Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

1 / Από τη Λυόν στο Τσάρλεστον

/Πέρσι/

«Τώρα, κατεβαίνω!» φώναξα ενώ έκανα μια τελευταία προσπάθεια να κλείσω τη βαλίτσα μου. Μάταιος κόπος, σκέφτηκα και ξεφύσηξα απογοητευμένος.

«Καταραμένο φερμουάρ!»
Πέταξα το μαξιλάρι πάνω της. Έπρεπε να χωρέσει, δε γινόταν να το αφήσω πίσω!
Πώς στο καλό θα την έκλεινα;

Συνήθως όταν ετοιμαζόμουν για την κατασκήνωση δεν έπαιρνα πολλά πράγματα και έτσι έκλεινα τη μπλε βαλίτσα μου με μεγάλη ευκολία, όμως αυτή τη φορά ήταν αδύνατο να την κλείσω.

Έκατσα στο κρεβάτι και έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στις παλάμες μου, ενώ στερέωσα τους αγκώνες πάνω στα γόνατά μου.

Είχα θυμώσει με τους γονείς μου, παρόλο που προσπαθούσα να το κρύψω. Αναρωτιέμαι πραγματικά αν οι υπόλοιποι το πήραν τόσο καλά όσο δείχνουν.

Καταρχήν, δε θα πάω στην Κατασκήνωση Κασέν Αρρένων Μασσαλίας. Κατά δεύτερον, δε θα ξαναδώ τον κολλητό μου και την καυτή αδερφή του. Κατά τρίτον, μετακομίζουμε στη γαμημένη Αμερική!

Ο Λουίς Μορέλ και η Μελπομένη Γουάλας (οι τρελοί αλλά πολύ κουλ γονείς μου) αποφάσισαν για πολλούς λόγους ότι το καλύτερο για όλα τα μέλη της οικογένειάς μας θα ήταν να μετακομίσουμε στην Αμερική, ακολουθώντας τα χνάρια του αδερφού του μπαμπά, Άλμπερτ, αλλά και της αδερφής της μαμάς, Τερψιχόρης μαζί με το σύζυγο και την κόρη της. Και είπα “όλα τα μέλη της οικογένειάς μας” γιατί είμαστε πολλοί. Οχτώ, για την ακρίβεια. Βασικά εννιά αν μετρήσουμε και το ινδικό χοιρίδιο, αλλά μόνο εγώ το μετράω.

Εγώ, η μαμά και ο μπαμπάς, ο δίδυμος αδερφός μου Απόλλωνας, η μεγάλη μου αδερφή Αμαρυλλίς, οι δύο μικρότερες αδερφές μου Κασσάνδρα και Λυσιμάχη και ο άλλος μου μικρότερος αδερφός Πλάτωνας.

Τώρα που το σκέφτομαι, και ο θείος Άλμπερτ και η θεία Τερψιχόρη με το θείο Έλερι είναι οικογένειά μας, όπως και ο παππούς Τζιμ και η γιαγιά Εύα, οι γονείς της μαμάς (οι γονείς του μπαμπά δυστυχώς δε ζουν πια, εγώ, ο Απόλλωνας και η Αμαρυλλίς είμαστε οι μόνοι που προλάβαμε τον παππού Ζακ, ενώ ο Πλάτωνας πρόλαβε και τη γιαγιά Κολέτ), όμως δεν ανήκουν στην άμεση οικογένεια. Αν βγάζει αυτό νόημα. Εννοώ, δεν ήμασταν ποτέ κοντά στο κάτω κάτω, μόνο ίσως με τους γονείς της μαμάς.

Θυμάμαι ότι μια φορά το μήνα τους επισκεπτόμασταν και ο παππούς Τζιμ μιλούσε με το μπαμπά και τη μαμά για πολιτικά, όση ώρα η γιαγιά Εύα μας διηγούνταν αρχαίους ελληνικούς μύθους. Καθόμασταν όλοι οκλαδόν πάνω στο χοντρό χαλί, μέχρι και η Αμαρυλλίς που συνήθως προτιμούσε να ξαπλώσει σε μια πολυθρόνα ακούγοντας μουσική και γενικά να ασχοληθεί με το κινητό της. Η γιαγιά είναι Ελληνίδα (άρα είμαι κατά ένα τέταρτο Έλληνας, πόσο πιο τέλειο;) και πραγματικά λατρεύει τη μυθολογία. Από αυτήν και τον παππού απέκτησαν τη μανία τους οι γονείς μας και μας έδωσαν αυτά τα ονόματα (ναι, ελληνικά είναι, το Πέρσι βγαίνει απ'το Περσέας).

Έτσι λοιπόν, μας διηγούνταν μύθους και παρόλο που η Αμαρυλλίς και ο Απόλλωνας τους ήξεραν πάντα όλους (φλωράκια), άκουγαν με αμέριστη προσοχή, διότι άλλο είναι να διαβάζεις ένα μύθο από βιβλίο, ίντερνετ ή να στον λέει κάποιος άλλος και άλλο να τον ακούς από τη γιαγιά Εύα. Αυτή η γυναίκα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, κάπως καταφέρει και δείχνει νεότερη. Κρύβει τόση ενέργεια και ζωντάνια μέσα της και μιλάει σαν να έχει ζήσει τους μύθους, με τον τρόπο της μας προσελκύει να τους αγαπήσουμε, ακόμα και η Κασσάνδρα που απεχθάνεται να μαθαίνει και οτιδήποτε έχει να κάνει με το σχολείο, έχει φτάσει στο σημείο να της αρέσουν (μόνο από τη γιαγιά Εύα όμως).

Ο αδερφός μου εισήλθε ξαφνικά στο δωμάτιο διακόπτοντάς με από τις σκέψεις μου.

«Θες βοήθεια μικρέ;» με ρώτησε.

Τον κοίταξα με άγριο ύφος.

«Να σου υπενθυμίσω ότι είμαι κατά ένα λεπτό μεγαλύτερός σου, μικρέ;» απάντησα στον αδερφό μου χρησιμοποιώντας το ίδιο επίθετο.

«Κανείς δεν το καταλαβαίνει όμως! Κοντέ!» μου σφύριξε και έκανε να βγει από το δωμάτιο.

Ήμουν όντως πιο κοντός από τον αδερφό μου (ένα κεφάλι, γαμώ το Δία). Για την ακρίβεια, μερικοί νόμιζαν ότι ήμουν ένα χρόνο μικρότερος από εκείνον, ενώ στην πραγματικότητα ήμασταν δίδυμοι.

«Έι! Με βοηθάς να κλείσω τη βαλίτσα;» τον κοίταξα με παρακλητικό βλέμμα.

Ο Απόλλωνας ανακάτεψε τα ελαφρώς μακριά καστανόξανθα μαλλιά του και πλησίασε αναστενάζοντας.

Όσο και να μη το έδειχνε, δε μπορούσε να μου χαλάσει χατίρι, καθώς με αγαπούσε πολύ για να το κάνει.

«Λοιπόν;» έκανα με απορία αφού έβαλα το μαξιλάρι πάνω από τα υπόλοιπα πράγματά μου.

«Τι λοιπόν; Ετοιμάσου να την κλείσεις.» μου απάντησε και με ένα σάλτο βρέθηκε καθισμένος πάνω στη γεμάτη βαλίτσα μου.

«Γρήγορα, τώρα που πατικώνονται τα πράγματα!» είπε και ευτυχώς πρόλαβα και έκλεισα αμέσως το φερμουάρ.

Ο Απόλλωνας σηκώθηκε από τη βαλίτσα και αφού τον ευχαρίστησα αποχώρησε από το δωμάτιο λέγοντάς μου να μην αργήσω γιατί η μαμά θα φρικάρει.

Ύστερα, σήκωσα με πολύ κόπο τη βαλίτσα μου όρθια και την κουβάλησα έξω στο διάδρομο. Τα υπόλοιπα πράγματα της οικογένειας ήταν ήδη εκεί, εγώ ήμουν ο τελευταίος.

Καθώς την τοποθετούσα όρθια δίπλα σε ένα γκρι σακ βουαγιάζ που είμαι σίγουρος ότι ανήκε στην Αμαρυλλίδα, άκουσα τη μικρή μου αδερφή που προσπαθούσε να σύρει την τσάντα της Τίνκερμπελ και την έφτασα με δυο βήματα.

«Πού το πας αυτό;» τη ρώτησα γραπώνοντας τη μικρή τσάντα.

«Έξω! Η μαμά και ο μπαμπάς θα το κατεβάσουν από τις σκάλες μαζί με τα άλλα πράγματα!» απάντησε εύθυμη η μικρή.

«Θα το πάω εγώ. Εσύ πήγαινε να μπεις στο αυτοκίνητο!»

Το ξανθό κοριτσάκι ένευσε και έτρεξε γρήγορα στην εξώπορτα.

Την ακολούθησα κουβαλώντας την τσαντούλα με τα παιχνίδια της.

«Ορίστε μαμά, η τσάντα της Λυσιμάχης.» της είπα μόλις την είδα και της την έδωσα.

«Σ'ευχαριστώ αγόρι μου. Εσύ τελείωσες με τα πράγματά σου;» με ρώτησε καθώς άλλαζε συνεχώς θέση στα γυαλιά ηλίου πάνω στο κεφάλι της.

Η μαμά αγχωνόταν με το παραμικρό. Τώρα, είχε αγχωθεί ότι θα αργήσουμε και θα χάσουμε το αεροπλάνο, κι αν χάσουμε το αεροπλάνο, θα χάσουμε το ραντεβού με τη μεσίτρια που θα μας καλωσόριζε στο νέο σπίτι.

«Μαμά, η βαλίτσα μου είναι έτοιμη μαζί με τις άλλες στο διάδρομο. Περιμένουμε το μπαμπά να φορτώσει τις δικές σας και να έρθει να πάρει τις δικές μας.»

«Ωραία, πολύ ωραία. Πήγαινε να φωνάξεις όποιον έχει μείνει να έρθει στο αυτοκίνητο.» αποκρίθηκε και κατέβηκε τα σκαλιά που χώριζαν τον πρώτο όροφο με το ισόγειο για να βγει έξω και να βοηθήσει τον άντρα της που φόρτωνε τις αποσκευές.

Ξαναμπήκα στο διαμέρισμα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο των κοριτσιών. Η πόρτα ήταν ήδη ανοιχτή, έτσι μπήκα μέσα χωρίς να χτυπήσω, όπως ήθελαν συνήθως οι αδερφές μου.

Βρήκα τη μεγάλη μου αδερφή να βάζει τα βιβλία της μέσα στην τεράστια χάρτινη κούτα που της είχε δώσει ο μπαμπάς.

«Πότε σκοπεύεις να έρθεις στο αυτοκίνητο βιβλιοφάγε;» τη ρώτησα χρησιμοποιώντας το παρατσούκλι που της είχα δώσει, λόγω των πολλών βιβλίων που εκείνη διάβαζε καθημερινά.

Η κοπέλα σήκωσε το κεφάλι της τρομαγμένη, καθώς δε με είχε ακούσει να μπαίνω μέσα.

«Με τρόμαξες άνθρωπέ μου!» αναφώνησε τσαντισμένη.

«Ωραία, συγγνώμη, τελειώνεις με αυτή την κούτα; Πρέπει να πάμε στο αυτοκίνητο.»

«Ναι, περίμενέ με, σε ένα λεπτό έχω τελειώσει.» απάντησε και συνέχισε αυτό που έκανε.

Έτσι την περίμενα και όταν αυτή τελείωσε, τη βοήθησα να μεταφέρει την κούτα στον διάδρομο. Έπειτα, κατεβήκαμε και οι δυο μας στο αυτοκίνητο, όπου μας περίμεναν οι υπόλοιποι εκτός από τους γονείς μας, οι οποίοι προσπαθούσαν να κάνουν χώρο στο πορτ παγκάζ για τα τελευταία πράγματα.

Μπήκα στο αυτοκίνητο, ένα κόκκινο εννιαθέσιο βανάκι για να εξυπηρετεί την οκταμελή μας οικογένεια στις μετακινήσεις της, και βολεύτηκα στη θέση δίπλα στο παράθυρο στο πίσω κάθισμα.

Η Αμαρυλλίς έκατσε δίπλα μου και έβαλε αμέσως τα λευκά ακουστικά στα αυτιά της ρυθμίζοντας τα τραγούδια που ήθελε να ακούσει, ενώ ο δίδυμος αδερφός μου φορούσε ήδη τα ακουστικά κεφαλής του και κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του. Που και που του ξέφευγαν μικρές κραυγές, καθώς άκουγε ροκ και τραγουδούσε σιγανά.

Έβαλα με τη σειρά μου τα ακουστικά μου και μπήκα στο YouTube για να δω πόσα likes είχε πάρει το χθεσινό μου βίντεο και να απαντήσω σε μερικά σχόλια των συνδρομητών μου.

Εδώ και δύο χρόνια είχα ένα κανάλι στο YouTube στο οποίο ανέβαζα διάφορα covers από τραγούδια που μου άρεσαν. Τραγουδούσα και έπαιζα κιθάρα, λάτρευα την κλασική ξύλινη κιθάρα που είχα από την ηλικία των δέκα ετών. Όμως ποτέ δεν έδειχνα το πρόσωπό μου, η εικόνα ήταν στραμμένη στην κιθάρα και στο σώμα μου από το λαιμό και κάτω. Συνήθως καθόμουν οκλαδόν πάνω στη μεγάλη μαξιλάρα που είχα στο δωμάτιό μου.

Μετά από ένα τέταρτο περίπου, οι γονείς μας μπήκαν στο αυτοκίνητο και γύρισαν τα κεφάλια τους πίσω σε εμάς.

«Δώστε όλοι προσοχή στη μάνα σας!» φώναξε ο μπαμπάς για να τον ακούσουν όλοι. Σκούντηξα την αδερφή μου και εκείνη τράβηξε τα ακουστικά του Απόλλωνα.

Εκείνος την κοίταξε ενοχλημένος, ενώ αυτή τον αγνόησε επιδεικτικά.

«Παιδιά, είστε σίγουροι ότι τα πήρατε όλα; Εγώ και ο μπαμπάς φορτώσαμε στο αυτοκίνητο ό,τι υπήρχε στο διάδρομο.» αποκρίθηκε η μαμά με το άγχος ευδιάκριτο στη φωνή της.

«Ναι μαμά.» απάντησαμε και οι έξι εν χορώ.

«Ωραία, ωραία, τέλεια. Τι άλλο;» μονολόγησε κοιτώντας μας.

«Τίποτα, όλα τέλεια μαμά, φεύγουμε!» είπε η Αμαρυλλίς δυνατά και η μαμά έγνεψε.

Οι γονείς μας γύρισαν μπροστά και ενώ ο μπαμπάς έβαζε το κλειδί στη μίζα, ξάπλωσα στο αναπαυτικό κάθισμα για να πάρω έναν ωραίο υπνάκο κατά τη διάρκεια της διαδρομής ως το αεροδρόμιο, καθώς η μαμά μας είχε ξυπνήσει από τ' άγρια χαράματα για να προλάβουμε.

Τη στιγμή που πήγα να κλείσω τα μάτια μου, πετάχτηκα όρθιος φωνάζοντας “ΑΑΑΑΑΑΑΑ”, κάτι που τρόμαξε τη μαμά και έκανε το μπαμπά να σταματήσει απότομα το ξεπαρκάρισμα.

«Τι-» πήγε να ρωτήσει η Αμαρυλλίς όμως τη διέκοψα.

«ΞΕΧΑΣΑ ΤΟ ΡΟΜΠΕΡΤ!» αναφώνησα και γλίστρησα έξω απ'το αυτοκίνητο.

Η μαμά έβγαλε μια τσιρίδα απεγνωσμένη και αμέσως μετά εφτά άτομα φώναξαν ταυτόχρονα.
«ΠΕΡΣΙ!»

━━━━━

hello :')

ελπίζω να σας άρεσε, νέο κεφάλαιο δεν ξέρω πότε, θα προσπαθήσω σύντομα όμως!

σας αγαπώ, αναστασία ♡

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro