•Chapter 10•
Το κεφάλι μου είναι βαρυ... γιατί δεν μπορώ να σταματήσω επιτέλους να σκέφτομαι;.. το σώμα μου καίγεται ολόκληρο... υποτίθεται πως το αλκοόλ σε βοηθάει να ξεχάσεις... τότε εγώ γιατί σκέφτομαι μόνο το παρελθόν;... υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα ξανά κλαψω... πως θα στέκομαι δυνατή ο κόσμος να χαλάσει... τότε γιατί... γιατί νιώθω τα μάγουλα μου υγρά;... δεν μπορώ να πάψω να σκέφτομαι... να σκέφτομαι το παρελθόν... από μικρή που ημουν... ποτε δεν εφτεξα σε τίποτα... το μόνο που ήθελα ήταν αγάπη... αγάπη από τον πατέρα μου... μήπως ζητούσα πολλα;.. μήπως η επιθυμια μου ήταν εγωιστική και αλαζονική;... δεν θυμάμαι την μητέρα μου... πέθανε όταν ημουν 2 χρόνων... από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου το μόνο που εκανα ήταν να διαβάζω... κάθε φορά θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει 'απόδειξε μου τι αξίζεις και μόνο τότε ελα να μου ξανά μιλήσεις'... ημουν παιδάκι... δεν ήξερα τι σήμαιναν αυτά τα λόγια... το μόνο που θυμάμαι από την ηλικία των 6-10 είναι τον εαυτό μου κλεισμένο μέσα σε ένα δωμάτιο με έναν δάσκαλο πάνω από το κεφάλι μου να με αναγκάζει να διαβάζω... να διαβάζω γιατί;... για να αποδείξω την αξια μου σε ποιον;... κανεις δεν με ρώτησε τι ήθελα να κάνω στην ζωή μου... όλοι με έβλεπαν σαν τον μοναδικό 'διάδοχο' του κολοσσού Windsor... στην πραγματικότητα όμως κανεις δεν αναγνώριζε τις προσπαθειες μου... όλοι ζητούσαν πιο πολλα από μενα... πιο πολλα απ όσα μπορουσα να δώσω... και ειδικά... ο πατέρας μου...
«Ψιτ μικρό».. με αργές κινήσεις σηκώνω το κεφάλι μου και έπειτα το βλέμμα μου... μπροστά μου στεκοταν ο μπάρμαν κρατώντας ένα ποτήρι στα χέρια του... το βλέμμα του φαινόταν αρκετά περιεργο... ένιωθα ακόμα τα μάτια μου υγρά... θέλω να σταματήσω να δακρύζω αλλά δεν μπορώ... «κερασμένο από το παιδι απέναντι»... λέει και με το χέρι του μου κάνει νόημα να κοιτάξω... γυρίζω το κεφάλι μου προς την μεριά την οποία έδειχνε το χέρι του... το μόνο που μπορώ να αντικρίσω είναι μια αντρική φιγούρα να κάθεται σε ένα σκαμπό παραδίπλα και να κοιτάζει προς το μέρος μου... η όραση μου είναι τόσο θολή... ανοίγω κλείνω τα μάτια μου όμως όταν τα ξανά ανοίγω η θεα μου ήταν μπλοκαρισμένη... μια αντρική φιγούρα στεκοταν λίγα μέτρα μακρυά μου εμποδίζοντας τον άλλον άντρα που κοιτούσα πριν... το βλέμμα μου παρατηρεί την στάση του προσεκτικά... είχε στηρίξει το σώμα του πάνω στην μπάρα και κοιτούσε ευθεία... ήταν αρκετά απλά ντυμένος όμως αυτά που φορούσε του ταίριαζαν απόλυτα... μαύρο τζιν και μαύρο δερμάτινο μπουφάν... το βλέμμα μου κινούταν κατά μηκος του σώματος του μέχρι που... τα βλέμματα μας ενώθηκαν...
Το έντονο γαλάζιο χρωμα στα μάτια του φαίνονταν υπερβολικά λαμπερό παρ όλο που ο φωτισμός ήταν αρκετά χαμηλός... το πρόσωπο του ήταν τόσο καλα σχηματισμένο... γεμάτο γωνιές στα σωστα σημεία... το βλέμμα μου κατέβηκε στα χείλη του.. τόσο έντονα και καλοσχηματισμένα... απότομα γυρίζω το σώμα μου ξανά προς τα μπροστά μου... τι στο καλό κάνω;... Αμαρυλλίς έχεις τρελαθεί;... νιώθω την καρδιά μου να χάνει χτύπους από το τρόπο με τον οποίο χτυπούσε... τόσο γρήγορα και δυνατά... το κορμί μου έχει ανατροιχιασει.... η ανάσα μου έχει αρχίσει να κόβεται... νιώθω πως το οξυγόνο στην ατμόσφαιρα χάνεται... με βιαστικές κινήσεις πιάνω το ποτήρι μου και κατεβάζω και το υπόλοιπο υγρό που είχα απομείνει... το κεφάλι μου παει να σπάσει... δεν ξέρω αν καίγομαι από το ποτό ή από τον πυρετό... κοιτάζω το μπουκάλι μπροστά μου... δεν είχα καταλάβει για ποτε το είχα αδειάσει... δεν μπορώ να πιω άλλο... η όραση μου είναι σε άθλια κατάσταση... νιώθω να ζαλίζομαι... χωρίς να μπορώ να σταθώ άλλο το σώμα μου γέρνει μόνο του προς τα αριστερά... την πτώση μου ανατρέπει κάτι σκληρό... για μισό λεπτό... αυτή η αίσθηση κάτι μου θυμίζει... σηκώνω ελαφρά το σώμα μου και αντικρίζω τον άντρα που στεκοταν δίπλα μου
«Είσαι εντάξει;»... η φωνή του τόσο βαριά και σκληρή... το κορμί μου ανατροιχιαζει για άλλη μια φορά... τι στο καλό έχω πάθει;... θέλω να μιλήσω αλλά δεν μπορώ... θέλω να πω ναι είμαι εντάξει αλλά η γλώσσα μου είναι δεμένη κόμπος... στην πραγματικότητα δεν είμαι εντάξει... τελικώς καταλήγω απλά να κάνω ένα νεύμα απότομα βλέπω τον άντρα να με πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής... τα μάτια του κοιτάζουν τα δικά μου τόσο έντονα σαν να γδέρνουν την ψυχή μου... σαν να προσπαθούν να δουν τη κρύβω μέσα μου... στα άδυτα της ψυχής μου... «Με βλέμμα τοσο άδειο και δάκρυα στα μάτια δεν φαίνεσαι να σαι εντάξει»... η φωνή του σταθερή... έμοιαζε άχρωμη... και όμως... γιατί εμένα το στομάχι μου δέθηκε κόμπος;... τα μάτια μου δεν έχουν σταματήσει να κοιτάζουν τα δικά του... αυτό το γαλάζιο χρωμα τους με έχει μαγέψει... χα;... απότομα νιώθω τα μάγουλα μου υγρά... με απορεί πλησιάζω τα δάχτυλα μου και ακουμπάω τα μάγουλα μου... δάκρυα;... κλαίω;... εγώ;... πως γίνεται αυτό;... πως γίνεται να... ααα... τώρα κατάλαβα... οι σκέψεις μου θολές όμως παρ όλα αυτά.... Μπορούσα να καταλάβω το λόγο.... Αυτός ο άγνωστος... ποτέ κανείς δεν μογ είχε πει τίποτα τέτοιο... ποτέ κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για το πως νιώθω... ποτέ κανείς δεν με κοίταξε στα ματια όπως αυτός... ποτέ κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να δει αν πονάω... αν υποφέρω... εκείνος απλώς στεκόταν εκεί... με κρατούσε απ το να μην πέσω... τα χέρια του τόσο παγωμένα... τα ματια του ακόμα κοιτούσαν τα δικά μου... δεν μπορούσαν να καταλάβω τι μπορεί να σκεφτόταν...
Α:Τι κιαν δεν είμαι εντάξει;.... Η φωνή μου φαίνεται να τον ξαφνιάζει... «Τι σε νοιάζει εσενα μια άγνωστη;».... η φωνή μου άγρια... ο λαιμός μου έκαιγε τόσο που η φωνή μου είχε αλλάξει χροιά... όσο περνούσε η ώρα τόσο πιο πολύ ένιωθα το αλκοόλ να ρέει στις φλέβες μου... τα ματια μου κοίταξαν ξανά το πρόσωπο του... η έκφραση του φάνηκε να αλλάζει... δεν μπορούσα να διακρίνω με τι έμοιαζε... νιώθω το πρόσωπο του να πλησιάζει απειλητικά το δικό μου... απότομα κλείνω τα μάτια μου... τι... τι πάει να κάνει;....
«Τότε μπορώ να σου δανείσω εναν ώμο παρηγοριάς»... η φωνή του σταθερή... χωρίς καμία χροιά... η ανάσα του χτυπούσε στο λαιμό μου κάνοντας το κορμί μου να ανατριχιάσει... ένα ρίγος διαπέρασε όλο μου το σώμα... τι στο καλό έχω πάθει;... νιώθω το στομάχι μου να σφίγγεται... απότομα εκείνος ξανά απομακρύνεται από κοντά μου... επανέρχεται ξανά στο οπτικό μου πεδίο... τα μάτια του κοιτούσαν τόσο έντονα τα δικά μου...ο τόνος του είχε κάτι τόσο παράξενο... δεν φαινόταν να αστειεύεται... δεν φαινόταν τα λόγια που βγήκαν από το στόμα του να ήταν απλά φτηνές λέξεις με κάποιο χοιδεο νόημα από πίσω ... για κάποιο περίεργο λογο ένιωθα σα να μη μπορούσα να αντιδράσω.... Κανονικά έπρεπε να τον σπρώξω μακρυά... να τον χαστουκίσω και να φύγω τρέχοντας αλλά... αλλά γιατί αντ αυτού το σώμα μου τον ακολουθεί;... γιατί κάτι μέσα μου μου λέει να μην αφήσω αυτό το χέρι που έχει γίνει ένα με το δικό μου;... ίσως φταίει το ποτό... ίσως φταίνε τα λόγια του... ίσως φταίει που κάποιος για πρώτη φορά... κατάλαβε πως νιώθω... ίσως φταίει ο τροπος που με κοίταξε... τα ματια του αυτά· που ένιωθα να ξεσκεπάζουν κάθε μαύρη ανάμνηση που έκρυβα βαθιά μέσα μου... οποίος και να ήταν ο λογος δεν μπορούσα να σταματήσω να τον ακολουθώ... να αγγίζω το χέρι που ένιωθα πως με έπαιρνε μακρυά απ όλους και απ όλα... απ ότι δυστυχία είχε μέχρι τώρα κατασπαράξει το είναι μου....
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro