Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

bonus chapter 1.0

Στα τριάντα πέντε χρόνια της, η Αντζέλικα είχε ήδη ζήσει πολλά πράγματα.

Ξεκίνησε να δουλεύει σε μια μεγάλη πολυεθνική επιχείρηση στον τομέα των δημοσίων σχέσεων όταν ήταν μόλις είκοσι τέσσερα. Λόγω του επαγγέλματος της είχε την δυνατότητα να κάνει άπειρα ταξίδια και να ζήσει σε πολλές διαφορετικές χώρες, σε διαφορετικές πόλεις, γνωρίζοντας νέους πολιτισμούς και νέους ανθρώπους σε καθημερινή βάση. Από τον Καναδά, στο Ηνωμένο Βασίλειο, από το Παρίσι στο Βερολίνο, από το Κάιρο στο Κέιπ Τάουν. Τα άλμπουμ της ήταν γεμάτα με φωτογραφίες και οι επαφές της με άτομα από κάθε μεριά του κόσμου.

Μπορεί να μην ήταν μια ζωή που θα απολάμβανε ο καθένας, όμως η Αντζέλικα το είχε συνηθίσει. Ένιωθε ελεύθερη, καθώς πετούσε από το ένα μέρος στο άλλο με το αεροπλάνο και χάζευε τα σύννεφα, προσπαθώντας να μαντέψει τι σχήμα θα τα έβλεπαν οι άνθρωποι στο έδαφος.

Με τον αδερφό της είχε κρατήσει επαφές – δεν πρόκειται να την ξεφορτωνόταν τόσο εύκολα. Τον έπαιρνε συχνά τηλέφωνο, όπως έκανε κι ο ίδιος και μιλούσαν για ώρες, αν και κυρίως μιλούσε αυτή. Ο Θίο λάτρευε να ακούει ιστορίες από την ζωή της και εκείνη λάτρευε να αγνοεί τις προτάσεις του για τα μουσεία που έπρεπε να επισκεφθεί.

Τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν για την ίδια όταν έμαθε πως ο αδερφός της επρόκειτο να έκανε οικογένεια. Δεν δίστασε να κλείσει αεροπορικά εισιτήρια το δευτερόλεπτο που έμαθε για τον αρραβώνα του με την Μαντλίν, μια πανέμορφη και γλυκιά γυναίκα από την Πολωνία. Το ίδιο έκανε και στις δύο γέννες της, αφού ένιωθε πως αν δεν κρατούσε στην αγκαλιά της τις ανιψιές της και δεν κορόιδευε έστω και λίγο τον Θίο για το γεγονός πως έγινε πατέρας θα έσκαγε από το κακό της. Ωστόσο δεν θα μπορούσε να συγχωρέσει ποτέ τον εαυτό της για το γεγονός πως δεν μπορούσε να παρευρεθεί λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων στην κηδεία της γυναίκας και στο πλευρό του αδερφού της, που πλέον έπρεπε να μεγαλώσει τις κόρες του μόνος.

Βρισκόταν στο Τόκυο όταν συνειδητοποίησε πως πλέον αυτή η ζωή δεν την ολοκλήρωνε. Τα Χριστούγεννα σιγά σιγά έρχονταν και δεν ήθελε να τα περάσει για ακόμη μια φορά μόνη της, σε ένα πάρτι που διοργανώνει κάποιος βαρετός άνθρωπος από την δουλειά της, αλλά με την οικογένεια της. Η θεία κι ο θείος της στο Βάιολετ Χάιζ της είχαν πει άπειρες φορές πως ήταν καλοδεχούμενη στο σπίτι τους για όσο χρειαζόταν κι όποτε ήθελε, γι αυτό και δεν δίστασε να τους τηλεφωνήσει όπως κάθε Σαββατοκύριακο για να τους ανακοινώσει την απόφαση της· θα γυρνούσε στην Αμερική και αυτή τη φορά για τα καλά. Κατά το σχέδιο που είχε φτιάξει πρόχειρα στο μυαλό της καθώς βρισκόταν στο αεροδρόμιο, θα έμενε στο Βάιολετ Χάιζ μέχρι να βρει διαμέρισμα σε κάποια περιοχή κοντά στον αδερφό της.

Στον δρόμο δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί με νοσταλγία τα εφηβικά χρόνια που πέρασε εκεί με την παρέα της. Η Τζεν, ο Πίτερ, ο Κέιντεν κι ο Φράνκ. Η Άντρεα. Ποτέ δεν ξέχασε τα ονόματα τους ή τις στιγμές που πέρασαν μαζί, ακόμη κι αν είχε χάσει επαφή με τους περισσότερους. Μονάχα με την Τζεν αντάλλαζε περιστασιακά μηνύματα και έστελναν η μία στην άλλη ευχές στα γενέθλια ή στις γιορτές. Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν ίδια όπως παλιά, όμως αυτή ήταν η φυσιολογική ροή των πραγμάτων και η Αντζέλικα το είχε δεχτεί.

Όταν το ταξί έφτασε μπροστά στο παλιό της σπίτι, από τον ενθουσιασμό της παραλίγο να ξεχάσει να πληρώσει τον οδηγό. Του ευχήθηκε καλή συνέχεια και πετάχτηκε έξω από το όχημα, τραβώντας μαζί της τις αποσκευές με δυσκολία. Άκουσε μια γνώριμη φωνή μέσα από το σπίτι και το χαμόγελο έφτασε μέχρι τα αυτιά της όταν η πόρτα άνοιξε και βγήκε τρέχοντας η θεία Μάργκο.

Δεν πρόλαβε καν να την χαιρετήσει, γιατί η γυναίκα την άρπαξε και την αγκάλιασε τόσο σφιχτά που για μια στιγμή ένιωσε πως θα έχανε την ανάσα της. Ακόμη κι έτσι όμως μέσα στα χέρια της ένιωσε τόσο ασφαλής, ένιωσε ξανά παιδί.

«Μας έλειψες τόσο πολύ, αγάπη μου,» της είπε η θεία Μάργκο όταν απομακρύνθηκε. Πολλές τρίχες των ξανθών μαλλιών της είχαν ήδη ξεκινήσει να γίνονται λευκές και παρά τις ρυτίδες, φυσικές για την ηλικία της, με κάποιον τρόπο στα μάτια της Αντζέλικα φαινόταν ακόμη νέα. «ΧΑΡΙ! ΚΑΝΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟ!»

Η Αντζέλικα άρχισε να γελάει με την έκφραση του άντρα που αμέσως άλλαξε όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω της. «Η Μις Υφήλιος! Τι ευχάριστη έκπληξη,» την πείραξε και ήρθε η σειρά της να τον αγκαλιάσει.

«Ο καμαριέρης!» του απάντησε με το ίδιο ύφος κι εκείνος άρχισε να γελάει. Βλέποντας πόσο ζοριζόταν με τις βαλίτσες, την βοήθησε να τις κουβαλήσει μέσα στο σπίτι, όσο η ίδια απαντούσε στις ερωτήσεις τις θεία Μάργκο σχετικά με το πως ήταν η πτήση κι αν πεινούσε.

Το σπίτι ήταν ήδη στολισμένο για τα Χριστούγεννα, κάτι το οποίο έπρεπε να περιμένει, αφού ο Χάρι ήταν από τους ανθρώπους που, εάν τους άφηνες, θα κρατούσαν τους στολισμούς και το δέντρο όλο τον χρόνο. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, πέρα από μερικές λεπτομέρειες και το χρώμα των τοίχων του σαλονιού. «Θα συμμαζέψω μετά τα πράγματα,» τους είπε και έκατσε στον καναπέ, τσιμπώντας ένα σοκολατάκι που βρισκόταν ανέγγιχτο στο τραπέζι. Κοίταξε γύρω της – υπήρχε υπερβολική ησυχία. «Ο Περσέας κι η Αριάδνη δεν είναι εδώ;» ρώτησε στεναχωρημένη. Περίμενε πως, λόγω των διακοπών, θα γυρνούσαν στο Βάιολετ Χάιζ, όχι μόνο για να δούνε τους γονείς τους αλλά και την ίδια.

«Έχουν βγει έξω για μια βόλτα, από στιγμή σε στιγμή θα γυρίσουν,» απάντησε η θεία Μάργκο και χαμογέλασε. «Θέλεις να σου φτιάξω τίποτα να φας; Κανένα τοστ; Να σου κάνω καφέ;»

«Έχουμε κέικ πορτοκάλι, εγώ το έφτιαξα!» είπε ο Χάρι περήφανα και για να μην του χαλάσει χατίρι, τον άφησε να της δώσει σε ένα πιάτο ένα τεράστιο κομμάτι. Δεν ένιωθε πως πεινούσε, παρόλ' αυτά το καταβρόχθισε σε δευτερόλεπτα. «Μα καλά, νηστική ήσουν τόσο καιρό στην ξενιτιά;» την ρώτησε σαρκαστικά ο άντρας.

«Αμάν, Χάρι! Μόλις ήρθε το κορίτσι, έχουμε να βρεθούμε τόσο καιρό και την κοροϊδεύεις αμέσως.»

Δεν απάντησε καθώς άκουσε κλειδιά και έπειτα, την πόρτα να ανοίγει. Προτού καταλάβει καλά καλά τι συνέβαινε, ένιωσε δύο ζευγάρια χέρια γύρω της να την αγκαλιάζουν. «Αιφνιδιασμός!»

Γύρισε με ένα χαμόγελο που έφτανε ως τα αυτιά της για να δει τα μικρά ξαδέρφια της. Έμεινε άναυδη με το πόσο είχαν μεγαλώσει, η ίδια θυμόταν σαν χθες την ημέρα που γεννήθηκαν. Βέβαια μπορεί να τους είχε δει από τις βιντεοκλήσεις που έκαναν περιστασιακά όμως από κοντά η έκπληξη της ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η Αριάδνη, η μεγαλύτερη των δύο με διάφορα δευτερολέπτων, μέρα με την μέρα έμοιαζε περισσότερο με τον πατέρα της, αφού εκτός από τα καστανά μαλλιά που και τα δύο δίδυμα είχαν κληρονομήσει, είχε επίσης το σταρένιο δέρμα και τα καστανά μάτια του. Ο Περσέας αντιθέτως ήταν πιο λευκός, κάτι που τόνιζαν και τα γαλανά μάτια του, πανομοιότυπα με εκείνα της Αντζέλικα και του Θίο.

«Πόσο χρόνων είστε τώρα είπαμε; Δέκα;» τους πείραξε εκείνη, αλλά σηκώθηκε για να τους κάνει μια αξιόλογη αγκαλιά όπως και να 'χει. «Μου λείψατε πολύ σκατόπαιδα.»

«Μαμά, άκου πως μας μιλάει,» παραπονέθηκε ο Περσέας και δέχτηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στο κεφάλι από την Αντζέλικα.

«Ότι θέλω θα κάνω.»

«Πόσο χρονών είσαι τώρα είπαμε;» έκανε η Αριάδνη και τα δίδυμα άνοιξαν το στόμα τους, συμπληρώνοντας ταυτόχρονα, «Δέκα;»

Τις δύο επόμενες ημέρες τις πέρασαν κλεισμένοι στο σπίτι, αφού λόγω του χιονιού που είχε στρωθεί έξω σε συνδιασμό με το υπερβολικό κρύο προτιμούσαν να μείνουν μέσα, μπροστά στο τζάκι, παρά να βγουν έξω. Όλη την ημέρα έπαιζαν επιτραπέζια, χαρτιά και έβλεπαν ταινίες, όσο η Αντζέλικα με τον Περσέα αντάλλαζαν κουτσομπολιά για τους ηθοποιούς που έπαιζαν. Παράλληλα τα δίδυμα δεν μπορούσαν να σταματήσουν να την ρωτάνε για τα ταξίδια της και τα μέρη που επισκέφθηκε, κάτι που της θύμισε τον αδερφό της. Ένιωσε ένα σφίξιμο – ο Θίο κι οι μικρές θα τους έρχονταν για δύο τρεις ημέρες ώστε να γιορτάσουν όλοι μαζί τα Χριστούγεννα, ωστόσο ο καιρός δυσκόλευε τα σχέδια τους κι έτσι, θα καθυστερούσαν.

Την τρίτη ημέρα της διαμονής της στο Βάιολετ Χάιζ, αποφάσισε πως δεν θα άφηνε το χιόνι να την εμποδίσει από το να κάνει μια γύρα στη πλατεία. Η θεία Μάργκο όμως της ζήτησε να περάσει πρώτα από το σουπερμάρκετ για να αγοράσει μερικά πράγματα που έλειπαν από το ψυγείο του σπιτιού κι έτσι, ανέβαλε για λίγο την βόλτα της. Τυλιγμένη με αρκετές στρώσεις ρούχων και φορώντας τις πιο καλές μπότες της, βγήκε έξω και προσπάθησε να μην γλιστρήσει. Θα περίμενε κανείς πως μετά από τον χειμώνα που είχε περάσει στην Γερμανία θα είχε συνηθίσει αυτές τις καιρικές συνθήκες, αλλά για εκείνη ίσχυε ακριβώς το αντίθετο. Ήταν άνθρωπος του καλοκαιριού, της ζέστης και μόνο η αίσθηση των τόσων ρούχων πάνω της την έκανε να νιώθει κάπως άβολα.

Μπήκε στο μαγαζί και συνειδητοποίησε χαρούμενη πως τα προϊόντα δεν είχαν αλλάξει θέση μετά από τόσα χρόνια, κι έτσι κατευθείαν πήγε στον διάδρομο με τα φρούτα. Γέμιζε μια σακούλα με μήλα όταν από δίπλα της πέρασε μια κοπέλα, της οποίας το παρουσιαστικό φαινόταν πολύ γνώριμο. Μπορούσε να δει μόνο την πλάτη της, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρη πως τη γνώριζε και γι αυτό δεν δίστασε να εγκαταλείψει την σακούλα της και να την ακολουθήσει. Όταν την είδε να σταματάει μπροστά από τα γάλατα κι μπόρεσε να διακρίνει μερικά χαρακτηριστικά του προσώπου της, η καρδιά της σταμάτησε.

«Άντρεα;» αναφώνησε και όταν η κοπέλα γύρισε να την κοιτάξει, πλησίασε ακόμη περισσότερο. Ήταν ολόιδια με την κοπέλα της από το λύκειο, όμως αισθανόταν πως κάτι πήγαινε λάθος. Πέρα από το γεγονός πως έμοιαζε μικροσκοπική σε σχέση με το πως την θυμόταν, το πρόσωπο της ήταν γεμάτο σκουλαρίκια και παρόλο που τα μαλλιά της ήταν ακόμη στην ίδια σκούρα καστανή απόχρωση, οι δύο μπροστινές τούφες ήταν βαμμένες μπλε. «Θεέ μου, πως γίνεται να μοιάζεις ακόμα έφηβη;»

Η κοπέλα της χαμογέλασε και για μια στιγμή, την γέμισε θλίψη η σκέψη πως ίσως την είχε ξεχάσει. «Κάνετε λάθος, μάλλον με μπερδέψατε με την αδερφή μου,» είπε ευγενικά και φώναξε «Άντρεα, κάποιος σε ψάχνει!»

«Τι θες Ρεμπ-» άκουσε μια φωνή και μια φιγούρα εμφανίστηκε μπροστά τους.

Ω. Ήταν ακόμη τόσο όμορφη όσο και τότε, παρά το γεγονός πως απ' ότι φαινόταν δεν είχε αναπτύξει ιδιαίτερα το γούστο της στα ρούχα, αφού φορούσε φόρμα και αθλητικά. Είχε να τη φέρει στο μυαλό της αρκετό καιρό, κυρίως γιατί ο χωρισμός τους δεν είχε τελειώσει με τον καλύτερο τρόπο και την πονούσε ακόμη και μετά από τόσα χρόνια. Όμως εκείνη την στιγμή, που την έβλεπε στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε να σταματήσει την καρδιά της από το να χτυπάει σαν τρελή.

Πρέπει να κοίταζαν η μία την άλλη χωρίς να μιλάνε για αρκετή ώρα γιατί η κοπέλα, που τελικά απλώς ήταν η μικρή αδερφή της, έβηξε επίτηδες. Τότε η Άντρεα της χαμογέλασε με ενθουσιασμό. «Βένους;»

«Κορτέζ.»

Εκείνη ήταν που έκανε την πρώτη κίνηση να την αγκαλιάσει, προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό της και να αγνοήσει την μεγάλη πιθανότητα εκείνη η συνάντηση να εξελιχτεί υπερβολικά αμήχανα. Παραλίγο να την φιλήσει στο μάγουλο ως χαιρετισμό, η συνήθεια που είχε υιοθετήσει από τους Ευρωπαίους, όμως τελευταία στιγμή κατάφερε να συγκρατηθεί.

«Διέκοψες την παγκόσμια περιοδεία για να επισκεφθείς την οικογένεια σου να φανταστώ;» την ρώτησε η Λατίνα, κρατώντας το χαμόγελο. Σε αντίθεση με την Αντζέλικα, δεν φαινόταν να έχει επηρεαστεί τόσο από την συνάντηση τους ή τουλάχιστον φρόντιζε να το κρύψει καλά.

Η Αντζέλικα γέλασε. «Για τα καλά. Βλέπεις μου έλειψε το αγαπημένο μου χωριό.»

«Κι οι αγαπημένοι σου χωριάτες;» η Αντζέλικα δεν απάντησε κάτι σε αυτό, όμως γύρισε να κοιτάξει την Ρεμπέκα, που τις παρατηρούσε τόση ώρα.

«Με λένε Αντζέλικα παρεμπιπτόντως,» προσπάθησε να συστηθεί και η νεαρή κοπέλα έβαλε τα γέλια.

«Πίστεψε με, το ξέρω. Έχω δει τις φωτογραφίες που έχει ακόμη η Άντρεα στην κρεβατοκάμαρα της και εξάλλου σε προτιμώ πολύ περισσότερο από την-»

«Te puedes callar?» την διέκοψε η Άντρεα θυμωμένη και γύρισε να κοιτάξει την Αντζέλικα απολογητικά. Το πρώτο που παρατήρησε ήταν τα μάγουλα της που είχαν κοκκινίσει. «Θα κάτσεις για πολύ καιρό εδώ;»

«Ναι. Τουλάχιστον μέχρι να βρω κάποιο καλό διαμέρισμα.»

«Ειλικρινά συγγνώμη, αλλά αυτή τη στιγμή βιάζομαι πολύ,» η Αντζέλικα προσπάθησε να μη στριφογυρίσει τα μάτια της σ' αυτό. Ανυπομονούσε να δει τι δικαιολογία θα επέλεγε η γυναίκα για να την αποφύγει. Αντιθέτως, η Άντρεα είπε κάτι εντελώς διαφορετικό απ' αυτό που νόμιζε πως θα έλεγε. «Θέλεις να βγούμε αύριο για έναν καφέ; Έχουμε πολύ καιρό να τα πούμε.»

Κι η Αντζέλικα χαμογέλασε.




Αποφάσισαν να συναντηθούν στην νέα καφετέρια που έκανε τα εγκαίνια της πριν λίγες ημέρες. Το μαγαζί ήταν γεμάτο με ανθρώπους κάθε ηλικίας και η Αντζέλικα βρήκε τον εαυτό της να νοσταλγεί τις εποχές της εφηβείας της. Είχε αγχωθεί τόσο για εκείνη την συνάντηση που είχε φτάσει εκεί δέκα λεπτά πριν την ώρα που είχαν κανονίσει.

Η ίδια έφταιγε που είχαν χωρίσει. Ήθελε να ταξιδέψει τον κόσμο και η Άντρεα δεν πίστευε στις σχέσεις εξ αποστάσεως, αλλά ούτε ήθελε να την πιέσει να μείνει μαζί της. Δεν χώρισαν υπό τις καλύτερες συνθήκες, αφού κι οι δυο κοπέλες είχαν βάλει τα κλάματα και φώναζαν, όχι γιατί ήταν θυμωμένες η μία στην άλλη, αλλά γιατί ήταν θυμωμένες με τους εαυτούς τους. Και κάπως έτσι οι δρόμοι τους χώρισαν.

Την τελευταία φορά που την είδε ήταν στον γάμο του Θίο. Εκείνος της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν τον ένοιαζε τι σχέσεις είχαν οι δυο κοπέλες αλλά δεν πρόκειται να παντρευόταν και να μην καλούσε την Άντρεα. Το θεωρούσε ελάχιστα υποκριτικό εκ μέρους του, εφόσον δεν είχε καλέσει την Τζεν, όμως δεν είχε πει τίποτα γιατί δεν ήθελε να μαλώσουν χωρίς λόγο.

Στο γάμο είχε έρθει μαζί με μια άλλη κοπέλα. Ήταν λίγα χρόνια μικρότερη της, με δέρμα στο χρώμα της καραμέλας και φουντωτά μωβ μαλλιά. Δεν περίμενε πως θα ήταν ο τύπος της, όμως παρατηρώντας το ζευγάρι από μακριά έδειχναν ευτυχισμένες. Την πονούσε να τις βλέπει έτσι, κυρίως γιατί η ίδια δεν απέκτησε ξανά κάποια σοβαρή σχέση. Η μεγαλύτερη σχέση της μάλιστα κράτησε ένα χρόνο και ήταν με έναν άντρα από την Ουρουγουάη, που τύχαινε να δουλεύει στην ίδια εταιρεία με εκείνη.

Από την ώρα που βρέθηκαν, δεν είχε πάψει να αναρωτιέται εάν η Άντρεα ήταν ακόμη με εκείνη την γυναίκα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τον γάμο του Θίο, όμως γνώριζε καλά την Κουβανή και υπέθεσε πως ίσως να είχαν παντρευτεί. Δεν είχε σκεφτεί να κοιτάξει το δάχτυλο της για να δει εάν φορούσε βέρα. Κοκκίνισε όταν συνειδητοποίησε πως συμπεριφερόταν σαν μικρό κορίτσι.

Ευτυχώς η Άντρεα εμφανίστηκε γρήγορα. Ήταν πολύ πιο περιποιημένη σε σχέση με την προηγούμενη ημέρα, φορούσε απλά ένα μακρύ λευκό πουκάμισο κάτω από το χοντρό μπουφάν της και ένα τζιν παντελόνι με μπότες από κάτω. Όταν την εντόπισε από μακριά, χαμογέλασε και γρήγορα ήρθε να κάτσει δίπλα της. «Ελπίζω να μην με περίμενες για πολύ ώρα. Παρήγγειλες;»

Αφού ήρθε η σερβιτόρα για να πάρει τις παραγγελίες τους, η Αντζέλικα ξεκίνησε συζήτηση, προσπαθώντας να καταπολεμήσει την νευρικότητα της. «Στο Βάιολετ Χάιζ μένεις;» την ρώτησε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.

«Μένω με τους γονείς μου για να τους προσέχω, έχουν ήδη ξεκινήσει να παρουσιάζουν προβλήματα υγείας. Είμαι η μόνη από τα αδέρφια μου που έμεινε εδώ στην πραγματικότητα. Ο Μάριο ζει με την κοπέλα του στο Σιάτλ και ο Ματίας πήρε υποτροφία και σπουδάζει στην Ευρώπη. Η Ρεμπέκα επίσης σπουδάζει και έχει νοικιάσει ένα διαμέρισμα μαζί με κάτι φίλους της. Είμαι το κορόιδο της οικογένειας,» αστειεύτηκε και φαινόταν από το βλέμμα της πως στ αλήθεια δεν την ενοχλούσε. Τέτοιος άνθρωπος ήταν από πάντα· φρόντιζε περισσότερο τους άλλους παρά τον εαυτό της.

«Κι από δουλειά;»

Γέλασε. «Καθηγήτρια ισπανικών στο λύκειο. Έχει απίστευτη πλάκα να βλέπω τα παιδιά και να θυμάμαι τι κάναμε εμείς στην ηλικία τους.»

«Ελπίζω να μην είσαι πολύ κακιά,» την πείραξε η Αντζέλικα και ήπιε λίγο καφέ.

«Μπα, δεν νομίζω να είμαι.» Έκανε μια παύση και προτού η Αντζέλικα βρει την ευκαιρία να την ρωτήσει για εκείνη τη γυναίκα, τη πρόλαβε. «Εσύ; Στ' αλήθεια θα μείνεις εδώ μόνιμα;»

«Όχι, όχι. Θα μείνω μέχρι να βρω κάποιο διαμέρισμα κοντά στον Θίο.»

Στην αναφορά του ονόματος του, το χαμόγελο της Άντρεα έφτασε μέχρι τα αυτιά της. «Ο Θίο! Έχω να τον δω τόσο καιρό! Τι κάνει;»

Δίστασε να της πει. «Δεν τα έχεις μάθει για την Μαντλίν;» Το χαρούμενο βλέμμα της αντικαταστάθηκε με ένα απορημένο. Όταν της είπε τι έγινε, φάνηκε παρά πολύ ταραγμένη. Το γεγονός πως ακόμη και μετά από τόσο καιρό νοιαζόταν τόσο για τον αδερφό της έκανε την Αντζέλικα να νιώθει ακόμη πιο μπερδεμένη μέσα της. «Θα έρθει με τις μικρές σε λίγες μέρες για να γιορτάσουμε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα.»

«Να κανονίσουμε να βγούμε κι οι τρεις. Μου έλειψε η παλιά παρέα,» μουρμούρισε το τελευταίο. «Αλλά έχουμε σκορπιστεί σε κάθε γωνιά του χάρτη τώρα. Ο Πίτερ είναι στην Αυστραλία, το ξέρεις;»

Συνέχισαν να μιλάνε για πολύ ώρα. Παρόλο που είχαν να βρεθούν τόσα χρόνια, ήταν λες και δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα απ' όταν ήταν στην τρίτη λυκείου και περνούσαν την ημέρα τους μιλώντας στο τηλέφωνο η μία με την άλλη. Η Αντζέλικα διαψεύσθηκε, αφού ούτε για ένα λεπτό δεν έγιναν τα πράγματα αμήχανα μεταξύ τους. Γελούσαν και πετούσαν σαρκαστικά σχόλια η μία στην άλλη όπως παλιά.

Όμως η Αντζέλικα δε μπόρεσε να κρατήσει το στόμα της κλειστό για πολύ ακόμη. «Θυμάμαι πάντως στον γάμο του Θίο που είχες έρθει με μια όμορφη γυναίκα. Είστε ακόμη μαζί;» προσπάθησε να το φέρει όσο πιο διακριτικά γινόταν, αλλά μάλλον δεν το κατάφερε. Αφού είδε το προβληματισμένο ύφος της Άντρεα, πήρε ένα μπισκότο και το έβαλε στο στόμα της, ελπίζοντας πως έτσι δεν θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα.

«Η Βικτόρια,» είπε το όνομα της με ένα περίεργο τρόπο, η φωνή της σχεδόν άλλαξε. «Είχαμε αρραβωνιαστεί αλλά χωρίσαμε το καλοκαίρι.»

«Ω, λυπάμαι..» Ήθελε να μάθει κι άλλα και πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπο της γιατί η Άντρεα αναστέναξε και με ένα μικρό θλιμμένο χαμόγελο συνέχισε.

«Με απάτησε.»

«Με δουλεύεις;» Όταν εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, η Αντζέλικα στριφογύρισε τα μάτια της. «Υπάρχουν τόσοι ηλίθιοι εκεί έξω.»

Δεν ήθελε να μιλήσει άλλο γι αυτό. «Τέλος πάντων, εσύ έχεις κάποιο πρόσωπο στην ζωή σου αυτή τη στιγμή;»

Της ήρθε να γελάσει. «Α όχι. Δεν υπήρξε κάποιος άνθρωπος που να μπορεί να με διαχειριστεί,» αστειεύτηκε και ίσως να έκανε λάθος αλλά το βλέμμα της Άντρεα άλλαξε αμέσως. Έμοιαζε με κάτι σαν... ελπίδα;

Η έξοδος τους για καφέ κράτησε κάπου στις τέσσερις ώρες. Κάνανε βόλτες στην πλατεία παρά το κρύο και αργότερα η Άντρεα την κάλεσε για μεσημεριανό στο σπίτι της, μια πρόταση στην οποία η Αντζέλικα δεν μπορούσε να πει όχι – μάλλον μπορούσε, αλλά δεν ήθελε.

Και έξι ανεπίσημα ραντεβού μετά, τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ διαφορετικά απ' όσο θα περίμενε κανείς.


Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε. Η Αντζέλικα πλέον είχε εγκαταλείψει τα σχέδια της να φύγει από το Βάιολετ Χάιζ και είχε εγκατασταθεί στο νέο της σπίτι, αυτό που μοιραζόταν με την κοπέλα της, Άντρεα Κορτέζ. Είχε παραιτηθεί κι επισήμως από την δουλειά της σε εκείνη την εταιρεία όπου εργαζόταν παλιότερα και πλέον έγραφε άρθρα σε μια ιστοσελίδα, ακολουθώντας τα βήματα της θείας της. Ήταν πιο χαρούμενη από ποτέ, κυρίως γιατί έμενε δίπλα στην θεία Μάργκο και τον Χάρι, αλλά κι επειδή είχε την δυνατότητα να επισκέπτεται τον αδερφό της όποτε χρειαζόταν – δεν την ένοιαζαν οι ώρες που θα περνούσε στο αυτοκίνητο εάν στο τέλος μπορούσε να φιλήσει τις ανιψιές της και να αγκαλιάσει τον Θίο.

Εκείνη η μέρα ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την Αντζέλικα. Καθισμένη στον αναπαυτικό καναπέ του σπιτιού τους, με το λάπτοπ στην κοιλιά της, προσπαθούσε να βρει έμπνευση για το άρθρο που έπρεπε να παραδώσει σε λιγότερο από τριάντα δύο ώρες και η οθόνη μπροστά της ήταν κενή. Κάθε λίγο κρατούσε σημειώσεις σε ένα μικρό σημειωματάριο, όμως τίποτα από αυτά που έγραφε δεν σχετίζονταν με την δουλειά της. Την τελευταία εβδομάδα το μυαλό της παρήγαγε συνεχώς την ίδια σκέψη ξανά και ξανά και δεν είχε καταφέρει να την αποβάλλει.

Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα η Άντρεα, που μόλις είχε γυρίσει από την δουλειά της. «Είμαι σπίτι! Πες μου ότι έχουμε πίτσα από χθες,» την άκουσε να φωνάζει και χαμογέλασε. Έκρυψε το σημειωματάριο πίσω από ένα μαξιλάρι και σηκώθηκε όρθια, πηγαίνοντας προς την κουζίνα. Άνοιξε τα κουτιά και αφού έβαλε δύο κομμάτια στο πιάτο της καθεμιάς, γύρισε πίσω στο σαλόνι όπου η Άντρεα είχε ήδη κάτσει.

«Δεν θα βγάλεις τα ρούχα της δουλειάς;»

«Άσε με να φάω πρώτα, πεινάω σαν λύκος,» της απάντησε και προτού προλάβει να της το δώσει από μόνη της, άρπαξε το ένα πιάτο και το έφερε δίπλα της. «Γενικά ξέρεις πως... αγαπάω τα παιδιά. Αλλά οι έφηβοι... είναι τόσο ζώα

Άρχισε να της διηγείται μια ιστορία από το σχολείο, για δύο μαθήτριες της που αποφάσισαν πως θα ήταν καλή ιδέα να μπουν στα αποδυτήρια των αγοριών και να κολλήσουν σερβιέτες πάνω στα ντουλαπάκια τους. Είχε καταβροχθίσει ήδη το ένα κομμάτι, ενώ όσο μιλούσε η Αντζέλικα είχε παραμείνει συγκεντρωμένη στο πρόσωπο της. Ακόμα κι όταν ήταν αγανακτισμένη ήταν τόσο όμορφη.

Μίλησαν λίγο για την ημέρα τους αλλά μετά από λίγο η Αντζέλικα δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. «Ξες, σκεφτόμουν κάτι και...» μάσησε ένα κομμάτι πίτσας, προσπαθώντας να ακουστεί όσο πιο αδιάφορη γινόταν, «και νομίζω πως πρέπει να παντρευτούμε.»

Η Άντρεα παραλίγο να ρίξει κάτω το πιάτο της και να γεμίσει τον καναπέ με ψίχουλα. Με γουρλωμένα μάτια, γύρισε να κοιτάξει την κοπέλα της. «Τ-Τι;»

«Τι;» επανέλαβε η Αντζέλικα.

«Άντζι...» η φωνή της ήταν υπερβολικά ήσυχη. «Το πρόσωπο σου είναι γεμάτο λάδια. Και μου κάνεις πρόταση γάμου;»

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της με ένα χαμόγελο να απειλεί να κάνει την εμφάνιση του. «Ναι, γιατί όχι;»

Για λίγο καμιά από τις δυο δεν μίλησε. Η Αντζέλικα συνέχισε να τρώει ανενόχλητη, ήξερε πως η γυναίκα απέναντι της δεν πρόκειται να έλεγε όχι. Και τότε ένιωσε κάτι κρύο να την λούζει. Σήκωσε το κεφάλι της για να δει την Άντρεα με ένα ποτήρι νερό, το οποίο της είχε πετάξει. «Σοβαρά τώρα;! Έβρεξες την πίτσα μου!» Προσπάθησε να της μείνει θυμωμένη όμως ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να μην γελάσει.

«Αυτό ήταν επειδή είσαι εντελώς ανοργάνωτη και για την καθόλου ρομαντική πρόταση γάμου!» της φώναξε. «Τι θα λέω την ημέρα που θα παντρευτούμε; Ότι ζήτησες το χέρι μου όσο το χέρι σου ήταν γεμάτο ζουμιά ντομάτας;»

«Άρα δέχεσαι.»

Η Άντρεα της χαμογέλασε. «Σε μισώ.»

«Κι εγώ σε αγαπάω.» Το επόμενο δευτερόλεπτο αναπήδησε από τον καναπέ και έτρεξε. «Πρέπει να αρχίσω τα τηλέφωνα! Έχουμε πολλά να κάνουμε! Να κλείσουμε μέρος, να κάνουμε προσκλήσεις, να-»

Ένιωσε δύο χέρια να την αγκαλιάζουν από πίσω. «Δεν θα παντρευτούμε κι αύριο ξέρεις. Δεν χρειάζεται να τρέχεις από τώρα.»

«Όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο,» της απάντησε και γύρισε για να της δώσει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Τώρα συνειδητοποίησα πως θα σε ξαναδώ με τακούνια. Θεέ μου, θα έχεις τόση πλάκα! Ανυπομονώ να σε κοροϊδέψω.»

«Θα έχεις μια ζωή να το κάνεις αυτό.»

Και τα χείλη τους ξαναενώθηκαν, σφραγίζοντας την συμφωνία μεταξύ τους.

🌈✨happy pride month✨🌈

*το κεφάλαιο του Θίο έρχεται...*

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro