αλλά ο Θίο μπορούσε να διακρίνει τι γινόταν πίσω από την ασπίδα της. «Ό,τι έγινε, έγινε. Και θα ήταν καλό και για τους δυο μας αν άφηνες το παρελθόν εκεί που ανήκει - πίσω μας.»
«Καλώς.»
Κάθισαν για λίγο στο κρεβάτι του, ο ένας στην μια άκρη κι η άλλη στην απέναντι, χωρίς να μιλάνε.
«Θίο, με συμπαθείς;»
«Είσαι αδερφή μου.»
«Καλά, αν δεν ήμουν όμως. Θα με συμπαθούσες ή θα με θεωρούσες... ό,τι με θεωρείς ήδη αλλά δεν λες τίποτα γιατί έχουμε ίδιο αίμα;»
Το αγόρι έκανε πολύ ώρα για να απαντήσει. Ήξερε ποια ήταν η αλήθεια αλλά δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό του να την παραδεχτεί δυνατά.
Η Αντζέλικα όλως παραδόξως έπιασε το νόημα και δεν δημιούργησε ολόκληρη σκηνή. «Πάλι καλά που είμαστε αδέρφια τότε.»
«Όμως δεν πιστεύω πως θα καταλήξουμε σαν την μητέρα με την θεία Μάργκο,» της είπε τελικά λίγο πριν εκείνη βγει από το δωμάτιο.
Εκείνη απλά είχε κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά.
✧・゚: *✧・゚:* *:・゚✧*:・゚✧
heyo.
this whole chapter was a damn rollercoaster, αλλά νομίζω πως ήταν από τα πιο καλογραμμένα που έχω γράψει μέχρι τώρα σε αυτή την ιστορία.
προσπαθώ πολύ στην σχέση του θίο με την αντζέλικα, γιατί είναι η πιο σημαντική σχέση της ιστορίας, είναι κυριολεκτικά οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος και είναι τόσο ίδιοι και ταυτόχρονα τόσο διαφορετικοί, λατρεύω να γράφω τους χαρακτήρες τους.
επιπλέον, ο χάρι και η θεία μάργκο είναι αξιαγάπητοι και τους λατρεύω απίστευτα, δεν έχουν πολύ μεγάλο ρόλο στην ιστορία αλλά έχουν μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη των πρωταγωνιστών.
((( και είναι πολύ νωρίς για να το αποκαλύψω αυτό αλλά έχω ήδη σχεδιάσει δύο διαφορετικά τέλη για την ιστορία και δεν είμαι σίγουρη ποιο θέλω να ακολουθήσω ξσκσκσξκα )))
τώρα το καλοκαίρι θα ανανεώνω πιο συχνά (όχι ότι θέλω να το γρουσουζέψω αλλά τελευταία έχω έμπνευση) οπότε περιμένετε update!
see ya soon ;)
p.s: το τραγούδι πάνω είναι των saint motel, του συγκροτήματος που έπαιζε στο ραδιόφωνο στην σκηνή στο αυτοκίνητο. μαρεσουν τόσο πολύ τα τραγούδια τους, έχουν ένα πολύ ανάλαφρο vibe
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro