XXX. II.
Κατευθύνομαι στον σταθμό. Άνθρωποι που κοιμούνται, μα δεν το ξέρουν. Πειθήνιοι. Ακολουθούν σημαίες μεσίστιες. Θεούς, δαίμονες, ανθρώπους, σύμβολα, εικόνες, που πιθανώς να μην υπήρξαν ποτέ, παρά μόνο στο μυαλό τους. Εκατομμύρια άδεια πουκάμισα, περιπλανώμενα στον χώρο και τον χρόνο. Υπάρξεις-νομάδες. Καραβάνια που αναζητούν την όασή τους. Ή τον αντικατοπτρισμό της. Η επιθυμία. Η Αρχή των ενστίκτων.
Το τραίνο δεν έχει φτάσει ακόμα στο σταθμό. Κάθομαι σε ένα παγκάκι. Μία ηλικιωμένη σέρνει μία βαλίτσα και παλεύει να πιάσει έναν ηλικιωμένο κύριο από το χέρι. Εκείνος χαμογελά με το μπλε σκουφάκι του. Αν ένιωθα κάτι, θα ήταν ζήλια. Η κυρία φέρνει την βαλίτσα δίπλα στο παγκάκι και πάει καθίσει. Εκείνος προχωρά. «Πού πας ευλογημένε; Σταμάτα!» Τον αρπάζει από το χέρι και τον βάζει να καθίσει δίπλα της. Του φτιάχνει τα ρούχα. «Altzheimer. Το καταλάβαμε την πρώτη φορά που χάθηκε και τον βρήκε η αστυνομία» λέει ταχτοποιώντας την μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό του. «Δεν είναι εδώ. Τον κοιτώ. Και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Τα βράδια μόνο σαν κοιμηθεί, κλαίω. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Δεν μ' ακούει κανείς. Κάθε βράδυ. Και το πρωί παίρνω την βαλίτσα και επιστρέφουμε»
Το τραίνο σταματά μπροστά μας. Σηκώνεται. Παίρνει την βαλίτσα και προχωράει. «Έλα» Ο παππούς χαμογελά ευτυχισμένος στο παγκάκι. Αφήνει την βαλίτσα και τον παίρνει από το χέρι. Τον βάζει στο τραίνο. Την παρακολουθώ πίσω από τα τζάμια να προσπαθεί να τον βάλει να καθίσει. Ξεκινούν. Θα πάρω το επόμενο.
Κοιτάζω τα χέρια μου. Ξεχνώ το σχήμα τους. Το μυαλό μου απορρίπτει το σχήμα τους. Κλείνω τα μάτια μου. Προσπαθώ να θυμηθώ το όνομά μου. Ονόματα προελαύνουν. Όλα οικεία μα κανένα δεν αναγνωρίζω για δικό μου. Φαντάζομαι πως κάποιος με φωνάζει. Δεν απαντώ σε κανένα. Πρέπει να επιστρέψω. Μα δεν φορώ ταυτότητα. Δεν κρατώ τίποτα. Κοιτώ τον ουρανό. Ασφυκτιώ. Υποφέρω. Ένα τραίνο σταματά μπροστά μου. Μπαίνω μέσα.
Οι άνθρωποι παραμερίζουν. Στέκομαι στην πόρτα. Η τυφλή γυναίκα εμφανίζεται στο σταθμό. Δεν ρώτησα το όνομά της. Αν πάρεις το όνομα, παίρνεις ένα κομμάτι από την ψυχή φεύγοντας. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα κομμάτια, το λίγο, τα υποκοριστικά. Αγγίζω το τζάμι. Σταματά. Κάποια βιαστική που τρέχει να προλάβει πέφτει πάνω της. «Ελένη» την ακούω να φωνάζει καθώς οι πόρτες κλείνουν και το τραίνο ξεκινά.
Λατρεύουμε τις αλυσίδες μας. Είμαστε έτοιμοι να γονατίσουμε μπροστά σε οτιδήποτε θα αναλάβει την ευθύνη μας. Θα το στολίσουμε, θα το υμνήσουμε, θα το σκοτώσουμε αν χρειαστεί. Ο,τιδήποτε... Αρκεί να γίνει ό,τι πολυτιμότερο. Το άλλοθί μας. Δεν φταίμε εμείς. Ποτέ δεν φταίξαμε. Το τεκμήριο της αθωότητας, το ιερό δισκοπότηρο της ύπαρξής μας.
Βρίσκουμε την γύμνια μας αποκρουστική. Όποια μορφή και αν έχει. Ρούχα, θεωρίες, σχέσεις, οτιδήποτε χρειαστεί να μας αγκαλιάζει ζεστά, να μας αποκοιμίσει τις νύχτες. Ο χρόνος. Το ύστατο σύνορο της σκέψης μας. Αν όλα έχουν αρχή. Έχουν και τέλος. Το υπάρχω σχεδιασμένο σε ημιευθείες.
Σε ποια στάση να κατέβω; Θυμάμαι μια φωνή στο κεφάλι μου. Δεν ξεχωρίζω τις λέξεις. Δυναμώνει. Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Πρέπει να βγω. Πρέπει να κατέβω. Το τραίνο σταματά. Κατεβαίνω. Ο κόσμος προχωρά. Χάνεται. Σκορπίζει. Δεν ξέρω πού να πάω. Πού είναι το σπίτι μου; Ποια είναι τα ρούχα που φορώ; Ένας αστυνομικός. Κατευθύνομαι προς το μέρος του. Τον πλησιάζω. Η μνήμη. Η μόνη μας πατρίδα. Νόστος. Εγώ είμαι το σπίτι μου. Κάνω μεταβολή και χάνομαι μέσα στους δρόμους.
Πώς είναι φτιαγμένο το σπίτι μου; Από τι είναι φτιαγμένο; Αν μπορούσε η σκέψη μας να αποδεσμευτεί. Να μην βομβαρδιζόμαστε από χιλιάδες άχρηστες πληροφορίες, που μας αποπροσανατολίζουν. Η σύγχυση... Χρειάζομαι ησυχία. Θέλω να κοιμηθώ.
Περπατώ. Αναζητώ τη νύχτα. Κανείς δεν μπορεί να επιστρέψει αν δεν γνωρίζει το πού. Αν δεν έχει αντιληφθεί ποιος είναι, ή τι είναι. Λάθος. Κανείς δεν μπορεί να είναι, αν δεν έχει τον χρόνο. Μα χρόνος δεν υπάρχει στ' αλήθεια. Τον υφαίνουμε, τον τρέφουμε, τον ταξιδεύουμε. Ορίζουμε ό,τι επιθυμούμε να υποτάξουμε σε σχέση με αυτόν. Χοές η μνήμη μας. Ανθρωποθυσίες τα «ναι» και τα «όχι» μας. Ό,τι δεν υπάρχει, το δημιουργούμε.
Θέλω να σε δω. Θέλω να σ' αγγίξω. Ο πόθος μου έκρηξη. Γεννά κόσμους ολόκληρους. Να σε συναντήσω ξανά από την αρχή. Να με δεις και να γυρίσεις, με την λάμψη στα μάτια. Να υποκριθούμε και οι δυο μας τους αθώους. Να χαμογελάσουμε, να μου απλώσεις το χέρι και να στοιχηματίσουμε πως αυτήν την φορά θα τα καταφέρουμε. Η ύβρις.
«Νέμεσις». Στέκομαι απέναντι. Μουσική. Άνθρωποι φορούν τις Κυριακές τους. Προσπαθούν να εισέλθουν. Χαμογελούν. Γελούν. Αγκαλιάζουν ό,τι προσεύχονται να ανασάνει για αυτούς. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι πως όλοι τους κάποτε ήταν παιδιά. Μωρά, που δεν μπορούσαν να περπατήσουν και γελούσαν. Τους έμαθαν να περπατούν. Τους έπεισαν να τρέχουν. Φυλάκισαν τα πόδια τους σε παπούτσια. Ξέμαθαν να χορεύουν.
Η μίμηση πράξης, μας έπεισαν πως είναι πράξη. Σπουδαίας και τελείας. Γεμίσαμε τις κατ' επίφαση τραγωδίες μας αποσιωπητικά, ευελπιστώντας κάποια τελεία να μας βρει κατάστηθα. Η λήθη. Το καταφύγιο της ύπαρξής μας. Η γνώση. Οι μικρές Παρασκευές. Έμποροι τσιγγάνοι μου πούλησαν τα καρφιά. Σπασμένοι καθρέφτες οι κραυγές μου. Εγώ είμαι τα καρφιά.
Μπαίνω μέσα. Κατευθύνομαι στο bar. Δίπλα μου μία γυναίκα πίνει μόνη. Δεν έχει κάπου να καθίσω. Στέκομαι δίπλα της. Παρατηρώ πώς αγκαλιάζει το ποτήρι με τα δάχτυλά της. Με το άλλο χέρι χαϊδεύει το λαιμό της. Ανοιχτή η παλάμη της. Σπρώχνει το ποτήρι της προς το μέρος μου. Από τον τρόπο, που αλλάζει χέρια ένα ποτήρι, αναγνώριζα πάντα τους εραστές. Περιστρέφει το χέρι της και χαϊδεύει το μάγουλό της. Μια χορεύτρια.
Με καρφώνει με το βλέμμα της. Παίρνει το ποτήρι ξανά. Ο Barman την ρωτά αν θέλει ακόμα ένα ποτό. Χαμογελά. Ανοίγει το χέρι της και το ποτήρι πέφτει στο πάτωμα. Σφίγγει το χέρι της σε γροθιά και το κατεβάζει κάτω. Στριφογυρίζει τα δυο της χέρια κυκλικά με ανοιχτά τα δάχτυλά της. Είναι κωφάλαλη.
Γυρίζει προς το μέρος μου ξανά. Φέρνει το δείκτη της στο στέρνο. Παύση. Οι παλάμες της ανοιχτές, τεντωμένες ενώ τα ανοιχτά της δάχτυλα χαϊδεύουν το στέρνο διαδοχικά. «Αγαπημένη». Αντίδωρο το είναι μας. Κομματάκια το δίνουμε σε ό,τι ακουμπήσει τα χείλη του στο βλέμμα μας.
Ανεβαίνει στον πάγκο και από εκεί, πάνω στην μπάρα. Τα χέρια της. Λεπτά. Μακριά. Νομίζεις πως με την αφή νιώθει τη μουσική. Τα φώτα σβήνουν. Ο προβολέας πάνω της. Σιωπή. Μόνο μουσική. Χορεύει μόνη. Όλοι από κάτω με βλέμματα στιλέτα καρφωμένα πάνω της. Το φως προσπαθεί να την χαϊδέψει. Την φλερτάρει. Δεν του παραδίδεται. Στροβιλίζεται. Μα δεν στροβιλίζεται το σώμα της. Περιστρέφει τους κόσμους της αρμονικά. Βροχή Λεοντιδέων ό,τι ευχήθηκε, ό,τι πλάγιασε, ό,τι άφησε και ό,τι κάλεσε να 'ρθει ξανά.
Δεν χορεύει. Έρωτα κάνει. Με κάθε έναν, που την παρακολουθεί. Το φιλί στο μάγουλο. Υποψιάζεται. Μ' αρέσει. Τόσες συκιές φύτεψε. Τόσα χιλιόμετρα σκοινί ύφανε. Είναι τόσο, μα τόσο προκλητική. Θα παίξουμε. Τι ζητάς; Πες μου. Και απόψε θα στο δώσω. Το κέρδισες. Ζήτα. Ό,τι θες. Και θα το 'χεις.
«Έλα». Κατεβαίνει από την μπάρα. Το φως σβήνει. Ο κόσμος αρχίζει να κινείται ξανά. Κινείται προς την έξοδο. Την ακολουθώ. Βγαίνουμε έξω. Φυσάει. Πονάω. Ο πόνος με γονατίζει. Πεθαίνω. Όλα θολώνουν. «Ανάπνεε». Ο παγωμένος αέρας στο πρόσωπό μου. Στώμεν. Στώμεν καλώς. Καταρρέω. Δεν υπάρχει πόνος. Μεγαλώνοντας, τραβάμε το χαλί ξανά και ξανά κάτω από τα πόδια μας. Και η απόσταση από το πάτωμα μεγαλώνει. Η πτώση. Κάθε φορά και πιο οδυνηρή. Κοιτώ κάτω. Δεν υπάρχει πάτωμα. Δεν υπήρξε ποτέ. Στώμεν.
Κύκλος. Κράτα με. Στον αέρα. Με την αφή σου. Άγγιξέ με Αγαπημένη. Από μέσα. Σκοτάδι.
Ιός. Ο κώδικας μέσα στην κιβωτό του. Κατ' επίφαση νεκρός εκτός κυττάρου. Μέχρι την ενσωμάτωση. Η ένωση της γενετικής πληροφορίας. Η μετάφραση. Η έκφραση. Η αλλαγή. Η φυσική επιλογή. Εξέλιξη ή θάνατος. Λίγα κύτταρα αντέχουν. Τα περισσότερα θα πεθάνουν. Ό,τι αντέξει όμως θα κυριαρχήσει.
Ο χρόνος. Η τελευταία ψευδαίσθηση.
Σκοτάδι. Το περιστρέφω. Στερεοϊσομερές. Το σημείο που θα είναι διαφορετικό είναι η πόρτα της επιστροφής. Ο ιός. Εγώ. Ξανά και ξανά.
Κρυώνω. Ημίφως. Το χέρι μου στο πεζοδρόμιο. Το δαχτυλίδι μου. Φως μέσα στο φως. Αγκαλιασμένα. Ξέχωρα και όμως ένα. Απομακρύνω το χέρι μου. Ο χώρος. Περιπλανιέμαι σε ό,τι δεν υπάρχει. Ταξιδεύοντας δημιουργώ τους δρόμους μου.
Σηκώνομαι. «Έλα». Μια φωνή στο μυαλό μου. Το βλέμμα μου στην αγαπημένη. Τα χέρια της. Μου θυμίζουν κάτι. Τα 'χω συναντήσει ξανά. Το θράσος της γύμνιας τους. Σκεπάστε τα. Τα κρύβω στα δικά μου. Τα τραβά πανικόβλητη, κάνει μεταβολή και αρχίζει να τρέχει. Τρέχα αγαπημένη. Τρέχα να ξεφύγεις από ό,τι σε κυνήγησε. Τρέχα και εγώ θα τρέξω πίσω σου.
Δεν μπορείς να μου ξεφύγεις. Ούτε και το θες.
Την πιάνω και την κρατώ σφιχτά αγκαλιά. Παλεύει να ξεφύγει. Σπαρταράει. Ουρλιάζει στο κεφάλι μου. Μια μαινάδα, που υψώνεται από την γη και πέφτει πάνω μου με μανία. Την αφήνω και πιάνω τα αυτιά μου. Γυρίζει. Με φιλάει στο στόμα. Δεν με φιλάει. Την ανάσα μου κλέβει. Φύσα. Τα χέρια της στον λαιμό μου. Ανάσα μου. Τα χέρια μου στην μέση της.
Στερεοϊσομερή. Φως. Ξεθωριάζει. Απομακρύνεται. Ακίνητη. Επιστρέφει στην θέση της. Στην περίμετρο του κύκλου. Εγώ στο κέντρο. Εκείνη φωτεινό σημείο στην περίμετρο. Η Ελένη. Το ξέρω πως είναι και εκείνη εκεί. Την νοιώθω και ας μην την βλέπω. Τις νοιώθω. Όλες. Η σκέψη μου, ακτίνες. Συνδέεται με κάθε μια ξεχωριστά. Δεν βρίσκομαι εδώ. Τις υψώνω όλες στην αλήθεια μου. Ενώνονται η μία με την άλλη. Κύκλος φωτεινός μες στο σκοτάδι. Το δαχτυλίδι μου. Πρέπει να το περιστρέψω. Πρέπει. Και μαζί τους κόσμους τους. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τις έχω.
Κάτι με εκσφενδονίζει στον τοίχο. Πονάει το κεφάλι μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη. Ένα μούδιασμα. Πού είναι; Κάτι ζεστό και αλμυρό γεμίζει το στόμα μου. Ακουμπώ τα χέρια στα χείλη μου. Αίμα. Η αγαπημένη ακίνητη στο πεζοδρόμιο. Ένα αυτοκίνητο. Ο οδηγός ουρλιάζει, βρίζει. Σηκώνομαι με δυσκολία. Είναι τόσο όμορφη. Κόσμος αρχίζει να μαζεύεται γύρω της. Φωνάζουν. Κινούνται νευρικά. Της μιλούν. Προσπαθούν να την μετακινήσουν. Έρχονται ολοένα και περισσότεροι. Αίμα. «Με το κόκκινο του αίματος, είμαι, είμαι για σένα»
Χάνομαι μέσα στη νύχτα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro