Remus Lupin 🌙
Life of the party
*Remus Lupin/female oc*
Ένα μικρό πάρτι ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, και ο Gryffindor φημίζονταν γι' αυτά. Ένα κρύο πάτωμα, ένας άδειος καναπές, ένα κουρασμένο αγόρι κι ένα αστροφώτιστο κορίτσι. Ο Remus είχε σκεφτεί πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να πάνε στραβά.
°2.7 k words°
~fluff, αυτό ξεκίνησε με προθέσεις να είναι ένα γλυκούλι κεφάλαιο χωρίς δράματα, αλλά God forbid να γράψω ποτέ κάτι που να μην έχει angst :/ i need help. Guest star εμφάνιση του Sirius που μας προβληματίζει λιγάκι αλλά η συμπεριφορά του επιδέχεται πολλαπλές εξηγήσεις. Επίσης, τελείως άσχετο, υπάρχουν άτομα που ακούνε την μουσική που έχω πάνω πάνω όσο διαβάζουν το κεφάλαιο; I'm genuinely curious 🧐~
Του άρεσε να περνάει χρόνο μόνος του. Κατά μεγάλο βαθμό βέβαια, ήταν αναγκασμένος να το κάνει. Ίσως γι αυτό να απολάμβανε τόσο έντονα το δικαίωμα της επιλογής. Ίσως μάλιστα να μην αποτελούσε επιλογή υπό αυτές τις συνθήκες, πάρα προσταγή του υποσυνείδητου εγώ του. Όπως και να 'χει, η μοναξιά ήταν μια κατάσταση στην οποία ο Remus έβρισκε συχνά τον εαυτό του.
Υπήρχαν βέβαια μερικά άτομα των οποίων την παρουσία όχι απλά ανεχόταν, αλλά επιθυμούσε. Δεν υπήρχε τίποτα που να συγκρίνεται με τους φίλους του, τοn James, τον Sirius και τον Peter. Εκείνα τα αγόρια τον αγαπούσαν περισσότερο από όσο αγαπούσε ο ίδιος τον εαυτό του. Γνώριζε πως ακόμη κι αν όλα τα αστέρια και το φεγγάρι έσβηναν μια νύχτα, εκείνοι θα βρίσκονταν πλάι του, παλεύοντας να κρατήσουν την φλόγα ενός μικρού κεριού αναμμένη ενάντια στον ψυχρό λυσσασμένο αέρα, κι ας έκαιγε τα δάχτυλα τους το καυτό κερί.
Κι από την άλλη, υπήρχε η Mallory Alden. Αν τα αστέρια και το φεγγάρι έσβηναν μια βραδιά, θα ήταν πολύ κρίμα, γιατί το φως τους κολάκευε τόσο υπέροχα τα καστανά μαλλιά της και μεγάλα, λαμπερά μάτια της. Ή ίσως να μην ήταν τόσο δυστυχές γεγονός, γιατί εκείνα τα μάτια σε συνδυασμό με το χαμόγελο της θα ήταν αρκετά για να φωτίσουν ακόμη και την πιο ζοφερή άβυσσο, χωρίς να καίγονται τα δάχτυλα του. Μόνο το χάδι του ασημένιου φωτός της, αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν.
Καθόταν στο πάτωμα, με την πλάτη του να στηρίζεται στον καναπέ. Την παρακολουθούσε να χορεύει στην μουσική, λίγο πιο μακριά από το πλήθος, πλάι στην φωτιά του τζακιού, παρέα με μια φίλη της. Τα μάγουλα της ήταν κόκκινα, τα στραβά της δόντια έκαναν το πρόσωπο της ακόμη πιο μαγευτικό κι ένα χαμόγελο ήταν κολλημένο στα χείλη του τα τελευταία λεπτά που ο δίσκος στριφογύριζε ακούραστα στο πικάπ. Ο Sirius ξάπλωνε πλάι του, παίζοντας με ένα μπαλάκι του πινγκ-πονγκ, μεθυσμένος. Όχι πως ο Remus ήταν περισσότερο νηφάλιος, κι ας είχε πιει ίσα ίσα ένα κουτάκι μπύρα.
"Χαίρομαι που ο James είναι ερωτευμένος," μονολόγησε ο Sirius δίχως να πάρει το βλέμμα του από το μπαλάκι που πότε πλησίαζε το πρόσωπο του, πότε το ταβάνι. Στην αρχή ο Remus δεν τον άκουσε, παρέμενε χαμένος στις ανάλαφρες κινήσεις των χεριών της κοπέλας, στο ιδρωμένο μέτωπο της και τα ανακατεμένα μαλλιά της.
"Ε;" Έκανε την στιγμή που επεξεργάστηκε την φωνή του φίλου του, όχι όμως τα λεγόμενα του.
"Δες τον. Παλεύει να της πει μια σωστή λέξη, αυτή τον αγνοεί, τον κοροϊδεύει, μα είναι τσιμπημένη μαζί του κατά βάθος. Γι αυτό ο James την κυνηγάει, για αυτό δεν τον έχει διαολοστείλει ακόμα η Lily."
"Είναι αλήθεια," κούνησε το κεφάλι του αφηρημένα ο λυκάνθρωπος.
"Κι εσύ είσαι ερωτευμένος. Για πρώτη φορά. Αυτή είναι η καλύτερη. Ασυναγώνιστη, αλήθεια."
"Ορίστε;" Ο Remus αμφέβαλε αν άκουσε σωστά τον Sirius, πάνω στο μεθύσι του και κάτω από την δυνατή μουσική.
"Με την Mallory. Το βλέπω. Όχι μόνο τώρα. Έχεις καρφωθεί," τα λόγια του νεαρού Black τράβηξαν βίαια το βλέμμα του Remus από το κορίτσι, τα μάγουλα του κοκκίνισαν από αμηχανία. "Βλέπω πως την κοιτάς από μακριά. Όταν σου μιλάει μέχρι και τα αυτιά σου κοκκινίζουν. Είναι αστείο," γέλασε και πιστά στα λόγια του, τα αυτιά του βάφτηκαν κόκκινα.
"Εγώ δεν... Απλά νομίζω..." Μα δεν οδηγούταν πουθενά. Αναστέναξε κι έθαψε το κεφάλι του στα γόνατα του. "Αλήθεια, φαίνομαι τόσο γελοίος;"
"Ναι. Γιατί είσαι ερωτευμένος. Όλοι οι ερωτευμένοι φαίνονται γελοίοι. Αλλά σας ζηλεύω λίγο."
Ο Remus σήκωσε το κεφάλι του από την κρυψώνα του και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του φίλου του. Είχε σταματήσει να παίζει με το μπαλάκι, το κρατούσε σφιχτά στο στήθος του. Τα μαύρα μάτια του τον κοιτούσαν γεμάτα προσμονή και το αγόρι ήθελε να πει κάτι, αλήθεια, μα δεν είχε ιδέα τι. Ίσως αν ήταν πιωμένος, να τα είχε καταφέρει.
"Πες μου πως είναι. Περιέγραψε το," τον παρότρυνε και κάρφωσε το βλέμμα του στο ψηλό ταβάνι.
Ο Remus σάλεψε στην θέση του, σκεπτικός, λες κι ο έρωτας ήταν θέμα λογικής. Ήξερε πως αν άφηνε την καρδιά του να αναλάβει τα ηνία, θα ακουγόταν ακόμη πιο γελοίος από όσο τον είχε περιγράψει νωρίτερα ο Sirius, όσο αδύνατο κι αν φαινόταν κάτι τέτοιο. Μα μετά σκέφτηκε πως ο φίλος του ήταν αρκετά μεθυσμένος και κατά πάσα πιθανότατα δεν θα θυμόταν τίποτα από όσα θα του έλεγε. Οπότε του έκανε την χάρη.
"Είναι σαν να έχεις συνέχεια πεταλούδες στο στομάχι σου. Την σκέφτεσαι, πεταλούδες. Την βλέπεις, πεταλούδες. Της μιλάς, πεταλούδες. Καμιά φορά προσπαθώ να απομνημονεύσω το πρόγραμμα της για να την πετυχαίνω τυχαία στους διαδρόμους, είτε βρεθώ αρκετά κοντά της για να την χαιρετήσω είτε όχι. Δεν με νοιάζει, απλά θέλω να την κοιτάζω. Να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί της," αναστέναξε, παρακολουθώντας την να χορεύει. Στροβιλιζόταν, τα μακριά μαλλιά της μπερδεύονταν στον αέρα, παραπατούσε ζαλισμένη, έπιανε το μπράτσο της φίλης της και γελούσε. Μακάρι να μπορούσε να ακούσει το γέλιο της.
"Καμιά φορά, όταν την σκέφτομαι το βράδυ πριν πάω για ύπνο με πιάνει απελπισία. Γιατί δεν βρίσκεται μαζί μου. Ούτε το πρωί θα βρεθεί, ούτε σε μια βδομάδα, ούτε σε έναν μήνα. Αυτό είναι το χειρότερο κομμάτι. Να γνωρίζω ότι δεν πρόκειται να μου πει τίποτα παραπάνω από ένα καλημέρα, να συζητήσουμε για τα μαθήματα, ίσως για κανένα βιβλίο που διαβάσαμε. Αυτό μόνο. Είναι απελπιστικό να την βλέπω να περπατάει με κάποιο άλλο αγόρι στο διάδρομο, να κάθεται μαζί του στο δείπνο, κι ας είναι φίλος της. Πονάει η σκέψη ότι δεν θα γίνει ποτέ δική μου. Με θλίβει."
Την ένιωθε να χάνεται μέσα στις φλόγες, καθώς χόρευε ανάμεσα τους. Σχεδόν μπορούσε να δει τις στάχτες σαν χιόνι στα μαλλιά της. Σύντομα θα εξαϋλωνόταν, κι ακόμη κι αν μάζευε το κουράγιο να απλώσει το χέρι του, απλά θα γέμιζε την χούφτα του με στάχτη.
"Μίλησε της. Μην την αφήσεις να χαθεί χωρίς λόγο. Μην... Μην αφήσεις την ευκαιρία να πάει χαμένη," μίλησε ξαφνικά ο Sirius. Ο Remus τράβηξε το βλέμμα του από την φιγούρα της Mallory. Τα μαύρα μάτια του φίλου του έλαμπαν.
"Δεν μπορώ."
"Σκάσε, Lupin. Είσαι τρέλα ερωτευμένος μαζί της. Μην φοβάσαι την απόρριψη. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Είσαι λυκάνθρωπος, ατρόμητος," είπε και αργά, φανερά ζαλισμένος, ανακάθισε. "Μπορεί τα πάντα να γυρίζουν αυτή τη στιγμή, μα βλέπω ξεκάθαρα το βλέμμα στα μάτια σου. Μην είσαι δειλός." Ακούμπησε το χέρι του στο γόνατο του Remus, στηρίχτηκε εκεί και σηκώθηκε στα πόδια του. "Την κάνω. Με περιμένει η... Η... Ξέχασα το όνομα της," μουρμούρισε, και με ασταθές βήμα, ανάκατα μαλλιά κι ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη του, άφησε τον Remus μόνο, καθισμένο στο πάτωμα, με την πλάτη του στον καναπέ.
Τον λυπήθηκε. Πήρε στα χέρια του το ζεστό μπαλάκι που ο φίλος του άφησε πίσω του. Ήθελε να απασχοληθεί με κάτι. Τον λυπόταν που δεν είχε ερωτευτεί ποτέ, μα όχι αρκετά ώστε να πλησιάσει την Mallory. Τουλάχιστον όχι εκείνη την συγκεκριμένη βραδιά. Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο, προτού εκείνο το κύμα θλίψης που έβλεπε να τον πλησιάζει από τον ορίζοντα τον καταπιεί. Το πράσινο μπαλάκι ήταν το σωσίβιο του, κρατιόταν απελπισμένα από εκείνο, μα δεν κατάφερε να τον σώσει.
Ένιωσε τα μάτια του να τσούζουν, έβλεπε άχνα το θλιμμένο πρόσωπο του Sirius, το λαμπρό χαμόγελο της Mallory, την χλωμή πανσέληνο της προηγούμενης νύχτας, ένιωθε την πληγή του να σκίζει τις ωμοπλάτες του, σαν τα νύχια του να περνούσαν από εκείνο το σημείο ξανά, όπως χθες. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του προτού το συνειδητοποιήσει, κι έσπευσε να το σκουπίσει. Όχι πως χρειαζόταν. Κανείς δεν είχε προσέξει τίποτα.
Ένας κόμπος είχε εδραιωθεί στο στήθος του, δυσκολεύοντας την αναπνοή του, το μπαλάκι στα χέρια του ασφυκτιούσε εξίσου. Ήξερε πως δεν ήταν καλή ιδέα να εμφανιστεί στο πάρτι. Γιατί δεν είχε εμπιστευτεί τον εαυτό του; Γιατί είχε ακούσει τον James.
"Γεια Remus."
Η φωνή της κοπέλας τον ξάφνιασε. Σήκωσε τα γυαλιστερά μάτια του στο πρόσωπο της, και πήρε την επιβεβαίωση που περίμενε, ωστόσο δεν επιζητούσε. Για πρώτη φορά στην ζωή του, μισούσε το γεγονός ότι η Mallory κάθισε πλάι του και του μιλούσε.
"Γεια," αποκρίθηκε μονολεκτικά. Σκούπισε την μύτη του, κράτησε πίσω τα δάκρυα του, τα μακριά δάχτυλα του έπαιζαν νευρικά με το μπαλάκι.
"Τι κάνεις;" Η κοπέλα ακουμπούσε την πλάτη της στον καναπέ, τα πόδια της ήταν τραβηγμένα στο στήθος της και τα αγκάλιαζε. Του χαμογελούσε, μα το βλέμμα της δεν ήταν τόσο ξέγνοιαστο όσο πριν μερικές στιγμές όταν την παρατηρούσε να χορεύει με την φίλη της. Προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία της, και τα κατάφερνε μια χαρά, αλλά ο Remus είχε αναπτύξει την ικανότητα κάθε μοναχικού παρατηρητή να διαβάζει με ακρίβεια και ευκολία τους ανθρώπους. Δεν ήθελε να τον λυπηθεί.
"Μια χαρά. Εσύ;" Κούνησε το κεφάλι του δήθεν αδιάφορα. Μετά βίας την κοιτούσε.
"Καλά. Μια χαρά." Και μετά δεν είπε τίποτα άλλο για μερικές στιγμές. Δεν την κοιτούσε, μονάχα παρατηρούσε τα μαύρα converse της που χτυπούσαν νευρικά το πάτωμα. Ίσως έψαχνε να βρει τα κατάλληλα λόγια, κι ο Remus ήλπιζε όσο τίποτα άλλο, να μην αναφέρει το παραμικρό για την κατάσταση του, αν πράγματι την είχε πάρει είδηση. Κι αν έκρινε κανείς από την συγκαλυμμένη συμπόνια στο βλέμμα της, τον είχε μυριστεί.
"Έχει πολύ κόσμο," είπε τελικά.
"Πράγματι." Και ξανά σιωπή. Ήθελε να μαζέψει το κουράγιο να της πει κάτι παραπάνω, μα το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι μύριζε σαν κανέλα και μπορούσε να νιώσει την θερμότητα της τόσο κοντά του που καθόταν. Δεν ήθελε να τον λυπάται.
"Που είναι ο Sirius;" Η ερώτηση της ξάφνιασε το αγόρι. Τα ακροβατικά που έκανε το μυαλό του σε χρόνο ρεκόρ τον οδήγησαν στην σκέψη πως η κοπέλα ήταν τσιμπημένη με τον φίλο του, πράγμα που έβγαζε νόημα. Σε ποια κοπέλα δεν άρεσε ο Sirius Black; Μάλιστα, μιλούσαν αρκετά, ένας φίλος της έκανε παρέα με τον Sirius οπότε βρισκόταν σε κοινή παρέα αρκετές φορές. Ο Remus θα έπρεπε να θυμώσει εκείνη την στιγμή, μα ήταν πολύ κουρασμένος για να αντιδράσει έτσι. Την καταλάβαινε, δεν την κατηγορούσε. Ούτε ήθελε να την πληγώσει λέγοντας της πως πήγε να βρει ένα τυχαίο κορίτσι.
"Κάπου έφυγε. Ίσως να βρει τον James ή τον Peter," είπε, μα ένιωσε μια σουβλιά στα πλευρά του που της έλεγε ψέματα και την παραπλανούσε.
"Κι εσύ; Τι κάνεις εδώ;"
"Απλά... Κάθομαι." Την στιγμή που άρθρωσε αυτές τις λέξεις συνειδητοποίησε πόσο οικτρά ακούστηκαν. "Θα πάω για ύπνο. Καληνύχτα," είπε κι έκανε να σηκωθεί. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να κρυφτεί κάτω από το πάπλωμα του, μόνος του, σε μία νάρκη αυτολύπησης από την οποία ποτέ δεν κατάφερνε ποτέ να δραπετεύσει.
"Με βαρέθηκες κιόλας;" Χαμογέλασε η κοπέλα καθώς το αγόρι σηκωνόταν. Τα κόκαλα του έτριζαν και το κεφάλι του κουδούνισε.
"Όχι απλά..." Μα δεν ολοκλήρωσε την φράση του, καθώς στάθηκε στα καστανά μάτια της. Τον κοιτούσαν γεμάτα προσμονή, περίμεναν να επιστρέψει στην θέση του, πλάι της, το χαμόγελο της τον προσκαλούσε.
"Τότε κάτσε εδώ."
Τα μάγουλα του κοκκίνισαν, κι επέστρεψε στην θέση του. Ευχόταν να μην είχε παρανοήσει τις προθέσεις της κοπέλας.
"Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνεις στο δωμάτιο σου," μίλησε, ανασηκώνοντας το φρύδι της. Το αγόρι μάζεψε επιτέλους κουράγιο να την αντικρίσει, κι ας είχαν πάρει φωτιά τα μάγουλα του, κι ας έτρεμαν τα δάχτυλα του.
"Κι όμως. Πήρα ένα καινούριο βιβλίο τις προάλλες και με περιμένει," αποκρίθηκε το αγόρι.
"Τι βιβλίο;"
"1984 του George Orwell. Το έχεις διαβάσει;"
"Φυσικά. Και την φάρμα των ζώων. Και τα βιβλία εναντίον τσιγάρου."
"Δεν χρειάζεται να κομπάζεις τόσο," στριφογύρισε τα μάτια του πειραχτικά κι εκείνη γέλασε.
"Συγγνώμη! Είσαι το μοναδικό άτομο με το οποίο μπορώ να μιλάω για λογοτεχνία, εκτός από την Lara. Μα την αλήθεια, βάζω το χέρι μου στην φωτιά ότι γεννήθηκε διαβάζοντας Τολστόι ή κάτι τέτοιο," είπε έντονα και το αγόρι γέλασε. "Αλήθεια! Έχει διαβάσει τόσα πολλά βιβλία και πάντα μου το χτυπάει στην μούρη, αλλά δεν μπορώ να της θυμώσω γιατί είναι πράγματι αξιοθαύμαστο."
"Εγώ θα μπορούσα να της θυμώσω. Ακούγεται πολύ εκνευριστική"
"Δεν την ξέρεις, για αυτό το λες αυτό," κούνησε το κεφάλι της.
"Δεν την ξέρω, κι ούτε θέλω να την γνωρίσω. Τι χειρότερο από λογοτεχνικούς σνομπ;" Είπε και το κορίτσι γέλασε.
"Εντάξει, ίσως την περιέγραψα χειρότερα από όσο είναι. Τέλος πάντων," έριξε το βλέμμα της στα γόνατα της. "Ωραίος ο Orwell, αλλά αυτό το πάρτι είναι πολύ καλύτερο."
"Όχι. Όχι αποκλείεται," κούνησε το κεφάλι του ο Remus. "Μετανιώνω την στιγμή που ήρθα."
"Γιατί;"
"Δεν ξέρω. Απλά... έτσι," ανασήκωσε τους ώμους του, και πήρε ξανά στα νευρικά δάχτυλα του το μπαλάκι του τένις.
"Χωρίς παρεξήγηση," έκανε εκείνη, και πριν καν το καταλάβει, πήρε το μπαλάκι από τα χέρια του. "Δεν ξέρεις να διασκεδάζεις."
"Δεν είναι αλήθεια αυτό," αποκρίθηκε εκείνος και η κοπέλα ανασήκωσε το φρύδι της. "Καλά. Τέλος πάντων, διασκεδάζω με τον δικό μου τρόπο."
"Δηλαδή;"
"Δηλαδή τώρα. Μου αρέσει που καθόμαστε μαζί κι απλά μιλάμε," είπε σιγανά. Οι μύες στο πρόσωπο της κοπέλας χαλάρωσαν, ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.
"Κι εμένα. Είσαι πολύ γλυκός."
Ο Remus ένιωθε πως η καρδιά του θα πεταγόταν έξω από το στήθος του, τόσο δυνατά χτυπούσε. Το πρόσωπο του είχε κοκκινίσει, μέχρι και τα αυτιά του. Χαμήλωσε αμήχανα το βλέμμα του στα παπούτσια του.
"Μακάρι να ήσουν πάντα έτσι."
«Πώς;»
«Άνετος. Προσιτός.»
Το αγόρι δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Σίγουρα, δεν ήταν άνετος, πόσο μάλλον απέναντί της, μα προσιτός; Πίστευε πως μπορούσε να πει κάτι τέτοιο χωρίς αμφιβολία. Πίστευε ότι η όψη του, η στάση του, δεν έδιωχνε μακριά τον κόσμο. Για την ακρίβεια, τίποτα πάνω του δεν απωθούσε τον κόσμο. Απλά δεν υπήρχε κάτι για να τους κρατήσει.
«Με συμπαθείς;» Η ερώτησή της τον ξάφνιασε.
«Ορίστε;»
«Με συμπαθείς;» Τον ρωτούσε σοβαρά. Τα μάτια της στραφτάλιζαν γεμάτα αβεβαιότητα, τα χείλη της ήταν υγρά και κόκκινα, κι όσο ποτέ πριν, ο Remus ένιωσε την ανάγκη να την φιλήσει.
«Ναι... Ναι, φυσικά,» αποκρίθηκε αμέσως. Είχε γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος της, σχεδόν τον κορμό του. Το γόνατό της ακούμπησε στο δικό του, κι ανατρίχιασε.
«Απλώς μερικές φορές νιώθω ότι...» έμεινε σιωπηλή για μερικές φορές, αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Δεν έχει σημασία,» κούνησε το κεφάλι της τελικά. Έφερε τον αντίχειρά της στα χείλη της, και ξεκίνησε να μασουλάει νευρικά το νύχι της.
«Έχει για εμένα,» αυθόρμητα, χωρίς να το σκεφτεί, τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν μαλακά γύρω από τον καρπό της, και κατέβασε το χέρι της από το στόμα της. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, ακούμπησε το χέρι της στο γόνατό του, κι έμεινε να την κοιτάζει γιατί ήταν πράγματι τόσο όμορφη. Τούφες από τα ανακατεμένα μαλλιά της πλαισίωναν το κόκκινο πρόσωπό της. Αστερισμοί από μικρά σημάδια κοσμούσαν το δέρμα της, και τα μάτια της, εκείνα τα υπέροχα, καστανά μεγάλα μάτια με τις ακόμα πιο σκούρες βλεφαρίδες, ήταν τόσο ζεστά και τον κοιτούσαν τόσο έντονα, που ένιωθε τους παλμούς του να πάλλονται στους κροτάφους του. Ήθελε τόσο πολύ να την φιλήσει.
Θυμήθηκε τα λόγια του Sirius, το απογοητευμένο βλέμμα του ήταν εντυπωμένο στην μνήμη του λυκανθρώπου, και πριν προλάβει να το σκεφτεί παραπάνω και μετανιώσει, έγειρε αργά προς το μέρος της κοπέλας. Ωστόσο, το μικρό χέρι της βρέθηκε στο στήθος του και τον σταμάτησε. Ο Remus χρειάστηκε μερικές στιγμές για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί, προτού τραβηχτεί πίσω στην θέση του, με κόκκινα μάγουλα, στεγνό στόμα και μάτια που έτσουζαν.
«Συγγνώμη. Εγώ...» ψέλλισε η κοπέλα και τράβηξε το χέρι της από το χέρι του Remus. Το γόνατό του έμεινε κενό, μια έντονη ντροπή τον κατέκλυσε, μερικά δάκρυα απειλούσαν να κυλήσουν από τα μάτια του. «Είμαι κουρασμένη. Θα πάω για ύπνο. Καληνύχτα,» και με μια γρήγορη κίνηση, σηκώθηκε από την θέση της, κι αφού γύρισε πίσω μια φορά, κοιτάζοντας με θλιμμένο βλέμμα τα ερείπια του αγοριού, χάθηκε στους κοιτώνες των κοριτσιών.
Ο Remus έσφιξε τις γροθιές του όσο πιο δυνατά μπορούσε, σταύρωσε τα μπράτσα του στα γόνατά του, έθαψε εκεί το κεφάλι του κι άφησε τα καυτά δάκρυα του να κυλήσουν στο φλογισμένο πρόσωπό του. Ένιωθε την πληγή στις ωμοπλάτες του να ανοίγει στα δυο, το γόνατό του παγερά άδειο, το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει. Ήθελε απλά να πάει για ύπνο. Εκείνη την φορά κανείς δεν πρόσεξε την κατάσταση του, όλοι ήταν απασχολημένοι με τις δικές τους υποθέσεις. Σήκωσε το ζαλισμένο κεφάλι του και σκούπισε τα δάκρυά του με το μανίκι του πουλόβερ του. Το θολό βλέμμα του πλανήθηκε για μια στιγμή στο σαλόνι του Gryffindor. Είδε τον James μαζί με τον Peter και κάτι άλλα αγόρια να συζητάνε έντονα ένας Θεός ξέρει τι, φανερά μεθυσμένοι ή έστω ζαλισμένοι, την φίλη της Mallory να χορεύει με το αγόρι που τόσο συχνά ο Remus την έβλεπε να περιφέρεται μαζί, την Lily να προσπαθεί να ηρεμήσει την Marlene που έκλαιγε για έναν άγνωστο λόγο. Και κάπου εκεί, κρυμμένος στις σκιές μια έρημης γωνίας, στεκόταν ο Sirius, με τον αγκώνα να στηρίζεται στον πέτρινο τοίχο, και το βλέμμα του καρφωμένο στους κοιτώνες των κοριτσιών.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro