bonus chapter 2.0
Βάζοντας και το τελευταίο κουτί στο φορτηγό, ο Θίο ήξερε πως δεν υπήρχε γυρισμός σε αυτό που πήγαινε να κάνει. Χτύπησε ελαφρά το πίσω μέρος του φορτηγού και έκανε νόημα στον οδηγό πως είχε τελειώσει. Εκείνος έβαλε μπρος και μετά από λίγα δευτερόλεπτα, είχε χαθεί από το οπτικό πεδίο του άντρα, αφήνοντας πίσω του ένα κενό σπίτι γεμάτο αναμνήσεις. Σκούπισε τις παλάμες του στο τζιν που φορούσε και άφησε έναν αναστεναγμό που δεν ήξερε πως κρατούσε μέσα του.
Όταν του είχαν προσφέρει μια θέση ως καθηγητής ιστορίας σε ένα από τα πιο διάσημα πανεπιστήμια στην Αμερική, φυσικά και δεν μπορούσε να αρνηθεί. Εξάλλου, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, χρειαζόταν επειγόντως μια νέα αρχή – ήταν πλέον τριάντα οχτώ χρονών, όμως πίστευε πως ποτέ δεν ήταν πολύ αργά γι αυτό. Το ίδιο βέβαια δεν μπορούσε να πει και για τα δύο μικρά κορίτσια που ήταν ακόμη μέσα στο σπίτι και αποχαιρετούσαν κάθε γωνία του ξεχωριστά.
Βρήκε την μικρότερη να κάθεται κάτω κοιτώντας το κενό. «Αντίο, πάτωμα,» είπε μελαγχολικά και το χάιδεψε, προκαλώντας τον Θίο να γελάσει. Εκείνη γύρισε για να τον κοιτάξει και έσμιξε τα φρύδια της. «Μην με κοροϊδεύεις βρε μπαμπά! Αλήθεια θα μου λείψει..»
«Σε διαβεβαιώνω πως και το νέο μας σπίτι θα έχει πάτωμα, Κασσάνδρα.»
«Κάσσι είπαμε, Κάσσι! Το Κασσάνδρα ακούγεται περίεργο.»
«Εντάξει Κασσάνδρα,» της απάντησε και χαμογέλασε όταν εκείνη τον κοίταξε με το πιο τρομακτικό της βλέμμα - όσο τρομακτικό μπορούσε να είναι το βλέμμα οποιουδήποτε επτάχρονου παιδιού. «Όταν τελειώσεις, μπες στο αυτοκίνητο, καλά;» είπε όσο χάιδευε τρυφερά τα ξανθά μαλλάκια της. «Που είναι η Καλυψώ, παρεπιπτόντως;»
Η μικρή κούνησε αδιάφορα τους ώμους της και βγήκε έξω στην αυλή, αφήνοντας τον Θίο με ένα άσχημο προαίσθημα. Ανέβηκε τις σκάλες βιαστικά, έχοντας ακόμη στο μυαλό του την ώρα και όταν είδε την πόρτα του δωματίου της κλειστή, οι σκέψεις του επιβεβαιώθηκαν. Την χτύπησε ελαφρά. «Αγάπη μου, μέσα είσαι;» ρώτησε με την βραχνή από την κούραση φωνή του.
Όταν την είδε με δάκρυα στα γαλανά μάτια της, που κληρονόμησε από την δική του οικογένεια, η καρδιά του ράγισε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να τα παρατήσει όλα, να αρνηθεί την δουλειά και να απαιτήσει από το φορτηγό μετακομίσεων να γυρίσει όλα τους τα πράγματα πίσω. Ήταν αδύναμος χαρακτήρας, εάν οι κόρες του του έλεγαν να πηδήξει θα το έκανε.
«Καλά είμαι,» του μουρμούρισε το κορίτσι και σκούπισε με το ήδη βρεγμένο μανίκι της τη μύτη της. «Απλά δεν θέλω να αφήσω πίσω την μαμά.»
Ο Θίο χαμογέλασε θλιμμένα στην ανάμνηση της. Καστανόξανθα μαλλιά, ένα ζευγάρι από σμαράγδια για μάτια και το πιο όμορφο γέλιο που είχε ακούσει ποτέ του. Τα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο της του ήταν υπερβολικά δύσκολο να την θυμάται και είχε φροντίσει να αποφεύγει να μιλάει για εκείνη, αλλά με τον καιρό είχε καταφέρει να γιατρέψει τη καρδιά του και να επικεντρωθεί στο να δώσει όλη την αγάπη που είχε μέσα του στις κόρες του. Ήταν κάτι στο οποίο τον είχε βοηθήσει ιδιαίτερα η θεία Μάργκο, ο Χάρι κι η δίδυμη αδερφή του, με την οποία μοιραζόταν τα πάντα. Ήθελε να πιστεύει πως οι δύσκολες στιγμές είχαν περάσει και για πρώτη φορά στη ζωή του, ήταν αισιόδοξος.
«Καλυψώ, το έχουμε ξανασυζητήσει. Η μαμά δεν πρόκειται να γυρίσει,» της είπε τρυφερά και ξαφνικά την ένιωσε πάνω του. Τυλίγοντας τα χέρια του γύρω της σε μια σφιχτή αγκαλιά, θυμήθηκε την πρώτη φορά που την κράτησε μετά τη γέννηση της. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, όμως το συναίσθημα είχε μείνει ίδιο. «Εξάλλου, το νέο μας σπίτι είναι πολύ ωραίο, ε; Δεν θυμάσαι πόσο είχες ενθουσιαστεί που θα είχες δικό σου δωμάτιο;»
«Τι κι αν πάμε εκεί και δεν κάνω νέους φίλους;» Ο τρόπος με τον οποίο τσαλακωνόταν το πρόσωπο της του θύμιζε την Αντζέλικα.
«Οι αλλαγές δεν είναι πάντα άσχημες ξέρεις,» χαμογέλασε και θυμήθηκε τον εαυτό του στα δεκαέξι. «Εμένα μια μετακόμιση μου έκανε την ζωή πιο όμορφη.»
Εκείνη βγήκε από την αγκαλιά του και στριφογύρισε τα μάτια της, αλλά δεν μπορούσε να αγνοηθεί το μικρό χαμόγελο της. «Ξέρω την ιστορία για το Βάιολετ Χάιζ, μπαμπά. Εσύ κι η θεία Άντζι μας την έχετε πει τετρακόσιες φορές.»
«Όλα θα πάνε καλά, εμπιστεύσου με. Πότε σου έχω πει ψέματα;» Όταν ήταν σίγουρος πως η μεγαλύτερη κόρη του ένιωθε καλύτερα από πριν, την πήρε από το χέρι και πήγαν μαζί στο αυτοκίνητο, όπου ήδη τους περίμενε η Κασσάνδρα.
«Λοιπόν,» είπε αφού μπήκε στην θέση του οδηγού. «Όλα είναι εντάξει; Τελειώσατε την αποχαιρετιστήρια τελετή σας;»
«Ναι,» είπαν τα δύο κορίτσια ταυτόχρονα. Τις κοίταξε από τον καθρέφτη· κρατούσαν κι οι δυο από ένα λούτρινο κοντά στο σώμα τους.
«Ωραία λοιπόν. Καλυψώ, βοήθησε την Κασσάνδρα με την ζώνη της και μετά βάλε και την δική σου.» Έβαλε μπρος το ραδιόφωνο, όπου έπαιζε ένα από τα αγαπημένα του τραγούδια και ανέβασε την ένταση. «Στις νέες αρχές,» μουρμούρισε και ξεκίνησε την μηχανή.
Όλα κυλούσαν σε μια φυσιολογική ταχύτητα μετά την εγκατάσταση τους στο νέο σπίτι. Ο Θίο είχε ήδη γράψει τα κορίτσια στο κοντινότερο δημοτικό σχολείο και όσο αφορούσε τη δουλειά του, προσαρμόστηκε αρκετά γρήγορα. Γενικότερα δεν ήταν άνθρωπος που απολάμβανε να είναι στο κέντρο της προσοχής, όμως δεν τον ενοχλούσε τόσο εφόσον είχε την ευκαιρία να μιλάει ολόκληρες ώρες για το αγαπημένο του θέμα συζήτησης· την ιστορία.
Βρισκόταν στο αυτοκίνητο του και οδηγούσε προς το δημοτικό. Πραγματικά μισούσε το πως έπρεπε να αφήσει τα κορίτσια μόνα τους με μια γειτόνισσα, την κυρία Νέλσον, που προσφέρθηκε να της προσέχει για λίγη ώρα. Εξάλλου ήξερε πως με το παραμικρό πρόβλημα θα τον έπαιρναν τηλέφωνο και εκείνος θα έτρεχε πίσω στο σπίτι.
Εκείνη την ημέρα τον είχαν καλέσει στο σχολείο των μικρών ώστε να μιλήσει με την σχολική ψυχολόγο για την Καλυψώ. Η ίδια του είχε πει πως είχε κάνει μερικές συνεδρίες με εκείνη τη γυναίκα, κυρίως λόγω του άγχους που είχε για το νέο περιβάλλον, σε αντίθεση με την μικρότερη αδερφή της που είχε ήδη συνηθίσει και κάνει φίλους. Ήταν χαρούμενος για το γεγονός πως είχε ζητήσει βοήθεια, όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ένιωθε απίστευτα νευρικός στην ιδέα ενός ατόμου που θα τον έκρινε για τις ικανότητες του ως γονιός.
«Θίο, αγχώνεσαι χωρίς λόγο. Η ψυχολόγος δεν είναι εκεί για να αμφισβητήσει το αν είσαι καλός γονέας ή όχι,» άκουσε την φωνή της Άντρεα από το τηλέφωνο. Ήταν ευγνώμων που την πέτυχε μόνη της, χωρίς την αδερφή του πάνω από το κεφάλι της και μπορούσαν να μιλήσουν σαν άνθρωποι. «Φαντάζομαι πως απλά θα σου δώσει συμβουλές.»
«Ναι, εντάξει, το ξέρω. Μάλλον αντιδρώ υπερβολικά από την κούραση,» μουρμούρισε. «Εσείς πως είστε;»
«Η Άντζι έχει αλλάξει γνώμη για την τοποθεσία στη οποία θα παντρευτούμε εκατό φορές μέχρι τώρα,» του είπε κι εκείνος γέλασε. «Δεν είναι αστείο! Όταν της είπα να παντρευτούμε σε βάλτο για να τελειώνουμε, έκανε να μου μιλήσει δύο μέρες.»
«Εγώ θα το θεωρούσα τύχη αυτό πάντως.»
«Άντε ρε βλάκα!» άκουσε την δυνατή φωνή της Αντζέλικα από μακριά και έπειτα είδε πως είχε φτάσει κοντά στο πάρκινγκ του σχολείου.
«Ω, τι ατυχία, έφτασα. Πρέπει να σας κλείσω,» είπε ο Θίο και τερμάτισε την κλήση. Σταμάτησε το αυτοκίνητο και βγήκε από αυτό, συνειδητοποιώντας πως τα λόγια της Άντρεα δεν τον είχαν βοηθήσει να χαλαρώσει ιδιαίτερα.
Περπάτησε πάνω κάτω τουλάχιστον δύο φορές τον διάδρομο, προσπαθώντας να βρει το μέρος της σχολικής ψυχολόγου. Στο μεταξύ, καθώς οι περισσότεροι δάσκαλοι είχαν σχολάσει, το κτήριο ήταν σχεδόν άδειο και ακούγονταν μόνο μερικοί ήχοι ενός εκτυπωτή από την αίθουσα της διευθύντριας. Ήταν έτοιμος να χτυπήσει την πόρτα της για να την ρωτήσει, όμως τον διέκοψε μια γλυκιά, αλλά ταυτόχρονα σαρκαστική φωνή.
«Από 'δω κύριε Βένους.» Όταν γύρισε να δει από που ήρθε, είδε μονάχα μια ανοιχτή πόρτα και η γυναίκα που μίλησε είχε εξαφανιστεί μέσα στην τάξη. Την ακολούθησε, έτοιμος να έρθει αντιμέτωπος με άγνωστη μεσήλικη.
Αντιθέτως, μπροστά του είδε μια φιγούρα από το παρελθόν του.
«Τζ-Τζεν;» Η γυναίκα μπροστά του δεν βρισκόταν σε αναπηρικό αμαξίδιο, αλλά στεκόταν στα δύο πόδια της χωρίς να δείχνει ίχνος ταλαιπωρίας. Είχε να την δει πάρα πολλά χρόνια, περισσότερα απ' όσα θα ήθελε, όμως μπορούσε να αναγνωρίσει το στοργικό βλέμμα της από χίλια μακριά.
«Πως κι από δω;» τον ρώτησε, γελώντας με το πρόσωπο του. Σίγουρα έμοιαζε σαν ηλίθιος, ακίνητος λες κι είχε δει φάντασμα.
«Εσύ είσαι η ψυχολόγος;»
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και τον πλησίασε αρκετά ώστε να τον αγκαλιάσει. Ήταν συγκρατημένη, σαν να ντρεπόταν, κάτι που δεν έμοιαζε με την παλιά Τζεν. Εκείνος ανταπέδωσε την αγκαλιά με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να μπορεί να πιστέψει ακόμα την σύμπτωση.
«Μα εσύ περπατάς!» της είπε ενθουσιασμένος όταν εκείνη απομακρύνθηκε. Πριν χωρίσουν είχε ήδη ξεκινήσει να κάνει πρόοδο με τις φυσικοθεραπείες της, όμως δεν είχε μάθει ούτε καν από την αδερφή του, με την οποία η Τζεν κρατούσε επαφές, πως είχε καταφέρει να ξαναπερπατήσει.
Εκείνη γέλασε, εμφανώς περήφανη με τον εαυτό της. «Πράγματι.»
«Στο είχα πει πως θα τα καταφέρεις,» του βγήκε ασυναίσθητα να πει. Προτού προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό του, συνέχισε. «Εκείνη την ημέρα στο αστεροσκοπείο.»
Η καρδιά του έσφιξε όταν συνειδητοποίησε πως, ακόμη και μετά από τόσο καιρό, δεν είχε ξεχάσει ακόμα εκείνη την ημέρα. Περίμενε πως η γυναίκα μπροστά του θα τον κοιτούσε μπερδεμένη, παρόλ' αυτά εκείνη χαμογέλασε με το ίδιο χαμόγελο που παλιά τον έκανε να λιώνει. «Μην νομίζεις πως το ξέχασα.» Τον κοίταξε λίγη ώρα, σαν να απορροφούσε το θέαμα του. «Μου έλειψες, κύριε Βένους. Έχουμε πάρα πολύ καιρό να βρεθούμε.»
Ένιωσε τον εαυτό του να κοκκινίζει όταν συνειδητοποίησε πως αυτός έφταιγε γι αυτό. Δεν την είχε καλέσει στο γάμο του, κυρίως γιατί φοβόταν πως θα ήταν πολύ αμήχανο και δεν ήθελε να την κάνει να νιώσει άβολα. Ήξερε πως εάν ο ίδιος λάμβανε πρόσκληση για τον γάμο της με κάποιον άλλον, θα στεναχωριόταν πολύ και ειδικά εφόσον ο ίδιος δεν είχε κάποια σύντροφο. Ωστόσο εκείνη δεν φάνηκε να του το λέει εκνευρισμένα, υπονοώντας πως δεν του είχε θυμώσει γι αυτό.
«Όταν ήρθε η Καλυψώ να μου μιλήσει και είδα το επίθετο της... Δεν φαντάζεσαι πόσο είχα σοκαριστεί. Ξες, είναι πολύ όμορφη. Έχει τα μάτια σου, από εκεί βεβαιώθηκα πως ήταν κόρη σου.» Δεν ήξερε τι να απαντήσει σε αυτό, καθώς ακόμη προσπαθούσε να επεξεργαστεί την κατάσταση στην οποία βρισκόταν εκείνη τη στιγμή. Όταν εκείνη είδε πως ο Θίο δεν απαντούσε, του είπε να κάτσει στην καρέκλα απέναντι της.
Την υπόλοιπη μισή ώρα μιλούσαν μονάχα για την μικρή κι αν κάποιος περνούσε από μπροστά τους και τους έβλεπε, δεν θα μπορούσε να υποθέσει πως γνωρίζονταν, παρά μόνο εάν κοιτούσε βαθιά στα μάτια τους και έβλεπε πόσο οικεία ένιωθαν ο ένας με τον άλλον. Η Τζεν του είπε κυρίως πράγματα που ήδη γνώριζε και του πρότεινε να γράψει την Καλυψώ σε κάποια δραστηριότητα που την ενδιέφερε, ώστε να γνωρίσει καινούργιο κόσμο και να ξεκινήσει να ανοίγεται. Οποιοδήποτε άγχος είχε για εκείνη τη συνάντηση είχε εξαφανιστεί εντελώς.
Όταν τελείωσαν, η Τζεν σηκώθηκε πάνω. «Χάρηκα παρά πολύ που σε είδα Θίο. Και...» δίστασε να συνεχίσει. Το εύθυμο ύφος της είχε εξαφανιστεί. «Λυπάμαι για την γυναίκα σου. Μου το είχε πει η Αντζέλικα και αργότερα η Καλυψώ, όμως δεν έβρισκα το κουράγιο να σε πάρω τηλέφωνο.»
«Έχουν περάσει αρκετά χρόνια,» της απάντησε μετά από λιγο. «Πλέον είμαι εντάξει, αλλά σ' ευχαριστώ όπως και να 'χει.»
Εκείνη του έσφιξε το χέρι και έκανε να φύγει, όμως ο Θίο την σταμάτησε. «Θέλεις μήπως να σε πετάξω μέχρι το σπίτι σου;» Οι τύψεις έτρωγαν τα σωθικά του, όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ήθελε να περάσει κι άλλο χρόνο μαζί της. Να μάθει περισσότερα για την ζωή της, για όλα όσα είχε χάσει, να μάθει για τις φυσικοθεραπείες της, για το πως κατέληξε στην ίδια πόλη με εκείνον. Αλλά αν την άφηνε να φύγει, ίσως δεν ξαναείχε την ευκαιρία. Ίσως κατέληξαν ξένοι στην ίδια πόλη και δεν μπορούσε να το διανοηθεί πως θα την έχανε ενώ μόλις την ξαναβρήκε.
Ευτυχώς όμως, η Τζεν σκεφτόταν το ίδιο.
Ήταν η τέταρτη ή ίσως και πέμπτη φορά που η Τζεν ερχόταν στο σπίτι τους. Είχε γίνει πλέον συχνή επισκέπτρια, αφού ο Θίο κι εκείνη είχαν έρθει πολύ κοντά τον τελευταίο καιρό. Εξάλλου αυτός ήταν καινούργιος στην πόλη και δεν ήξερε πολύ κόσμο, εκείνη όμως του γνώρισε δύο τρεις φίλους της, με τους οποίους όλως περιέργως είχε ταιριάξει.
Στην αρχή ένιωθε περίεργα που έφερνε σπίτι την σχολική ψυχολόγο της κόρης του. Δεν είχαν κάνει τίποτα επίσημο με την Τζεν και επέμεναν στο να αποκαλούν ο ένας τον άλλον "φίλοι" παρόλο που η σκέψη για κάτι παραπάνω υπήρχε στα μυαλά και των δύο. Η γυναίκα, όπως και στα χρόνια του λυκείου, δεν είχε αλλάξει καθόλου· ήταν διατεθειμένη να τον περιμένει όσο χρειαζόταν, μέχρι εκείνος να αισθανόταν έτοιμος.
Ο θάνατος της πρώην συζύγου του ήταν κάτι που περίπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα, όμως ο Θίο ήξερε πολύ καλά πως η Μαντλίν θα τον ήθελε ευτυχισμένο, κι ας ήταν με άλλη γυναίκα. Τέτοιος άνθρωπος ήταν η Πολωνή μητέρα των παιδιών του. Ο Θίο συνεχώς έβρισκε ομοιότητες μεταξύ αυτής και της Τζεν και όπως υποστήριζε η Άντρεα, αυτό ήταν θεόσταλτο σημάδι. Μόνο που ο ίδιος δεν πίστευε στον Θεό, πίστευε στον εαυτό του και είχε αποφασίσει πως δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί πλέον τα συναισθήματα του και να κάνει τα ίδια λάθη με τον έφηβο εαυτό του.
Αυτό που αρχικά τον προβλημάτιζε ήταν η Καλυψώ και η Κασσάνδρα. Μετά τον θάνατο της Μαντλίν, ο Θίο δεν πίστευε πως θα ξαναέβρισκε κάποια και ήταν εντάξει με αυτό. Ωστόσο όταν ήρθε στη ζωή τους ο παλιός του έρωτας, αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν η αντίδραση των παιδιών του – εάν είχαν πρόβλημα με αυτό, αν θα ένιωθαν άβολα. Ευτυχώς, κι οι δυο το δέχτηκαν γρήγορα. Η μικρότερη δεν άργησε να δεθεί με την Τζεν, αλλά και η Καλυψώ, παρόλο που ήταν εκ φύσεως πιο κλειστός χαρακτήρας, φαινόταν να την συμπαθούσε και να απολάμβανε την παρουσία της μέσα στο σπίτι. Βοηθούσε φυσικά και το πόσο καλή ήταν η γυναίκα με τα παιδιά, ήξερε ακριβώς πως να τους μιλήσει και πως να τα διαχειριστεί. Τους έφτιαχνε διάφορα γλυκίσματα, τους βοηθούσε με τα μαθήματα όταν ο Θίο ήταν πολύ κουρασμένος για να το κάνει ο ίδιος και πήγαιναν στο εμπορικό για να ψωνίσουν – το αγαπημένο κομμάτι του άντρα ο οποίος ποτέ δεν κατάφερε να αντέξει παραπάνω από μία ώρα στα μαγαζιά.
Κάθονταν στον καναπέ εκείνη τη μέρα μπροστά από την τηλεόραση, παρακολουθώντας χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον το τηλεοπτικό πρόγραμμα. Το χέρι του Θίο ήταν διακριτικά μπλεγμένο σε αυτό της Τζεν, ενώ και τα πόδια τους ακουμπούσαν, βρίσκονταν σε μια θέση ιδιαίτερα βολική για τους ίδιους που είχαν περάσει πολύ ώρα σε εκείνη τη στάση μετά το δείπνο που ετοίμασε ο άντρας. Η Καλυψώ, σε μια στάση οκλαδόν, έπαιζε ένα παιχνίδι στο κινητό της Τζεν, ενώ η Κασσάνδρα για πολύ ώρα δεν είχε κάνει αισθητή την παρουσία της, πράγμα περίεργο για ένα παιδί που ζούσε για να είναι στο κέντρο της προσοχής.
«Κάσσι, καλά είσαι;»
«Εδώ!» έτρεξε η μικρή προς το μέρος τους και παραλίγο να πέσει κάτω. Στο χέρι της κρατούσε ένα φύλλο χαρτί, το οποίο κούνησε μπροστά στο πρόσωπο της Ασιάτισσας. «Δες, Τζεν, η Καλυψώ κι εγώ σε ζωγραφίσαμε χθες! Χρησιμοποιήσαμε πολύ πορτοκάλι και κίτρινο επειδή μας θυμίζουν εσένα! Δες! Σου αρέσει;»
Το χαμόγελο της έφτασε μέχρι τα αυτιά, σε σημείο που τα μάτια της δεν φαίνονταν καν καθώς παρατηρούσε την ζωγραφιά του κοριτσιού. Ο Θίο συγκράτησε το γέλιο του όταν είδε την φιγούρα που υποτίθεται πως αναπαριστούσε την γυναίκα δίπλα του. «Είναι πανέμορφη! Μπορώ να την κρατήσω;» Κέρδισαν τη προσοχή της Καλυψώ, η οποία άφησε κάτω το κινητό και ήρθε προς το μέρος τους, ξαπλώνοντας πάνω στον μπαμπά της.
«Ναι,» της απάντησε περήφανα και της το έδωσε, φροντίζοντας να μην τσαλακώσει τις γωνίες, στις οποίες είχε ζωγραφίσει δύο ήλιους – έναν ροζ και έναν χρυσό. Τότε μόνο παρατήρησε πως κρατούσε επίσης μια λεπτή κόκκινη κλωστή, την οποία δεν ήταν σίγουρος που είχε βρει.
«Τι είναι αυτό;» την ρώτησε και εκείνη τότε φάνηκε να το θυμάται.
«Α ναι! Λοιπόν, σηκώστε τα χέρια σας,» τους διέταξε η μικρότερη και αφού αντάλλαξαν ένα βλέμμα, το έκαναν. Πήρε την κλωστή και την έδεσε πρώτα στο μικρό δαχτυλάκι της Τζεν και καθώς πήγαινε να κάνει το ίδιο στον άντρα, εξηγούσε. «Η κυρία Τανάκα μας είπε για έναν ιαπωνικό μύθο. Λέει ότι οι άνθρωποι έχουν κόκκινες κλωστές που βγαίνουν από το μικρό τους δάχτυλο και όταν δύο άνθρωποι συνδέονται με αυτό το τρόπο-»
«-συνδέονται από την μοίρα,» συμπλήρωσε η Τζεν και απέφευγε να κοιτάξει στα μάτια τον Θίο, παρόλο που τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει.
«Ακριβώς!» φώναξε κι η Καλυψώ. Πράγματι ταίριαζε αρκετά στην περίπτωση τους.
Τα δύο κορίτσια μετά από λίγο, ευχαριστημένα που είχαν πετύχει τον στόχο τους, είπαν καληνύχτα και πήγαν στα δωμάτια τους για να "κοιμηθούν", αφήνοντας τους ενήλικες μόνους στο σαλόνι. Ακόμη δεν είχαν βγάλει την κλωστή, η οποία για να μην κοπεί τους είχε φέρει ακόμη πιο κοντά.
Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Άρχισαν να συζητάνε για λίγο για θέματα άσχετα, ίσα ίσα για να προσπαθήσουν να σβήσουν την αμηχανία που το περιστατικό με την κόκκινη κλειστή είχε προκαλέσει. Για τον αρραβώνα της Αντζέλικα, για έναν σκύλο που ήθελε τόσο να υιοθετήσει η Τζεν, για πράγματα που δεν τους απασχολούσαν στ' αλήθεια όσο έδειχναν.
Καθώς βρίσκονταν δίπλα στο παράθυρο, το φως του φεγγαριού χτυπούσε το πρόσωπο της Τζεν και την έκανε να φαίνεται σαν παραίσθηση, σαν κάτι μαγικό και άπιαστο που ένας άνθρωπος θα μπορούσε να δει μόνο στα όνειρα του. Ίσως γι αυτό ο Θίο να έσκυψε ελάχιστα και να έφερε τα χείλη του στα δικά της, ίσως γιατί ήθελε να υπενθυμίσει στον εαυτό του πως ήταν αρκετά τυχερός ώστε να συνδέεται από την μοίρα μαζί της.
Ένα χρόνο μετά, οι τέσσερις τους βρίσκονταν στο αυτοκίνητο, με προορισμό την παραλία. Ήταν καλοκαίρι, το θερμόμετρο έδειχνε εκατό βαθμούς φαρενάιτ και ήταν λογικό να χρειάζονταν την δροσιά της θάλασσας για να λειτουργήσουν. Βέβαια εκείνη δεν ήταν μια απλή τυχαία εκδρομή για τον Θίο, ο οποίος κοιτώντας την Τζεν στη θέση του συνοδηγού χαμογέλασε στον εαυτό του.
Στα πίσω καθίσματα κάθονταν η Καλυψώ και η Κασσάνδρα, η οποία είχε γύρει το κεφάλι της στον ώμο της μεγαλύτερης αδερφής της καθώς κοιμόταν. Μπορούσε να πει πως απολάμβανε την ησυχία, καθώς στο μεγαλύτερο κομμάτι της διαδρομής δεν είχα σταματήσει να τον ρωτάνε επανειλημμένα σε πόση ώρα θα έφταναν – κυρίως για να τον εκνευρίσουν και να δουν πόση ώρα θα του έπαιρνε να στραφεί στην Τζεν για βοήθεια.
«Είναι από τις πιο όμορφες παραλίες στις οποίες έχω πάει,» τον διαβεβαίωσε εκείνη, αφού το τραγούδι του οποίου τους στίχους μουρμούριζε άλλαξε. «Είναι πίσω από κάτι μεγάλα βράχια και είναι έρημη, χωρίς πολύ κόσμο.»
«Το καλύτερο μου,» της απάντησε κι εκείνη γέλασε.
«Αντικοινωνικός ως το μεδούλι από την ημέρα που σε γνώρισα, Βένους.»
«Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν τόσο εύκολα, Κανγκ-Σμιθ,» τη κορόιδεψε και εκείνη τον έσπρωξε ελαφρά.
«Εσύ άλλαξες.» Ο Θίο απόρησε με τη ξαφνική αλλαγή στον τόνο της φωνής της. Ενστικτωδώς άγγιξε την τσέπη του παντελονιού του για να νιώσει το μικρό κουτάκι που είχε κρυμμένο εκεί. «Πλέον μιλάς με περισσότερη αυτοπεποίθηση και δεν φοβάσαι να δείξεις πως νοιάζεσαι. Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο περήφανη για το πως έχεις εξελιχτεί.» Είχε κοκκινίσει και δίχως να ξέρει πως να απαντήσει σε αυτό, ακόμη κι αν έλιωσε τη καρδιά του, έβαλε το χέρι του στο δικό της.
Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, ο Θίο συνειδητοποίησε πως πράγματι εκείνο το μέρος είχε ελάχιστους ανθρώπους. Μόνο μερικά νεαρά παιδιά κάθονταν αρκετά πιο μακριά και έκαναν πικνικ πάνω σε κάτι βράχια. Του θύμισε εκείνες τις ξέγνοιαστες εποχές της εφηβείας του, τις περιπέτειες που ζούσε με τον Πίτερ και τους υπόλοιπους.
Τα μικρά κορίτσια αμέσως κλώτσησαν τις παντόφλες τους και έβγαλαν τα ρούχα τους, πέφτοντας στην θάλασσα και κάνοντας ακροβατικά όσο οι ενήλικες έφτιαχναν τα πράγματα. Μόνο όταν βεβαιώθηκαν πως όλα ήταν εντάξει, η Τζεν τον τράβηξε για να μπουν κι εκείνοι στο νερό. Εκείνος είχε την κακιά συνήθεια να κρυώνει υπερβολικά εύκολα, που σήμαινε πως παρά τον καύσωνα, δίσταζε να μπει ολόκληρος στη παγωμένη θάλασσα, σε αντίθεση με την γυναίκα δίπλα του που αμέσως βούτηξε. Τα μικρά κορίτσια βλέποντας τον να δυσκολεύεται, αποφάσισαν να συμπεριφερθούν ως στοργικές κόρες και να συνεννοηθούν ώστε να τον βρέξουν, με αποτέλεσμα εκείνος να ξεκινήσει να τις κυνηγάει.
Είχε περάσει αρκετή ώρα μέσα στο νερό και παρακολουθούσε την Κασσάνδρα η οποία προσπαθούσε να μάθει στην Τζεν πως να κάνει κατακόρυφο μέσα στη θάλασσα, όταν άκουσε μια ψιλή φωνή να φωνάζει απ' έξω. «ΜΠΑΜΠΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;» Γύρισε για να δει την μεγαλύτερη κόρη του να κάθεται σε μια πετσέτα θαλάσσης κάτω από την ομπρέλα, κρατώντας στο χέρι της το κουτάκι που πίστευε πως είχε κρύψει τόσο καλά. Τα μάτια του κόντεψαν να πέσουν από το πρόσωπο του και ήλπιζε πως η Τζεν δεν θα το είχε προσέξει.
Βγήκε από την θάλασσα και γονάτισε δίπλα της, παίρνοντας το κουτί από εκείνη. Η Καλυψώ χαμογέλασε, δήθεν αθώα. «Το ήξερες πως εδώ μέσα έχει ένα δαχτυλίδι;»
«Εσύ λες να μην το ήξερα, μικρέ καλικάντζαρε;» της απάντησε και επίτηδες της έβρεξε τα πλέον στεγνά μαλλιά της με το νερό που είχε μείνει πάνω στα χέρια του.
«Έι, κακέ!» κλώτσησε λίγη άμμο στα πόδια του. Ο Θίο είχε ξεκινήσει να αγχώνεται ελάχιστα, αφού μόλις συνειδητοποίησε την βαρύτητα αυτού που θα έκανε σε λίγα λεπτά. Το είχε συζητήσει τόσο με την Καλυψώ όσο και με την Κασσάνδρα, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως κι οι δυο όχι μόνο έδιναν την έγκριση τους, αλλά μάλιστα ανυπομονούσαν να ζητήσει ο πατέρας τους την Κορεάτισσα σε γάμο. Είχαν βάλει μέχρι και ένα στοίχημα για το πότε θα αποφάσιζε να κάνει την πρόταση, στο οποίο μάλλον είχε νικήσει η ίδια αν έκρινε από το πονηρό αλλά ευχαριστημένο ύφος της.
«Θα με βοηθήσεις, σωστά;» της ψιθύρισε όταν είδε πως εκείνες έβγαιναν από την θάλασσα και έρχονταν προς το μέρος τους.
Η Καλυψώ έγνεψε και αφού του έκλεισε το μάτι συνομωτικά, πήγε δίπλα στην αδερφή της και την έπιασε αγκαζέ. «Έι, Κάσσι, πάμε να φτιάξουμε κάστρα στην άμμο.»
«Μα θέλω να-»
Την τράβηξε, όχι τόσο διακριτικά. «Πάμε που σου λέω!»
«Μην απομακρυνθείτε πολύ από τα πράγματα κορίτσια!» τους φώναξε η Τζεν προτού πάρει λίγο αντηλιακό για να το βάλει στο πρόσωπο της. «Δεν την πιστεύω την τύχη μου, έχει ήδη καεί η μύτη και η πλάτη μου.»
«Θες να πάμε μια μικρή βόλτα;» την διέκοψε και χαμογέλασε, ελπίζοντας πως δεν θα είχε καταλάβει το σχέδιο του τόση ώρα. Εκείνη έγνεψε και αφού της έβαλε το καπέλο της στο κεφάλι και ανανέωσε κι ο ίδιος το αντηλιακό του, σηκώθηκαν από τα πράγματα τους.
Περπατούσαν εκεί που έσκαγε το κύμα, στη βρεγμένη άμμο. Κατά την διάρκεια της βόλτας, προσπαθούσε να φέρει ξανά στο μυαλό του όσα είχε σχεδιάσει να πει ενώ ταυτόχρονα απαντούσε στην Τζεν που εκείνη την ώρα μιλούσε για κάτι άσχετο. Πλέον δεν ήταν σίγουρος αν ίδρωνε από την ζέστη ή από το άγχος του να τα κάνει όλα σωστά.
Έπιασε το κουτάκι στην τσέπη του μαγιό του για να πάρει κουράγιο. «Και εγώ του είπα πως δεν με ενδιέφερε γιατί γενικά το διαμέρισμα μου δεν είναι τόσο καινούργιο-» την άκουγε να μιλάει, όταν σταμάτησε να περπατάει και έμεινε πίσω.
«Τζεν-»
«-μπλε τοίχοι, δηλαδή σκούρο μπλε. Ποιος το κάνει αυτό;»
«Τζεν!»
Όταν γύρισε για να τον κοιτάξει, τον βρήκε στο ένα γόνατο μπροστά της, με το βελούδινο κουτάκι ανοιχτό και το δαχτυλίδι να λάμπει κάτω από το φως του ήλιου. Κάλυψε το στόμα της με τα χέρια της και σχεδόν αμέσως στα μάτια της έκαναν την εμφάνιση τους δάκρυα. «Ναι!» φώναξε προτού προλάβει να μιλήσει ο άντρας.
Εκείνος χαμογέλασε. «Μήπως να με αφήσεις να βγάλω το λόγο μου πρώτα;»
«Ναι, εμ, δίκιο έχεις,» του είπε κατακόκκινη. «Συνέχισε.»
«Τζεν Κανγκ-Σμίθ, είσαι ο πιο όμορφος άνθρωπος που έχω δει ποτέ μου και αυτό είναι το λιγότερο ενδιαφέρον πράγμα πάνω σου. Είσαι πανέξυπνη, γλυκιά, ευγενική και η καλύτερη φίλη που θα μπορούσε να έχει ποτέ κανείς. Από την ημέρα που σε γνώρισα-» έκανε μια παύση όταν συνειδητοποίησε πως ράγισε η φωνή του. «-η ζωή μου άλλαξε ριζικά. Με βοήθησες να συνειδητοποιήσω μερικά πράγματα και... και μαζί σου, νιώθω πάντα πως είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Και είμαι απίστευτα ερωτευμένος μαζί σου. Οπότε...»
«ΝΑΙ!» Όταν συνειδητοποίησε πως ξανά τον διέκοψε, οι δυο τους έσκασαν στα γέλια.
«Θα ήθελα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μαζί σου, αν δεν σε πειράζει.» Σκούπισε ένα δακρυ που κυλούσε στο μάγουλο του. «Τώρα μπορείς να απαντήσεις-»
Ως απάντηση, η Τζεν απλά έπεσε πάνω του και τον φίλησε, δίχως να μπορεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της πλέον. Άκουσαν εκείνα τα παιδιά πιο δίπλα να φωνάζουν "μπράβο" και σύντομα, η Καλυψώ και η Κασσάνδρα έτρεξαν δίπλα τους για μια επίσημη οικογενειακή αγκαλιά.
Όταν γύρισαν στο σπίτι τους το βράδυ και αφού έκαναν τα απαραίτητα τηλέφωνα (ο Θίο με το ζόρι κατάφερε να κλείσει το τηλέφωνο στην Αντζέλικα, η οποία είχε βάλει τα κλάματα και παρόλο που ήταν χαρούμενη για αυτούς, επέμενε πως ο αδερφός της επίτηδες το είχε κάνει έτσι ώστε να την επισκιάσει και την Άντρεα, που εκείνη την ώρα φώναζε στην αρραβωνιαστικιά της πως "αυτός είναι τρόπος να ζητήσεις κάποιον σε γάμο, όχι με λάδια στην μάπα!"), ετοιμάστηκαν για ύπνο.
Κρατώντας την Τζεν στην αγκαλιά του, το πρόσωπο του τόσο κοντά στο δικό της που μπορούσε να μυρίσει το σαμπουάν φράουλα των μαλλιών της, αποκοιμήθηκε στην σκέψη πως όσα κι αν είχε περάσει άξιζαν γιατί οδήγησαν σε εκείνη τη στιγμή.
αυτό είναι το επίσημο τέλος της ιστορίας, με τα δύο βασικά ζευγάρια να επανενώνονται μια και καλή. τα υπόλοιπα παραμένουν στην φαντασία σας (you better make it as wholesome and cute as you can).
ευχαριστώ για ακόμη μια φορά όσους με υποστήριξαν σε αυτό το ταξίδι δύο χρόνων. όσοι θα θέλατε να ξαναδιαβάσετε κάτι δικό μου, σας ενημερώνω πως έχω δημοσιεύσει μια νέα ιστορία στο προφίλ μου. ελπίζω πως θα τα ξαναπούμε! 💞
stay gold ✨
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro