Τι θα έβλεπες αν ήσουν τυφλή;
Λαθρεπιβάτης της μέρας, έκπτωτη του ονείρου, ισορροπώ στην άκρη του πεζοδρομίου. Κοιτώ δεξιά. Οι επιθυμίες καλπάζουν στην άσφαλτο, διαπερνούν τα άδεια πουκάμισα. Δίχως σέλες και χαλινάρια, δίχως τρελούς στην πλάτη τους, παίρνουν φόρα και πηδούν πάνω απ' τις 7 ασπρόμαυρες νύχτες και μετά χάνονται. Ακούγεται μόνο το ποδοβολητό τους ανάμεσα στα κορναρίσματα και τους ανθρώπους που μιλούν στα κινητά τους.
Βγάζω το δεξί μου πόδι λίγο πιο μπροστά, χαϊδεύω με το πέλμα τις μικρές καταστροφές μου. Τι θα γινόταν; Αν γλιστρούσα σε τούτο εδώ το κόκκινο; Κάποιος με σπρώχνει για να περάσει. Κοιτάζω αριστερά. Πουλιά που πετούν οι σκέψεις. Άναρχες, ανακατεύοντας τις πορείες των περαστικών ανθρώπων. Ιριδίζουσες, γκρι, μαύρες σκίζουν τον ουρανό, χάνονται στο φως για να κοτσιλίσουν τα πιο ακατάλληλα σημεία.
Με βλέπουν. Χαμηλώνω το βλέμμα στα ζωγραφισμένα κάγκελα του δρόμου. Γιατί περπατάμε ψηλαφιστά τα άσπρα κάγκελά μας; Άψυχοι, φασαριόζικοι ίπποι με προσπερνούν κορνάροντας. Η άσφαλτος ξεχύνεται μπροστά μου όμοια με μαλλιά κρυφής ερωμένης, να τ' αρπάξω να ανέβω στο κορμί της, να μαθητεύσω στα μυστικά, στις γητειές, στο παιχνίδι. Βγάζω το παπούτσι και το αφήνω να πέσει στο δρόμο. Ακουμπώ το γυμνό πέλμα στην άκρη του πεζοδρομίου. Με βήμα κουτσό περπατείται το κόκκινο.
Ένα πράσινο φως μαχαιρώνει την παύση μου. Εμποδίζω το χρόνο, που βηματίζει ρυθμικά, κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο, με σημαίες και χρησμούς για συνθήματα, διασχίζει τα διακεκομμένα σύνορα της σύμβασης, χάνεται σε ένα ρεύμα αντίθετο. Στα χέρια μου τα κλειδιά τη φυλακής.
Μια φωνή πλησιάζει μες σ' ένα φρενήρες πορτοκαλί. Μου πιάνει το χέρι. Αφήνω τα κλειδιά να πέσουν. Σ' όλη αυτή τη φασαρία, δεν ακούει κανείς. Κάποιος τα παρασέρνει στις διαβάσεις με κλωτσιές. Χέρια στους ώμους μου. Γέρνω το κεφάλι δεξιά, να νοιώσω, να υπάρξω, να δω. Τα κλειδιά κομματιάζονται από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Το μαύρο που κοιτώ απέναντι μου δείχνει την κόκκινη καρδιά του που λάμπει. Μια σειρήνα προσπερνά ουρλιάζοντας σα δαιμονισμένη. Κλείνω τα μάτια.
Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και γέρνω μπροστά. Τώρα. Όσο είμαι ακόμα μια στιγμή σ' αυτούς τους δρόμους που βιάζονται από το χρόνο. Ένα χέρι στο στήθος και ακόμα ένα στη μέση μου, μ' αρπάζουν και με τραβάνε πίσω, με σφίγγουν πάνω σε ένα σώμα αντρικό, να νοιώσω το πόθο του, την ορμή του να κομματιάζει το κόκκινο, να ξεσκίζει την ανάσα του, να με πετάει στο άβατο του έρωτα.
Τι θα γινόταν αν εκείνο το ανεπαίσθητο δευτερόλεπτο, που ριγώ φανερώνονταν και έσπαγαν οι καταρράκτες του δύοπου γίνεται ένα ξανά πάνω στα stop που κανονίζουν τους δρόμους; Θα μ' έπαιρνες στην άκρη αυτού του επίπλαστου γκρεμού, ανάμεσα στις μνήμες, που ανεμίζουν καρφωμένες στους φωτεινούς σηματοδότες; Θα άλλαζες τον κόσμο για να βρεθεί χώρος για μας; Θα πάγωνες το δευτερόλεπτο, να ανοίξει η καταπακτή κάτω από τα πόδια μας, να γυρίσουμε το μαχαίρι στην καρδιά της μοναξιάς, να πετάξουμε μια φορά ακόμα προς την ποίηση, που σπαρταρά στον δικό της επίπλαστο γκρεμό.
Γέρνω το κεφάλι μου πάνω σου. Μην ψάχνεις το σώμα μου, μην ψαχουλεύεις την ψυχή μου, μη ξελογιάζεις την επιθυμία. Όχι, αφού δεν μπορείς να με κρατάς καθώς γίνομαι άμμος να με σκορπίζουν σ' αυτήν την αχανή έρημο που διακλαδίζεται στα πόδια σου. Όχι, αφού διαλέγεις τόση θάλασσα να σημαδεύει το βήμα μου την ώρα που γλιστρά και πέφτει απέναντι από το κόκκινο που αναβοσβήνει εκρυγνυόμενο εκεί που καθρεφτίζομαι. Όχι, δειλό, βουβό να μοιάζει με ναι καθώς μ' αρπάζεις ακόμα μια φορά.
Δεν σ' ακούει κανείς εκτός από μένα. Σε τούτο το σταυροδρόμι της Λωραίνης, συνάζω τα ξερόκλαδα σωρό να 'ναι έτοιμα σαν έρθουν να με κάψουν σαν αιρετική. Ανάψτε τις φωτιές να καίγονται αυτοί που έχουν το θράσος να επιλέγουν αλήθειες μισές σε μια πραγματικότητα καθολική με εντολές απόλυτες, να υποκλίνονται ιδρωμένοι σε κείνο που κατακρημνίζεται στη ρωγμή της ύπαρξης. Φέρτε τις γραφές, να τις ανοίξουμε πάνω στα σταματημένα αυτοκίνητα, να ψάξουμε παράγραφο – παράγραφο, γραμμή προς γραμμή, αφορισμούς της υπέρβασης, ύμνους της συνέπειας που άφησα πίσω μου την μέρα που το εγώ μ' έδιωχνε απ' τον παράδεισο με την αμαρτία χαραγμένη πάνω μου.
Έχουμε γιορτή απόψε. Μέσα στο μεσημέρι, θα κάψουμε μάγισσες, να ξεκληριστεί η μυστικιστική λατρεία της Θεάς, σε τούτη την άφυλη αλήθεια. Έρχονται να με ζητήσουν. «Δωρεάν λάβατε, δωρεάν δώσετε» Να το θυμάσαι όταν θα παραδίδεις το σώμα μου καθώς το 'χουμε συμφωνημένο. Γι' αυτό τα χέρια μου δεν διώχνουν τα δικά σου, γι' αυτό δεν γυρνώ να με κοιτάξεις, να μην το σκεφτείς δεύτερη φορά, να μην μετανιώσεις, σ' αυτήν την παγωνιά, που μας φορά καρότα για μύτες.
Ακούς. Πλησιάζουν μέσα στα χρώματα με τις δάδες στα χέρια. Μη χαλαρώνεις το σφίξιμο. Όχι ακόμα. Χέρι με χέρι να με παραδώσεις. Ακούς. Είναι τυφλά τα μάτια, δεν γνωρίζουν το διάφανο, που δροσίζει την ανάσα σου πάνω μου.
Μη με σηκώνεις από τη γη, χάνω τη δύναμή μου να υποτάσσομαι, μπήγεται η αστραπή κατάστηθα, ξεδιπλώνονται τα μαύρα φτερά σου. Θα σε δουν. Θα καταλάβουν. Πως είμαστε ίδιοι. Θα αρπάξουν και σένα. Μα δεν είναι ο καιρός σου ακόμα. Μίλα μου. Για το ανώδυνο, το σύνηθες, τη λήθη που θα γίνω όταν θα πάρεις τα χέρια σου από πάνω μου. Ψιθύρισε μου λόγια ξένα, να γελαστώ πως μου μιλάς για αγάπη σε τούτη τη γιορτή του πεζοδρομίου. Δίπλα στο αυτί καθώς στέκομαι ακίνητη στα σταματημένα αυτοκίνητα, στους παγωμένους ανθρώπους, στο δευτερόλεπτο που λιποτάκτησε.
Μην ανησυχείς. Δεν γυρνώ να σε κοιτάξω. Απλά επιστρέφω φλεγόμενη στην αρχέγονη μήτρα του σκοταδιού. Κάνε ένα βήμα πίσω. Δεν θα μετακινηθώ. Δεν το κατάλαβες τόσην ώρα; Δεν στέκεσαι στο πεζοδρόμιο. Σε ξερόκλαδα στέκεσαι. Έφτασαν. Κάνε το βήμα πίσω να βάλουν φωτιά. Τώρα.
Ξέρω να τηρώ τις συμφωνίες.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro