Sirius Black 🌙
┊Pale moonlight ┊
◇Sirius Black/oc◇
୨˚̣̣̣͙୧ Δεν περίμενε ποτέ να αγαπήσει κάποιον τόσο πολύ, κι όταν η μοίρα τον εξέπληξε, ήταν σίγουρος πως ήταν αδύνατον να χάσει αυτή την αγάπη. Κι ακόμη κι αν την έχανε, δεν περίμενε ότι η αγάπη του θα μπορούσε να κοιτάξει κάποιον άλλον, με εκείνα τα λαμπερά μάτια που διαφύλαγε μόνο για εκείνον. Στο κάτω κάτω, ήταν δική του ୨˚̣̣̣͙୧
~Αυτό το fanfic είναι εμπνευσμένο από το τραγούδι baby came home των the neighbourhood, οπότε συνιστώ να το ακούτε καθώς διαβάζετε το κεφάλαιο (το έχω επάνω). Άσχετα από την περιγραφή, ο Sirius δεν είναι κτητικός σε τοξικό επίπεδο, απλά το ξεκαθαρίζω. Αυτό το κεφάλαιο είναι λίγο angsty, όχι sad, I can't explain this, i just felt super inspired and wrote this in 3am. Ωστόσο, αυτό είναι μάλλον ένα από τα αγαπημένα μου μέχρι στιγμής σε αυτό το βιβλίο. Enjoy!
Εκείνες τις μέρες ο ουρανός ήταν πιο γκρίζος από ότι συνήθως, η μουσική στο πικάπ πιο μονότονη, οι φωνές που τρύπωναν στα αυτιά του πιο ενοχλητικά τσιριχτές. Έτσι σκέφτηκε πως μια καλή ιδέα, προτού χάσει το μυαλό του, θα ήταν να απαριθμούσε μερικά πράγματα που τον έκαναν χαρούμενο. Μερικά πράγματα που αγαπούσε. Αγαπούσε τους καθρέφτες γιατί αντικατόπτριζαν το είδωλο του, με τα μαύρα, πυκνά μαλλιά του που τόσο πολύ επιμελούταν με τα ακροδάχτυλα του, κάθε φορά προτού εγκαταλείψει τον κοιτώνα του. Αγαπούσε τις έντονες κολώνιες και τα κεφάλια που γυρνούσε όταν διέσχιζε τους διαδρόμους του Hogwarts. Αγαπούσε τον τρόπο που το όνομα του ταλαντευόταν στα χείλη των συμμαθητών του, το ντροπαλό τους βλέμμα όταν μιλούσαν για εκείνον, τα μάτια τους που έπεφταν στο πάτωμα όταν διασταυρώνονταν με τα μαύρα δικά του, και περισσότερο αγαπούσε το γεγονός ότι δεν γνώριζε καν το όνομα τους. Αγαπούσε το χαμόγελο που έφερναν στο πρόσωπο του οι φίλοι του, κάθε φορά που ο Peter έκανε ένα φριχτά κρύο αστείο ή ο James σκαρφιζόταν μια φάρσα που θα έβαζε τους Slytherin στην θέση τους.
Και αγαπούσε επίσης την Fionna Eldritch. Ακόμη κι αν αυτή δεν τον αγαπούσε πια. Αγαπούσε τον τρόπο που έκανε μια παύση προτού μιλήσει αντί να μουρμουρίζει, την έκφραση που χρωμάτιζε τα χαρακτηριστικά της όταν ήταν συγκεντρωμένη σε κάποια περγαμηνή που διάβαζε. Αγαπούσε τα εβένινα μαλλιά της, που έπεφταν ανάλαφρα στην πλάτη της, αγαπούσε τον τρόπο που έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου ή όταν ήταν μαζεμένα σε έναν κότσο, στερεωμένο με την βοήθεια του ραβδιού της. Αγαπούσε τα εξίσου μαύρα μάτια της, τα τόσο μεγάλα εκείνα μάτια που κάποτε χανόταν μέσα τους επί ώρες. Πράγματι, πόσες φορές είχε κοιτάξει σε εκείνη την άβυσσο, πόσες φορές είχε ριχτεί στην απύθμενη όαση; Εκεί όπου διέκρινε ένα φως αμυδρό που όλο και μεγάλωνε, ώσπου φανέρωνε δύο σιλουέτες, η μία ψηλότερη από την άλλη, με την πρώτη να κρατά ανάμεσα στα δάχτυλα της το πηγούνι της δεύτερης, σηκώνοντας το ελαφρά. Αυτό ήταν αρκετό για τον Sirius, παραπάνω από αρκετό. Επέτρεπε στον εαυτό του να χάνεται στην σκοτεινή όαση των ματιών της, να πιστεύει πως έβλεπε τους δυο τους μαζί. Γιατί να μην το έκανε εξάλλου; Εκείνη ποτέ δεν τον είχε διαψεύσει, δεν είχε αποστρέψει το βλέμμα της αλλού ουδεμία φορά.
Μα τώρα ο Sirius διέσχιζε την τραπεζαρία του Hogwarts μοναχός του και η Fionna καθόταν σε ένα διαφορετικό τραπέζι, με το μπράτσο της να ακουμπάει στο μπράτσο του Bertram Aubrey. Τους παρακολουθούσε, καθώς το φορτωμένο πιρούνι της περνούσε τα ροζ χείλη της κι ακουμπούσε στο μαξιλάρι της γλώσσας της. Καθώς έγειρε προς το τραπέζι, τα μαλλιά της, σαν μετάξι, γλίστρησαν από τον ώμο της κι έπεσαν στο πρόσωπο της. Ωστόσο ο Bertram δεν έχασε λεπτό, και με τα στραβά, άχαρα δάχτυλα του απομάκρυνε την τούφα και την στερέωσε πίσω από το αυτί της. Εκείνη χαμογέλασε, με γεμάτο στόμα, κι εκείνος την μιμήθηκε, προτού ακουμπήσει τα χείλη του στο μέτωπο της.
Ο Sirius αισθάνθηκε το πρόσωπο του να κοκκινίζει, το στήθος του να συσπάται, ενώ έσφιξε την γροθιά του νευριασμένος. Μα δεν είπε λέξη, μονάχα περιόρισε εκείνη την επιτακτική παρόρμηση να σπάσει στο ξύλο τον Bertram, σε έναν μορφασμό. Τί είχε κάνει λάθος εν τέλη; Τί είχε ο Bertram που τον έκανε καλύτερο από τον Sirius; Ο νεαρός Black τα είχε όλα. Μια πλούσια οικογένεια, ένα επώνυμο που κάθε πατέρας θα ήθελε να αποκτήσει η κόρη του, μία γοητεία που κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί και μια χαρισματικότητα που έκανε ακόμη και τους ψυχρότερους ανθρώπους να σκάνε ένα χαμόγελο, το οποίο ποτέ δεν πρόκειται να παραδέχονταν.
Και τί είχε ο Bertram; Ήταν απλώς κάποιος. Ένας κόκκος άμμου, τόσο ασήμαντος ώστε δεν γυρνούσες δεύτερη φορά να τον κοιτάξεις, πόσο μάλλον δεν τον πρόσεχες ούτε καν την πρώτη φορά που τον αντίκριζες. Και παρόλ' αυτά, κάτι είδε η Fionna, εκείνο το χλωμό φεγγάρι, κάτι που την έκανε να παρατήσει τον νεαρό Black, εν ριπή οφθαλμού, μονάχα για να τον αντικαταστήσει.
Κάποτε, τύλιγε τα δάχτυλα της γύρω από τα δικά του και δεν τα ελευθέρωνε παρά μόνο όταν πραγματικά έπρεπε. Τον άφηνε να την συνοδεύει σε όλα τα μαθήματα της, στην τραπεζαρία κάθε πρωί και μετά το απόγευμα, ακόμη και μέχρι τις τουαλέτες. Τον βοηθούσε με τις εργασίες του, του έγραφε γράμματα το καλοκαίρι όταν ήταν χωριστά, γέμιζε την περγαμηνή με καρδιές, μικρές και μεγάλες, τον φάκελο με αποξηραμένα λουλούδια και κομμάτια γλυκόριζας. Ακουμπούσε την μύτη της στα μαλλιά του, στον λαιμό του, ξεκούμπωνε το πουκάμισο του, οι παλάμες της διέτρεχαν αχόρταγα το καυτό δέρμα στο στήθος του, τα χείλη της χόρευαν με τα δικά του, άφηναν το σημάδι τους στο δέρμα του.
Αυτό ήταν δύο βδομάδες πριν. Ακόμη και τώρα, όταν έτρεχε την γλώσσα του στο κάτω χείλος του, μπορούσε να γευτεί τα χείλη της. Κόκκινο κρασί και μέντα. Κι αυτό τον τρέλαινε. Κάθε βράδυ, όταν ξάπλωνε κι ερχόταν αντιμέτωπος με το κενό ταβάνι πάνω από το ακούραστο κορμί του, έβλεπε την σκιά της να παίρνει μορφή και να γλιστράει σιγά σιγά στο μυαλό του, όπου και χτυπούσε μια φορά το σκήπτρο της, κι αυτό αρκούσε για να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία της εκεί. Μπορούσε να ακούσει την φωνή της, θελκτική, όμοια με Σειρήνας, να του ψιθυρίζει παλιά σ' αγαπώ, με τα χείλη της να ακουμπούν απαλά το αυτί του. Και τότε το αγόρι ανατρίχιαζε, το δέρμα του άρχιζε να καίει και τα δάχτυλα του έσφιγγαν τις κατάμαυρες τούφες των μαλλιών του. Δεν ακουγόταν ψεύτικα, όσες φορές κι αν έπαιζε την κασέτα, όσες φορές η αυλαία σηκωνόταν κι εκείνη έβγαινε στην σκηνή, δεν φάνταζε πως διάβαζε τις αράδες ενός σεναρίου, πάρα ομολογούσε ό,τι της πρόσταζε η καρδιά της.
Η καρδιά της που χτυπούσε δυνατά στο στήθος της, και το αγόρι μπορούσε να την ακούσει, τριβέλιζε το μυαλό του σε ένα συνονθύλευμα χαμένων σ' αγαπώ, στεναγμούς του ονόματος του, και αποχαιρετιστήριων αγκαθιών, που τον άφηναν ξάγρυπνο. Ακόμη κι όταν κατάφερνε επιτέλους να παρασυρθεί σε έναν ήρεμο ύπνο, η Fionna τον επισκεπτόταν στα όνειρα του. Στεκόταν μπροστά του, με τα μεγάλα μαύρα μάτια της ορθάνοιχτα, τα λαμπερά μαλλιά της να καλύπτουν το στήθος της, τα κόκκινα χείλη της να έρχονται σε έντονη αντίθεση με το χλωμό δέρμα της. Πότε τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της, πότε τον έγδυνε και τον γέμιζε παντού με τα φιλιά της, πότε καθόταν πλάι του και τον άφηνε να χτενίζει τα εβένινα μαλλιά της, πότε τον παρατούσε ξανά από την αρχή.
Μπορεί τα σ' αγαπώ να μην του φαινόταν ψεύτικα, μα δεν ήταν τόσο ερωτευμένος ώστε να μην καταλάβει πως όσα του είπε εκείνο το βράδυ ήταν δικαιολογίες. Σε μια ανασκόπηση, μπορούσε να το δει ξεκάθαρα. Η Fionna είπε πως ήθελε τον χώρο της, πως αισθανόταν εγκλωβισμένη. Ο Sirius ήξερε πως του έλεγε ψέματα γιατί εκείνη ήταν που δεν του άφηνε ποτέ το χέρι, που δεν ήθελε να εγκαταλείπει την αγκαλιά του, που του έλεγε να μην σταματήσει όταν την άγγιζε. Μα εκείνη επέμενε πως είχε κουραστεί, ένιωθε πως ασφυκτιούσε, ήθελε να πάρει μια ανάσα. Και ο Sirius την άφησε. Περίμενε τα δάκρυα της να ποτίσουν το πρόσωπο της, μα τα μάτια της ήταν τόσο στεγνά στην αρχή όσο και στο τέλος, όσο και στον αποχωρισμό.
Την άφησε να φύγει γιατί ο James τον καθυσήχασε πως τα κορίτσια πάντα επιστρέφουν, ειδικά όταν μιλάει κανείς για τον Sirius Black, γιατί ο Remus του είπε πως η Fionna τον αγαπούσε πραγματικά, και αρκούσε μονάχα να κοιτάξει κανείς πώς φωτίζονταν τα μάτια της και μαλάκωνε το βλέμμα της όταν προσγειωνόταν στο πρόσωπο του Sirius, γιατί ο Peter του είπε πως καμιά φορά η απόσταση κάνει καλό.
Πόσο απελπισμένος ήταν για να πιστέψει αυτές τις μαλακίες, αλήθεια; Κάθε μέρα την έβλεπε στους διαδρόμους χαμογελαστή, πλάι στους φίλους της και το μόνο που του χάριζε εκείνη ήταν ένα στιγμιαίο, αδιάφορο βλέμμα. Κι έπειτα, μια βδομάδα μετά, την είδε με τον Bertram στο πλευρό της, να κρατάει το χέρι του καθώς την συνόδευε στο μάθημα της αστρονομίας, όπως έκανε κι ο Sirius κάποτε. Ήταν τόσο δυνατό το χαστούκι, τόσο μεγάλο το κόκκινο σημάδι που απλώθηκε στο μάγουλο του, ώστε η πίκρα κι ο εκνευρισμός του διπλασιάστηκαν.
Αν πράγματι ήθελε χώρο, γιατί κρατούσε το χέρι του Bertram; Αν είχε βαρεθεί μόνη της, γιατί δεν επέστρεφε απλά στο πλάι του; Ήξερε πώς να την φροντίζει, μπορούσε να της δώσει ό,τι ήθελε. Μα εκείνη τον ξέγραψε. Πλέον το αγόρι ήταν απλά ένα από τα μυριάδες αστέρια που είχαν εδραιωθεί στον ουρανό της, κι όταν τα αστέρια είναι τόσα πολλά, δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις ούτε να επικεντρωθείς σε ένα, παρά μόνο αναγνωρίζεις την ύπαρξη του. Εξαίρεση αποτελεί ο Αποσπερίτης, και ο δικός της Αποσπερίτης ήταν ο Bertram Aubrey.
Κι εκείνη ήταν το φεγγάρι. Ένα φεγγάρι χλωμό, που οτιδήποτε έλουζε με το ασημένιο φως του αποκτούσε μια νέα αίγλη, μια σημαντικότητα, έναν ρομαντισμό που ερέθιζε και την πιο στρυφνή ψυχή. Ένα φεγγάρι που άφηνε το αγόρι με μισάνοιχτη χείλη και μόνο μια σκέψη έμενε να επικρατεί στο μυαλό του: πόσο αμετάκλητα ερωτευμένος ήταν με την Fionna Eldritch.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro