Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 6ο - Φωτιά και χρυσός

Κεφάλαιο 6ο - Φωτιά και χρυσός

"Fire wants to burn

Water wants to flow

Air wants to rise

Earth wants to bind

Chaos wants to devour

Cal wants to live"

Cassandra Clare, The Iron Trial

≻───── ⋆✩⋆ ─────≺

Η γυναίκα βαριανάσαινε. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε με μανία. Τα μαύρα σαν την άβυσσο μαλλιά της ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Κολλούσαν σε κάθε γυμνή επιφάνεια του δέρματός της. Είχε χλωμιάσει η άμοιρη και γύρω της οι βοηθοί της μαίας δε σταμάτησαν να γυροφέρνουν. Κουβαλούσαν αιματοβαμμένα πανιά. Ήταν πορφυρό το χρώμα που τα είχε ποτίσει.

Έτρεμε. Ένα ρίγος τη διαπερνούσε βίαια κάθε δεύτερο που περνούσε. Οι γυναίκες που τη βοήθησαν στη γέννα δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο υπέφερε εκείνη τη στιγμή. Καθάριζαν τη μικρή κάμαρη. Πιο δίπλα, μία από τις γυναίκες έπλενε σε μία σκάφη το νεογέννητο. Ήταν ο υιός της.

Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της και την καρδιά της κάρφωσαν βελόνες. Την τσιμπούσαν, την σούβλιζαν οι πόνοι. Το στόμα της στέγνωσε, τα μάτια της βούρκωσαν. Άφησε ένα δάκρυ να κυλήσει και πότισε τα αφυδατωμένα της χείλη. Η αλμύρα δεν καταλάγιασε την αγωνιώδη φρίκη και τον πόνο που βίωνε.

Δε σταμάτησε να κοιτάει το πλάσμα που είχε γεννήσει.

Αυτός ο ημίθεος τής είχε ανοίξει τα σωθικά στα δύο.

Η γυναίκα έτρεμε. Η μαία φάνηκε να τη θυμήθηκε και έστρεψε την προσοχή της προς αυτή. Ένιωθε εντελώς γυμνή κάτω από την επικριτική ματιά της γερόντισσας. Την περιεργάστηκε, μέχρι που το βλέμμα έπεσε ανάμεσα στο πόδια της, που ήταν καλυμμένα με ένα αιματοβαμμένο σεντόνι. Μία κοφτή ανάσα ξέφυγε από τα ζαρωμένα χείλη της.

«Αιμορραγεί!», αναφώνησε και έσπευσε να τη γιατρέψει.

Η γυναίκα με τα μελανά μαλλιά μόνο τότε ένιωσε το ζεστό αίμα να κυλά στην έκταση των ποδιών της. Να κυλά και να στάζει. Να στάζει, να στάζει, να στάζει... και να που μία σταγόνα ξέφυγε και έπεσε από τους ουρανούς.

Η σταγόνα αίματος έκανε ελεύθερη πτώση και βούτηξε σε ένα ποτήρι με νερό.

Ο κάτοχός του δεν το είχε αντιληφθεί. Το ήπιε μονορούφι, διψασμένη, πριν αρχίσει να σφαδάζει στον πόνο, άμοιρη και αυτή.

«Ανδρομάχη;», φώναξε ανήσυχη η ανδρική φωνή, «Είσαι καλά;», τη ρώτησε και τύλιξε τα χέρια του γύρω από το μικροκαμωμένο της σώμα. Μόνο η κοιλιά της προεξείχε. Κυοφορούσε.

«Σπάσαν τα νερά!», αναφώνησε η γυναίκα και ξέσπασε σε κλάματα πόνου.



Η μικρή Χρυσηίδα έσφιξε το χέρι της μητέρας της.

Η υπαίθρια αγορά του Φόντλαν δεν έπαυε να αναβλύζει με ζωντάνια. Σαν ένας ζωντανός οργανισμός, ανάσαινε και εισέπνεε πολύτιμο οξυγόνο. Όποιος περπατούσε στο παζάρι, ανάμεσα σε πλανόδιους πωλητές, κατοίκους, χορευτές, μουσικούς, η αναπνοή του συγχρονιζόταν με του διπλανού του. Όλοι ήταν μία ανάσα, μία μορφή. Μετάξια λίκνιζαν τα κορμιά τους, απολαμβάνοντας τα αισθησιακά αγγίγματα του θερμού αέρα. Τα ευωδιαστά μπαχάρια γέμιζαν την ατμόσφαιρα, αλλά και τις αισθήσεις των περαστικών.

Λίγο πιο δίπλα από έναν πάγκο με ψάθινα καλάθια, ένας από τους Σοφούς στεκόταν πάνω σε ένα σταθερό καφάσι. Το κεφάλι του ήταν γυμνό, μα γυάλιζε κάτω από τις ακτίνες του ήλιου, λουσμένο στον ιδρώτα. Το πρόσωπό του ήταν ζαρωμένο, μα μία σπίθα έκαιγε μέσα στα κατάμαυρα μάτια του. Κρατούσε μία βέργα σε ταλαιπωρημένα χέρια. Η επιδερμίδα του ήταν ηλιοκαμένη.

«Και σεις, πιστοί, νομίζετε ότι εξαλείψατε όλα τα πάνδεινα! Πού είναι τώρα οι ιερείς σας να σας κηρύξουν ότι το Χάος είναι υπαίτιο όλων των καταστροφών; Τώρα που ο πόλεμ- », ο Σοφός δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα λόγια του. Η αγορά, που μέχρι εκείνη την ώρα κινούταν αρμονικά και με ρευστότητα, γέμισε με κοφτές κραυγές, ανάσες και διαμαρτυρίες. Τρόμος και πανικός.

Ο φύλακας που είχε μαχαιρώσει το σοφό γέροντα, έβγαλε το μαχαίρι από τη σάρκα και τον άφησε να σωριαστεί στο κατάξερο έδαφος. Αίμα άρχισε να το ποτίζει και μία λίμνη δεν άργησε να σχηματιστεί γύρω από το άψυχο σώμα.

Η Χρυσηίδα τα' χε δει όλα.

Δεν αντέδρασε. Έσφιξε πιο δυνατά το χέρι της μητέρας της και κρύφτηκε πίσω από τα πόδια της. Μία αναγούλα διαπέρασε το μικροσκοπικό σωματάκι της, μα το κράτησε.

Μόνο όταν έφτασαν σπίτι, τόλμησε να ρωτήσει.

«Μητέρα, γιατί ο κόσμος μισεί το Χάος;»

Η μητέρα της γονάτισε μπροστά της και κουλούριασε τις παλάμες της γύρω από το προσωπάκι της μικρής. Την κοίταξε με έκφραση πονεμένη, ανήσυχη. Κοίταξε μία δεξιά κι αριστερά, λες και κάποιος θα τους άκουγε μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.

«Μονάκριβή μου, Χρυσηίδα μου, ηλιαχτίδα μου. Σε παρακαλώ, μην το ξανά αναφέρεις αυτό!», την ικέτευσε η γυναίκα. Τα χέρια της έτρεμαν πάνω στο πρόσωπο του νεαρού κοριτσιού.

«Δεν καταλαβαίνω.», ψέλλισε η μικρή. Η γυναίκα πήρε το κορίτσι σε μία ζεστή αγκαλιά. Πήρε μία, δύο ανάσες.

«Αυτό που θα σου πω, θα μείνει μεταξύ μας. Το μόνο που μπορώ να σου πω, μικρή μου, είναι ότι απλά είναι παρεξηγημένο.»

«Ε-εκείνος ο γέροντας είπε ότι το κατηγορούν για όλα τα δεινά του κόσμου.»

Η μητέρα χάιδεψε τα σκουρόχρωμα μαλλιά της κόρη της και έπειτα κράτησε ανάμεσα σε δυο δάχτυλα μία χούφτα και την τύλιξε γύρω τους.

«Ναι, όντως αυτό πιστεύουν όλοι οι πιστοί. Έλα κάθισε εδώ μαζί μου, θα σου αφηγηθώ μία ιστορία.

«Κάποτε, ο μεγαλοδύναμος Χρόνος απέκτησε ένα γιο. Οι θνητοί γιόρταζαν με γλέντια, δοξασίες και θυσίες τον ερχομό του! Στα μάτια τους, ήταν ένας σωτήρας, ένα θείο δώρο. Μα δε ξέρουμε τι έγινε στους ουρανούς. Μετά από χρόνια και ενώ όλοι μας λατρεύαμε το Χάος, η ανθρωπότητα άρχισε να πλήττεται από καταστροφές! Ω, Χρυσηίδα, ήταν απλά Τάρταρα επί Γης. Αρρώστιες, πόλεμοι, σεισμοί, φωτιές! Οι πιστοί κατηγόρησαν το γιο του Χρόνου. Πριν από τη γέννησή του δεν υπήρχαν όλα αυτά! Τουλάχιστον, δεν υπήρχαν σε τόσο έντονο βαθμό. Έτσι, πιστοί και ιερείς, τον φυλάκισαν, ελπίζοντας για ένα καλύτερο μέλλον. Χρυσηίδα, το πλάνο πέτυχε! Όλα αυτά τα δεινά σταμάτησαν.», η γυναίκα έκανε παύση για να πιάσει την ανάσα της.

«Μα, μητέρα, κάνεις λάθος! Όλα αυτά υπάρχουν ακόμα.», διαμαρτυρήθηκε η μικρή. Είχε θυμώσει με την αδικία αυτής της ιστορίας.

«Έχεις δίκιο, κόρη μου. Όλα τα δεινά δε χάθηκαν για πάντα.»

«Δε νιώθεις ένοχη, μαμά; Μπορεί να φυλακίσαμε κάποιον αθώο!»

Η μητέρα της μόνο την κοίταξε με έκφραση γεμάτη πόνο. Απάντηση δεν έδωσε ποτέ.





Ο Διομήδης ήξερε ότι βρισκόταν στο βασίλειο των ονείρων, μα, εκείνη τη στιγμή, το ξέχασε.

Τα γυμνά του πόδια ήταν βουτηγμένα σε ζεστή άμμο, όχι καυτή, όπως συνήθως είναι της ερήμου. Η όαση που επεκτεινόταν εμπρός του έμοιαζε σαν ουτοπία. Πανύψηλες χουρμαδιές, με καταπράσινα φύλλα, έφταναν σχεδόν τα καταγάλανα ουράνια. Στο επίκεντρο όλων, μία κρυστάλλινη λίμνη.

Μισοκλείνοντας τα μάτια του, κοίταξε εμπρός του αρκετά μέτρα μακριά, μπροστά από τις όχθες της λίμνης. Διέκρινε μία μορφή, ακαθόριστη, κάτι σαν καπνός και ομίχλη. Προσπάθησε να δει πέρα από το μιράζ της ερήμου, αλλά δεν τα κατάφερε. Περιέργεια τον έκανε να πλησιάσει με αργά, μα σταθερά βήματα.

Οι παιχνιδιάρικες ακτίνες του Ήλιου βρήκαν το πρόσωπό του παιδική χαρά και άρχισαν να παίζουν πάνω του. Τις ένιωθε που χαχάνιζαν και λίκνιζαν το κορμί τους στο ρυθμό μίας μουσικής που εκείνος δεν μπορούσε να ακούσει. Το άγγιγμά τους ένιωθε σα χάδι του ακριβότερου μεταξωτού υφάσματος. Ήταν ήπιες, δεν τον έκαιγαν.

Η μορφή σιγά σιγά άρχισε να εξαφανίζεται και ο Διομήδης έφτασε στις όχθες τις λίμνης. Κοίταξε την αντανάκλασή του στα κρυστάλλινα και καταγάλανα νερά. Ήταν ο ίδιος Διομήδης που ήταν πάντα. Μακριά καστανόξανθα μαλλιά, γαλανά μάτια, επιδερμίδα βαμμένη σε ζεστούς τόνους από τον ήλιο. Κάτι μέσα του τον παρακίνησε να απλώσει το χέρι του. Ήθελε να αγγίξει την αντανάκλασή του, να αγγίξει το κρυστάλλινο νερό. Έτσι, το άπλωσε το χέρι του και πλησίασε. Γονάτισε και πάνω στη θερμή άμμο.

Μία δύναμη τον χτύπησε από πίσω και εκείνος, χάνοντας την ισορροπία του, έκανε βουτιά στα γαλήνια νερά. Άρχισε να φωνάζει βουβά υποβρύχια. Το νερό μετατράπηκε σε καυτή λάβα και άρχισε να καίει τη σάρκα του. Τσουρουφλιστή λάβα άρχισε να γεμίζει τους πνεύμονές του και να τον αγκαλιάζει. Καιγόταν από μέσα προς τα έξω. Δε μπορούσε να φωνάξει. Ένιωθε τη σάρκα του να λιώνει, τη λάβα να ακουμπάει τα κόκκαλα και τα σωθικά του και να τα πυρπολεί. Ο πόνος. Δεν ήταν πόνος αυτό, αλλά αγωνιώδης μάχη. Αυτό που προσευχόταν ήταν απλά να πεθάνει. Ας πεθάνει επιτέλους, να ησυχάσει από αυτό το μαρτύριο.

Ξαφνικά, χέρια πιάστηκαν γύρω από τη καιγόμενη σάρκα του Διομήδη. Δεν ήξερε πώς τα ένιωθε, ούτε πώς ήταν ζωντανός. Το μόνο που ήξερε, είναι ότι καιγόταν μέσα σε μία πύρινη κόλαση. Τα χέρια τυλίχτηκαν γύρω από ό,τι απέμεινε από το σώμα του και τον τράβηξαν πάνω. Έπειτα, ένιωσε να τον ξαπλώνουν πάνω σε υγρή άμμο. Σφάδαζε από τον πόνο και η υγρασία δεν προσέφερε ανακούφιση. Πέθαινε. Προσπάθησε να ξεκολλήσει τα βλέφαρά του.

«Διομήδη.», τον παρακάλεσε μία φωνή, «Σε παρακαλώ Διομήδη ξύπνα.», τον ικέτευσε. Κάτι άρχισε να τον ταρακουνάει.

«Διομήδη!», η φωνή ακούστηκε πιο δυνατά. Πάλεψε να ξεκολλήσει τα βλέφαρά του. Τα κατάφερε.

«Διομήδη!», φώναξε για ακόμα μία φορά η φωνή, του ακουγόταν γνώριμη. Δεν ερχόταν από το άτομο που καθόταν εμπρός του. Ένας άνδρας. Το μόνο που πρόσεξε ο Διομήδης ήταν σμαραγδένια μάτια πριν επανέλθει στην πραγματικότητα με ένα αναπήδημα.

«Διομήδη.», ψέλλισε η Μάγια που τον κοιτούσε με ανήσυχη έκφραση. Το μέτωπό της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, «Επιτέλους ξύπνησες.», τα μάτια της ήταν βουρκωμένα.

Ο Διομήδης ανάσαινε με ταχείς ρυθμούς, η καρδιά του σφυροκοπούσε.

«Τι έγινε;», ρώτησε αποσυντονισμένος.

Η Μάγια άφησε ένα αναφιλητό και έδειξε προς το παράθυρο.

Ο Διομήδης κοκκάλωσε. Το Φόντλαν χόρευε αγκαλιά με τις φλόγες. Ο καπνός μαύριζε τον ουρανό, σαν κακός οιωνός.

«Μάζεψε τα πράγματα μας. Θα πάμε πίσω στο ναό του Χάους. Θα είμαστε ασφαλείς εκεί.», είπε και την ακολούθησε με τα μάτια του.

Ασυνείδητα άρχισε να ξύνει το δέρμα του. Μία ανατριχίλα ηλέκτρισε όλη την έκταση του κορμιού του. Μπορούσε ακόμα να νιώσει τη λάβα να γλείφει το δέρμα του και να λιώνει τη σάρκα του. Ξανακοίταξε έξω από το παράθυρο τις πορτοκαλί φλόγες και ξεροκατάπιε. Ένιωθε ότι πλέον ήξερε πώς είναι να είσαι θύμα τους.

Κούνησε το κεφάλι του και επιχείρησε να σηκωθεί. Μία ζαλάδα τον χτύπησε και παραπάτησε.

«Διομήδη! Είσαι καλά; Φαίνεσαι χλωμός.»

«Ναι, μην ανησυχείς. Απλά, ας φύγουμε από εδώ όσο πιο γρήγορα μπορούμε.»

Ποιανού ήταν εκείνα τα πράσινα μάτια;

≻───── ⋆✩⋆ ─────≺

Στα media μπορείτε να ακούσετε ένα από τα τραγούδια που με ενέπνευσαν για να γράψω αυτό το κεφάλαιο. Έχω αρχίσει να λατρεύω αυτό το είδος μουσικής. Ελπίζω να το απολαύσετε και εσείς!

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα πολύ να ευχαριστήσω την pyroxanthi για τη συμμετοχή της στο μίνι πρότζεκτ (το εξώφυλλο στην αρχή του κεφαλαίου είναι ένα από αυτά που μου έφτιαξε), αλλά και τη Darknnesangel για τον σελιδοδείκτη που έφτιαξε (θα τον επισυνάψω παρακάτω).

Μπορείτε να με βρείτε στο instagram (weebnextdoor.wp)! Εκεί έχω ανεβάσει moodboard (σε highlight)! Είμαι πολύ ενεργή εκεί!

Ελπίζω να είστε καλά! Μείνετε ασφαλείς με όλα αυτά που γίνονται στη χώρα, με τις πυρκαγιές. Σπάει η καρδιά μου.

Σας αγαπώ!

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro