Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Remus Lupin🌙


When the storm is over


Remus Lupin/ gryffindor!OC•

~Δεν μπορεί κανείς να πει πως η μια πανσέληνος είναι ευκολότερη από την προηγούμενη. Δεν είναι κάτι που απλά το συνηθίζεις, κι ο Remus το γνωρίζει καλύτερα από όλους. Ήρθε η στιγμή να το ανακαλύψει και η Jane.~

°Δεύτερο fanfic με Remus, γιατί είναι μακράν ο αγαπημένος μου im a remus lupin simp, fluff and possibly cheesy, a tiny bit of angst if u squeeze ur eyes, θυμίζει πολύ το πρώτο fic που έγραψα με τον Remus, απλά εδώ είναι δεδομένο πως οι δυο τους είναι ζευγάρι, προσπάθησα να το κάνω μικρό αλλά παρασύρθηκα sorry not sorry°

|2.6 k words|

Υ/Γ: Θυμίζω πως στο πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας (Information), μπορείτε να αφήσετε request για συγκεκριμένο χαρακτήρα, οπότε αν θέλετε ρίξτε μια ματιά <33

꒰⚘݄꒱₊_______________


Το πρωινό εκείνο ήταν βροχερό, κάτι που δεν εξέπληττε κανένα από τους μάγους του Hogwarts, παρά το γεγονός πως τους έκανε να λαχταρούν το ζεστό κρεβάτι τους περισσότερο από ποτέ. Κι αυτό ίσχυε για την περίπτωση του Remus πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη μέρα του μήνα. Η Jane μπορούσε να το δει. Όχι εκείνη την στιγμή, γιατί το αγόρι ακουμπούσε το βαρύ κεφάλι του στον ώμο της. Μα νωρίτερα εκείνο το πρωί, όταν κατέβηκε στο σαλόνι του Gryffindor. Το ψηλό αγόρι έστεκε πλάι στον James, οι πλάτη του κυρτή, μια φρέσκια γρατζουνιά να εκτεινόταν κατά μήκος του μάγουλου του, τα πυκνά και κατσαρά μαλλιά του ήταν ανακατεμένα κι έπεφταν ατημέλητα στο μέτωπό του, σχεδόν κρύβοντας τα μειλίχια καστανά μάτια του, που κουβαλούσαν το στολίδι των μαύρων κύκλων, σαν μια ραγισμένη χριστουγεννιάτικη μπάλα που υπό κανονικές συνθήκες δεν κρεμάς στο φωτεινό δέντρο σου, μα δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να την στερεώσεις σε ένα από τα καταπράσινα κλαδιά. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση του Remus.

Η Jane γνώριζε πως η πανσέληνος ήταν κάτι αναπόφευκτο, μια βραδιά που απεχθανόταν βαθύτατα, απέχθεια που συμμεριζόταν χάρη στον Remus. Στιγμές που όλη η πλάση παραμέριζε τις κουρτίνες των παραθύρων της προκειμένου να αντικρίσει το ασημένιο φως της ολοστρόγγυλης σελήνης, τα ουρλιαχτά του έφηβου λυκανθρώπου έσκιζαν την ατμόσφαιρα και κάθε λογική που χαρακτήριζε το ανθρώπινο είδος έξαφνα βυθιζόταν στην ανυπαρξία. Κι όταν η θύελλα κόπαζε, όταν οι κυνόδοντες του έπαυαν να είναι φρικαλέα σουβλεροί, όταν τα μακριά νύχια του δεν μπορούσαν πλέον να χαρακτηρίζονται αιχμηρά, τότε ήταν που η Jane και οι φίλοι του Remus ξεπρόβαλλαν δειλά, σαν τις πρώτες ηλιαχτίδες μετά την ψυχρή μαυρίλα.

«Αυτά τα αυγά είναι τέλεια», μουρμούρισε ο Peter, με γεμάτο στόμα, καθώς καταβρόχθιζε με λαιμαργία τα τηγανιτά αυγά που γέμιζαν το πιάτο του.

«Όντως είναι. Τα ξωτικά έβαλαν όλη την μαεστρία τους», συμφώνησε ο James, με ένα έντονο κούνημα του κεφαλιού του κι ένα φορτωμένο πιρούνι.

«Θες λίγο;», ρώτησε η Jane το αγόρι που πλάγιαζε δίπλα της, με απαλή φωνή. Γνώριζε πως οι έντονοι ήχοι ήταν σαν γυμνά νύχια σε τοίχο, εκείνες τις ευαίσθητες μέρες.

«Όχι», αποκρίθηκε εκείνος, η κουρασμένη φωνή του τραχιά, καθώς το κεφάλι του σάλεψε στον ώμο της, προκειμένου να βολευτεί καλύτερα.

«Δεν έφαγες όλο το πρωί». Ο τόνος της δεν ήταν αυστηρός. Δεν το επέπληττε, οι προσπάθειές της πήγαζαν από ένα μέρος τρυφερού ενδιαφέροντος. Όχι λύπησης ή οίκτου, αλλά ακραιφνούς ενδιαφέροντος.

«Έφαγα λίγη σοκολάτα», μίλησε, η φωνή του τόσο χαμηλή ώστε αναμείχθηκε με τις έντονες φωνές των υπολοίπων μαθητών που πλημμύριζαν την τραπεζαρία.

«Εντάξει», ενέδωσε εκείνη. Δεν ήθελε να τον πιέσει, έτσι απλά του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά, κι εκείνος ακούμπησε ένα μαλακό φιλί στον ώμο της. Ένα μικρό ευχαριστώ, ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις, γιατί αυτή τη στιγμή αισθάνομαι λες και με ξέβρασαν τα πιο ανελέητα κύματα της πιο μανιασμένης φουρτούνας. Ευχαριστώ που είσαι η αμμουδιά, η απαλή χρυσαφένια άμμος.

«Έχουμε φίλτρα πρωί πρωί», μονολόγησε ο Peter. Φαινόταν πως δεν έκανε παύση από την αδιάκοπη κίνηση του σαγονιού του, μονοπάτι που ακολουθούσε κι ο James, πολύ αφοσιωμένος στην εκτίμηση του εκπονήματος των σπιτικών ξωτικών.

«Τώρα αυτό γιατί το είπες;», γρύλισε ο Sirius, στριφογυρίζοντας τα μάτια του.

«Απλά το θύμισα», μίλησε αδιάφορα το ξανθό αγόρι κι ο νεαρός Black έριξε πίσω το κεφάλι του, φανερά εκνευρισμένος.

«Ήρθε η ώρα να πάμε. Στον Slughorn δεν αρέσουν οι αργοπορίες», έκανε η Jane, κι εναπόθεσε το ασημένιο πιρούνι της στο άδειο πιάτο της. Αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν για την υπόλοιπη παρέα, μα κανένας εκ των οποίων δεν φάνηκε ικανοποιημένος, κάτι που εκδηλώθηκε με διαφορετικό από τον καθένα τρόπο.

«Πρέπει πραγματικά να πάμε;», μίλησε ο Remus, με την βραχνή και κουρασμένη φωνή του, ενώ τα παγωμένα δάχτυλά του ακούμπησαν την παλάμη της κοπέλας. Το ψύχος εκείνο που διείπε το αγόρι κάθε μέρα έπειτα της μεταμόρφωσης του, ποτέ δεν έπαυε να ξαφνιάζει την Jane. Ήταν τόσο συνηθισμένη στα ζεστά του δάχτυλα τυλιγμένα γύρω από τα δικά της, στα ζεστά του χείλη πάνω στο μάγουλό της, που εκείνο το ψύχος της φαινόταν ολότελα ξένο, μια ενθύμηση του τί πραγματικά περνούσε το πολυαγαπημένο της αγόρι.

«Ναι», είπε η Jane.

«Όχι», αντέτεινε ο Sirius ζωηρά. «Μπορούμε να κάνουμε κοπάνα».

«Sirius», μίλησε αυστηρά η κοπέλα, ανασηκώνοντας τα φρύδια της.

«Έχει δίκιο», μίλησε ο James με γεμάτο στόμα. Επέλεξε να μην πάρει τον χρόνο του προκειμένου να μασήσει την μπουκιά του, αντίθετα συνέχισε τον λόγο του, εκτοξεύοντας μικρά κομματάκια αυγού σε ένα μικρότερο κορίτσι, πιθανότατα πρωτοετές, που είχε την ατυχία να κάθεται απέναντί του. «Η McGonagall έχει πει πως αν ο Remus δεν έχει όρεξη για μάθημα την επόμενη μέρα μετά την πανσέληνο τότε μπορεί να μην πάει».

«Εντάξει. Ο Remus μπορεί να μην πάει», συμφώνησε το κορίτσι, όχι πως είχε την παραμικρή ένσταση αναφορικά με τον λυκάνθρωπο προηγουμένως. Ωστόσο, έπρεπε να αναμένει την επόμενη παγίδα.

«Ναι, αλλά μην ξεχνάς πως η McGonagall μας έχει επίσης πει πως μπορούμε και μάλιστα οφείλουμε να είμαστε μαζί με τον Remus αυτές τις δύσκολες μέρες για να τον υποστηρίζουμε. Επομένως αν κάνει αυτός κοπάνα, οφείλουμε κι εμείς να κάνουμε κοπάνα». Η φωνή του James ήταν έντονη, πλέον μιλούσε καθαρά, στρέφοντας μάλιστα με μεγαλοπρέπεια το πιρούνι του προς το μέρος της Jane. Ο Peter αναφώνησε χαρούμενος με την επιτυχία του φίλου του, καθώς αντάλλαξαν μια νικητήρια χειραψία, ενώ το κορίτσι τους παρακολουθούσε άναυδο.

«Οφείλουμε; Είσαι τρελός;», έκανε άξαφνη.

«Τί να κάνουμε; Έτσι λένε οι κανόνες της McGonagall», ανασήκωσε τους ώμους του ο James, δήθεν αδιάφορος.

«Ναι. Δυστυχώς η κοπάνα είναι προδιαγραμμένη και αναπόφευκτη. Τί δύσμοιροι που είμαστε», έκανε ο Sirius με μια δήθεν λύπηση να χρωματίζει τον τόνο του, και σηκώθηκε από την θέση του, ακουμπώντας τις παλάμες του στο ξύλινο τραπέζι.

«Στην έφεραν», μουρμούρισε ο Remus, και έκρυψε ένα αχνό γέλιο θάβοντας το πρόσωπό του στον ώμο της.

«Πράγματι»», αποκρίθηκε η Jane, μα δεν μπορούσε να αποφύγει ένα αμυδρό χαμόγελο από το να σχηματιστεί στα χείλη της. Δεν της άρεσαν ιδιαίτερα τα φίλτρα, ανέκαθεν προτιμούσε τους αρχαίους ρούνους.

«Πάμε στο σαλόνι του Gryffindor. Έξω έχει κρύο», μίλησε ο Sirius κι ο Peter με τον James έσπευσαν να σηκωθούν από τις θέσεις του, με τον τελευταίο να παίρνει μαζί του το γεμάτο ακόμα πιάτο του.

«Είναι πολύ ωραία για να τα παρατήσω», είπε κι ο Peter με τον Sirius γέλασαν, προτού χαράξουν τον δρόμο τους μακριά από την τεράστια τραπεζαρία, με τον Remus και την Jane να ακολουθούν.

«Πάμε», μίλησε το κορίτσι, σφίγγοντας το χέρι του, μα το αγόρι γρύλισε κουρασμένα.

«Σε μισό λεπτό».

«Έλα. Ο καναπές εξάλλου είναι πιο βολικός», παρατήρησε, τα δάχτυλά της βρέθηκαν στα πυκνά μαλλιά του. Η πρόταση της κοπέλας φάνηκε αρκετά δελεαστική στο αγόρι, το οποίο εν τέλη ενέδωσε, καθώς δέχτηκε το χέρι της που τον σήκωσε όρθιο.

«Άντε, έρχεστε;», ο Sirius έμεινε λίγο πιο πίσω από τα δυο αγόρια, περιμένοντας τον Remus και την Jane να τους προφτάσουν. Ο νεαρός λυκάνθρωπος σχεδόν έσερνε τα πόδια του, οι ώμοι του ήταν κυρτοί, το παγωμένο χέρι του τύλιγε το ζεστό της Jane, η οποία κουνούσε μαλακά τα μπλεγμένα δάχτυλά τους σε έναν νοητό σκοπό, κάτι που ο Remus έβρισκε άκρως ανακουφιστικό και διόλου εκνευριστικό.

«Ωραίο ήταν», μίλησε ο James, αφότου έφαγε και την τελευταία μπουκιά του πλούσιου από τηγανιτά αυγά πρωινού του.

«Τώρα τί θα το κάνεις το πιάτο;», ρώτησε ο Peter, μια εύλογη ερώτηση. Ο James φάνηκε διστακτικός για μια στιγμή, μα κανείς δεν θα έπρεπε ποτέ να υποτιμάει την εφευρετικότητα του.

«Ορίστε», εναπόθεσε το πιάτο του στα χέρια ενός μικρού ανυποψίαστου αγοριού, το οποίο έμεινε να τον κοιτάει με τα αθώα μάτια του γουρλωμένα. «Μπορείς να το αφήσεις στην κουζίνα, ευχαριστώ», είπε κι απομακρύνθηκε μαζί με την υπόλοιπη παρέα από το παιδί, το οποίο παρέμενε κοκαλωμένο και φανερά μπερδεμένο.

«James!», έκανε αυστηρά η Jane, μα η παρατήρησή της δεν έκοψε τα γέλια των τριών αγοριών, παρά μόνο όταν μείωσε την ταχύτητά της, ένα αίτημα που εξέφρασε ο Remus, σφίγγοντας δυο φορές τα δάχτυλά της.

«Τί,; Ίσα ίσα, χάρη του έκανα. Τώρα έχει δικαιολογία να αργήσει στο μάθημα», έκανε ο νεαρός Potter. «Να, δες», έστρεψε το βλέμμα του στο μικρό αγόρι. «Βρήκε τον δρόμο του». Όντως, φάνηκε πως τα πόδια του παιδιού, φορτωμένο με το πιάτο του James, ξεκόλλησαν από το δάπεδο, καθώς χάραζε τον δρόμο του προς την κουζίνα, κάτι που έδωσε το έναυσμα στην παρέα να συνεχίσει τον δρόμο της προς τους κοιτώνες του Gryffindor.

«Ναι, μην είσαι τόσο απόλυτη, Jane», μίλησε ο Sirius, σκουντώντας την απαλά στον ώμο.

«Ναι Jane, δεν είσαι η μαμά μας», συνέχισε ο Peter, και το κορίτσι κούνησε το κεφάλι του, χαμογελώντας αμυδρά, μα προτού προλάβει να μιλήσει, ο Remus παρενέβη.

«Μην την πειράζετε ηλίθιοι», είπε, και παρά το γεγονός πως ήταν πράγματι εξουθενωμένος, η τραχύτητα στην φωνή του και οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια του, προσέδιδαν μια νότα κατηγορηματικότητας στο παρουσιαστικό του, που προς στιγμήν έκανε τον James και τον Peter να σοβαρέψουν τελείως.

«Έχει δίκιο ο Remus παιδιά, φτάνει», έκανε ο Sirius, κουνώντας το χέρι του. «Τί θέλετε, να μας κάνει με τα κρεμμυδάκια την επόμενη πανσέληνο;». Η παρέα γέλασε, μέχρι κι ο Remus τους χάρισε ένα αδύναμο γέλιο.

Τα βήματα τους τούς οδήγησαν στον κοιτώνα του Gryffindor. Ο Peter είπε το συνθηματικό στην χοντρή κυρία, και το πορτρέτο τους επέτρεψε να εισέρθουν.

Ο χώρος ήταν άδειος, προς μεγάλη ευχαρίστηση της παρέας. Η φωτιά έκαιγε ζωντανή και η σκοτεινή λόγω της βροχής και των μαύρων σύννεφων ατμόσφαιρα καθησύχαζε την Jane με έναν περίεργο τρόπο. Ο Sirius πήδηξε σε έναν από τους καναπέδες, και ξάπλωσε διόλου προσεκτικά, φροντίζοντας να βολευτεί, με τα πόδια του τεντωμένα και τα μπράτσα του να στηρίζουν το κεφάλι του. Ο Remus και η Jane κατέλαβαν τον άλλο καναπέ αντικριστά από το τζάκι, με τον Remus να ακουμπάει το κεφάλι του στους μηρούς της κοπέλας, τα γόνατά του λυγισμένα, όσο περισσότερο κουλουριασμένος μπορούσε κοντά στο σώμα της. Ο Peter κάθισε στην πολυθρόνα πλάι στο τζάκι κι ο James στην άλλη.

«Είδατε πόσο πιο ωραία είναι εδώ;», έκανε ο Sirius. «Φανταστείτε να ήμασταν στην αίθουσα του Slughorn να κάνουμε φίλτρα με τους ηλίθιους Slytherin».

«Τουλάχιστον θα ήταν ευκαιρία για να φάει δούλεμα ο Snape», γέλασε ο James και οι φίλοι του τον μιμήθηκαν. Η Jane δεν επιχείρησε να ανακόψει την κεκτημένη ταχύτητά τους με τις επιπλήξεις της, όχι μόνο διότι αντιπαθούσε εύλογα τον Severus Snape, αλλά κυρίως διότι η προσοχή της ήταν αφοσιωμένη κάπου αλλού.

Τα δάχτυλά της έπαιζαν απαλά με τα πυκνά καστανά μαλλιά του Remus. Παρά την φασαρία που έκαναν τα αγόρια, μπορούσε να ακούσει την ανάσα του, βαριά κι ακανόνιστη. Δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πόσο δύσκολο ήταν γι αυτόν. Δεν του άρεσε να το συζητάνε μαζί, αλλά ήξερε πως οι φίλοι του γνώριζαν. Σε αυτούς μιλούσε για τις ουλές του, μιλούσε για την στιγμή της μεταμόρφωσης του, μιλούσε για τον πόνο και την ενόχλησή του, μα ποτέ με την Jane. Παρά το γεγονός ότι ήταν φίλοι από το πρώτο έτος τους στο Hogwarts, δεν της αποκάλυψε το γεγονός ότι ήταν λυκάνθρωπος παρά μόνο το τέταρτο έτος, όταν το κορίτσι βρήκε το θάρρος να του εξομολογηθεί τα πραγματικά συναισθήματα της προς εκείνον. Μόνο τότε της αποκάλυψε πως ήταν λυκάνθρωπος, διότι πίστευε πως κάτι τόσο απάνθρωπο και κτηνώδες θα την κρατούσε μακριά. Ακόμη κι όταν η Jane τον διαβεβαίωσε πως αυτό δεν είχε την παραμικρή σημασία για εκείνη, ο Remus επέλεγε να μην συζητάει το ζήτημα. Και το κορίτσι δεν τον πίεζε. Γνώριζε πως όταν χτυπούσε νευρικά το πόδι του σήμαινε πως χρειαζόταν τον χώρο του, γνώριζε πως όταν καθόταν σιωπηλός, με το σαγόνι του σφιγμένο χρειαζόταν τα δάχτυλά της γύρω από τα δικά του, γνώριζε πως όταν τα μάτια του έλαμπαν γεμάτα δάκρυα χρειαζόταν μια αγκαλιά. Κι αν αυτό ήταν αρκετό για τον Remus, τότε ήταν αρκετό και για την Jane.

«Σκατά!», η κραυγή του James τάραξε περισσότερο το κορίτσι από όσο ο κεραυνός, ενώ αισθάνθηκε τον Remus να τινάζεται ελαφρά, προτού βολέψει ξανά το κεφάλι του στους μηρούς της.

«Τί είσαι, πέντε χρονών;», γέλασε ο Sirius, μα το γέλιο του κόπηκε ξυράφι καθώς τινάχτηκε σαν ελατήριο από την θέση του, την στιγμή που ακολούθησε μια δυνατή βροντή.

«Σπουδαίοι Gryffindor είστε», μίλησε ο Peter, ο οποίος όλως παραδόξως, καθόταν χαλαρός στην θέση του.

«Σκάσε Pettigrew. Εγώ έχω τραυματική εμπειρία», έκανε ο Sirius αμυντικά. Σταύρωσε τα μπράτσα του στο στήθος του, μα δεν επέστρεψε στην θέση του. Αντίθετα, καθόταν επιφυλακτικά στον καναπέ, μια στάση ολότελα ξένη ως προς το σύνηθες χαλαρό παρουσιαστικό του επαναστάτη Black.

«Όντως;», ρώτησε η Jane, φιλοπερίεργη.

«Ναι. Ο πατέρας μου έλεγε σε εμένα και τον Regulus ότι κάθε φορά που μπουμπουνίζει, είναι οι δυνάμεις του σκότους που θέλουν να μας σκοτώσουν για όλες τις ανόητες σκανταλιές που κάναμε».

«Ουάου», έκανε έκπληκτο το κορίτσι.

«Έτσι εξηγείται πόσο πειθήνιος είναι ο Regulus», μίλησε ο Peter.

«Ναι, τί πήγε λάθος με εσένα;», έκανε ο James, μα ως απάντηση και κατά κάποιον αλλόκοτο και ανησυχητικό τρόπο, επιβεβαίωση των όσων έλεγε ο πατέρας του Sirius, μια ακόμα δυνατότερη βροντή έσκισε την ατμόσφαιρα.

«Αυτό ήταν δυνατό», μίλησε ο Remus. Σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε το ταλαιπωρημένο σώμα του από την θέση του, μονάχα για να καθίσει πλάι στην Jane, με το κεφάλι του στο στήθος της και τα χέρια του στο στομάχι της, ενώ η κοπέλα τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το σώμα του, κρατώντας τον κοντά της.

«Ξαφνικά η τάξη του Slughorn δεν ακούγεται τόσο άσχημη», έκανε ο James. Έσφιγγε ένα μαξιλάρι στο στήθος του, ενώ τα γυαλιά του έστεκαν στραβά στην μύτη του.

«Εσύ γιατί φοβάσαι τόσο;», ρώτησε η Jane τον νεαρό Potter.

«Φτάνει πια με την τοξική αρρενωπότητα σας! Δεν μπορεί ένας άντρας να φοβάται τις αστραπές και τα μπουμπουνητά;», έκανε έντονα το αγόρι, μα ο Peter ήταν ο μόνος που γέλασε, για τον απλούστατο λόγο πως τα υπόλοιπα αγόρια ήταν περισσότερο τρομαγμένα από όσο ήθελαν να παραδεχτούν.

«Εντάξει Prongs», το κορίτσι ανασήκωσε τα φρύδια του, χαμογελώντας αμυδρά.

«Θα μας διαβάσεις κάτι;», ρώτησε ο Remus, η φωνή του τόσο χαμηλή, που μετά βίας έφτασε στα αυτιά της παρέας. Μα η Jane δεν χρειάστηκε να του ζητήσει να επαναλάβει την ερώτηση. Την είχε ήδη μαντέψει.

«Φυσικά. Για τί έχεις όρεξη;».

«Τί διαβάζεις τώρα».

«Μικρές κυρίες».

«Τέλεια», μίλησε το αγόρι, και ακούμπησε τα χείλη του στο πιγούνι της.

«Μπορεί να το φέρει κάποιος από εσάς;», το βλέμμα του κοριτσιού εναλλασσόταν ανάμεσα στα τρία αγόρια, μιας και δεν ήθελε να ξεβολέψει τον Remus από την ζεστή θέση του. «Είναι στο κομοδίνο μου».

«Δεν μου αρέσει να μένω μόνος σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές», αποκρίθηκε ο Sirius.

«Ούτε σε εμένα. Ας πάει ο Peter, ο πιο θαρραλέος Gryffindor», πρότεινε ο James. Το ξανθό αγόρι αναστέναξε, μα εν τέλη σηκώθηκε από την πολυθρόνα του.

«Κάνετε σαν μωρά», μίλησε, προτού χαθεί στους κοιτώνες των κοριτσιών. Επέστρεψε σύντομα κραδαίνοντας το βιβλίο που είχε αναφέρει ο Remus, μονάχα για να έρθει αντιμέτωπος με τις αλλαγές στο διάγραμμα καθισμάτων. Ο Sirius τώρα καθόταν πλάι στην Jane, με τα γόνατά του κοντά στο στήθος του, ενώ ο James πλάι στον Remus, ο οποίος εξακολουθούσε να βρίσκεται κουλουριασμένος στην αγκαλιά της κοπέλας. Τα πόδια όλων των παιδιών βρισκόταν πάνω στον καναπέ, γιατί όπως είπε πριν μερικές στιγμές ο Sirius, πέρα από την θανατηφόρα τιμωρία των βροντών, υπήρχε και το αιμοβόρο τέρας που κρυβόταν κάτω από κρεβάτια, καναπέδες και καρέκλες, έτοιμο να σε αδράξει και να ξεζουμίσει την ψυχή σου, κάτι που κανείς τους δεν επιθυμούσε να ρισκάρει, ούτε καν η Jane, στην οποία η ιστορία φάνηκε αρκετά ανατριχιαστική, δεδομένης και της μουντής ατμόσφαιρας, για να μην πάρει μέτρα προστασίας.

«Τί κάνετε;», ρώτησε συνοφρυωμένος ο Peter, με μια μπερδεμένη έκφραση να κοσμεί τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

«Προστατευόμαστε, όπως θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ!», αναφώνησε ο Sirius. «Γρήγορα, πήδα στον καναπέ!».

«Τι;», έκανε ακόμα πιο μπερδεμένο το ξανθό αγόρι.

«Γρήγορα, δεν θα είσαι ζωντανός για πολύ ακόμα!», επέμεινε σχεδόν υστερικά ο Sirius. Ο παράγοντας του πανικού φάνηκε να ξεπερνάει εκείνον της λογικής, έτσι ενστικτωδώς, το αγόρι με μεγάλες δρασκελιές, πήδηξε στον καναπέ, σκουντώντας τον Sirius, ο οποίος παραμέρισε ώστε να χωρέσει ο φίλος του.

«Και τα πόδια σου, τα πόδια σου Peter», αναφώνησε η Jane, και το αγόρι σήκωσε αμέσως τα πόδια του στον καναπέ.

«Είστε όλοι τρελοί», κούνησε το κεφάλι του, και η παρέα ξέσπασε σε γέλια, αρκετά για να διαλύσουν την ένταση της ατμόσφαιρας και τα πυκνά, μαύρα σύννεφα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro