Κεφάλαιο 5ο - Σπείρες και Γραμμές
Κεφάλαιο 5ο - Σπείρες και Γραμμές
"Ο Χρόνος είναι μία οφθαλμαπάτη." - Αϊνστάιν
≻───── ⋆✩⋆ ─────≺
Ο Διομήδης επανήλθε στην πραγματικότητα με μία σιωπηρή κραυγή. Ένας κραυγαλέος πόνος διαπέρασε το κρανίο του. Η όρασή του ήταν θολή και τα τύμπανά του βούιζαν έναν διαπεραστικό ήχο, σα φίδια στη σφαγή. Πίσω από το βουητό, διέκρινε ένα μελωδικό μουρμούρισμα. Όχι σαν εκείνα τα μουρμουρητά που σε γαληνεύουν, αλλά σαν εκείνα που σε φέρνουν χάμω στα γόνατά σου και σε γεμίζουν φόβο, δέος, ίσως και θαυμασμό για το θείο.
Πετάρισε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του.
Βρισκόταν ξαπλωμένος στην κύρια αίθουσα ενός ναού. Κίονες μαρμάρινοι, μα κιτρινισμένοι από το χρόνο, βρίσκονταν στην περίμετρο της αίθουσας. Όλα τα άλλα ήταν φτιαγμένα από κιτρινισμένη πέτρα, το σκληρό έδαφος που καταπονούσε το σώμα του, οι τοίχοι, μέχρι και η οροφή.
Μπροστά του στεκόταν μία γυναικεία μορφή, επιβλητική και ασπροφορεμένη. Τα πόδια της ήταν γυμνά, ο χιτώνας της έφτανε έως τους αστραγάλους της, ο ποδόγυρός του ήταν στολισμένος με κόκκινα κεντήματα. Το γυμνό της δέρμα ήταν χρωματισμένο σε ζεστούς τόνους, μα αραδιασμένο με κοκκινισμένες ουλές, άλλες ίσιες σαν γραμμές, άλλες σπειροειδείς. Το θέαμα ανατρίχιασε τον Διομήδη ως το κόκκαλο. Τα μάτια της ιέρειας ήταν κλειστά και τα μαλλιά της, σκούρα σαν την πίσσα, ήταν πιασμένα σε μία περίπλοκη πλεξούδα.
Μία μελωδική ψαλμωδία ξέφευγε από τα ξερά και λεπτά της χείλη.
Ο Διομήδης επιχείρησε να σηκώσει το καταπονημένο του κορμί. Τα κόκκαλά του και οι αρθρώσεις του παραπονέθηκαν, μα εκείνος επέμεινε και ανακάθισε στο πέτρινο πάτωμα.
«Διομήδη.», μία γνώριμη φωνή ήχησε στην αίθουσα, κάνοντας την γυναικεία μορφή να σταματήσει το ψαλμό της. Μόνο τότε πρόσεξε και εκείνος τη Μάγια γονατισμένη μπροστά στην ιέρεια και το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του.
Ο Διομήδης πήγε να μιλήσει, αλλά ο λαιμός του ένιωθε κατάξερος.
«Διομήδη, έχουν περάσει ώρες. Επιτέλους, ξύπνησες.», συνέχισε η Μάγια πλησιάζοντάς τον και στη συνέχεια γονατίζοντας μπροστά του. Κουκούλιασε τις δυο παλάμες της στο ιδρωμένο του πρόσωπο και τον κοίταξε με ανησυχία.
«Πού βρισκόμαστε;», ρώτησε βραχνά.
Τα μάτια της Μάγιας γούρλωσαν και σηκώθηκε στα πόδια της.
«Είμαστε λίγο πιο έξω από το Φόντλαν. Δεν γνωρίζω σε ποιον ναό. Η Ιέρεια Εστία μάς βρήκε μόλις έχασες τις αισθήσεις σου και μας έφερε εδώ. Πριν προλάβει να μας πάρει είδηση κάποιος.», πρόσθεσε με δισταγμό στο τέλος.
Ο Διομήδης αντίκρισε την ιέρεια και μία ανατριχίλα ηλέκτρισε το σώμα με το θέαμα. Δύο μάτια τον παρατηρούσαν, δίχως ίριδα, μόνo η κόρη τον κοίταζε επίμονα, σαν μία τρύπα που οδηγεί στην άβυσσο.
«Τι εννοείς πριν μας αντιληφθεί κανείς;», ρώτησε εκείνος, βρίσκοντας σιγά σιγά τη φωνή του.
Η Μάγια έμεινε σιωπηλή.
Η Ιέρεια έκανε ένα βήμα προς εκείνον. Ο Διομήδης σηκώθηκε όρθιος και την αντίκρισε.
«Δε γνωρίζεις τη μοίρα σου.», δήλωσε η Ιέρεια.
«Ποιος θνητός τη γνωρίζει ποτέ;»
«Δεν έχουν όλοι οι θνητοί εύνοια θεών.»
«Τι εννοείς;», ο Διομήδης ανατρίχιασε ακόμα μία φορά βλέποντας την έκφραση που είχε αποκτήσει η ιέρεια, με ένα μειδίαμα να απλώνει τα χείλη της σε μία λεπτή γραμμή. Τα ανέκφραστα, κάτασπρα μάτια της τον κοιτούσαν διαπεραστικά, λες και ο Διομήδης δεν είχε φυσική μορφή, ήταν αόρατος και εκείνη κοιτούσε μέσα του.
«Μάγια, δώσε στο Διομήδη το δισκοπότηρο που είχατε μαζί σας.», πρόσταξε η Εστία ευγενικά τη νεαρή γυναίκα, η οποία παρακολουθούσε με τρόμο και θαυμασμό τη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά της. Ο Διομήδης την παρατήρησε που ξεροκατάπιε, πριν βγάλει το δισκοπότηρο από το σακί. Δεν είχε παρατηρήσει εκείνος ότι το είχε στα χέρια της όλη αυτή την ώρα.
Ο νεαρός έπιασε το δισκοπότηρο, αλλά όχι για πολύ. Μία κραυγή ξέφυγε άθελά του από τα χείλη του και το δισκοπότηρο έπεσε με έναν δυνατό γδούπο στο πέτρινο πάτωμα. Τον είχε κάψει! Ο Διομήδης κοίταξε έντρομος το χέρι του, το οποίο είχε ήδη κοκκινίσει με καμένο δέρμα.
«Εσύ το έκανες αυτό;», κατηγόρησε την ιέρεια. Για ακόμα μία φορά, εκείνη απάντησε στην ερώτηση με ακόμα μία ερώτηση.
«Ξέρεις σε ποιον ναό βρίσκεσαι, Διομήδη;»
Εκείνος πήρε μία βαθιά ανάσα, για να διώξει την οργή που είχε εισχωρήσει στις φλέβες του. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του να μην είναι ψύχραιμος.
«Όχι.», απάντησε μονότονα, μέσα από τα δόντια του.
«Φυσικά δε ξέρεις.», ψέλλισε εκείνη, «Βρίσκεσαι στο ναό του Χάους!», δήλωσε εκείνη με δυνατή φωνή, απλώνοντας τα χέρια της, «Ό,τι απέμεινε από αυτόν, τουλάχιστον.»
«Τι έχει να κάνει αυτό με εμένα;», ο Διομήδης είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του.
«Χρόνια πριν, οι θνητοί έκαψαν τούτο το ναό. Φοβόντουσαν το χάος. Το κατηγορούσαν για όλα τους τα δεινά. Μαζί με το ναό, φυλάκισαν και εκείνον.», κάτι διαπέρασα το βλέμμα της ενώ έλεγε τις τελευταίες λέξεις και έκανε τον νεαρό άνδρα να αναρωτηθεί πού ξεκινούσε η αλήθεια και πού το ψέμα, «Ο αναίσθητος κατάχαμα στη γιορτή του χάους, εκείνος θα ήταν ο απελευθερωτής του. Αυτή είναι η προφητεία που έχουν οι θνητοί. Καταλαβαίνεις, Διομήδη, τι θα γινόταν αν σε άφηνα εκεί.»
Η Μάγια κοίταξε το Διομήδη ανήσυχη. Κάτι στα καφετιά της μάτια φώναζε κίνδυνο.
«Ιέρεια Εστία, σε ευχαριστούμε για όλα όσα έκανες.», μίλησε η Μάγια, σκύβοντας το κεφάλι της σε ένδειξη σεβασμού, «Αλλά φοβάμαι πως είναι αργά και πρέπει να επιστρέφουμε στο πανδοχείο.»
«Δε χρειάζεται να με φοβάστε, τέκνα μου. Δεν έχω λόγο να σας πω τίποτα άλλο πέρα από την αλήθεια. Αυτή πήγα να φανερώσω, μιας και ο Διομήδης την αναζητεί. Σε περιμένω αύριο πουρνό, αν θες να τη μάθεις όλη.»
Με αυτά τα λόγια, η ιέρεια γύρισε προς το βωμό στο κέντρο του ναού και συνέχισε εκείνη την ανατριχιαστική και ανησυχητική ψαλμωδία. Γέμισε την αίθουσα με τη μελωδία και το μουρμουρητό της και ο Διομήδης ένιωσε να πνίγεται. Άρπαξε το χέρι της Μάγιας μέσα στο δικό του και τους οδήγησε έξω από το ναό. Πριν πατήσουν πόδι έξω, η Εστία διέκοψε στιγμιαία την ψαλμωδία της για να πει κάτι. Κανείς από τους δυο δεν την άκουσε καθαρά.
Οι δυο τους βρήκαν μόνοι το δρόμο της επιστροφής, αμίλητοι. Στο πανδοχείο η Μάγια άλειψε το χέρι του Διομήδη με το φυτικό φάρμακο που της έδωσε η γυναίκα στην υποδοχή του πανδοχείου- η Μαρία, όπως έμαθαν ότι την λένε- και στη συνέχεια το τύλιξε σε λευκό πανί.
Ο Διομήδης κοίταζε επίμονα την προβληματισμένη έκφραση της νεαρής γυναίκας, της αδελφικής του φίλης ή της αδερφής του, θα έλεγε καλύτερα. Ήθελε να μιλήσει, αλλά λαλιά δεν έβγαινε από το στόμα του. Δεν ήξερε τι να πει. Ένα βάρος πίεζε το στέρνο του, τη ψυχή του, ένα μπερδεμένο κουβάρι από σκέψεις χόρευε στο μυαλό του. Πίσω από τα κλειστά μάτια του, κάθε φορά που τα ανοιγόκλεινε, έβλεπε τα κάτασπρα μάτια της ιέρειας και τις περίεργες κοκκινισμένες ουλές που στόλιζαν το σκουρόχρωμο δέρμα της. Οι τρίχες στο δικό του δέρμα ήταν ανασηκωμένες μονίμως εκείνη τη βραδιά.
Όταν ξάπλωσαν κι οι δυο στα κρεβάτια τους και το σκοτάδι απλώθηκε στη μικρή κάμαρη, μόνο τότε αποφάσισε η Μάγια να μιλήσει, να αφήσει μία ερώτηση ρητορική.
«Διομήδη, μα γιατί εσένα;»
«Πού τριγυρνάς με το δισκοπότηρο;»
Η Ανδρομάχη κοκκάλωσε έντρομη και κουλούριασε τα χέρια της πιο σφιχτά στο αντικείμενο, κρύβοντάς το στο στέρνο της. Έπειτα χαλάρωσε όταν η αδερφή Εστία κοντοστάθηκε εμπρός της.
«Αδερφή Εστία. Εσύ ξέρεις καλύτερα από όλους τι σχεδιάζουν οι ιερείς.», απάντησε ψιθυριστά και λαχανιασμένα, παίρνοντας βαθιές ανάσες ενδιάμεσα. Το στέρνο της ανεβοκατέβαινε μανιωδώς. Δεν ήταν ότι έτρεχε πριν την συνάντησή της με την ιέρεια. Ήταν η αγωνία που είχε καταλάβει κάθε εκατοστό του κορμιού της.
Οι κόρες των ματιών της Εστίας την κοιτούσαν με έναν άψυχο και ανέκφραστο τρόπο.
«Το παιδί σου πού είναι;», την ρώτησε, αγνοώντας την προηγούμενη απάντησή της. Ήταν κάτι που έκανε συχνά η ιέρεια. Ρωτούσε. Δεν ήταν περιέργεια, όχι. Σα να ήξερε περισσότερα από όσα έλεγε. Η Ανδρομάχη ξεροκατάπιε και έσφιξε τα χέρια της ασυναίσθητα. Η αναφορά του Διομήδη την τρομοκράτησε. Ήθελε το παιδί της σώο, έξω από αυτόν τον κυκεώνα από προφητείες, κατάρες και χάος που είχαν προκαλέσει τόσο οι πιστοί, αλλά τόσο και οι ίδιοι οι ιερείς.
«Με τον Πολυδεύκη, σώος στο σπίτι. Γιατί ρωτάς, αδερφή;», ρώτησε και κοίταξε τριγύρω της. Αν έπεφταν λάθος λόγια σε αυτιά λάθος ατόμων.
Η έκφραση της Εστίας συνοφρυώθηκε.
«Ας είναι.», μουρμούρησε και με μία υπόκλιση του κεφαλιού της απομακρύνθηκε από αυτή. Η Ανδρομάχη έκανε να την φωνάξει, να ρωτήσει τι εννοούσε μα η φωνή δεν έβγαινε. Ξεροκατάπιε και συνέχισε το γρήγορο βάδην στο λαβύρινθο από διαδρόμους του ναού. Ήταν ένα κυνηγητό με το ανύπαρκτο. Ένα κυνηγητό με τον Χρόνο. Έστω και το έκρυβε το καταραμένο το δισκοπότηρο.
Μα δεν ήξερε κανείς για το Χάος; Δεν είχε διαβάσει κανείς αρχαίες περγαμηνές και επιγραφές στους τοίχους των σπηλαίων; Το Χάος, που χάριν σε αυτό ζει το σύμπαν σε χρόνο γραμμικό και όχι σπειροειδής ή κυκλικό; Το Χάος που χωρίς αυτό η τάξη αποτελεί ανύπαρκτη.
Δεν ευθύνεται το Χάος για την κακία που κρύβει η άπληστη ανθρωπότης. Όχι, ούτε καν η ίδια η Μοίρα δεν ευθύνεται για αυτό. Η θεότητα εκείνη, το μόνο που κάνει είναι να χρησιμοποιεί επιθυμίες και να πλάθει με αυτές το μέλλον. Πότε θα μάθουν οι θνητοί να σταματήσουν να επιρρίπτουν ευθύνες σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τον ίδιον τους το εαυτό;
Η καρδιά της Ανδρομάχης σπάραζε, μα συνέχισε να περιφέρεται σαν χαμένο πνεύμα στους μυριάδες διαδρόμους. Θα πήγαινε στις κατακόμβες και θα τό' κρυβε εκεί το δισκοπότηρο. Ήδη οι σκέψεις των επιγραφών πάνω στο αντικείμενο τής τσουρούφλιζαν το στέρνο, εκεί που την ακουμπούσε.
Ένας διαπεραστικός πόνος χτύπησε το κρανίο της ξαφνικά και όλα μαύρισαν. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν το γδούπο από το δισκοπότηρο που σωριάστηκε στο πέτρινο πάτωμα και το τελευταίο πράγμα που είδε ήταν την υποτιμητική έκφραση του Πολυδεύκη ενώ την κοιτούσε.
≻───── ⋆✩⋆ ─────≺
Η κυρία Εστία δε μας τα λέει καλά μου φαίνεται! Έχει όντως μία μυστήρια αύρα, αλλά νομίζω είναι και λίγο kween-άρα.
Μα ναι! Πέρασαν μήνες, μα φυσικά και επανήλθα! Δεν μπορούσα να αφήσω τον αγαπημένο μου Διομήδη και τη Μάγια μα και το Χάος. Εκτός από υποχρεώσεις, ομολογουμένως, δεν είχα και έμπνευση. Αλλά πιστεύω αυτό το διάλειμμα βοήθησε αρκετά στο να έρθουν νέες ιδέες! Βέβαια, δε δένω τίποτα κόμπο. Ελπίζω ο αγαπημένος μου Διομήδης να με βοηθήσει και στα επόμενα κεφάλαια!
Με αυτά και με εκείνα σύντομα θα πάρω το πτυχίο μου και θα ορκιστώ!
Εσείς τι κάνετε;! Ελπίζω να μου είστε καλά και αν περνάτε δύσκολα, ας είναι περαστικά!
Until next time!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro