Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 2ο - Ερίφυλη

Κεφάλαιο 2ο - Ερίφυλη 

Το χάος, είναι νόμος της φύσης· Η τάξη, είναι όνειρο του ανθρώπου. - Χένρι Άνταμς

≻───── ⋆✩⋆ ─────≺

Τα χνώτα της γυναίκας έβγαιναν με την μορφή μικρών σύννεφων. Τα χέρια της αγκάλιασαν ακόμα πιο σφιχτά το νεογνό που κρατούσε στα τρεμάμενα χέρια της. Σκέπασε το μικρό κεφάλι με το λευκό ύφασμα. Το μωρό δεν σώπαινε. Τα αναφιλητά του ήταν σαν σπασμένα γυαλιά που κάρφωναν την καρδιά της.

Ο νυχτερινός ουρανός άστραψε στιγμιαία και η νύχτα έγινε μέρα. Η γυναίκα έκλεισε τα αφτιά του μωρού, αλλά το μπουμπουνητό ήταν εκκωφαντικό. Σκούπισε τον ιδρώτα που έτρεχε στο μέτωπό της και συνέχισε να τρέχει, με το μωρό σφιχτά στην αγκαλιά της.

Το υγρό έδαφος γλιστρούσε κάτω από τα σανδάλια της, αλλά συνέχισε να τρέχει. Βρισκόταν σε έναν αγώνα μετ' εμποδίων, με τα εμπόδια να είναι οι ρίζες των δέντρων και τα σπασμένα κλαδιά. Ανάσαινε βαριά, οι πνεύμονές της μετά βίας γέμιζαν με οξυγόνο.

Έκανε ακόμα ένα άλμα και βρέθηκε σε ένα λασπωμένο μονοπάτι. Μία αναμμένη δάδα την χαιρετούσε από μακριά και η γυναίκα ξεφύσησε με ανακούφιση, πριν την πλησιάσει. Ένας μεσήλικας την περίμενε, με ένα ευγενικό χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη του. Αλλά το χαμόγελο δεν έφτανε τα μάτια του. Την κοίταξε με λύπη και δεν κατέβασε ποτέ το βλέμμα του στον όγκο που κρατούσε η γυναίκα κάτω από το λευκό σεντόνι.

«Ήξερες ότι θα βρίσκομαι εδώ.», μουρμούρισε η γυναίκα μέσα στις ανάσες της, ανακουφισμένη. Το μωρό μέσα στην αγκαλιά της είχε σωπάσει, μόνο μικρά κλαψουρίσματα έφευγαν πια από το στοματάκι του.

«Πρέπει να φεύγουμε, κράτα τις συζητήσεις για μετά.», πρόσταξε ο άνδρας. Φόρεσαν και οι δύο κουκούλες και η γυναίκα τον ακολούθησε. Την ανέβασε σε ένα κάρο, και ο ίδιος καβάλησε το άλογο.

«Πού με πας, Πολυδεύκη;», ρώτησε η γυναίκα.

«Σώπα, Ανδρομάχη. Είσαι ασφαλής τώρα.», την καθησύχασε ο άνδρας. Και η Ανδρομάχη δεν ρώτησε ξανά. Ήταν ασφαλής. Αυτή και ο γιός της.



Σφίγγοντας για ακόμα μια φορά το τσουβαλάκι στο στέρνο του, ο Διομήδης ακολούθησε τον ιερέα μακριά από εκείνον τον πετρόκτιστο φούρνο και μακριά από την μικρόσωμη μα θρασύτατη γυναίκα που δεν είχε λαλήσει ούτε συλλαβή. Ο νεαρός έριξε μια ματιά πίσω του, πριν περάσει την έξοδο του πέτρινου κτηρίου, μα η Μάγια έδειχνε απασχολημένη με τους άρτους της. Δεν έδωσε μεγάλη σημασία.

Περπάτησε δίπλα από τον ιερέα και έσπευσε να κρύψει τον εαυτό του με την κουκούλα του, όταν πλησίαζαν την υπαίθρια αγορά. Αν τον αναγνώριζε κανείς ως τον ληστή που αναστάτωσε τα πλήθη πουρνό πουρνό, ίσως θα έχανε τελικά την κεφάλα που κουβαλούσε στους ώμους του.

Ο Διοπείθης πήρε μια αριστερή στροφή και τον οδήγησε σε έναν ανηφορικό δρόμο, λιγότερο κεντρικό από αυτόν της αγοράς. Ο Διομήδης διαπίστωσε ότι ο γέρος δεν τον καθοδηγούσε στον ναό του. Και φυσικά, ποιος θα άφηνε ποτέ ένα καταραμένο τέχνεργο μέσα σε έναν ιερό και θαυματουργό χώρο λατρείας. Λίγα μέτρα πιο πέρα, και ο ιερέας τον οδήγησε σε ένα κτήριο, προφανώς η κατοικία του.

Ανέβηκαν σκάλες, πέρασαν από έναν μακρύ διάδρομο και τελικά έφτασαν σε ένα μικρό δωμάτιο. Βιβλιοθήκες με χειρόγραφα βιβλία, περγαμηνές και πάπυρους στέκονταν στην περίμετρο του δωματίου. Ένα ξύλινο τραπέζι βρισκόταν στην μέση του χώρου, περιτριγυρισμένο από καρέκλες φτιαγμένες από το ίδιο ξύλο.

Οι δύο άνδρες κάθισαν.

«Και γιατί με έφερες ως εδώ;», ρώτησε ο Διομήδης, ανασηκώνοντας ένα φρύδι.

Ο Διοπείθης χαμογέλασε σφιχτά, με στόμα κλειστό. Δεν έδειχνε ευχαριστημένος με τον περιπαιχτικό τόνο του νεαρού.

«Ο γέρος σου, ξέρει τι ανήθικα και επικίνδυνα πράγματα σκαρφίζεσαι;», ρώτησε ο ιερέας, πιάνοντας έναν άδειο πάπυρο από τα δεξιά του και μία πένα, την οποία βούτηξε στο μελάνι πρώτα. Ο Διομήδης γέλασε ειρωνικά, μα δεν απάντησε, «Δώσε μου το δισκοπότηρο.»

«Μετά από αυτά που πέρασα για να το αποκτήσω; Μην γελιέσαι, γέρο.», γρύλισε ο Διομήδης.

«Θα το πάρεις πίσω, σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν ζώον.»

Ο Διομήδης γέλασε ξανά, αυτή την φορά δεν ήταν ειρωνικό, και του παρέδωσε το τσουβαλάκι. Ο ιερέας κράτησε το δισκοπότηρο στα χέρια του και έπειτα άρχισε να γράφει και να γράφει.

«Ξέρεις, Διομήδη, πολύ λίγοι ήταν δυσαρεστημένοι με την νέα τάξη πραγμάτων.», μουρμούρισε ο γέρος, και ο Διομήδης έφτιαξε την στάση του σώματός του. Για μία στιγμή, αμελητέα, ένιωσε την καρδιά του να ακινητοποιείται, «Λίγοι επιθυμούν το χάος. Λίγοι συνειδητοποιούν ότι το χάος κινεί τα νήματα, θέτει σε κίνηση τα γρανάζια των ρολογιών. Tο χάος δεν είναι κακό, Διομήδη. Το χάος είναι ζωή, εξέλιξη. Κάτι που δεν υπάρχει πλέον.»

Ο άνδρας σταμάτησε να γράφει και έστρεψε ένα χαμόγελο προς τον Διομήδη, ο οποίος παρέμεινε βουβός. Ο νεαρός τον κοίταζε με δυσπιστία, περιμένοντας κάποια παγίδα. Ένας ιερέας της νέας θρησκείας, της θρησκείας που καταδίκαζε και δεν αναγνώριζε το χάος, του μιλούσε για αυτό σαν να ήταν κάτι πολύτιμο, ιερό, παρεξηγημένο.

«Δεν φοβάσαι την βλασφημία, γέρο;», δοκίμασε ο Διομήδης, και το χαμόγελο του ιερέα μεγάλωσε. Κοίταξε ξανά το δισκοπότηρο, πριν σημειώσει ξανά κάτι στον πάπυρο. Ο Διοπείθης δεν του απάντησε ποτέ, και ο Διομήδης δεν τόλμησε να ξαναρωτήσει. Το προσωπείο παρέμεινε άθικτο, η έκφρασή του διατήρησε την αδιαφορία. Μερικές φορές, του έπεφτε. Μάλλον, για αυτό χαμογέλασε πριν ο ιερέας. Ο Διομήδης έδειχνε τα πραγματικά του χρώματα.

Μετά από λίγη ώρα, απροσδιόριστη, ο ιερέας άφησε την πένα πάνω στο τραπέζι και κοίταξε τον πάπυρο σκεπτικός.

«Τέκνο μου, πες μου, τι σχεδιάζεις ακριβώς;»

Ο Διομήδης ανασήκωσε ένα φρύδι και σταύρωσε τα χέρια του στο στέρνο του.

«Γιατί να σου πω, Διοπείθη; Δεν προδίδεις τους προστάτες σου αν με βοηθήσεις;», έκανε μία παύση για να σκεφτεί, «Ξέρεις τι θέλω.», δήλωσε τελικά.

«Το δισκοπότηρο δεν θα σε βοηθήσει και πολύ, τέκνο μου. Και ούτε ο γέρο Πολυδεύκης. Εκτός αν θες να γυρίσεις πίσω σε αυτόν. Προτιμάς να καείς ή να χάσεις το κεφάλι σου; Και τα δύο πάντως, θα σου αφαιρέσουν την δυνατότητα να περάσεις στον άλλον κόσμο και να αναπαυθείς. Ο Άδης προτιμά τους νεκρούς του θαμμένους.»

Ο Διομήδης αναστέναξε ενοχλημένος με τον ειρωνικό τόνο του άνδρα.

Άραγε αν τον εμπιστευόταν, θα υπέγραφε συμβόλαιο με την καταδίκη; Μέσα στην απελπισία του, ο Διομήδης αποφάσισε να τον εμπιστευτεί.

«Θα απελευθερώσω το χάος.»

Ο Διοπείθης έγνεψε το κεφάλι του σκεπτικός και του παρέδωσε τον πάπυρο.

«Εδώ είναι η μετάφραση των επιγραφών πάνω στο δισκοπότηρο. Ο Άποφις βρίσκεται φυλακισμένος, αδρανοποιημένος. Από ό,τι καταλαβαίνω, βρίσκεται σε κόσμο που δεν είναι προσβάσιμος από την Γη.», ο άνδρας έκανε μια παύση και κοίταξε το δισκοπότηρο έντονα, «Ίσως να μπορέσουμε να κερδίσουμε την βοήθεια της Ερίφυλης.», μουρμούρισε με σιγανό τόνο ο Διοπείθης, πιο πολύ μιλούσε στον εαυτό του.

«Μα, δεν είμαι ταγμένος στην θρησκεία.»

«Δεν χρειάζεται να είσαι. Η χάρη Της είναι μεγάλη. Αν πιστεύεις στον σκοπό σου, θα σε βοηθήσει.»



Όταν ο Φοίβος αναπαύθηκε και το σκοτάδι έπνιξε την μικρή κωμόπολη, ο Διομήδης και ο ιερέας έκαναν την είσοδό τους στον ναό των δύο αδερφιών.

Υπήρχε κάτι δυσοίωνο στην σκοτεινή πλέον Βαλέντια. Ίσως το λουτρό των ηλιαχτίδων ήταν η κινητήριος δύναμη των κατοίκων, μία δύναμη χωρίς μεταβλητές. Μία δύναμη σταθερή, απομακρυσμένη από τα παράδοξα και το χάος. Οι κάτοικοι της Βαλέντια λάτρευαν την ρουτίνα και την σταθερότητα. Ίσως το σκοτάδι επέβαλε την τρέλα και την αβεβαιότητα.

Ο Διομήδης για μία στιγμή σταμάτησε τα βήματά του και κόλλησε το βλέμμα του στον βωμό που ξεπρόβαλλε στο κέντρο της κύριας αίθουσας λατρείας. Τα αγάλματα του Φοίβου και της Ερίφυλης τον κοιτούσαν με επικριτικό βλέμμα από το βάθος του χώρου. Εκείνη την στιγμή αναρωτήθηκε ο Διομήδης, πώς γίνεται ο ίδιος να κατέστρεψε την σταθερότητα και την ρουτίνα της κωμόπολης εκείνο το πρωί; Ήταν αδύνατον να έγινε λάθος στους υπολογισμούς των θεών; Ή τελικά ακόμα και η τάξη δημιουργεί χάος; Λειτουργεί τελικά το σύμπαν με ένα μοτίβο; Ή τελικά το χάος δημιουργείται από μόνο του, ακόμα και αν ο άνθρωπος το απαρνείται και το' χει φυλακίσει;

«Ακολούθα με, Διομήδη.», τον κάλεσε ο Διοπείθης, αγνοώντας την σκεπτική έκφραση που είχε σκεπάσει το πρόσωπο του νεαρού. Οι σκιές από τις φλόγες των αναμμένων κεριών έδειχναν τα συνοφρυωμένα χαρακτηριστικά του ακόμα πιο έντονα.

Τον οδήγησε μπρος στο ομοίωμα της θεάς της πίστης, Ερίφυλη. Ο Διομήδης έπεσε στα γόνατα και ο ιερέας αμέσως κάλυψε το κεφάλι του με το ιμάτιό του.

«Μην φοβάσαι.», ψιθύρισε ο ιερέας και έπειτα άρχισε να ψέλνει. Η μελωδική φωνή ήχησε στην μαρμάρινη αίθουσα. Οι λέξεις μπλέχτηκαν η μία με την άλλη και ο Διομήδης έσφιξε τα μάτια του κλειστά. Ένα ρίγος, μια ανατριχίλα τον διαπέρασε. Η καρδιά του αύξησε τον ρυθμό των χτύπων της. Παρόλα αυτά, ο Διομήδης έπεσε σε βαθύ ύπνο.

Όταν τα μάτια του άνοιξαν, ο Διομήδης βρήκε τον εαυτό του σε ένα απέραντο και καταπράσινο χωράφι. Τα πόδια του ήταν γυμνά και ένιωθαν το δροσερό και υγρό χώμα. Το καταπράσινο χορτάρι γαργαλούσε τα πόδια του. Ένας ελαφρύς λευκός χιτώνας έπεφτε πάνω του. Τα μάτια του κοίταξαν στον ορίζοντα. Ο ουρανός ήταν και αυτός λευκός και προς μεγάλη του έκπληξη δεν τον τύφλωνε διόλου.

Ένιωθε σαν να αιωρούνταν, μα συνάμα ήξερε ότι μπορεί να περπατήσει πάνω στο δροσερό έδαφος. Τα πόδια του έκαναν μερικά βήματα άθελά του. Το πράσινο εκτεινόταν όπου μπορούσε να φτάσει το μάτι.

Για πρώτη φορά, ο Διομήδης δεν ένιωθε τίποτα. Αυτό ίσως να ήταν η γαλήνη, η απόλυτη ηρεμία. H απουσία οποιουδήποτε συναισθήματος.

Σαν έκανε ακόμα ένα βήμα, μια εκτυφλωτική λάμψη εμφανίστηκε στον ουρανό. Τα μάτια του έκλεισαν αντανακλαστικά, αλλά όταν τα ξανά άνοιξε κατάλαβε ότι τα μάτια του δεν πονούσαν. Εκείνη την στιγμή ο νεαρός θυμήθηκε να ανησυχήσει. Πού βρισκόταν και πώς βρέθηκε εδώ; Προσπάθησε να θυμηθεί, αλλά υπήρχε μόνο κενό στο νου του.

Σε ένα χρόνο απροσδιόριστο, ίσως ήταν δευτερόλεπτα, λεπτά ή ώρες, η λάμψη πήρε μορφή μπροστά στα μάτια του, απροσδιόριστη και αυτή. Ίσως έμοιαζε με φλόγα ή γυναικεία φιγούρα. Ίσως έμοιαζε με πιθάρι ή με γυναικείες καμπύλες, σαγηνευτικές. Όποιο από αυτά και να ήταν, η λάμψη είχε μορφή και συνάμα δεν είχε.

«Διομήδη.», ήχησε μία φωνή ουδέτερη. Ούτε γυναικεία, ούτε ανδρική, «Ονομάζομαι Ερίφυλη, θεά της πίστης. Ή, τουλάχιστον, αυτό το όνομα μου έχει δώσει ο λαός σου.»

Ο Διομήδης έσκυψε το κεφάλι του, αλλά το σήκωσε αμέσως. Ο λόγος που βρισκόταν εδώ επανήλθε στην μνήμη του.

Η λάμψη τρεμόσβησε στην κίνηση αυτή, ίσως με οργή.

«Όσο βρίσκεσαι στο βασίλειό μου, απαιτώ σεβασμό.», απείλησε η θεά, «Ο σεβαστός μου ιερέας σε έστειλε εδώ. Ποιο είναι το αίτημα σου;», ρώτησε η θεά, αλλά ο Διομήδης υποψιαζόταν ότι ήξερε την απάντηση ήδη.

«Δεν σε εμπιστεύομαι.», δήλωσε ο Διομήδης με βραχνή φωνή. Σιγά σιγά, άρχιζε να νιώθει αποπνιχτικά. Η παρουσία του ήταν ξένη σε τούτο το βασίλειο. Ο ίδιος θα μπορούσε να αποκαλεστεί παράσιτο. Δεν ανήκε εδώ ένας θνητός. Γι' αυτό και το βασίλειο, σαν ζωντανός οργανισμός, προσπαθούσε να τον αποβάλει.

«Αυτό είναι αμοιβαίο, Διομήδη. Είσαι θνητός και απρόβλεπτος. Ένα από τα ελαττώματά σας ως θνητοί, ως άνθρωποι, είναι να δράτε με απερισκεψία, με βάση το συναίσθημα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν σε εμπιστεύομαι, θνητέ. Αλλά θα το κάνω, γιατί είσαι σημαντικό κομμάτι στο μακροπρόθεσμο θεϊκό σχέδιο.»

«Τι εννοείς;»

Η λάμψη γέλασε.

«Δεν έχεις ακούσει για τις προφητείες με το όνομά σου, Διομήδη;»

≻───── ⋆✩⋆ ─────≺

Η πλάγια γραφή αναφέρεται σε γεγονότα του παρελθόντος! 

Ήμουν και είμαι πολύ ενθουσιασμένη για αυτό το κεφάλαιο. Ήταν λίγο βασανιστικό να περιμένω μία εβδομάδα μέχρι να το ανεβάσω! Γενικά είμαι έτσι ανυπόμονη, αλλά κατάφερα να περιμένω έως σήμερα. 

Ποιες είναι οι σκέψεις σας και τι νομίζετε για την προφητεία στην οποία αναφέρθηκε η θεά;

Μην ξεχνάτε ότι μπορείτε πλέον να με βρείτε στο instagram: weebnextdoor.wp

Ευχαριστώ πολύ για όλα! დ

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro