3 | Νερέζα : κοντή, ΣΟΦΤ, πολυλογού
|Απόλλωνας|
Σε αντίθεση με τον Πέρσι, εγώ ήμουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος με αυτή τη μετακόμιση και ανυπομονούσα να έρθει η σημερινή ημέρα. Από τη στιγμή που μας το ανακοίνωσαν, δηλαδή πέντε μήνες νωρίτερα, ο αδερφός μου δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να με ενοχλεί διαρκώς, με το να παραπονιέται για το πόσο άδικο ήταν που θα αφήναμε πίσω μας τη Γαλλία για την άθλια Αμερική. Δεν μπορώ να τον αδικήσω όμως, καθώς ήταν αναγκασμένος να αποχωριστεί τους φίλους του και την υπέροχη μέχρι στιγμής ζωή του. Ενώ εγώ, τι είχα στη Λυόν που θα στεναχωριόμουν να αφήσω πίσω μου; Τίποτα απολύτως.
Ο αδερφός μου ήταν δημοφιλής στο σχολείο, είχε μια παρέα με καλούς φίλους και όλοι τον συμπαθούσαν. Εγώ ήμουν το εντελώς αντίθετο, όσο κι αν προσπαθούσα να φαίνομαι και να είμαι κανονικός για να σταματήσουν να με κοροϊδεύουν. Ό,τι κι αν έκανα, πάντα έβρισκαν κάτι για να με πειράξουν, πολλές φορές επινοούσαν ακόμα θεωρίες και τις διέδιδαν σε όλο το σχολείο, όχι ως φήμες, αλλά ως γεγονότα, αφού όλοι πίστευαν αυτά που έλεγαν. Εφτά αγόρια και τέσσερα κορίτσια ήταν αυτοί οι οποίοι το είχαν αρχίσει, ίσως επειδή ζήλευαν την παρέα του αδερφού μου, δηλαδή έτσι ήθελα να πιστεύω στην αρχή. Μετά κατάλαβα ότι απλώς είχαν κάτι μαζί μου, η παρουσία μου και μόνο τους εκνεύριζε. Όσο και να έμενα ξάγρυπνος τις νύχτες, όσο και να έσπαγα το κεφάλι μου προσπαθώντας να σκεφτώ, όσο και να ήθελα να σπάσω ό,τι βρω μπροστά μου από το θυμό, όσο και να έκλαιγα σαν μωρό όταν δεν ήταν κανείς κοντά να με δει, δεν μπορούσα να βρω το λόγο που μου έκαναν μπούλινγκ. Πάντοτε κατέληγα στο ότι ήμουν άχρηστος, χαζός, τιποτένιος, ηλίθιος, βρωμιάρης, όπως άλλωστε έλεγαν εκείνοι. Όμως ευτυχώς χωρίς να το καταλάβουν, τα αδέρφια μου έδιωχναν αυτές τις σκέψεις, με τα γέλια και τις φωνές τους, τις πλάκες και τα πειράγματά τους.
Σαν ο καιρός να ήξερε πώς ένιωθα, ο ουρανός ήταν γαλάζιος χωρίς σύννεφα, ταιριάζοντας με την ευχάριστη διάθεσή μου.
Ο ήλιος έπεφτε πάνω μου ενώ περπατούσα μόνος στο πεζοδρόμιο, σκεφτόμενος πώς θα ήταν η ζωή μου από δω και στο εξής. Μπορούσα να κάνω ένα καλό ξεκίνημα, αλλά θα χρειαζόμουν βοήθεια. Βοήθεια που λογικά θα αρνούμουν, παρ' όλο που ήξερα ότι ήθελα.
Κοιτώντας δεξιά κι αριστερά, παρατήρησα ότι τα σπίτια στη γειτονιά διέφεραν αρκετά το ένα από το άλλο, κατάφερναν όμως να δημιουργούν μια εικόνα αρμονική και όμορφη, σαν να φώναζαν ότι οι ένοικοί τους ήταν διαφορετικοί και αυτό ήταν κάτι παραπάνω από εντάξει.
Ακόμα και οι πλάκες του πεζοδρομίου ήταν διαφορετικές η μία από την άλλη, ήταν όμως τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο που να μην δημιουργούνται κενά, έτσι δε μου φάνηκε παράξενο που μια κοπέλα έκανε σκέιτ ανέμελα λίγα τετράγωνα παρακάτω. Βασικά οι σωστές λέξεις θα ήταν προσπαθεί να κάνει, γιατί όσο πλησίαζε προς το μέρος μου και μπορούσα να δω καλύτερα, παρατήρησα ότι πήγαινε αργά και κάθε λίγα δευτερόλεπτα ακουμπούσε το ένα της πόδι κάτω για να πάρει φόρα, ενώ παρ' όλο που κοιτούσε μπροστά για να βλέπει που πηγαίνει, το βλέμμα της επέστρεφε συνέχεια προς τα κάτω.
Απ' ότι φαίνεται αποφάσισε να δοκιμάσει να τσουλήσει χωρίς να ακουμπήσει κάποιο πόδι κάτω, γιατί πήρε φόρα και όταν κοίταξε μπροστά της χαμογέλασε που τα κατάφερε. Το χαμόγελό της γρήγορα αντικαταστάθηκε όμως από μια έκφραση τρόμου, και αμέσως κατάλαβα ότι κατευθυνόταν κατά πάνω μου με αυξανόμενη ταχύτητα, αλλά εγώ ήμουν τόσο αφοσιωμένος στο να την παρατηρώ που δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Τραβήχτηκα στην εσωτερική μεριά του πεζοδρομίου αναμένοντας το χτύπημα, όμως αυτό δεν ήρθε ποτέ. Αντίθετα, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άκουσα ένα επιφώνημα από πολύ κοντά μου και ανοίγοντας τα μάτια που πρέπει να έκλεισα ενστικτωδώς κοίταξα τριγύρω αναζητώντας το κορίτσι με το σκέιτ. Την εντόπισα ένα μέτρο πιο δίπλα, καθισμένη στο πεζοδρόμιο να τρίβει το ένα της πόδι με μια γκριμάτσα που φανέρωνε πόνο, ενώ το σκέιτ ήταν μπροστά της γυρισμένο ανάποδα και οι ρόδες του γύριζαν ακόμη. Πίσω της βρισκόταν μια κολόνα, στην οποία είχε λογικά κουτουλήσει.
Ήρθα κοντά της με ένα μεγάλο βήμα.
«Είσαι καλά;»
Γύρισε το κεφάλι της ψηλά για να με κοιτάξει. Μάλλον δεν με είχε δει, γιατί φάνηκε λίγο έκπληκτη που κάποιος ήταν κοντά όταν έπεσε.
«Ναι, ναι, μια χαρά.»
«Θες βοήθεια να σηκωθείς;» ρώτησα τείνοντας το χέρι μου.
Χωρίς να διστάσει το πήρε και μεμιάς βρέθηκε όρθια δίπλα μου. Η μόνη έκφραση που δεν περίμενα να πάρει ήταν να κατσουφιάσει κοιτάζοντάς με απογοητευμένη. Την κοίταξα ερωτηματικά και εκείνη έσπευσε να εξηγήσει.
«Περίμενα να είμαστε στο ίδιο ύψος περίπου αλλά ακόμα και τώρα που είμαι όρθια πρέπει να κοιτάω πιο ψηλά για να βλέπω το πρόσωπό σου. Αυτή η ζωή είναι πολύ άδικη τελικά, θα είμαι για πάντα η πιο κοντή.»
«Ε, δεν είσαι κοντή. Δηλαδή, εντάξει, είσαι, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, είναι πολύ ωραίο να είναι κανείς κοντός.» είπα, λίγο μπερδεμένος από τα λόγια της. Δε με ξέρει, οπότε γιατί να πει κάτι τέτοιο; Μοιάζει με κάτι που θα έλεγε κανείς σε κάποιον φίλο του.
«Μιλάς εσύ που είσαι ψηλός! Πόσο ύψος έχεις;» είπε και είδα ότι προσπαθούσε να κάνει μύτες για να με φτάσει.
«Ε, 1,81, αλλά- Κουτούλησες σε μια κολόνα, είσαι σίγουρη ότι είσαι καλά; Το πόδι σου δεν πονάει; Ή τίποτα άλλο;»
«Ναι, ναι καλέ, μια χαρά είμαι, μην ανησυχείς. 1,81; Τι είναι αυτό;» πριν προλάβω να απαντήσω, συνέχισε μόνη της «Αα, είσαι Ευρωπαίος! Είσαι Ευρωπαίος, έτσι; Από πού είσαι; Είσαι εδώ διακοπές; Πόσο να είναι άραγε αυτό σε πόδια; Θα το θυμάμαι να το ψάξω. Εγώ είμαι 5,2 πόδια όπως και να 'χει, θα ψάξω κι αυτό στο δικό σου μέτρο για να καταλάβεις.»
Τη διέκοψα πριν προλάβει να συνεχίσει.
«Ναι, είμαι από την Ευρώπη, από τη Γαλλία και δεν είμαι εδώ για διακοπές, μόλις μετακόμισα. Ωραία.»
«Μετακόμισες;! Στο Τσάρλεστον; Τι υπέροχο! Που μένεις; Και είσαι από τη Γαλλία-» είπε κουνώντας τα χέρια της καθώς μιλούσε.
Τη διέκοψα πάλι.
«Λίγο πιο κάτω μένω.»
Για λίγο έμεινε σιωπηλή, πράγμα περίεργο, γιατί φαίνεται να είναι πολύ ομιλητική όταν θέλει, τουλάχιστον αυτό μπόρεσα να συμπεράνω χωρίς να την ξέρω.
«Πώς σε λένε;» είπε.
«Απόλλωνα. Εσένα;» ρώτησα αν και κάτι μου έλεγε ότι δε χρειαζόταν να ρωτήσω για να μου πει.
«Νερέζα.» απάντησε χαμογελαστή.
«Μ' αρέσει το όνομά σου.» έσπευσε να συμπληρώσει.
«Ευχαριστώ.»
Περίμενα να πει κάτι άλλο και όταν δεν το έκανε, πήρα την πρωτοβουλία να μιλήσω εγώ, για να μη νομίζει ότι είμαι αντικοινωνικός και αυτή η πρώτη μου γνωριμία με οδηγήσει πάλι στο περιθώριο. Ας έκανα μια προσπάθεια, όπως έλεγε και η μαμά.
«Θέλεις να πάμε σε ένα γιατρό να δει το πόδι σου; Φαίνεται να έχει χτυπήσει.»
Πράγματι, στο σημείο το οποίο έτριβε νωρίτερα υπήρχε μια γρατζουνιά και είχε εμφανιστεί ένα κοκκινωπό χρώμα γύρω από αυτή. Πρέπει να πονούσε.
«Ξέχνα το.» είπε και κούνησε το χέρι της τελείως αδιάφορα, σαν να μην είχε γίνει ποτέ, «Θέλεις να έρθεις μαζί μου στο γήπεδο εδώ κοντά; Είναι για μπάσκετ κανονικά, αλλά έχουν βάλει και τέρματα και βάζουν και φιλέ, και βόλεϊ και τένις, βασικά μπορείς να παίξεις τα πάντα εκεί, όλα τα παιδιά μαζεύονται εκεί μετά το σχολείο, γυμνάσιο και λύκειο, δηλαδή όσοι ενδιαφέρονται για τον αθλητισμό, ή για τους αθλητές» είπε και σταμάτησε μόνη της για να γελάσει με το τελευταίο.
«Εσύ τι τάξη πας; Όχι, όχι, άσε με να μαντέψω. Παρ' όλο που είσαι ψηλός, φαίνεσαι για δευτέρα γυμνασίου περίπου, κάτι τέτοιο, γυμνάσιο τέλος πάντων.»
Με κοίταξε με μάτια που έλαμπαν, από ενθουσιασμό, από περιέργεια, δεν μπορούσα να καταλάβω, πάντως μου άρεσαν, δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να βγάζει τόση ζωντάνια από τα μάτια του, εκτός ίσως από το μπαμπά μου.
Περιττό να αναφέρω ότι όση ώρα μιλούσε προσπαθούσα να απαντήσω σε κάθε ερώτημα, όμως μάταια, αφού συνέχιζε να μιλάει και να απαντάει τις ερωτήσεις της.
«Θα πάω πρώτη λυκείου το Σεπτέμβριο.» είπα αντί για την τάξη που μόλις τελείωσα, ίσως ήταν καιρός να αφήσω πίσω τα παλιά.
Τα μάτια της γούρλωσαν και δε μπόρεσα να μην αφήσω να μου ξεφύγει ένα ελαφρύ γέλιο.
«Τελείωσες το γυμνάσιο; Ουάου, δε σου φαίνεται καθόλου! Μάντεψε για εμένα.» είπε.
Την κοίταξα σκεφτικός. Δεν ήθελα να κρίνω τους άλλους μόνο από την εμφάνιση και αυτό που έδειχναν, ενώ μπορεί να γινόμουν ρεζίλι αν έπεφτα πολύ έξω.
Έτσι αρκέστηκα σε ένα «Το ίδιο με εμένα.»
Αμέσως το χαμόγελό της μεγάλωσε τόσο που νόμιζα ότι θα έμενε έτσι για πάντα.
«Ναι! Ουάου, το βρήκες. Συνήθως με περνούν για μικρότερη. Τέλος πάντων, θέλεις να έρθεις στο γήπεδο;»
«Θα το ήθελα, αλλά πρέπει να γυρίσω σπίτι. Βγήκα μόνο για μια μικρή βόλτα.»
«Οκέι, τα λέμε τότε. Θα σε δω τριγύρω!» είπε και σήκωσε το σκέιτ για να το κρατήσει στο χέρι κάτω από τη μασχάλη της. Άρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει με γοργό βήμα.
Μπορεί να έκανε σαν να μην είχε πέσει, αλλά στο σκέιτ δεν ανέβαινε τώρα, σκέφτηκα και χαμογέλασα.
Ενώ ήμουν έτοιμος να γυρίσω σπίτι-ήταν περίεργο που το "σπίτι" θα ήταν πλέον σε ένα εντελώς ξένο μέρος πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη Λυόν-χτύπησε το κινητό μου και το έβγαλα από την τσέπη μου για να δω ότι ήταν η Αμαρυλλίς.
«Αμαρυλλίς;» είπα μόλις το σήκωσα.
«Απόλλωνα, γεια! Πού είσαι; Βασικά όχι, θέλεις να βρεθούμε σε ένα γήπεδο εδώ στη γειτονιά σε λίγο;» είπε γρήγορα, όπως έκανε πάντα η αδερφή μου.
«Γιατί, τι έγινε;»
«Τίποτα μωρέ, απλώς η θεία είπε ότι είναι ωραίο μέρος και σκέφτηκα ότι δε θα έχει πολύ κόσμο. Ρε, θα δουλέψω στο καφέ! Αυτό είναι ωραίο νομίζω, αλλά δε μπορώ να γυρίσω τώρα σπίτι και να αρχίσει να πετάει υπονοούμενα η μαμά ότι επιτέλους θα βγαίνω λίγο έξω και τα λοιπά, οπότε πάμε να κάτσουμε εκεί λίγο. Πάω τις μικρές σπίτι και έρχομαι, θες να σου πω πού μου είπε η θεία ότι είναι ή θα το βρεις στο google maps;»
Κοίταξα μπροστά μου για να βρω τη Νερέζα, όμως είχε ήδη απομακρυνθεί.
«Εντάξει, πού είναι;»
Άκουσα προσεκτικά τι μου είπε και έκλεισα το τηλέφωνο.
Άρχισα το περπάτημα προς τα εκεί που είχε πάει και η Νερέζα και ακολουθώντας τις σχετικά απλές οδηγίες της αδερφής μου έφτασα σε πέντε λεπτά στο γήπεδο. Ήταν πράγματι για μπάσκετ, όμως πρέπει να ήταν τόσο παλιό που οι γραμμές είχαν σχεδόν ξεφτίσει από τον ήλιο και τις τόσες φορές που είχαν παίξει κάτι σ' αυτό. Έτσι όπως το κοιτούσα, από την αριστερή πλευρά υπήρχαν κερκίδες, ενώ από τη δεξιά θάμνοι, μικρά δέντρα και φυτά.
Δεν είχε πολύ κόσμο και ήμουν ευγνώμων για αυτό. Όπως μπήκα στο γήπεδο, στη μεριά που ήταν πιο κοντά μου μερικά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, βαρούσαν σουτάκια στο ένα τέρμα και μια παρέα αγοριών έπαιζε μπάσκετ στην απέναντι μεριά. Λίγα άτομα υπήρχαν στις κερκίδες, έτσι προχώρησα προς την άκρη του γηπέδου για να βρω μια θέση εκεί. Ήλπιζα να μην ήμουν τόσο γκαντέμης και με πετύχαινε η μπάλα του μπάσκετ όπως ανέβαινα στις κερκίδες και πάλι καλά η τύχη ήταν με το μέρος μου. Προτού προλάβω να κάτσω κάπου, με την άκρη του ματιού μου πρόσεξα μια γνωστή φιγούρα και κοιτώντας προς τα εκεί είδα τη Νερέζα να μου κάνει νόημα να έρθω κοντά της.
Την πλησίασα και έκατσα δίπλα της.
«Γεια. Τελικά δεν έπρεπε να πας σπίτι;» είπε χαμογελώντας.
«Μπα, αλλαγή σχεδίου. Θα έρθει η αδερφή μου εδώ σε λιγάκι.»
«Α, ωραία. Εμένα ο αδερφός μου είναι εκεί κάτω, με αυτούς που παίζουν μπάσκετ.» είπε και έδειξε προς τα εκεί.
«Ποιος απ' όλους;» ρώτησα κοιτώντας τα αγόρια στο γήπεδο.
«Ο ξανθός, να, αυτός που πήρε τώρα τη μπάλα!»
Τον ακολούθησα με το βλέμμα ενώ έκανε μερικές ντρίπλες και επιχείρησε να βάλει καλάθι. Αστόχησε και από τη στάση του σώματός του φάνηκε ότι νευρίασε.
«Λοιπόν;»
«Τι;» ρώτησα.
«Τι έχεις να πεις για τον αδερφό μου;»
Έβαλε τα χέρια της στην κερκίδα και έγειρε λίγο προς την πίσω σειρά, ακουμπώντας την πλάτη της στο πέτρινο σκαλί. Έτσι όπως καθόταν, τα κοντά ξανθά μαλλιά της που μέρος τους ήταν πιασμένο σε δύο κεφτεδάκια-έτσι τα έλεγε η Λυσιμάχη-στο πίσω μέρος του κεφαλιού έπεφταν πίσω, δείχνοντας πόσο λευκό ήταν το δέρμα της.
«Δεν ξέρω, δεν τον έχω γνωρίσει. Ξέρει καλό μπάσκετ;»
«Σωστά.» είπε και γέλασε, «Ε, ναι, πάνω κάτω. Αλλά είναι ανυπόμονος και βιάζεται και αρκετές φορές αστοχεί, όπως τώρα.»
«Ε, βλέπεις αυτόν εκεί; Με τις ξανθές ανταύγειες;» ρώτησε αμέσως μετά.
Κοίταξα εκεί που έδειχνε και είδα ένα αγόρι καθισμένο τρεις σειρές παρακάτω. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς τα εμάς, προφανώς, οπότε δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, όμως τα μαλλιά του ήταν μελαχρινά, μαύρα ίσως ή σκούρα καφέ, με ξανθές ανταύγειες. Το δέρμα του, απ' ότι μπορούσα να διακρίνω από το λαιμό και τα χέρια του δηλαδή, ήταν σκούρο, ηλιοκαμένο θα έλεγε κανείς, σαν να είχε μεγαλώσει σε κάποια χώρα του Ισημερινού, όμως όχι τόσο ώστε να μπορούσε να χαρακτηριστεί σοκολατί. Το καραμελί φαινόταν πιο κατάλληλη λέξη.
«Ναι. Τι;»
«Μην τον πλησιάζεις και πολύ. Αν θέλεις να είσαι ασφαλής. Μένει απέναντι από μένα και είναι πολύ τρομακτικός. Συνέχεια μπλέκει σε καυγάδες και έρχεται πάντα σχολείο με χανζαπλάστ και μελανιές. Μια φορά είχε σπάσει το χέρι του σε έναν καυγά.»
«Ε, οκέι, αλλά πώς μπορείς να τον κρίνεις χωρίς να τον ξέρεις; Και στο κάτω κάτω, αν δεν τον προκαλέσω, δε θα τσακωθούμε, οπότε δε νομίζω να υπάρχει πρόβλημα.» απάντησα.
«Ω, πίστεψέ με, κι εγώ στην αρχή σκέφτηκα ότι μπορεί απλώς να είμαι επηρεασμένη από αυτά που λέγονται για αυτόν, αλλά όσες φορές τον έχω δει να κάνει κάτι καλό ή νορμάλ, πάντοτε είναι για κακό! Μια φορά τον είδα να πηγαίνει μια τυρόπιτα σε κάποιον και όταν εκείνος πήγε να την πάρει από τα χέρια του, αυτός την τράβηξε και την πέταξε κάτω. Μια άλλη φορά είχε μπει τιμωρία να καθαρίσει όλο το προαύλιο και αφού μάζεψε όλα τα σκουπίδια σε μια μαύρη σακούλα, πήγε και την άδειασε στο κεφάλι ενός παιδιού από το λύκειο ενώ ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στον τοίχο που χωρίζει την αυλή του γυμνασίου από του λυκείου! Μετά, αυτός και ένας φίλος του πλακώθηκαν με αυτόν που του πέταξε τα σκουπίδια.» είπε κουνώντας τα χέρια της ζωηρά.
«Δηλαδή είναι ταραξίας;»
«Όχι ακριβώς, δεν ανήκει στους συνηθισμένους ταραξίες. Κάνει παρέα μόνο με ένα παιδί από το γυμνάσιο, οι άλλοι του φίλοι είναι από το λύκειο, έτσι μου είπε ο αδερφός μου. Στα διαλείμματα συχνάζει στην αυλή του λυκείου μαζί τους και αυτή η παρέα είναι ο φόβος και ο τρόμος του λυκείου. Λένε ότι ένας απ' αυτούς είναι μπλεγμένος με τον υπόκοσμο και έχει σκοτώσει άνθρωπο. Αν τον δεις, η εμφάνισή του φωνάζει από μακριά ότι είναι αλήθεια!»
«Μισό γιατί μ' έχασες. Αυτός εδώ έχει σκοτώσει άνθρωπο ή ένας φίλος του;» είπα λίγο μπερδεμένος.
«Ένας φίλος του. Μα καλά, δε με προσέχεις; Μόλις τώρα το είπα!»
«Σε προσέχω, αλλά λες πάρα πολλά πράγματα μαζί και είναι δύσκολο να σε παρακολουθεί κανείς.» είπα κοιτώντας την στα μάτια, ελπίζοντας να μη θυμώσει.
«Αυτό μου λέει και ο αδερφός μου!» δήλωσε με μάτια που έλαμπαν. Κάτι μου έλεγε ότι πολύ λίγα πράγματα μπορούσαν να την αναστατώσουν.
«Ναι, σωστά, το λέω συνέχεια.» είπε το αγόρι που μόλις είχε εμφανιστεί στο πλάι μου.
«Μάρκους!» έκανε η Νερέζα και πετάχτηκε όρθια για να βρεθεί δίπλα του.
«Αυτός είναι ο Απόλλωνας!» είπε αφού πέρασε το χέρι της πίσω από το λαιμό και πάνω στον ώμο του αδερφού της. Είχαν το ίδιο ύψος, εκείνος ήταν ίσως λίγους πόντους ψηλότερος.
«Γεια, Μάρκους.» είπε.
«Γεια.» τον χαιρέτησα.
«Τι λέγατε;» ρώτησε.
«Α, του έλεγα για αυτόν.» είπε η Νερέζα και έδειξε το αγόρι λίγες σειρές μπροστά.
Υποσυνείδητα περίμενα ο αδερφός της να πει ότι δεν είναι και τόσο τρομερός, ίσως γιατί ένιωθα λίγο άσχημα για τον καημένο, ήμουν σίγουρος ότι η Νερέζα υπερέβαλε.
«Α, καλά έκανες. Τώρα μετακόμισες στο Τσάρλεστον;» είπε στρέφοντας την προσοχή του σε μένα. Ο τρόπος που επιβεβαίωσε τόσο απλά τα όσα είπε η αδερφή του με εξέπληξε, αλλά το άφησα να περάσει. Θα σκεφτόμουν για όλα αυτά αργότερα.
«Ναι.» είπα και έβαλα τα χέρια στις τσέπες μου.
«Επίσης, δε μπορεί να μας ακούσει;» κοίταξα προς το μέρος του αγοριού. Η απόσταση που μας χώριζε δεν έμοιαζε και τόσο μεγάλη.
«Μην ανησυχείς, δεν τον νοιάζει να μιλάνε για αυτόν, εκτός κι αν τον προσβάλλουν.» είπε ο Μάρκους.
Ένευσα σιωπηλά.
«Απόλλωνα, δώσε μου τον αριθμό σου. Τώρα πρέπει να γυρίσουμε σπίτι, αλλά μπορούμε να συναντηθούμε αύριο.» είπε η Νερέζα και έβγαλε ένα κινητό από την τσέπη της.
Της είπα το νούμερό μου και αφού το αποθήκευσε, πήρε το σκέιτ παραμάσχαλα, με χαιρέτησε και έφυγε μαζί με τον αδερφό της.
Έμεινα καθισμένος στις κερκίδες περιμένοντας την Αμαρυλλίδα, όταν ύστερα από λίγα λεπτά το κινητό μου με ειδοποίησε ότι κάποιος έστειλε μήνυμα.
"σόοορυ δε θα ρθω, η μαμά με υποχρέωσε να κάτσω σπίτι με τις μικρές, αχ ώρες ώρες η διάθεσή της είναι πολύ περίεργη, όταν δε θέλω να βγω μου λέει να βγω και το αντίθετο!!"
"τέλος πάντων, αυτό, αν θες γύρνα."
Διάβασα τα μηνύματα της αδερφής μου και έκλεισα το κινητό αφού απάντησα ένα "οκ, μην ανησυχείς, θα είμαι μια χαρά".
Έκατσα εκεί για μερικά λεπτά ακόμα, παρατηρώντας τα παιδιά που βρίσκονταν στο γήπεδο, ώσπου το βλέμμα μου σταμάτησε στο αγόρι με τα μελαχρινά μαλλιά και τις ξανθές ανταύγειες. Τον κοιτούσα σκεφτόμενος αυτά που είχε πει η Νερέζα. Φορούσε μια σκούρα πράσινη κοντομάνικη μπλούζα, που στην πλάτη έγραφε με κεφαλαία γράμματα "Μπενίτεζ" και το νούμερο 10 από κάτω. Δεν ήμουν σίγουρος ότι ήθελα, πόσο μάλλον μπορούσα να την πιστέψω. Έτσι άφησα τις σκέψεις μου στην άκρη για αργότερα και σηκώθηκα όρθιος για να κατέβω από τις κερκίδες. Τα παιδιά είχαν τελειώσει το παιχνίδι τους στο μπάσκετ και το ποδόσφαιρο και τη θέση τους στο γήπεδο πήραν οι επόμενοι, που με έξαψη είδα πως κουβαλούσαν ένα φιλέ για βόλεϊ.
Ένας απ' αυτούς έτρεξε ως την πρώτη σειρά στις κερκίδες και έβαλε τα χέρια του στο κάγκελο για να ανασηκωθεί και να φανεί από πιο ψηλά.
«Μπενίτεζ! Θα παίξεις μαζί μας ή θα μας αγνοήσεις για άλλη μια φορά;»
Καθώς περνούσα από δίπλα του, ήθελα να γυρίσω και να δω αυτόν τον Μπενίτεζ, όμως συνέχισα την πορεία μου για να βγω από το γήπεδο. Δεν άκουσα το αγόρι να παίρνει απάντηση, οπότε υποθέτω ότι ήταν συνηθισμένος στο να τον αγνοεί όπως είπε και επέστρεψε στην παρέα του.
Η ησυχία που επικρατούσε στο δρόμο έξω από το γήπεδο μου επέτρεψε να μείνω για λίγο ακίνητος, αφήνοντας το ζεστό αεράκι του Ιουνίου να ανακατέψει τις μικρές μπούκλες των μαλλιών μου, να με διαπεράσει και να παρασύρει μακριά όλες μου τις σκέψεις, όσο είχα το βλέμμα μου εστιασμένο στον καθάριο ορίζοντα που απλωνόταν μπροστά μου, πέρα από τις λιγοστές πολυκατοικίες.
Στα δεκαπέντε λεπτά που έκανα για να επιστρέψω στο παμπάλαιο νέο μας σπίτι, ένιωσα για πρώτη φορά στ' αλήθεια χαρούμενος που βρισκόμουν στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας μακριά από εκείνους που μου έκαναν τη ζωή κόλαση, όχι χαρά όπως τόσον καιρό επειδή απλώς ήμουν επιτέλους μακριά τους, αλλά χαρά γιατί κάτι μέσα μου έλεγε ότι θα ήταν ωραία εδώ.
━━━━━
γειααα :')
εμ, τι στο-
ναι, έγραψα 3100 λέξεις περίπου. συγγνώμη ομγ είναι σχεδόν το διπλάσιο από τα προηγούμενα, but somehow δεν μπορούσα να το κόψω. so take it as a treat που έκανα τόσο καιρό να ανεβάσω!
( thats the most words ive ever written in a chapter, its miraculous wow )
1,81 είναι περίπου 6,0 πόδια (ft-feet)
και 5,2 ft είναι γύρω στο 1,58 μ.
( τουλάχιστον σύμφωνα με το google και τα converters που βρήκα )
αν δεν το ξέρετε, στην αμερική μετράνε το ύψος με πόδια και όχι με μέτρο.
ενιγουει, ελπίζω να σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο! ανυπομονώ να δω σχόλιά σααας💞
τώρα τελευταία έχουν αρχίσει να διαβάζουν την ιστορία αρκετά άτομα και απλώς έχω εκπλαγεί και ενθουσιαστεί τόσο μα τόσο πολύ, σας αγαπώ πολύ πολύ όλους σας!
σας ευχαριστώ τόσο πολύ που τη διαβάζετε, πραγματικά, κάθε ένας από εσάς με κάνει τόσο χαρούμενη! όταν βλέπω στις ειδοποιήσεις σχόλια τρελαίνομαι, αι λοβ γιου ολ σο σο ματς!!
σας αγαπώ, αναστασία♡
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro