Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

XXX. I.


Ηλεκτρικός σταθμός Πειραιά. Νύχτα. Η θάλασσα πίσω μου σκοτεινή. Έρημη. Φυσάει. Χιλιάδες άνθρωποι κρυμμένοι. Δίχως πρόσωπο. Δίχως μνήμη. Περπατώ ανάμεσά τους. Είμαι εδώ. Είμαι παντού. Και δεν είμαι πουθενά.

Μπαίνω σε ένα βαγόνι. Κάθομαι σε μία θέση δίπλα στο παράθυρο. Ακουμπώ στο τζάμι. Κάποιος από αυτούς θα με σκοτώσει. Περιμένω το τραίνο να ξεκινήσει. Κανείς δεν μας έμαθε να περιμένουμε. Κλείνω τα μάτια. Το ταξίδι της επιστροφής.

Ένας κόσμος κρεμασμένος στο «έχω». Ένας κόσμος που ξέχασε το «είμαι». Ο κόσμος μου. Ακουμπώ το τζάμι. Γίνομαι. Ό,τι ήμουν από την πρώτη στιγμή. Πριν διαλέξω τη φυλακή μου. Με κοιτούν. Μα δεν με βλέπουν. Δεν υπάρχω. Στ' αλήθεια κανείς τους δεν υπήρξε ποτέ. Παρά μόνο στη σκέψη μου. Ατέλειωτες μικρές συνομωσίες.

Ένα ζευγάρι τσακώνεται. Εκείνη φωνάζει. Εκείνος τη χτυπά. Κοιτώ το δαχτυλίδι μου. Κύκλος μέσα στον κύκλο. Γυρίζει να φύγει, σκοντάφτει στο μπαστούνι μιας τυφλής γυναίκας και σωριάζεται στα πλακάκια. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Μόνο ισορροπία. Η γυναίκα προχωρά και μπαίνει στο βαγόνι. Στέκεται δίπλα μου. Δεν φορά σκούρα γυαλιά. Δεν τα χρειάζεται. Με κοιτά. Ξεκινάμε.

Προσπαθώ να θυμηθώ. Μα δεν μπορώ. Μου λείπουν κομμάτια. Μου λείπει ό,τι δεν υπάρχει. Ο χρόνος. Ταξιδεύω μέσα στην νύχτα. Μα είναι ψευδαίσθηση. Μέσα σε μένα ταξιδεύω. Μέσα στην μοναξιά μου εμπεριέχοντας κόσμους ολόκληρους. Είμαι ο βωμός μου. Αυτόφωτος. Είμαι το μαχαίρι και ό,τι θα θυσιαστεί σε τούτο το ταξίδι. Κάτι αξίζει, όσο εκείνο που θα θυσίαζες γι' αυτό.

Δεν έχω σπίτι. Είμαι το σπίτι μου. Σταμάτησα να ζητώ. Σταμάτησα να περιμένω. Ακίνητοι στεκόμαστε όλοι. Παλεύουμε να αποδεσμευτούμε από τις ψευδαισθήσεις μας. Οι δυνατότητές μας, οι έννοιες, σωστό-λάθος, καλό-κακό, ζωή-θάνατος, σπόροι φυτεμένοι από την πρώτη μας ανάσα, την πρώτη μας αγκαλιά. Δέντρα, που περπατούν οι σκέψεις μας και εγώ ο ξυλοκόπος.

Η γνώση. Το σφιχταγκάλιασμα με την θέωση. Όλοι μας είμαστε Θεοί. Επιλέγουμε να προφασιζόμαστε πως είμαστε μισοί, αδύναμοι, καλοί, αδικημένοι... Όποιο άλλοθι μας ταιριάζει καλύτερα για να παίξουμε. Παιδιά είμαστε όλοι και πλήττουμε. Πλήττουμε αφόρητα. Όλοι το νιώθουν. Ελάχιστοι έχουν την επίγνωση. Γυρίζω το κεφάλι. Μου χαμογελά. Το τραίνο έχει σταματήσει. Σηκώνεται. Την ακολουθώ.

Περπατάμε μέσα στην νύχτα. Δεν βιάζεται. Μυρίζει γιασεμί. Από ένα ανοιχτό παράθυρο ακούγεται μουσική. Στέκεται. Αφήνει τα πράγματά της να πέσουν στο πάτωμα. Στρέφεται σε μένα. Μου απλώνεται το χέρι. Θέλει να ζήσει. Μέσα στην νύχτα. Θέλει να χορέψει. Μ' αγκαλιάζει. Η ανάσα της στο λαιμό μου. Σπαρταρά. Θα πεθάνει. Το νιώθει. Μύηση είναι ο έρωτας.

Η παλάμη μου στην δική της. Το σώμα μου πάνω στο δικό της. Το πόδι της μ' αγκαλιάζει και γλιστρά πάνω μου. Θέλει να μάθει. Τόσο αθώα. Όλες θα είναι. Το χέρι μου στην μέση της. Βωμός είναι ο έρωτας. Δικός μας. Εμάς λατρεύουμε. Ό,τι καλύτερο έχουμε. Ο άλλος είναι απλά η αφορμή. Δεν τον χρειαζόμαστε. Κάθε φορά είμαστε και καλύτεροι. Κάθε επόμενος έρωτας είναι καταδικασμένος να είναι καλύτερος.

Πόθος. Να έρθω μέσα σου. Στροβιλιζόμαστε. Τα μάτια της φωτίζονται μες στο σκοτάδι. Θυμάται. Ό,τι ήταν πριν γεννηθεί. Υποφέρει. Τα χέρια μου στο κορμί της. Είναι φορές που τρελαίνομαι, όταν σκέφτομαι την απελπισία με την οποία προσπαθούμε να κρατηθούμε απ' το ανύπαρκτο. Την σφίγγω επάνω μου. Και την πετάω στο πεζοδρόμιο. Σήκω. Υπάκουσε. Αυτόφωτη ή ετερόφωτη. Η ψευδαίσθηση της επιλογής. Θα τις απαιτήσω όλες. Και εσύ θα μου τις δώσεις. Δεν μπορείς να αντισταθείς. Καμία δεν μπορεί.

Αγγίζει το γόνατό μου. Σηκώνεται. Ένα χάδι στο πρόσωπό της. Αν υπήρχε αγάπη, ίσως και να μπορούσα να την αγαπήσω. Χορεύουμε. Δεν ζητά αγάπη. Ν' αγγίξει θέλει. Για να πιστέψει. Να δει. Μαζί το συμφωνήσαμε. Πριν καν γεννηθούμε. Πως θα συναντηθούμε εδώ. Θα χορέψουμε μέσα στην νύχτα. Διψά. Πεινά. Μα δεν το ξέρει. Ζητά. Ό,τι είναι. Ελεύθερη από όλα όσα της μάθανε.

Να με χρησιμοποιήσει θέλει. Το ίδιο κάνω και εγώ. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι εγώ το γνωρίζω, το παραδέχομαι. Η πτώση μου. Αμετανόητη. Το άλλοθι της αθωότητας. Κάθε φορά μαθαίνω απ' την αρχή σαν να είναι η πρώτη φορά. Η μουσική σταματά. Αναζητά την τσάντα της. Το λευκό της μπαστούνι. Φοβάται. Γυρίζει το πρόσωπό της προς εμένα. Ελευθερία. Κάνω μεταβολή να φύγω. «Έλα» λέει χαμηλόφωνα. Στέκομαι.

«Έλα». Τίποτα και κανείς δεν έρχεται αν δεν το καλέσεις. Οτιδήποτε άλλο βρεθεί στο δρόμο σου απλά δεν το αναγνωρίζεις. Χάνεται. Μα κάθε τι έχει το τίμημά του. Εσύ... είσαι το δικό σου. Και θα μου το προσφέρεις. Για κάτι, που δεν ξέρεις τι είναι. Για κάτι, που δεν σου έχει μιλήσει κανείς άλλος για αυτό. Ούτε και εγώ θα σου μιλήσω. Θα σ' αφήσω μόνο να δεις. Και μετά θα χαθώ. Και τότε θα αποφασίσεις. Αν θα γίνεις. Ή θα σε παγώσεις για πάντα. Γιατί θα ξέρεις, θα θυμηθείς. Η ζωή είναι θάνατος... και ο θάνατος ζωή.

Την ακολουθώ. Φτάνουμε στο σπίτι της. Ξεκλειδώνει. Ακουμπά τα πράγματά της. Βγάζει το παλτό της, βάζει μουσική και ανοίγει την μπαλκονόπορτα. Σκαρφαλώνει στα κάγκελα. Στιγμές είναι όλα. Η εκπυρσοκρότηση του χρόνου. Ένα κλικ που απαιτεί τόσα πολλά για να συμβεί. Νομίζουμε πως ξέρουμε να σημαδεύουμε. Μας εκπαιδεύουμε. Πυροτεχνήματα. Όχι ακόμα γλυκιά μου. Όχι.

Αρχίζει να γελά. Σπαραχτικά. Η ανάσα μου μέσα της. Η γέννηση. Το πρώτο σοκ. Είμαστε κάπου που είναι ζεστά, κολυμπάμε, δεν πεινάμε, δεν κρυώνουμε και ξαφνικά κάτι μας τραβά, μας σπρώχνει, ασφυκτιούμε, πεθαίνουμε. Φως. Πόσο ενοχλητικό. Φωνές. Πεθαίνουμε. Ο χρόνος. Τικ, τακ, τικ... Αποφάσισε. Τώρα. Στα χέρια μου κρατώ το σώμα σου. Κραυγή. Το πρώτο μας κλάμα. Ανάσαινε.

Της κλείνω τα μάτια. Η παράδοση. Αρχίζω να την γδύνω. Ένα ρόδο πανέμορφο. Αφαιρώ ένα-ένα τα πέταλά του. Μ' αγαπά, λίγο, πολύ, μέχρι τρέλας... Ποιο το νόημα της ομορφιάς, αν δεν την απολαμβάνουμε; Όλοι μας γεννηθήκαμε όμορφοι. Μας δημιουργήσαμε έτσι. Δολώματα και αγκίστρια ταυτόχρονα. Δέλεαρ. Να παγιδεύσουμε την σκέψη μας. Πάθη, αδυναμίες, επίκτητες αρετές. Το τρυφερό μας λίκνο.

Μ' αγαπάς; Λίγο; Πολύ; Μέχρι τρέλας... Μέχρι το τέλος της νύχτας. Μέχρι να δεις ότι δεν με χρειάζεσαι πια. Πως στ' αλήθεια δεν με χρειαζόσουν ποτέ. Αλλά έπεισες τόσο πολύ τον εαυτό σου, που σε εξανάγκασες να με δημιουργήσεις.

Ένα τσιγάρο καπνίζει στο τασάκι. Φυσάει. Θα ξημερώσει σε λίγο. Κοιτάζω το ρολόι καρφωμένο στον τοίχο. Τι ανοησία να πιστεύουν πως δεν σταματά ο χρόνος. Στο λαιμό της κρέμεται ο προσωπικός της Ιούδας. Δεν τον χρειάζεται πια. Μες στον ύπνο της το τραβά και το σπάει. Κατεβαίνω στο δρόμο. Με κυοφορεί. Σαν έρθει ο καιρός, θα με γεννήσει ξανά. Η τιμωρία μου. Η αδυναμία μου. Η νίκη μου. Η πιο δική μου καταδίκη.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro