Ο Άνεμος της Αλλαγής
Η ζωή μου ήταν σαν τον άνεμο. Ασταθής όλο αλλαγές. Δεν ξέρω σίγουρα αλλά μου φάνηκε πως γνώρισα μόνο την κακή πλευρά του ανέμου. Δεν υπήρχε περίοδος που να ήμουν ήρεμη. Η οικογένειά μου ήταν ένα χάος, συνέχεια νεύρα και καβγάδες. Όσο και αν προσπαθούσα να μην εμπλέκομαι, ποτέ δεν τα κατάφερνα. Με τους φίλους μου στο σχολείο πηγαίναμε από το κακό στο χειρότερο. Βέβαια μπορεί για όλα αυτά να έφταιγε η εφηβεία αλλά ειλικρινά δεν ξέρω.
Ο άνεμός μου ήταν σκληρός και απάνθρωπος. Δεν κατάφερα ποτέ να τον ελέγξω ,για να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη. Το προσπάθησα τ ορκίζομαι. Απλά δεν τα κατάφερα. Έκανα πολλά λάθη στην πορεία το παραδέχομαι. Μα ποτέ δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να τα διορθώσω. Πάντα κάτι συνέβαινε και ο άνεμός μου με παρέσερνε στην αντίθετη κατεύθυνση. Όμως ήθελα πραγματικά να αλλάξω. Πρώτα τον εαυτό μου και ύστερα όλα τα άλλα θα έπαιρναν τον δρόμο τους. Όχι τόσο για έμενα, μα για τους άλλους, τους γονείς μου, τους φίλους μου. Και προπάντων για την αδερφή μου. Και προσπάθησα σκληρά. Για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια προσπαθούσα ασταμάτητα να τιθασεύσω τον άνεμό μου.
Μέχρι που ήρθε εκείνη η μέρα. Τότε όλα άλλαξαν. Επιτέλους ήμουν ελεύθερη! Ελεύθερη από την παλιά μου ζωή, ελεύθερη να αρχίσω μία καινούρια ! Αναγεννήθηκα ! Ήξερα πλέον τί έπρεπε να κάνω, πώς να προχωρήσω σταθερά στη ζωή μου. Στη νέα μου ζωή. Μπόρεσα επιτέλους να ελέγξω τον άνεμό μου.
Η Αμάρεϊ περπατούσε βιαστικά. Η διαδρομή από το σχολείο στο σπίτι, της φαινόταν ατελείωτη. Ίσως έφταιγε το γεγονός πως σήμερα είχε τα πιο βαρετά μαθήματα. Ανυπομονούμε να φτάσει σπίτι και να μιλήσει στην αδερφή της. Αν ήταν εκεί βέβαια. Μπορεί να την είχαν καλέσει πάλι σε κανένα πάρτι από εκείνα που κάνουν συχνά οι μεγάλες.
Έφτασε την καγκελόπορτα του κήπου και σταμάτησε απ’ έξω. Αφουγκράστηκε προσεκτικά. Σιωπή … Από τα ανοιχτά παράθυρα της μονοκατοικίας δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος.
Ξαφνικά φύσηξε ένας δυνατός άνεμος. Ήταν δυνατός αλλά όχι βίαιος και χαρούμενη έκλεισε τα μάτια για να τον απολαύσει. Ο άνεμος μπήκε από το παράθυρο στην κρεβατοκάμαρα της. Ακούστηκε κάτι να πέφτει. Η Αμάρεϊ άνοιξε την πόρτα και μπήκε στον κήπο.
Δεν ξέρω τί είναι πιο περίεργο. Το γεγονός ότι με ακολουθεί συνέχεια ένας άνεμος ή ότι μπορώ να πετάω μαζί του. Γιατί αυτό γίνεται. Κάθε φορά που θέλω να εμφανιστώ κάπου, πρώτα ο άνεμος κάνει αισθητή την παρουσία μου. Και μετά με φέρνει μαζί του, σαν να είμαι πούπουλο. Ή σαν να μην υπάρχω. Τον τελευταίο καιρό κανείς δεν μου δίνει σημασία λες και είμαι εντελώς αόρατη. Μόνο η αδερφή μου φαίνεται να παρατηρεί ότι είμαι εκεί. Μερικές φορές μου μιλάει αλλά τα προβλήματά της μοιάζουν ανιαρά. Μπορώ να καταλάβω πως ο άνεμός της έχει αρχίσει να γίνεται άγριος. Επειδή μεγαλώνει μάλλον.
Τώρα ο δικός μου άνεμος είναι ήρεμος, πιο ήρεμος δεν γίνεται. Επιτέλους μπόρεσα να ανακαλύψω την πλευρά του που δεν είχα γνωρίσει ποτέ όσο ζούσα πριν. Επιτέλους μπορώ να ζήσω μια ζωή όπως τη θέλω εγώ. Όμως πρώτα θα πρέπει να διορθώσω τα λάθη μου. Υπάρχουν τόσα πολλά που πρέπει να αλλάξουν ακόμα. Πλέον ξέρω πως γι’ αυτό μου δόθηκε η δεύτερη ευκαιρία .
Η Αμάρεϊ ξεκλείδωσε την βαριά ξύλινη πόρτα του σπιτιού της και μπήκε μέσα. Φώναξε μια δυο φορές μα δεν πήρε απάντηση. Εννοείται πως οι γονείς της δεν θα ήταν εκεί. Ποτέ δεν ήταν. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε καν σημείωμα στο τραπέζι της κουζίνας. Απέστρεψε τη σκέψη της από το συγκεκριμένο θέμα και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.
Μπαίνοντας στο δωμάτιό της ακούμπησε την σάκα της πάνω στο κρεβάτι και αγνοώντας ένα πεσμένο κουτί, πήγε κατευθείαν στο παράθυρο. Ο άνεμος που είχε σταματήσει από ώρα, ξανάρχισε με μεγαλύτερη ορμή αυτή τη φορά. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον κήπο. Τα δέντρα κινούνταν μπρος πίσω ενώ μια τρομαγμένη γάτα αναζητούσε καταφύγιο.
Ο άνεμος κόπασε. Γύρισε και αντίκρισε την αδερφή της δίπλα στο παράθυρο να της χαμογελά. Ξαφνικά δεν είχε όρεξη να της μιλήσει πια. Έτριψε κουρασμένα τα μάτια της. Ύστερα έβγαλε από ένα συρτάρι του γραφείου της ένα τετράδιο και το άνοιξε σε μια καθαρή σελίδα.
Δεν παρατήρησε πως η αδερφή της είχε πλέον εξαφανιστεί.
Διάλεξε ένα μολύβι και με όμορφα, προσεκτικά γράμματα άρχισε να γράφει
“Αγαπητό ημερολόγιο,
Υπάρχει κάτι που δεν σου έχω πει και είναι καιρός να στο εξομολογηθώ. Τα τελευταία τρία χρόνια συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Σου έχω μιλήσει ασφαλώς για την αδερφή μου, για το πόσο τη θαύμαζα. Βασικά τη θαυμάζω ακόμα αν και τώρα δεν ξέρω γιατί. Ίσως για την ικανότητά της να αλλάζει γρήγορα. Θυμάσαι που σου είχα πει για το τροχαίο που είχε γίνει ; Ε λοιπόν μετά από αυτό το συμβάν έχει αλλάξει τελείως
Είναι περίπλοκο. Παλιά ήταν λίγο νευρική, θύμωνε εύκολα αν την ενοχλούσες έστω και λίγο. Τώρα, δεν ξέρω , είναι ήρεμη, γαλήνια κατά κάποιον τρόπο και δεν την ενδιαφέρουν καθόλου τα προβλήματα του κόσμου. Νομίζω είμαι η μόνη που μπορεί να την δει. Όλοι οι άλλοι φαίνεται να την έχουν ξεχάσει. Ωστόσο όταν την κοιτάζω στα μάτια, το βλέμμα της είναι κάπως … απόμακρο, σαν να μην μπορεί πραγματικά να με δει. Δεν μπορώ να σου το περιγράψω με λέξεις αλλά μάλλον καταλαβαίνεις τί θέλω να πω.
Κι ύστερα είναι αυτός ο άνεμος. Μερικές φορές μέσα στη μέρα φυσάει ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος. Δεν είναι από αυτούς τους ανέμους που σε σπρώχνουν από πίσω μέχρι να φτάσεις σπίτι. Αντιθέτως, παρόλη την ορμή του, νιώθω πως κρύβει μια ηρεμία πέρα από τη φαντασία μου.
Μετά από αυτόν τον άνεμο εμφανίζεται εκείνη. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς το κάνει, απλά γίνεται, ως δια μαγείας. Παλιότερα έψαχνα σε εγκυκλοπαίδειες και βιβλία τις απαντήσεις στα ερωτήματά μου. Τώρα όμως ξέρω. Μπορώ να τα εξηγήσω χωρίς να έχω ψάξει τίποτα.
Δεν μπορώ να κοροϊδεύω άλλο τον εαυτό μου. Ξέρω τί πραγματικά συνέβη σ’ εκείνο το τροχαίο. Εκείνη έφυγε και δεν μπορεί να γυρίσει πίσω με κανένα τρόπο. Τώρα καταλαβαίνω. Ήμουν μόλις έντεκα όταν με άφησε, και με άφησε απότομα. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα και μάλλον δεν πρόλαβα να τα επεξεργαστώ. Φαντάζομαι έτσι έγινε. Οι γονείς μας έτσι και αλλιώς δεν με νοιάστηκαν ποτέ, εκείνη ουσιαστικά με μεγάλωσε. Και μετά την έχασα και αυτή και μου ‘μείνε το σφύριγμα του ανέμου. Θυμάμαι το άκουγα και έκλαιγα. Ίσως αυτός ήταν ο τρόπος μου να το αντιμετωπίσω.
Όμως τώρα είμαι δεκατεσσάρων, έχω μεγαλώσει. Μπορώ να καταλάβω κάποια πράγματα. Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι περήφανη γιατί κανείς δεν με βοήθησε. Τα έκανα όλα μόνη μου. Και μάλλον έτσι θα συνεχίσω να ζω.
Θέλω να ξέρεις πως τέλος τα ψέματα και οι δικαιολογίες. Εδώ και τώρα αποδέχομαι τα γεγονότα και τα αφήνω πίσω, κρατώντας τις αναμνήσεις. Δεν μπορούν να με κρατάνε πίσω άλλο πια.”
Αμάρεϊ τελείωσε τη σελίδα και έκλεισε το τετράδιο. Δεν ήξερε πώς να νιώσει. Λύπη; Ή μήπως ανακούφιση ; Έβαλε το τετράδιο στη θέση του και ξάπλωσε στο κρεβάτι.
Τώρα ξέρω. Ξέρω πως όλα έγιναν για κάποιο λόγο, τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Τώρα ξέρω πως στο τέλος, αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν τέλος, η ροή των πραγμάτων συνεχίζεται ασταμάτητα. Πίσω από το λευκό πέπλο τρόμου που για αιώνες βασάνιζε τους φιλοσόφους, κρύβεται η ελευθερία και η γαλήνη. Και σ’ εκείνο το μέρος που κάποιοι ονομάζουν παράδεισο, υπάρχει ένας απαλός άνεμος που σε καθοδηγεί για πάντα. Και πλέον είναι σίγουρο πως η ζωή μου, και οι ζωές όλων μας, είναι σαν τον άνεμο.
-----------------------------------------------------------
Να λοιπόν η πρώτη ιστορία αυτής της συλλογής! Αυτό το είχα γράψει πέρυσι νομίζω (το 2023) και είχα πάρει μέρος σε έναν διαγωνισμό. (Στον οποίο btw προκρίθηκα αλλά ποτέ δεν έλαβα το βραβείο μου 😤)
Ελπίζω ειλικρινά να σας άρεσε, και τολμώ να ζητήσω σχόλιο με την άποψη σας.
Να περνάτε καλά! 💖
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro