Κεφάλαιο 8
Από το αμάξι, ένα αγροτικό αμάξι,κατέβηκε ένας άνδρας μεσαίου αναστήματος, που φορούσε αγροτικά ρούχα. Πρέπει να ήταν περίπου σαράντα πέντε χρονών. Αυτός ο άνδρας με πλησίασε.
《Είσαι ο Τζέραλντ Ρόμπερτς;》
Στην αρχή σκέφτηκα να μην απαντήσω. Αλλά το σκέφτηκα και είπα να απαντήσω και βλέπω που θα καταλήξει η συζήτηση.
《Ο ίδιος》
《Με λένε Λάρρυ.Θέλω να έρθεις μαζί μου》
《Γιατί;》
《Θα σου πω στο δρόμο. Έλα μαζί μου》
Μου φάνηκε περίεργο που ένας άγνωστος ήθελε να έρθω μαζί του. Αλλά μήπως με ήξερε; Ποιος δεν ήξερε τον Τζέραλντ Ρόμπερτς;
《Καλά.Θα έρθω》
Σηκώθηκα από το παγκάκι και μπήκα μέσα στο αμάξι. Φαινόταν μεταχειρισμένο.Δε με πείραξε.
《Που είπαμε ότι πάμε;》
《Στο σπίτι μου κοντά στη λίμνη》
Η διαδρομή ήταν μεγάλη.Κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να μάθω περισσότερα πράγματα.
《Ποιος είσαι εσύ;Που ξέρεις ότι θα ήμουν εδώ;》
《Με λένε Λάρρυ όπως σου είπα.Είμαι κυνηγός.Εγώ και η αδερφή μου η Τζέσικα μένουμε σε ένα μικρό σπίτι δίπλα στη λίμνη》
《Εμένα όμως τι με θέλεις;Πώς ξέρεις ότι θα ήμουν εδώ;》
《Είδα στις ειδήσεις ότι έχασες τα πάντα.Και επειδή έχω φτάσει και εγώ στην ίδια θέση,θέλησα να σε βοηθήσω》
Ο Λάρρυ μου δημιουργούσε συνεχώς απορίες.Απορίες που ήθελα να μάθω την απάντηση.
《Δηλαδή τι έγινε;》
《Έχασα σπίτι,δουλειά,τα πάντα》
《Που δούλευες;》
Ο Λάρρυ αναστέναξε.Κάτι πήγε να μου πει αλλά την τελευταία στιγμή δεν είπε τίποτα.
《Θα σου πω άλλη φορά》
《Και μένα τι με θέλεις ακριβώς;》
《Κανονίζω μια δουλειά.Και επειδή ξέρω ότι δεν έχεις που να μείνεις,σκέφτηκα να σε φιλοξενήσω και να σε πάρω μαζί μου να με βοηθήσεις σε κάτι》
《Δηλαδή;》
《Όταν έρθει η ώρα θα σου πω》
Τελικά,μετά από μια μεγάλη διαδρομή φτάσαμε έξω από το σπίτι του Λάρρυ.Ένα απλό,αγροτικό σπίτι,κοντά στην όχθη της λίμνης.
Κατέβηκα από το αμάξι και ο Λάρρυ μου είπε να κατευθυνθώ προς το σπίτι. Έτσι έγινε.
Περπάτησα γοργά προς την πόρτα του σπιτιού και μόλις έφτασα είδα μια κοπέλα να μου ανοίγει την πόρτα.Μια κοπέλα στο ύψος μου,μαυρομάλλα και με μακριά μαλλιά.Πρέπει να ήταν η αδερφή του Λάρρυ,η Τζέσικα.
《Έλα μέσα.Σου έχω έτοιμα κάποια ρούχα να φορέσεις》
Έμεινα έκπληκτος.Δε περίμενα να έχουν έτοιμα ρούχα να φορέσω.Νιώθω ότι θα είχα μια καλή φιλοξενία.Αλλά και πάλι έχω πράγματα να μάθω.
《Εσύ πρέπει να είσαι η Τζέσικα》,της είπα.
《Και εσύ ο Τζέραλντ.Πρέπει να πω ότι δείχνεις πιο ωραίος από κοντά》
Η Τζέσικα έδειχνε να είναι μικρή σε ηλικία. Πρέπει να είμαστε πάνω κάτω συνομήλικοι.
《Πήγαινε να αλλάξεις και έλα να κάτσουμε να φάμε.Τα ρούχα τα έχω πάνω,δεύτερη πόρτα αριστερά》
Το σπίτι δεν ήταν και το μεγαλύτερο που έχω επισκεφθεί.Ήταν ένα μικρό αγροτικό σπίτι.Και τα σκαλιά δεν ήταν και τα πιο ακριβά από άποψη υλικού.Δεν είχαν όμως και κανένα πρόβλημα.
Όσο ανέβαινα τα σκαλοπάτια συνειδητοποίησα κάτι.Ότι έπρεπε να κάνω μια νέα αρχή.Να ξεχάσω τις πολυτέλειες.
Το δωμάτιο ήταν μικρό αλλά ήταν ωραίο.Υπήρχε μια ντουλάπα,ένα κρεβάτι ξύλινο και ένα κομοδίνο. Πάνω στο κρεβάτι υπήρχαν τα ρούχα μου.Μια μπλούζα,ένα παντελόνι και μια πετσέτα.Σκουπίστηκα με την πετσέτα και ύστερα ντύθηκα.Τότε,κατέβηκα κάτω.
《Έλα κάτσε.Ο Λάρρυ έρχεται》
Κάθισα στο τραπέζι και είδα την Τζέσικα να μου σερβίρει σούπα.Ζέστη σούπα.
《Εσύ μαγείρεψες τη σούπα;》,τη ρώτησα.
《Ναι.Είμαι καλή μαγείρισσα.Αύριο λέω να μαγειρέψω σπαγγέτι.Σου αρέσει;》
Έμεινα έκπληκτος ξανά.Θα μαγείρευε το αγαπημένο μου φαγητό.
《Τρελαίνομαι》
Ξεκίνησα να τρώω τη σούπα.Μπορώ να πω ότι ήταν πολύ ωραία.Κάτι που φρόντισα να της το δείξω.
《Πολύ ωραία η σούπα》
《Σε ευχαριστώ.Ελπίζω η γυναίκα σου,ή μάλλον η πρώην γυναίκα σου να μαγείρευε και εκείνη ωραία》
Άφησα κάτω το κουτάλι και την κοίταξα.Ήξερε πολλά για μένα.
《Τα έχετε μάθει όλα;》
《Κάθε μέρα στις ειδήσεις αυτό λένε》
《Έχουν γίνει πολλά τις τελευταίες μέρες.Δε θέλω να τα θυμάμαι》
《Μην ανησυχείς.Και εγώ δε θέλω να στα θυμίζω.Το θέμα είναι να σε φροντίζω καλά μέχρι να δεις τι θα κάνεις》
《Μέχρι τότε βλέπω να κάθομαι εδώ》
Μπορώ να πω ότι ένιωθα μια χαρά μέχρι στιγμής.Νιώθω ότι θα με φροντίζουν καλά όσες μέρες κάτσω.
《Θα είναι δύσκολο στην αρχή αλλά θα συνηθίσεις τη ζωή σου εδώ》
《Μακάρι》
Η Τζέσικα ήταν καλή κοπέλα.Νιώθω ότι θα γίνουμε καλοί φίλοι.Αυτό με έκανε να θέλω να τη ρωτήσω πράγματα για εκείνη.
《Πειράζει αν σε ρωτήσω πράγματα για σένα;》
《Καθόλου》
Τη ρώτησα βασικά πράγματα.Πόσο είναι και πως και μένουν εδώ πέρα,δίπλα στην όχθη της λίμνης.Εκείνη απάντησε σε όλα που την ρώτησα.
《Είμαι 43.Κανονικά με τον Λάρρυ μέναμε στη Queens. Όμως έγινε κάτι και χάσαμε τα πάντα και αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ》
《Ναι,κάτι μου είπε.Αλλά πως τα βγάζετε πέρα;》
《Με τις οικονομίες μας.Ευτυχώς είχαμε αφήσει κάποια χρήματα στη μέση》
Όσο περνούσαν τα λεπτά και ο Λάρρυ δεν ερχόταν,εγώ γινόμουν φίλος με τη Τζέσικα.Τότε αποφάσισα να τη ρωτήσω κάτι διαφορετικό.
《Πώς και δεν έχεις παντρευτεί;》
《Δε βρέθηκε ο εκλεκτός;Ξέρω εγώ》
Η απάντηση της μου έδωσε την ευκαιρία να της πω κάτι που μου είχε πει ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου:
《Ο γάμος είναι δύσκολο πράγμα.Θέλει θυσίες και αγάπη.Μπορείς να θυσιάσεις πράγματα για να κρατήσεις την αγάπη,αλλά δε μπορείς να αγαπήσεις για να θυσιάσεις πράγματα》
Η Τζέσικα έμεινε άφωνη.
《Τζέραλντ,τι ωραία που τα λες》
Τελικά,ήρθε και ο Λάρρυ,κάθισε στο τραπέζι και ξεκίνησε να τρώει.
《Συγγνώμη που άργησα.Βλέπω γνωριστήκατε》
《Όπως βλέπεις》,του απάντησα.
《Τζέραλντ,για τη δουλειά που λέγαμε.Αύριο το πρωί θέλω να πάμε μέχρι την πόλη.Έχω πει σε ένα φίλο μου να μας περιμένει》
《Και τι θα κάνουμε ακριβώς;》
《Βασικά εσύ θα πας και θα παραλάβεις κάτι》
《Και τι θα είναι αυτό;》
《Θα δεις αύριο》
Η Τζέσικα τον κοίταξε.
《Αδερφέ,είσαι σίγουρος γι'αυτό;》
《Τζέσικα,τα έχουμε πει》
Τελικά,αφού έφαγα ανέβηκα πάνω στο δωμάτιο. Άνοιξα τη ντουλάπα και βρήκα μέσα πιτζάμες. Τις πήρα και τις φόρεσα.
Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα ξυπνητήρι. Η ώρα ήταν 10.30. Έπρεπε να πέσω νωρίς για ύπνο.Κάτι που δε το συνήθιζα.
Πέρασαν δύο ώρες και δεν είχα κοιμηθεί.Αναρωτιόμουν που να βρισκόταν ο Ματ και ο Κρις.Να είναι ζωντανοί;
Αφού δε μπορούσα να κοιμηθώ αποφάσισα να βγω στο διάδρομο.Πήγα στην πρώτη πόρτα και είδα ότι ήταν λίγο ανοιχτή.Πήγα να μπω μέσα αλλά είδα τον Λάρρυ να κοιμάται.Τότε πλησίασα την τρίτη πόρτα.Και εκείνη ήταν ανοιχτή.Μπήκα μέσα και είδα την Τζέσικα να διαβάζει ένα βιβλίο.Την πλησίασα.
《Δε κοιμάσαι;》,τη ρώτησα.
《Δε μπορούσα να κοιμηθώ》
《Και είπες να διαβάσεις κανένα βιβλίο;》
《Από ό,τι βλέπεις.Το να διαβάζω είναι η αγαπημένη μου ασχολία》
Κάθισα δίπλα της.
《Να σου πω την αλήθεια και εμένα μου αρέσει να διαβάζω βιβλία.Όταν ήμουν μικρός διάβαζα συνέχεια βιβλία που είχα στη βιβλιοθήκη του δωματίου μου》
《Γιατί τώρα δε διαβάζεις;》
《Λόγω της δουλειάς μόνο εφημερίδα προλάβαινα να διαβάζω》
《Πάντως,αν θες,έχω πολλά βιβλία.Πάρε κανένα οπότε θες》
Το σκέφτηκα λίγο.Τελικά,πήρα ένα που βρήκα.
《Θα πάω να το διαβάσω και μετά θα κοιμηθώ》,της είπα και σηκώθηκα πάνω λέγοντας ,《καληνύχτα》
《Καληνύχτα》,μου είπε και μου χάιδεψε το χέρι.
Πήγα στο δωμάτιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι.Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο.Ενδιαφέρον ήταν. Διάβασα περίπου πενήντα σελίδες.
Τελικά κάποια στιγμή άφησα το βιβλίο και έπεσα να κοιμηθώ.Το πρωί είχα δουλειά.Αλλά ας ξεκουραστώ μέχρι τότε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro