Παρτ 35
Ραφαήλ pov
Δεν μπορώ άλλο με αυτή τη κατάσταση. Η Κατερίνα είναι ο έρωτας μου. Τρέχοντας πίσω από αυτόν τον Αλέξη με πονάει πολύ. Η Αναστασία ανοίγει την εξώπορτα. Και εγώ και ο Μάριος καπνίζουμε. Ποιος την ακούει πάλι.
-Ρε παιδιά έλεος! Θέλετε να πεθάνουμε εδώ μέσα;
Αφήνει την εξώπορτα ανοιχτή και ανοίγει και τις κουρτίνες από τα παράθυρα.
-Εσύ Ραφαήλ τι κάνεις; Πίνεις ουίσκι με τέτοια ζέστη;
-Έχεις κάποιο πρόβλημα μικρή;
Ρωτάω και ακούγομαι πιο άγριος από ότι ήθελα. Ο Μάριος σβήνει το τσιγάρο του και αγκαλιάζει την Αναστασία. Επειδή αυτή μένει μαζί μου, δεν την έχει συνέχεια.
-Ο αδερφός σου είναι ερωτευμένος Αναστασία!
Λέει ειρωνικά ο Μάριος. Θα ξεσπάσω όλα τα νεύρα μου σε αυτόν στο τέλος. Το κουδούνι χτυπάει. Η Αναστασία ανοίγει. Είναι αυτή! Αφού μιλάνε λίγο μεταξύ τους, η Κατερίνα πάει στον Μάριο και τον παίρνει στο δωμάτιο του.
-Ακόμα με αυτή έχεις κολλήσει;
Με ρωτάει η Αναστασία. Εγώ την κοιτάω ξαφνιασμένος. Πως το ξέρει;
-Το ήξερα!
Κάνει χαρούμενη, λες και ανακάλυψε κάτι σημαντικό. Σηκώνομαι και πηγαίνω στο δωμάτιο του Μάριου. Τελικά ήπια αρκετό ουίσκι, γιατί παραπατάω. Ανοίγω την πόρτα και τους αγνοώ να μου λένε ότι τους ενοχλώ. Πιάνω την Κατερίνα και την φιλάω. Νιώθω τόσο τέλεια, μέχρι που νιώθω τα χέρια της να με σπρώχνουν. Την κοιτάω. Δάκρυα αρχίζουν να τρέχουν από τα μάτια μου. Δεν μπορεί να το έκανε αυτό. Με αγαπάει το ξέρω.
-Ραφαήλ σου είπαμε μιλάμε και δεύτερον έχω αγόρι!
-Σιγά μην είσαι και παντρεμένη!
Λέω ειρωνικά.
-Ωραία Ραφαήλ τελείωσες με την παράσταση σου; Μπορείς να φύγεις;
Με ρωτάει επίσης ειρωνικά ο Μάριος.
-Όχι δεν θα φύγω. Θέλω την Κατερίνα.
-Φεύγω εγώ τότε!
Λέει η Κατερίνα και ο Μάριος πάει από πίσω της. Γυρίζω στον καναπέ και κοιτάω το μπουκάλι με το ουίσκι. Αρχίζω και πίνω όσο περισσότερο μπορώ. Καλύτερα να πεθάνω, παρά να μην με θέλει.
Κατερίνας pov
Πάμε στο σπίτι μου. Ο Σταύρος ευτυχώς λείπει. Ο Μάριος προσπαθεί να σκεφτεί τι θα κάνουμε με τα αγόρια. Αυτός δεν είναι μπλεγμένος. Μου το ορκίστηκε. Δεν κοιμήθηκα καθόλου εκείνο το βράδυ. Σκεφτόμουν το φιλί του Ραφαήλ.. Το τηλέφωνο χτύπησε στις έξι τα ξημερώματα.Εκείνος. Στην όψη του κινητού που αναβόσβηνε με το όνομα του κάτι με έπνιγε και κοίταξα αλλού, πόσο χαζό.. Καλύτερα να μου κοπεί το χέρι παρά να το σηκώσω, σκέφτηκα. Οι αναπάντητες πολλές. Ήθελα να ακούσω την φωνή του.. ας κοβόμουν μετά και στα δύο. Αποδοχή κλήσης.. Το αίσθημα πνιγμού μου διέκοψε η ανάσα του την οποία ακολούθησε ένα παραλήρημα από λέξεις άγνωστες και ακαταλαβίστικες. Το παραλήρημα σταμάτησε όταν τον άκουσα να φωνάζει:
-Πότε; Πότε θα φύγουμε;
Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει.
-Που να πάμε;
Παύση.. Δεν ήξερα αν μ'άκουσε.
-Μακρυά.. Να φύγουμε μακρυά.. Δεν αντέχω.
Γαμώ και τον εγωισμό και τα σωστά και τα λάθος, έπρεπε να δω αν είναι καλά. Τον βρήκα σχεδόν αναίσθητο, διαλυμένο στον καναπέ. Αλκοόλ.. μύριζε από χιλιόμετρα. Έτρεξα δίπλα του και έμεινα να τον κοιτάω για μερικά δεύτερα. Συνήλθα και έβαλα ένα μαξιλάρι που βρήκα εύκαιρο κάτω από το κεφάλι του και κάθισα δίπλα του. Το χέρι μου βρέθηκε να χαϊδεύει το πρόσωπο του. Άνοιξε τα μάτια του.
-Καλά είσαι;
Ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελα να μάθω.
-Ήρθες!
Ψέλλισε και χαμογέλασε χαϊδεύοντας το χέρι μου.
-Ήρθα!
Απάντησα και κράτησα ένα δάκρυ που είχε βαλθεί από την ώρα που έφτασα να πέσει.
-Έλα λίγο να σου πω.
Μουρμούρισε. Πρέπει να είχε πιει πολύ.. Έσκυψα από πάνω του περιμένοντας να ακούσω κάποια ασυναρτησία, όταν με πήρε αγκαλιά και άρχισε να με μυρίζει με την ίδια μανία που ένας ναρκομανής ζητάει την δόση του. Εκείνο το δάκρυ είχε λυσσάξει και έπεσε. Το σκούπισε με μισόκλειστα μάτια και με έφερε πιο κοντά του..
-Ξέρεις έχω μετρήσει κάθε βλέφαρο σου, κάθε ένα ξεχωριστά. Και είναι όλα τόσο όμορφα. Τα φρύδια σου τα βγάζεις συνέχεια, αλλά κάποια στιγμή θα σου πω και αυτά πόσα είναι. Μην μ'αφήσεις. Αγκάλιασε με. Μείνε κοντα μου.. ή μάλλον άσε με εμένα να βρίσκομαι κοντά σου. Δεν ξέρεις πόσο σε λατρεύω. Δεν ξέρεις τι εννοώ.
~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.~.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro