Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Mattheo Riddle🌙

Frozen Breeze

~Λένε πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες πληγές που αφήνουν τόσο βαθιά σημάδια, ώστε μόνο ο άνεμος μπορεί να απομακρύνει τον πόνο~

°Mattheo Riddle/ Granger!oc°

5.8k words (i lost control im sorry)

Some fluff but the rest is pure angst. Πάρτε χαρτομάντηλα guys, εγώ έκλαψα μία όταν το έγραφα κι άλλη μία όταν το διόρθωνα.

Για όσους δεν ξέρουν, ο Mattheo Riddle δεν είναι canon χαρακτήρας στην σειρά Harry Potter. Ουσιαστικά ο χαρακτήρας προήλθε από ένα άλλο fanfiction που αν θυμάμαι καλά λέγεται Possessive (τι γλυκιά η συγγραφέας σας, δεν θυμάται καν από πού προέρχεται ο χαρακτήρας χιχι). Είδα ένα βιντεάκι στο youtube με τον Mattheo και με χτύπησε τρελή έμπνευση so here we are. So, o Mattheo είναι γιος του Voldemort και της Bellatrix και είναι ίσα με τον Harry and the rest. ΤΩΡΑ. Προτού μπούμε στο ψητό, θέλω να πω πως έχω αλλάξει μερικά πράγματα για χάρη της εξέλιξης της πλοκής, μην φανταστείτε κάτι τρελό. Επίσης, κανονικά ο Mattheo δεν μπορεί να ερωτευτεί διότι η Bellatrix έδωσε στον oldie Voldie το amortentia, και όπως ξέρουμε, όσα παιδιά οφείλονται στο φίλτρο αγάπης δεν μπορούν να ερωτευτούν. Σαντ. Ευτυχώς δεν ισχύει στην περίπτωση του Mattheo because i said so :) Οkay, αυτά είχα να πω, καλή ανάγνωση!





«Γεια».

Πίστευε πως ένα χαμόγελο δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει την θέση του στα χείλη του εκείνο το απόγευμα. Πίστευε πως θα πότιζε το χιονισμένο χώμα με τα πικρά δάκρυά του. Πώς να μην το έκανε εξάλλου;

Ο ουρανός δεν ήταν πλέον λευκός, παρά γκρι, αποκλείοντας το ενδεχόμενο για περαιτέρω χιονοπτώσεις. Ένας ψυχρός άνεμος έκανε τα κλαδιά των δέντρων να λικνίζονται, με τις ψυχές όσων κείτονταν κάτω από το παγωμένο χώμα να μπερδεύονται ανάμεσα τους. Σήκωσε τα μαύρα μάτια του στα γυμνά κλαδιά, μα δεν ήταν εκεί.

«Σου έφερα αυτά», σήκωσε το μπουκέτο με τα ηλιοτρόπια, το οποίο είχε τυλίξει μερικά λεπτά νωρίτερα ο ανθοπώλης, με μεγάλη προσοχή. Εξάλλου, η περίσταση ήταν ειδική.

«Μάλλον δεν ήταν τόσο καλή ιδέα. Θα παγώσουν», γέλασε αχνά, τρίβοντας τον σβέρκο του. Ας παγώσουν, σκέφτηκε. Ας παγώσεις κι εσύ μέσα τους, κι ας φυσήξει ένας δυνατός άνεμος, να σε πάρει μακριά από εδώ.

Τα γυμνά του δάχτυλα απομάκρυναν το λευκό πέπλο που κάλυπτε την επιγραφή, φανερώνοντας πάλι τα σκαλισμένα γράμματα που τόσο απεχθανόταν. Οι νιφάδες πάγωσαν το χέρι του, μα δεν τον ένοιαζε.

Ακούμπησε δειλά το παγωμένο χέρι του πάνω στο δικό της. Ανατρίχιασε στην επαφή, μα φρόντισε να μην το μαρτυρήσει η έκφραση του. Τα δάχτυλά της ήταν ζεστά. Καθώς σήκωσε το βλέμμα της στα μαύρα μάτια του, ένα μειδίαμα φώτισε το πρόσωπό της. Ασυναίσθητα, το αγόρι καθρέφτισε το χαμόγελό της, σφίγγοντας ελαφρά το χέρι της.

«Δεν είναι τόσο άσχημα, έτσι;», ρώτησε, πίνοντας μια γουλιά από την κούπα της. Ήταν απλή ζεστή σοκολάτα, το θυμόταν καθαρά.

«Αυτό πες το στις υγρές κάλτσες μου. Μέχρι να επιστρέψουμε στο Hogwarts θα έχω βγάλει κρυοπαγήματα, να είσαι σίγουρη», ανασήκωσε τα φρύδια του και το κορίτσι γέλασε.

Δεν το μετάνιωνε.

«Θυμάσαι το πρώτο μας ραντεβού; Στο Hogsmead;», ρώτησε, στηρίζοντας το βάρος του στις φτέρνες του, καθώς χαμήλωσε προς το έδαφος. «Ήμουν πολύ αγχωμένος, πολύ περισσότερο από εσένα», γέλασε.

«Πώς είμαι». Στεκόταν αμήχανος, με τα βλέμματα των φίλων του να διατρέχουν μάλλον εξονυχιστικά την φιγούρα του.

«Μπορούσες και καλύτερα», μίλησε ο Theo από το κρεβάτι όπου καθόταν, εισπράττοντας ένα χαστούκι στο πίσω μέρος του κεφαλιού του από την Pansy. «Αυτό πόνεσε», γκρίνιαξε το αγόρι, μα η παρέα τον αγνόησε.

«Είσαι τέλειος», χαμογέλασε ενθαρρυντικά η Pansy, σηκώνοντας ένα βάρος από το στήθος του Mattheo. «Φαίνεσαι αγχωμένος», παρατήρησε.

«Πουλιά στον αέρα πιάνεις», σχολίασε σαρκαστικά ο Theo, σφάλλοντας να προβλέψει πως η Pansy δεν θα δίσταζε να του χαρίσει ένα δεύτερο χτύπημα. Προτού καλά καλά το καταλάβουν, οι δυο τους ξεκίνησαν να καυγαδίζουν.

«Είναι πολύ γαμημένα δύσκολο να χαλαρώσω με εσάς τους δυο να μαλώνετε», μίλησε εκνευρισμένος ο Mattheo, ισιώνοντας νευρικά τα μανίκια του πράσινου πουλόβερ του.

«Τότε μην πας». Όλη αυτή την ώρα, ο Draco δεν είχε σηκώσει το βλέμμα του από το βιβλίο που διάβαζε, καθώς καθόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, με την παρέα σχεδόν να ξεχνάει την παρουσία του. Το σχόλιο όμως εκείνο αναμφίβολα μαγνήτισε την προσοχή του Mattheo.

«Τι είπες;», έκανε συνοφρυωμένος, παρατώντας τα μανίκια του.

«Αν είσαι τόσο αγχωμένος, τότε μην πας. Μας έχεις ζαλίσει τόσο καιρό και τώρα δειλιάζεις», συνέχισε ο Draco, το βλέμμα του αναπόσπαστο από το εγχειρίδιο βοτανολογίας. Στο μεταξύ, η Pansy με τον Theo είχαν παύσει τον καυγά τους, αφιερώνοντας την προσοχή τους στα δυο ξαδέρφια.

«Αν ήρθες εδώ για να με επικρίνεις, τότε καλύτερα να πάρεις το κωλοβιβλίο σου και να φύγεις», αποκρίθηκε ο Mattheo, το σαγόνι του σφιγμένο.

«Θα έφευγα αν δεν ενδιαφερόμουν για εσένα. Αλλά είμαστε οικογένεια», ο Draco έκλεισε το βιβλίο του. Προτού προλάβει να συνεχίσει, ο ξάδερφός του τον έκοψε απότομα.

«Κόψε τις μαλακίες με την οικογένεια και το πόσο με νοιάζεσαι. Φύγε τώρα. Δεν θα το καταστρέψεις αυτό», η φωνή του Mattheo ήταν βουτηγμένη στον εκνευρισμό, τα μαύρα μάτια του κάρφωναν τα γαλάζια του Draco.

«Δεν χρειάζεσαι εμένα για να το καταστρέψεις. Είναι ήδη καταδικασμένη η υπόθεση», είπε έντονα ο Draco, και αφού έκλεισε με δύναμη το βιβλίο του, σηκώθηκε από το κρεβάτι και βρόντηξε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τα τρία παιδιά βυθισμένα στη σιωπή. Η Pansy αποφάσισε να πάρει τα ηνία, εγκαταλείποντας το πλευρό του Theo, και πλησιάζοντας τον Mattheo.

«Λοιπόν», μίλησε, σχηματίζοντας ένα απαλό χαμόγελο με τα χείλη της, «μπορεί να μην γνωρίζω την Cassandra, μα είμαι κορίτσι, άρα θα σου πω τα βασικά. Όλα τα κορίτσια θέλουν κάποιον που να είναι ευγενικός. Όταν φάτε κάτι πρέπει να την κεράσεις. Είναι το πρώτο ραντεβού», δήλωσε αυστηρά.

«Εντάξει, αυτό δεν θα είναι πρόβλημα», κούνησε το κεφάλι του, τα λόγια της Pansy πλημμύριζαν το μυαλό του, καθώς τα απορροφούσε σαν σφουγγάρι.

«Ωραία. Τώρα, κάποια στιγμή ενώ θα περπατάτε, θα της πιάσεις το χέρι ή θα βάλεις το χέρι σου στην πλάτη της», συνέχισε η κοπέλα, «Αλλά ποτέ πιο χαμηλά», διευκρίνισε αυστηρά.

«Ποτέ δεν είχα σκοπό να το κάνω αυτό», ανασήκωσε τα φρύδια του.

«Μπράβο Mattheo. Είδες, είσαι σωστός gentleman", έκανε η Pansy και το αγόρι κούνησε το κεφάλι του με το σαχλό σχόλιό της.

«Και να θυμάσαι. Αυτή είναι χίλιες φορές πιο αγχωμένη από εσένα. Είναι έναν χρόνο μικρότερη, Gryffindor, muggle born και βγαίνει ραντεβού με τον γιο του Voldemort. Πίστεψέ με, έχεις το πλεονέκτημα.

«Πόσο άδικο είχε», γέλασε ο Mattheo. «Στην αρχή δεν μιλούσα καθόλου γιατί φοβόμουν πως θα πω το λάθος πράγμα και εσύ από την άλλη δεν έβαζες γλώσσα μέσα. Μέχρι που άρχισες να ρίχνεις τους τόνους και να μαζεύεσαι, και τότε με πλημμύρισε ο πανικός», ακούμπησε το χέρι του στο χιονισμένο μάρμαρο.

«Πίστευες πως δεν σε συμπαθούσα», γέλασε. «Ένα πράγμα που δεν σου είπα ποτέ, είναι πως το βράδυ πριν το ραντεβού μας στο Hogsmead, δεν είχα κλείσει μάτι. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου και ξεφυσούσα, ο Theo μου πέταξε ένα μαξιλάρι στο κεφάλι προτού μείνει ξύπνιος μαζί μου όλη την νύχτα, προσπαθώντας να με ηρεμήσει».

Κούνησε το κεφάλι του καθώς οι αναμνήσεις από εκείνη την μέρα τον κατέκλυζαν. Το κοκκίνισμα στα μάγουλά της όταν αυτός προσφέρθηκε να πληρώσει την σοκολάτα της, το χέρι της να ζεσταίνει το δικό του, τα ζαχαρωτά που μοιράστηκαν, τα μάτια της που έλαμπαν καθώς του μιλούσε, το πράσινο κασκόλ που της χάρισε στο τέλος του ραντεβού τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό της. Τα κρυοπαγήματα άξιζαν τελικά.

«Άξιζε πιστεύεις;». Η φωτιά φώτιζε τα ψυχρά χαρακτηριστικά του Draco, ο οποίος καθόταν στο σαλόνι του Slytherin με τον ξάδερφό του. Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και ώρα, επιτρέποντας στα άστρα να φωτίσουν με το ασημένιο φως τους εκείνη την βραδιά.

«Άξιζε να αμαυρώσεις το όνομά μας για χάρη της;», η φωνή του Draco κατέστρεφε την ευχάριστη φούσκα στην οποία πλανιόταν ο Mattheo. Το φως των αστεριών δεν ήταν αρκετό για να τον κρατήσει μέσα, καθώς τα αγκάθια των λέξεων του Draco την τρύπησαν.

«Το όνομά μας; Είσαι περήφανος, Draco; Ειλικρινά περήφανος που ανήκεις σε μια τέτοια οικογένεια;», έκανε ο ξάδερφός του, σκύβοντας προς το μέρος του.

«Φυσικά και είμαι. Όπως θα έπρεπε να είσαι κι εσύ, περισσότερο από όλους μας», αποκρίθηκε το αγόρι, το ψυχρά γαλάζια μάτια του κοιτούσαν βαθιά στα μαύρα του ξαδέρφου του.

«Περήφανος;», έκανε ο Mattheo. «Ο πατέρας μου ήταν δολοφόνος. Σκότωσε παιδιά, ξεκλήρισε οικογένειες. Τι από αυτά πρέπει να με κάνει περήφανο;».

«Δεν μπορείς να καταλάβεις πως είσαι με το πλευρό των ισχυρών; Δεν έχει τελειώσει τίποτα. Όταν θα επιστρέψει, ποιος νομίζεις πως θα επικρατήσει;».

«Ο πατέρας μου είναι νεκρός», αποκρίθηκε ο Mattheo, η λέξη πατέρας του ήταν βαθύτατα απεχθής.

«Μιλάμε για τον Voldemort. Είναι ο ισχυρότερος μάγος της εποχής μας».

«Που φοβάται τον Dumbledore", αντέτεινε το αγόρι με τα μαύρα μάτια. «Ο πατέρας μου είναι νεκρός κι έτσι θα παραμείνει, Draco. Και δεν με ενδιαφέρει τι θα πει η μητέρα μου για την Cassandra. Δεν με νοιάζει η γνώμη κανενός γαμώτο, και σαφώς όχι η δική σου».

«Είναι μια Granger, μια λασποαίματη. Δεν σε...», τα λόγια του Draco κόπηκαν ξυράφι από τον ξάδερφό του, ο οποίος τινάχτηκε από την θέση του, αρπάζοντας τον από τον γιακά της μπλούζας του.

«Δεν θα την αποκαλέσεις έτσι ποτέ ξανά. Κατάλαβες;», η φωνή του ήταν έντονη, η λαβή του πολύ δυνατή. Προς μεγάλη του ευχαρίστηση, κατάφερε να πετύχει τον σκοπό του, το υπεροπτικό ύφος του Malfoy είχε εξαλειφτεί από το πρόσωπό του, καθώς τρόμος αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά του.

«Εντάξει», ψέλλισε το έντρομο αγόρι. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης γλίστρησε από τα χείλη του την στιγμή που οι γροθιές του Mattheo λύθηκαν από τον γιακά του και άρχισε να απομακρύνεται από το σαλόνι. Το αίμα του έβραζε από θυμό, τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα, ενώ τα λόγια του Draco χτυπούσαν με μανία στο μυαλό του, προσπαθώντας σκληρά να το διαπεράσουν.

«Δεν θα σε αγαπήσει ποτέ. Είσαι ένα τέρας, Mattheo, σαν τον πατέρα σου».

Εκείνη την στιγμή το γυαλί έσπασε. Η γροθιά του βρέθηκε στο σαγόνι του Draco παραπάνω από μια φορά, εγκαταλείποντάς τον στο σαλόνι, μπροστά από την φωτιά, με το πρόσωπό του ματωμένο.

«Ήσουν η μόνη που με αγάπησε πραγματικά. Που δεν με αντιμετώπισες σαν να είμαι ίδιος με... με αυτόν», μίλησε το αγόρι. «Σου ήταν δύσκολο, μα τα κατάφερες. Με έκανες να αισθανθώ πως... πως ίσως δεν είμαι τόσο ανάξιος για αγάπη. Ίσως».

«Δεν χρειαζόταν να μείνεις». Τα δάχτυλά του μπλέκονταν στα καστανά μαλλιά της, με το κεφάλι της να ακουμπάει στο στήθος του.

«Το ξέρω», αποκρίθηκε, η φωνή της σιγανή. Οι ανάσες τους και η φωτιά που σιγόκαιε ήταν οι μόνοι ήχοι που μαρτυρούσαν την παρουσία κάποιου ατόμου στο δωμάτιο. Ξάπλωναν στο κρεβάτι του, στις εστίες του Slytherin, με το βαρύ του πάπλωμα να καλύπτει τα κορμιά τους.

«Σ' ευχαριστώ», τα χείλη του βρέθηκαν στα μαλλιά της, φυτεύοντας ένα απαλό φιλί στο κεφάλι της.

«Δεν χρειάζεται». Μπορούσε να ακούσει το χαμόγελό της στην φωνή της, δεν χρειάστηκε να κοιτάξει το πανέμορφο πρόσωπό της.

«Δεν μου αρέσουν τα οικογενειακά Χριστούγεννα. Ιδίως τώρα που ο μπαμπάς μου... ξέρεις».

«Μην ανησυχείς. Δεν χρειάζεται να τους συναντήσεις. Ο Dumbledore είπε πως το Hogwarts είναι το σπίτι σου, σωστά;».

«Όντως το είπε. Απλά... Καμιά φορά εύχομαι τα πράγματα να ήταν πιο απλά», μίλησε. Οι απόπειρες του να γλιτώσει από το ζοφερό ταξίδι σε αυτόν τον σκοτεινό τυφώνα σκέψεων ήταν έντονες, παρόλ' αυτά όχι ιδιαίτερα αποτελεσματικές.

«Κι εγώ, Mattheo", η Cassandra σήκωσε το κεφάλι της από το στήθος του, στηρίζοντας το βάρος της στους αγκώνες της, με τα καστανά της μάτια πάνω στα μαύρα δικά του. «Εύχομαι να είχες μια αγαπημένη οικογένεια. Εύχομαι να μπορούσα να σε βλέπω χαρούμενο, εύχομαι να μην έτρεχαν άλλα δάκρυα στα μάγουλά σου», η φωνή της άγγιξε μια χορδή στον Mattheo, καθώς αισθανόταν την όρασή του να θολώνει.

«Εύχομαι να ήμουν αρκετά καλός για εσένα. Εύχομαι να μην χρειαζόταν να λες στους φίλους και την οικογένεια σου πως είσαι με τον γιο του Voldemort. Εύχομαι να μπορούσα να σε κάνω περήφανη», τα λόγια του βγήκαν όμοια με ψίθυρο. Αισθανόταν τον λαιμό του να κλείνει, προσπαθούσε σκληρά να συγκρατήσει τα δάκρια που απειλούσαν να δραπετεύσουν.

«Τι;», έκανε το κορίτσι, τυλίγοντας το πρόσωπό του στις παλάμες της. «Μην το ξαναπείς αυτό. Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο πατέρας σου. Δεν με ενδιαφέρει το επώνυμό σου, δεν με ενδιαφέρει η οικογένειά σου. Το μόνο που ξέρω είναι ότι σε αγαπώ, Mattheo, και δεν υπάρχει τίποτα και κανείς που να μπορεί να το αλλάξει αυτό».

Τα λόγια της γκρέμισαν ένα τοίχος μέσα του, καθώς αδυνατούσε πλέον να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Έθαψε το κεφάλι του στο στήθος της. Σαν φάρος σε μια μανιασμένη καταιγίδα, το κορίτσι τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από τον κορμό του, με το πιγούνι της να ακουμπά στην κορφή του κεφαλιού του. Η πλάτη του τρανταζόταν, καθώς έκλαιγε με λυγμούς. Το καθησυχαστικό χάδι της στην πλάτη του δρούσε καταλυτικά. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο από έναν επίδεσμο σε ένα τραύμα τόσο βαθύ που δεν χωρούσε αμφιβολία πως θα διέφευγε της επούλωσης. Τα δικά της χέρια μπορούσαν να απαλύνουν κάθε πληγή του, να εξαλείψουν κάθε ουλή του.

«Σ΄ αγαπώ τόσο πολύ Mattheo. Τόσο πολύ».

«Πραγματικά με αγαπούσες. Και αυτό με τρόμαζε. Πολύ. Γιατί εμένα; Εσύ ήσουν μια ηλιαχτίδα, τόσο όμορφη, έξυπνη, αστεία. Όλοι σε συμπαθούσαν», μίλησε. Το χέρι του είχε πλέον μουδιάσει από το κρύο, μα δεν είχε εγκαταλείψει το χιονισμένο μάρμαρο. Έτσι την αισθανόταν κοντά του.

«Μα γύρισες και κοίταξες εμένα. Που δεν είχα καλό λόγο για κανέναν, με τους στριμμένους φίλους μου, την φριχτή οικογένεια μου. Με τρόμαζε η αγάπη σου. Κανείς δεν με είχε αγαπήσει ξανά. Και δεν νομίζω να με αγαπήσει ποτέ».

«Τον αγαπάς;!», αναφώνησε έκπληκτος ο Ron.

Η πλάτη του Mattheo ήταν κολλημένη στο πέτρινο τοίχο, καθώς κρυφάκουγε την συζήτηση της παρέας.

«Τον αγαπώ, πραγματικά», αποκρίθηκε έντονα το κορίτσι.

«Αν το μάθει η οικογένειά του θα σε σκοτώσουν, Cass», έκανε η Hermione, η ανησυχία έκδηλη στην φωνή της.

«Δεν με νοιάζει! Δεν... δεν με νοιάζει», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει.

«Δεν σε νοιάζει; Ξέρεις πόσοι άνθρωποι έχουν χάσει την ζωή τους εξαιτίας του; Κι εσύ λες πως δεν σε νοιάζει!», κάγχασε ο Harry.

«Εξαιτίας του πατέρα του. Δεν είναι το ίδιο άτομο», μίλησε αυτή.

«Το μήλο δεν πέφτει μακριά από την μηλιά», ήρθε η απάντηση του Harry. Ο Mattheo δάγκωσε δυνατά το χείλος του, εξακολουθώντας να παρακολουθεί την συζήτηση.

«Δεν τον ξέρεις, δεν μπορείς να το λες αυτό!», έκανε εκνευρισμένη.

«Μην είσαι τόσο ευκολόπιστη, Cassandra! Πιστεύεις πως πραγματικά, τώρα που ο πατέρας του είναι ζωντανός δεν θα σπεύσει στο πλευρό του;», επέμεινε ο Harry.

«Απεχθάνεται τον πατέρα του, δεν θα το έκανε ποτέ».

«Αυτό σου λέει, όμως ισχύει;».

«Τον εμπιστεύομαι».

«Ίσως δεν θα έπρεπε!», φώναξε ο Harry, αφήνοντας την παρέα σιωπηλή. Ο Mattheo ευχόταν να μπορούσε να παρέμβει, να την διαβεβαιώσει πως δεν θα έκανε ποτέ τίποτα από όσα τον κατηγορούσαν. Μα ήταν πιο έξυπνος από αυτό. Γνώριζε πως μια τέτοια κίνηση θα έκανε την κατάσταση χειρότερη.

«Είστε απίστευτοι», μίλησε η Cassandra απογοητευμένη.

«Cass, περίμενε!», αναφώνησε η Hermione. «Συγγνώμη, αλλά πρέπει να μας καταλάβεις. Ήταν μια χαρά, όταν ακόμα βγαίνατε. Τίποτα σημαντικό, ο πατέρας του ήταν ακόμη νεκρός. Αλλά τώρα αλλάζουν τα πράγματα. Ο Voldemort είναι ζωντανός. Όλοι ξέρουμε πως είναι ικανός για τα πάντα. Η μητέρα του, η Bellatrix, είναι θεοπάλαβη. Θα σε σκότωνε χωρίς δεύτερη σκέψη», μίλησε η αδερφή της, ο τόνος της ήρεμος. «Και μπορεί εδώ στο Hogwarts να είσαι ασφαλής, μπορεί το τάγμα να σε προσέχει, μα δεν θα είναι για πάντα έτσι».

Η γεύση του αίματος έφτασε στην γλώσσα του, καθώς το χείλος του ήταν πλέον ματωμένο. Σκούπισε το αίμα με την ανάστροφη της παλάμης του. Δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει με όσα έλεγε η Hermione. Αυτός θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να την προστατεύσει από την οικογένειά του, μα δεν χωρούσε αμφιβολία πως την έβαζε σε τεράστιο κίνδυνο. Γνώριζε την οικογένεια του, δεν θα είχαν τον παραμικρό ενδοιασμό να την βασανίσουν, να την σκοτώσουν, μονάχα γιατί ήταν γεννημένη από γονείς muggle και είχε την ατυχία να ερωτευτεί τον Mattheo Riddle.

«Λες ότι τον γνωρίζεις, Cass. Μα υπό πίεση, ο άνθρωπος μπορεί να κάνει τρελά πράγματα. Μπορεί να χάσει την ταυτότητα του, να κάνει κάτι που θα το μετανιώνει για μια ζωή». Τα τελευταία λόγια της Hermione ήταν σαν κοφτερή λεπίδα στην καρδιά του. Θα μπορούσαν αλήθεια να τον στρέψουν εναντίον της; Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του, μα με την Cassandra όλα ήταν διαφορετικά. Ίσως όμως κάποια πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.

«Καταλαβαίνω, Hermione. Σας καταλαβαίνω και τους τρεις. Αλλά... σας παρακαλώ, προσπαθήστε να καταλάβετε κι εμένα. Νομίζετε πως το περίμενα αυτό; Να ερωτευτώ τον Mattheo Riddle; Η αγάπη δεν είναι διακόπτης, να τον χειρίζεσαι όπως θες», μίλησε το κορίτσι. «Δεν μπορώ απλά να σταματήσω να τον αγαπώ. Ακόμη κι αν τον χώριζα, δεν θα άλλαζε τίποτα. Δεν θα μπορούσα να τον βλέπω τόσο θλιμμένο, δεν θέλω να τον καταστρέψω, όχι εγώ ούτε κανένας άλλος».

«Οπότε;», έκανε ο Harry.

«Οπότε ελπίζω πως κανένα από αυτά τα φριχτά σενάρια δεν θα επαληθευτεί. Απλά ελπίζω».

Ελπίδα. Ήλπιζε πως οι θανατοφάγοι θα έμεναν μακριά της, ήλπιζε πως το τέλος τους δεν θα ήταν τραγικό.

«Ωραία. Ο Mattheo Riddle θα γίνει ο νέος μου φίλος τότε». Η φωνή του Ron ήταν απροσδόκητη, το αγόρι με τα μαύρα μάτια έμεινε έκπληκτο με την απουσία ειρωνείας από τον τόνο του Weasley.

«Και δικός μου», συμφώνησε η Hermione.

«Καλώς. Θα βάλω τα δυνατά μου. Μα δεν θα γίνουμε και κολλητοί», ο Harry υποχώρησε εν τέλη, με την παρέα να ξεσπάει σε γέλια.

«Ευχαριστώ παιδιά», μίλησε η Cassandra, ο Mattheo μπορούσε να ακούσει το χαμόγελο της.

«Κατέληξαν να με συμπαθούν. Ο Harry ίσως λιγότερο», χαμογέλασε αχνά, σηκώνοντας το βλέμμα του στα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Ο άνεμος τα έδερνε τώρα γεμάτος μανία, ήδη έντονα απασχολημένος ώστε δεν πλησίαζε τον ίδιο.

«Δεν έχω μιλήσει με κανέναν τους, όχι μετά την μάχη. Δεν μπορούσα να σταθώ απέναντί τους. Με εμπιστεύτηκαν κι εγώ αθέτησα την υπόσχεσή μου. Τους απογοήτευσα, απογοήτευσα εσένα, απογοήτευσα τον εαυτό μου», μίλησε, το χαμόγελο του εξανεμίστηκε. Τελικά ο άνεμος δεν ήταν τόσο απασχολημένος όσο νόμιζε, καθώς παρέσυρε μακριά το χαμόγελό του. Θα του το επέστρεφε ποτέ; Πάντα το οδηγεί σε μακριά ταξίδια, περνώντας ανάμεσα από πράσινα δάση, μαζί με την αλμύρα της θάλασσας, την γύρη φρέσκων ανθών, δέρνοντας ετοιμόρροπα σπίτια και χαμένα κορμιά σε ξεχασμένους δρόμους. Μα δεν το ήθελε πίσω. Όχι αν δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν τα δικά της μάτια.

«Δεν ξέρω αν βλέπεις την Hermione", συνέχισε. «Την συνάντησα μια φορά, εδώ. Μα έφυγα αμέσως. Δεν τόλμησα να της μιλήσω, ήμουν πολύ δειλός. Φαινόταν χάλια. Ήταν χάλια. Της κόστισε πολύ. Δεν ακούω τα καλύτερα γι αυτήν. Προσπαθώ, αλλά ξέρεις δεν μπορώ να αποφύγω τους τίτλους στις εφημερίδες. Είναι υπουργός μαγείας, αλλά αυτό μάλλον το γνωρίζεις ήδη. Λένε πως έχει πέσει σε βαθιά κατάθλιψη. Έχει μια κόρη, δύο ετών, ίσως τρία. Την ονόμασε Cassandra».

«Hermione!», το κορίτσι αναφώνησε, τρέχοντας προς την αδερφή της. Έπεσε με φόρα στην κοπέλα, τυλίγοντας σφιχτά τα μπράτσα της γύρω από τον κορμό της, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά της. «Hermione, αγαπημένη μου Hermione, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω».

Ο Mattheo παρακολουθούσε την συγκινητική σκηνή επανένωσης λίγα βήματα πιο πέρα, σφίγγοντας το ραβδί του στο χέρι του. Η Hermione ελευθέρωσε την μικρότερη αδερφή της από την αγκαλιά της, πιάνοντας την από τους ώμους.

«Είσαι καλά», έκανε ανακουφισμένη η μεγαλύτερη αδερφή, το βλέμμα της διέτρεχε το πρόσωπο της Cassandra. «Τι είναι αυτό;», τα δάχτυλά της ακούμπησαν απαλά ένα σκίσιμο στο μάγουλό της που εκτεινόταν μέχρι το χείλος της. Η Cassandra σφύριξε από τον πόνο, η πληγή φρέσκια, το άγγιγμα επίπονο.

«Τίποτα σημαντικό. Μην ανησυχείς», την διαβεβαίωσε, μα η Hermione δεν φαινόταν πεπεισμένη, καθώς τα καστανά της μάτια εξέπεμπαν μια έντονη ανησυχία.

Στο κάστρο επικρατούσε πανικός, με μάγους και μάγισσες να κείτονται κάτω από τα χαλάσματα, νεαρούς μαθητές να υψώνουν τα ραβδιά τους απέναντι σε φονικούς θανατοφάγους, νέφη σκόνης να πλημμυρίζουν τα πνευμόνια κάθε ψυχής και την αύρα του θανάτου διάχυτη σε ολόκληρο το περιβάλλον.

«Γιατί είσαι ακόμα εδώ;», έκανε η Hermione. «Γιατί είναι ακόμα εδώ;», στράφηκε στον Mattheo. «Πάρε την και φύγετε μακριά, τώρα!».

Είχε δίκιο. Ήταν η σωστή απόφαση, μα το αγόρι δεν μπορούσε να επιβληθεί στο κορίτσι. Έτσι έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε, έχοντάς την στο πλευρό του και υπό την προστασία του, εκτοξεύοντας ξόρκια σε όποιον τολμούσε να υψώσει απειλητικά το ραβδί του προς το μέρος της.

«Όχι, θα μείνω εδώ! Όπως εσύ! Όλοι έμειναν εδώ και πολεμάνε, το ίδιο θα κάνω κι εγώ!», αποκρίθηκε η Cassandra έντονα.

«Δεν θα πεθάνουν δύο Granger σε αυτή τη μάχη», δήλωσε η Hermione κατηγορηματικά.

«Δεν θα πεθάνει καμία Granger, όχι σήμερα».

«Άκουσα αυτές τις λέξεις να βγαίνουν από τα χείλη σου και μετά τις είδα να καταστρέφονται, σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ», είπε. Ο ουρανός αγνόησε τις πρωτύτερες προβλέψεις του άντρα, καθώς μερικές λευκές νιφάδες άρχισαν να πέφτουν αραιά.

«Και φταίω εγώ. Όχι η Hermione που σε άφησε να μείνεις στην μάχη. Φταίω εγώ, που δεν σε πήρα εκείνη την στιγμή μακριά, που σε άφησα μόνη για να πάω σε αυτόν».

«Πρέπει να τον βρω. Μετά από τόσα χρόνια, πρέπει να τον αντιμετωπίσω», δήλωσε. Οι δυό τους κάθονταν στο πάτωμα της τραπεζαρίας, με ένα αναποδογυρισμένο τραπέζι ως προστασία.

«Μην, Mattheo, θα σε σκοτώσει», τον παρακάλεσε η Cassandra, σφίγγοντας τον πήχη του, μια απόπειρα να τον σώσει από τα σαγόνια του καρχαρία.

«Πρέπει να πάω, Cassandra. Πρέπει να τον κοιτάξω στα μάτια, πρέπει να στρέψω το ραβδί μου πάνω του, πρέπει», επέμεινε το αγόρι.

«Δεν θα κερδίσεις τίποτα με αυτό. Ο Harry είναι ο μόνος που μπορεί να τον σκοτώσει».

«Δεν έχει σημασία αν θα το σκοτώσω», έκανε ο Mattheo. «Απλά θέλω να σταθώ απέναντί του, θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω πόσο μεγάλο τέρας είναι. Ακόμη κι ένα απλό stupefy μου είναι αρκετό».

Το κορίτσι παρέμεινε σιωπηλό, τα ματωμένα χείλη της μισάνοιχτα, η έκφραση της προβληματισμένη.

«Εντάξει», ενέδωσε εν τέλη, τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν. Το χέρι της βρέθηκε στο μάγουλό του, ακουμπώντας τα χείλη της πάνω στα δικά του. «Να προσέχεις. Σ΄ αγαπώ», χαμογέλασε αμυδρά. Ένα χαμόγελο που αποτυπώθηκε στην μνήμη του αγοριού, σχεδόν σαν να γνώριζε πως εκείνη ήταν η τελευταία φορά που θα την έβλεπε να χαμογελά. Που θα φιλούσε τα χείλη της. Που θα χάιδευε το μάγουλο της. Μα δεν ήξερε τίποτα από αυτά.

Ο Mattheo ένωσε ξανά τα χείλη τους, ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό της, τα μάτια του ερμητικά κλειστά καθώς ο ένας κρατούσε το πρόσωπο του άλλου στις παλάμες του.

«Σ΄ αγαπώ», μίλησε. Δύο λέξεις που τόσο συχνά της χάριζε, πάντα με νόημα. Εκείνη την στιγμή όμως σήμαιναν πολλά περισσότερα από όλες τις προηγούμενες. «Μείνε εδώ. Μην κουνηθείς, μην πας πουθενά». Προτού προλάβει να σηκωθεί, το κορίτσι έσφιξε το μπράτσο του, τραβώντας τον κάτω.

«Υποσχέσου μου πως θα επιστρέψεις». Τα υγρά καστανά της μάτια τον κοιτούσαν απελπισμένα, αναζητώντας το παραμικρό σημάδι σιγουριάς στα χαρακτηριστικά του, καθώς κρεμόταν από τα χείλη του. Το αγόρι σκούπισε τα δάκρυα της με τον αντίχειρα του.

«Το υπόσχομαι».

«Ποτέ μην δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να τηρήσεις», ένα πικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, ο άνεμος δεν του χάριζε το δικό του. Είχε ήδη φύγει μακριά.

Οι νιφάδες συναντούσαν το λευκό παγωμένο χιόνι με ένα απαλό άγγιγμα, τώρα πολύ πιο πυκνές, αρχίζοντας να καλύπτουν με το πέπλο τους την επιγραφή του μαρμάρου γι ακόμη μια φορά. Όσες φορές κι αν το όνομα αδυνατούσε να επιβληθεί έναντι του χιονιού, άλλες τόσες τα μελανιασμένα δάχτυλα του Mattheo θα το έσπρωχναν μακριά.

Τα δάχτυλά του έσφιγγαν το ραβδί του, καθώς διέσχιζε τρέχοντας το προαύλιο του κάστρου, εκτοξεύοντας ξόρκια σε όποιον θανατοφάγο ζύγωνε. Το βλέμμα του αναζητούσε απεγνωσμένα την ζοφερή φιγούρα του πατέρα του. Ωστόσο, τα μάτια του έπεσαν σε μια διαφορετική, γνώριμη σιλουέτα.

«Draco!», φώναξε, μα το ξανθό αγόρι, παρέμενε ασάλευτο, μακριά από το πεδίο της μάχης. «Draco!», επανέλαβε με όλη του την δύναμη, ώσπου ο Malfoy σήκωσε το ταραγμένο βλέμμα του, αντικρίζοντας τον ξάδερφό του. Την στιγμή που αντιλήφθηκε τον Mattheo να πλησιάζει τρέχοντας, έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του.

«Draco. Που είναι ο πατέρας μου;», ρώτησε το αγόρι με τις μαύρες μπούκλες, πλέον στεκόταν απέναντι από τον Malfoy.

«Γιατί τον ψάχνεις;». Ο τόνος του δεν ήταν υπεροπτικός ή ειρωνικός ως συνήθως, μονάχα μαρτυρούσε τον φόβο του. Στο κάτω κάτω ήταν ένα παιδί. Όλοι τους ήταν παιδιά, που πολεμούσαν μια μάχη που δεν ήταν δική τους.

«Πού είναι, Malfoy;», επέμεινε αυτός.

«Πέρα», έγνεψε με τα γαλάζια μάτια του, «κοντά στο γήπεδο του quidditch».

Ο Mattheo κούνησε το κεφάλι του, μα προτού προλάβει να χαράξει τον δρόμο του, η φωνή του ξαδέρφου του τον σταμάτησε.

«Πρόσεχε, Mattheo. Δεν θέλω να σε χάσω», η φωνή του ήταν σιγανή, το βλέμμα του απέφευγε τα μαύρα μάτια του αγοριού.

«Δεν θα με χάσεις, Draco», αποκρίθηκε το αγόρι. Προτού το καταλάβει, τα χέρια του βρέθηκαν γύρω από τον Draco, κρατώντας τον σφιχτά στο κορμί του. Δεν ήθελε να τον χάσει. Τον αγαπούσε. Χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, τον αγαπούσε. Συνειδητοποίησε πως η εικόνα του πτώματος του ξανθού αγοριού έφερνε δάκρυα στα μάτια του, συνοδευόμενα από ένα σφίξιμο στο στήθος. Ήταν η μόνη οικογένεια που είχε.

«Πήγαινε στην τραπεζαρία. Εκεί είναι η Cassandra. Τρέχα!», έκανε, ο ξάδερφος του κούνησε βιαστικά το κεφάλι του. «Να προσέχεις!», φώναξε παρακολουθώντας τον να τρέχει μακριά.

«Όντως ήταν προσεκτικός. Και τα κατάφερε. Μπορεί να μην το πιστεύει, μα δεν φταίει αυτός που πέθανες. Δεν τον έβαλα σωματοφύλακά σου, δεν μπορούσα να του το ζητήσω. Εγώ ήμουν υπεύθυνος γι αυτό. Αυτός έπρεπε μονάχα να προστατεύσει τον εαυτό του. Και το έκανε. Είναι ζωντανός», μίλησε, τινάζοντας τα χιόνι από τις μαύρες μπούκλες του.

«Ήμασταν κοντά. Ήταν το μόνο άτομο που είχα στην ζωή μου, μέχρι πέρσι τουλάχιστον. Μέχρι να πεθάνει η Astoria. Δεν μιλάει σε κανέναν πλέον. Είναι μόνος του με τον Scorpius. Τον καταλαβαίνω. Δεν κάνω κάτι διαφορετικό από αυτόν. Τους έχω διώξει όλους μακριά. Είναι καλύτερα έτσι. Δεν έχω αυτό... αυτό το βάρος», προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις του σε μια τάξη, μα οι καιροί όπου η διαφάνεια αποτελούσε μέρος του εσωτερικού κόσμου του είχαν παρέλθει εδώ και χρόνια.

«Θα ακουστεί περίεργο, μα θα καταλάβεις. Το ξέρω», είπε εν τέλη, εξακολουθώντας να τρέχει το χέρι του στο μάρμαρο. «Σε όλη μου την ζωή ήμουν απόμακρος και ψυχρός. Υπήρχαν δύο κόσμοι. Ο ένας, των θανατοφάγων, με θαύμαζε, ανέμενε κάτι μεγάλο από εμένα, όπως αυτά έκανε ο πατέρας μου. Αυτοί εκτιμούσαν το πόσο απόμακρος ήμουν, δεν ήθελαν να με αγαπήσουν, δεν ξέρουν να αγαπούν. Ο Lucious και η Narcissa αγαπούν τον Draco, αλλά εγώ δεν ήμουν τίποτα περισσότερο παρά ένας πολλά υποσχόμενος ανιψιός γι αυτούς. Ενώ η μητέρα μου δεν αγάπησε ποτέ κανέναν, παρά μονάχα τον πατέρα μου. Κι ο πατέρας μου δεν μπόρεσε να αγαπήσει κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του».

«Από την άλλη, υπήρχε ο υπόλοιπος κόσμος των μάγων. Αυτοί με έβλεπαν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Γι αυτούς δεν είμαι ο Mattheo Riddle. Είμαι ο γιος του Voldemort. Κι όταν σου κολλάν μια ταμπέλα, σύντομα συνειδητοποιείς πως δεν μπορείς να ξεφύγεις. Οπότε συμμορφώνεσαι. Περπατούσα στους διαδρόμους του Hogwarts με το κεφάλι ψηλά, γνώριζα πως όλοι με φοβόντουσαν και μου άρεσε. Δεν ήθελα να με συμπαθήσουν, εδώ καλά καλά δεν συμπαθούσα εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό», κούνησε το κεφάλι του.

«Και μετά ήρθες εσύ. Και τα διέλυσες όλα, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», χαμογέλασε αχνά, ο άνεμος φάνηκε να του κάνει στιγμιαία την χάρη. «Ξεκίνησε πολύ αργά, στην αρχή δεν με συμπαθούσες καν».

«Θα φάτε την σκόνη μας, Potter", γέλασε υπεροπτικά ο Mattheo, με τους συμπαίκτες του να τον επευφημούν.

«Είναι αγώνας quidditch, Riddle. Σημασία έχουν οι ικανότητες, όχι το πόσα λεφτά έχει η οικογένειά σου για να σε βάλει στην ομάδα», αντέτεινε η Cassandra.

«Εσύ γιατί μιλάς, μυξιάρικο;», έκανε το αγόρι. «Απ' ότι φαίνεται οι Granger δεν μπορούν παρά να χώνουν την μύτη τους σε ξένες υποθέσεις, έτσι δεν είναι;».

«Μην κολακεύεσαι. Δεν περιστρέφεται όλο το σύμπαν γύρω σου», μίλησε, προτού γυρίσει την πλάτη της, τα βήματά της την οδήγησαν μακριά από τους αθλητές.

Οι χιονονιφάδες στροβιλίζονταν γοητευτικά, σαν να χόρευαν αναμεταξύ τους, τόσο αρμονικά, ώστε φάνταζαν εύθραυστες.

«Και με έκανες να αισθανθώ... σαν να ήμουν άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που μπορούσε να έχει φίλους. Να αγαπηθεί, ίσως».

«Δεν έχω φίλους», μίλησε ψυχρά, το βλέμμα του επέστρεψε στην περγαμηνή που ξάπλωνε στο ξύλινο τραπέζι μπροστά του. Η βιβλιοθήκη ήταν άδεια, η ώρα οχτώ.

«Ναι έχεις. Τον Draco...», αποκρίθηκε η Cassandra, μα ο Mattheo την διέκοψε.

«Είναι ξάδερφος μου. Δεν μετράει».

«Τότε τον Theo. Και την Pansy».

«Δεν είναι φίλοι μου».

«Τότε τί είναι; Είστε συνέχεια μαζί», ανασήκωσε τα φρύδια της περίεργη.

«Απλά υπάρχουν εκεί. Για να μην φαίνεται πως είμαι μόνος. Αυτοί κάνουν παρέα αναμεταξύ τους, εγώ απλά τους μιλάω. Και τώρα φτάνουν οι ερωτήσεις. Υποτίθεται πως είμαστε εδώ για να σε βοηθήσω με τα φίλτρα, όχι να με κάνεις να αισθάνομαι μίζερος», μίλησε το αγόρι εκνευρισμένο.

«Δεν νομίζω πως είσαι μίζερος», αποκρίθηκε το κορίτσι. «Εσύ το πιστεύεις αυτό για τον εαυτό σου», έριξε τα καστανά της μάτια στην περγαμηνή της, παίρνοντας την πένα της στα δάχτυλά της. Το αγόρι σήκωσε το κεφάλι του προς το μέρος της, συνοφρυωμένο.

«Πιστεύεις πως είναι φίλοι μου;».

Το κορίτσι σήκωσε τα καστανά της μάτια στα μαύρα δικά του.

«Ναι. Έτσι φαίνεται τουλάχιστον», κούνησε το κεφάλι της, επιστρέφοντας την προσοχή της στην μελέτη της.

Ο Mattheo προσπαθούσε να επεξεργαστεί αυτό το δεδομένο. Ήταν δεκατέσσερα χρονών μα δεν θεωρούσε ποτέ την Pansy και τον Theo φίλους του. Πίστευε πως ήταν φίλοι του Malfoy, πως ο ίδιος απλά τύχαινε να βρίσκεται εκεί, πως δεν υπήρχε τίποτα περισσότερο. Χαμογέλασε στον εαυτό του. Ίσως τελικά δεν ήταν τόσο απεχθής όσο νόμιζε.

«Το απεχθάνομαι αυτό το συναίσθημα. Θα σου πω γιατί. Αισθανόμουν τόσο απαίσια με τον εαυτό μου, με την ζωή μου, μέχρι που ήρθες εσύ. Και τώρα έφυγες κι εγώ δεν είμαι ο ίδιος. Δεν είμαι όπως ήμουν όταν με άφησες. Και αυτό με πονάει γιατί... θέλω να είμαι όπως ήμουν παλιά μα ξέρω ότι δεν γίνεται γιατί εσύ με άλλαξες. Μπορεί να μην το πιστεύεις μα είναι η αλήθεια. Και... και αν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να βρεθεί ένα άτομο σαν εσένα, που θα μπορέσει να με διορθώσει ξανά, τότε θέλω να την αποκλείσω. Γι αυτό τους έδιωξα όλους, δεν αφήνω κανέναν να με πλησιάσει. Είμαι ο παλιός Mattheo, Cassandra», μίλησε.

«Νόμιζα πως τον είχα σκοτώσει, είναι σχεδόν αστείο», έκανε, γελώντας. Ένα γέλιο περίεργο, αφύσικο.

«Είναι αστείο γιατί είσαι νεκρή γαμώτο», δάκρυα έτρεχαν από το πρόσωπό του, καθώς εκείνο το περίεργο χαμόγελο ήταν ακόμα ζωγραφισμένο στα χείλη του.

«Mattheo», ένα άσχημο χαμόγελο ήταν κολλημένο στο φρικιαστικό πρόσωπο του πατέρα του, καθώς στεκόταν μπροστά του. Ο Mattheo τον κοιτούσε με μισάνοιχτα χείλη, παρατηρούσε το παραμορφωμένο πρόσωπό του, την ψιλόλιγνη φιγούρα του, τον μαύρο μανδύα του, με μια έντονη αηδία να τον πλημμυρίζει.

«Ο άσωτος υιός. Έλα εδώ γιε μου», άνοιξε τα μπράτσα του, μα η ψυχρή αγκαλιά του απωθούσε το αγόρι.

«Περιμένεις πως θα έρθω τρέχοντας σε εσένα;», έκανε ο Mattheo πικρά.

«Το έκανες ήδη. Με βρήκες», αποκρίθηκε ο Voldemort. «Μήπως ήρθες για να με βλάψεις, γιε μου;».

«Πάντως δεν ήρθα για ένα γλυκό φιλάκι προς τον μπαμπάκα».

«Γιατί, Mattheo; Θα μπορούσες να είσαι με το πλευρό μας. Με τους γονείς σου».

«Τους γονείς μου;», αναφώνησε εκνευρισμένος. «Τον δολοφόνο πατέρα μου που ήταν υποθετικά νεκρός και την τρελή μητέρα μου που ήταν φυλακισμένη στο Azkaban; Γι αυτούς τους γονείς μιλάς;».

«Βλέπω πως είχαν δίκιο τελικά. Οι θανατοφάγοι. Με όλες αυτές τις ιστορίες», δήλωσε ο πατέρας του. «Έχεις πεισμώσει, δεν είσαι στραμμένος προς τον σωστό δρόμο. Τελευταία ευκαιρία, Mattheo. Είμαι πρόθυμος να παραβλέψω την προδοσία σου, γιατί είσαι γιος μου. Οπότε πες μου. Θα έρθεις εδώ, να σταθείς στο πλευρό μου;».

«Καλύτερα να πεθάνω!», φώναξε το αγόρι, υψώνοντας το ραβδί του προς τον σκοτεινότερο μάγο της εποχής του. Τον πατέρα του. Μα προτού το συνειδητοποιήσει, το φως χάθηκε από την όραση του, τα αυτιά του άρχισαν να βουίζουν και ένας τρομερός πόνος έλιωνε το κεφάλι του.

Σήκωσε το κεφάλι του προς τον ουρανό. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, μα το αγόρι δεν είχε ακόμα τελειώσει.

«Πάνε πέντε χρόνια. Μα η εικόνα παραμένει χαραγμένη στην μνήμη μου. Δεν νομίζω να φύγει ποτέ, όσο κι αν το θέλω», μίλησε σιγανά, το βλέμμα του έπεσε στην ημερομηνία της επιγραφής.

1998.

Η μέρα που τόσες ζωές χάθηκαν. Η μέρα που ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, μα το φως είχε σβηστεί από τα περισσότερα μάτια.

«Ζει. Ζει!».

Ο Mattheo άνοιξε δειλά τα μάτια του. Το σώμα του πονούσε, ένας έντονος πονοκέφαλος έκανε το κεφάλι του να πάλλεται σαν τύμπανο. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει, μα κειτόταν στο έδαφος. Ο Theo έστεκε από πάνω του. Του χάρισε το χέρι του, βοηθώντας τον να σηκωθεί.

«Φίλε, ανησύχησα πολύ», ο Theo τράβηξε τον Mattheo στην αγκαλιά του. Το αγόρι έσφιξε τον φίλο του στο σώμα του, ευγνώμων που ήταν ζωντανός. «Ο Malfoy σε ψάχνει. Φοβήθηκε ότι ο Voldemort σε σκότωσε», συνέχισε, ελευθερώνοντάς τον από την αγκαλιά του. «Δεν θα άντεχε να πεθάνεις κι εσύ».

«Κι εγώ;, έκανε μπερδεμένος ο Mattheo. «Ποιος άλλος πέθανε;», ρώτησε, κρεμάμενος από τα χείλη του φίλου του.

«Πολλοί», η απάντησή του ήταν αόριστη και ήρθε διστακτικά, κάνοντας το παρανοϊκό μυαλό του Mattheo να τρέχει γρήγορα και αναπόφευκτα προς το χειρότερο σενάριο.

«Που είναι;», ρώτησε, μα ο φίλος του παρέμεινε σιωπηλός, «Πού είναι Theo;», η φωνή του ήταν έντονη, ταρακουνώντας το αγόρι από τους ώμους.

«Στην κεντρική είσοδο», ψέλλισε το αγόρι, παρακολουθώντας τον Mattheo να τρέχει προς εκεί.

Η εικόνα ήταν ανατριχιαστική. Νεκρά πτώματα, όλα γνώριμα, κειτόταν στο έδαφος, με φίλους και οικογένειες να χύνουν τα δάκρυά τους πάνω από τους αγαπημένους τους. Το βλέμμα του έψαχνε πανικόβλητο ανάμεσα στο πλήθος, απεγνωσμένος να αντικρίσει την φιγούρα της Cassandra να στέκεται όρθια, σώα και αβλαβής. Ωστόσο η μοίρα είχε διαφορετικά σχέδια.

Η Hermione ήταν γονατισμένη στο έδαφος, σφίγγοντας στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα της αδερφής της. Η πλάτη της τρανταζόταν από τους λυγμούς, καθώς η Luna ακουμπούσε καθησυχαστικά το χέρι της στον ώμο της φίλης της.

«Cassandra». Ο Mattheo έστεκε ακίνητος, τα χείλη του μισάνοιχτα, τα φρύδια του ενωμένα, ενώ τα μαύρα μάτια του έτσουζαν.

Τα βλέμματα όσων βρίσκονταν κοντά στράφηκαν στην φιγούρα του, με τον Draco να συναντά το πρόσωπό του.

«Συγγνώμη», μίλησε ταραγμένος, η φωνή του βουτηγμένη στην θλίψη. Τα γαλάζια μάτια του ήταν υγρά, και για πρώτη φορά ο Mattheo συμπέρανε πως δεν ήταν άψυχα. «Συγγνώμη, προσπάθησα, αλήθεια προσπάθησα», έκανε, μα σταμάτησε γρήγορα καθώς ξέσπασε σε έναν χείμαρρο σιωπηλών δακρύων.

Ο Mattheo γονάτισε πλάι στην Hermione η οποία σήκωσε το βλέμμα της προς το μέρος του. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα, το πρόσωπό της μαρτυρούσε πόσο συντετριμμένη ήταν. Μια συντριβή που δεν είχε την παραμικρή σχέση με τα τραύματα που έφερε.

«Συγγνώμη», ψιθύρισε ο Mattheo, τα μαύρα μάτια του κοιτούσαν βαθιά στα καστανά δικά της. Θύμιζαν της Cassandra.

Η Hermione δεν μίλησε, μονάχα έριξε το κεφάλι της στον ώμο του, εξακολουθώντας να σφίγγει στην αγκαλιά της την νεκρή αδερφή της. Τα δάκρια της πότιζαν την μπλούζα του Mattheo, καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δικά του. Τύλιξε τα δάχτυλά του γύρω από τα άψυχα δάχτυλα του κοριτσιού.

Για πρώτη φορά, τα δικά της ήταν παγωμένα και τα δικά του ζεστά.

Το πέπλο του σκοτεινού ουρανού απλώθηκε πάνω από το κεφάλι του, ένα λιτό πέπλο δίχως κεντημένα ασημένια αστέρια.

«Δεν θέλω να φύγω», μίλησε, καθαρίζοντας γι ακόμη μια φορά την επιγραφή στο μάρμαρο.

Cassandra Granger 1981-1998

Μια ηλιαχτίδα που έσβησε πολύ νωρίς

«Υπήρξαν πολλά βράδια που τα πέρασα εδώ, πλάι σου», συνέχισε, «Να σου μιλάω κάτω από τα αστέρια, μέχρι ο ήλιος να χαράξει. Δίχως να παίρνω ποτέ απάντηση. Πίστευε κανείς πως μετά από τόσο καιρό θα το είχα συνηθίσει. Μα έπειτα από πέντε χρόνια, έχω κουραστεί. Έχω κουραστεί να μην ακούω την φωνή σου, να μην βλέπω το πρόσωπό σου, να μην αγγίζω το σώμα σου. Είναι ανυπόφορο, γαμώτο», έκανε αγανακτισμένος.

«Είναι εξοργιστικό! Πρέπει να ζήσω όλη την ζωή μου έτσι! Μακριά σου! Αντί να γίνεται πιο εύκολο, κάθε μέρα είναι ακόμα πιο δύσκολο να ξυπνάω γνωρίζοντας πως όσο κι αν σε ψάξω δεν θα μπορέσω ποτέ να σε βρω!».

Πλέον φώναζε. Η φωνή του έσκιζε την σιωπηλή σκοτεινή ατμόσφαιρα, ξεσηκώνοντας όλες τις ψυχές που κείτονταν κάτω από το έδαφος εκείνου του νεκροταφείου, δίχως όμως να ακούει το τραγικό μελωδικό τραγούδι τους. Ήθελαν να τον τραβήξουν μαζί τους, μία ακόμα βασανισμένη ψυχή στο πλευρό τους. Μα αυτός ανήκε κάτω από το φως του ήλιου. Ήταν η σκληρή τιμωρία που είχε επιβάλλει στον εαυτό του.

«Θα μπορούσαμε να είχαμε παντρευτεί! Να είχαμε κάνει παιδιά, την δική μας οικογένεια!».

Ο ψυχρός άνεμος στέγνωνε τα δάκρυα που κυλούσαν στο κόκκινο πρόσωπό του, καθώς τα μανιασμένα κλαδιά των δέντρων συμμερίζονταν την ταραχή του.

«Με μισώ! Γαμώτο, απεχθάνομαι τον εαυτό μου τόσο πολύ!». Σωριάστηκε στο χιονισμένο έδαφος, ακουμπώντας το μέτωπό του στον τάφο της. Η πλάτη του τρανταζόταν από τους λυγμούς του και για μια στιγμή, για μια μονάχα στιγμή, ορκίστηκε πως αισθάνθηκε το χέρι της στην πλάτη του. Σήκωσε αμέσως το κεφάλι του, μα ο άνεμος είχε ήδη σφετεριστεί αυτή την αίσθηση. Πάντα αυτό κάνει.

Σκούπισε τα δάκρυα του και σηκώθηκε όρθιος.

«Αντίο Cassandra», έφερε τα δάχτυλά του στα χείλη του και κατόπιν τα ακούμπησε στο μάρμαρο. «Μείνε εδώ. Μην κουνηθείς, μην πας πουθενά».

Άφησε τον τάφο πίσω του, με τα κίτρινα ηλιοτρόπια να τον στολίζουν. Βγήκε από το νεκροταφείο, η καρδιά του ελαφρύτερη μα η μελαγχολία του εντονότερη.

«Θα κάνουμε μια συμφωνία», μίλησε, αυτή τη φορά αναφερόμενος στον ψυχρό άνεμο. «Θα πάρεις το χαμόγελό μου. Μα θα το πας παντού. Θα περάσει από θάλασσες, βουνά, λίμνες, θα γνωρίσει τους πιο ενδιαφέροντες ανθρώπους, θα φτάσει ως τα αστέρια. Και δεν χρειάζεται να μου το επιστρέψεις ποτέ. Αρκεί να το ταξιδεύεις. Γιατί είναι δικό της. Το χαμόγελό μου θα ανήκει για πάντα στην Cassandra Granger".

Για πρώτη φορά, το φύσημα του αέρα έμοιαζε με χάδι παρά με μαστίγωμα στο πρόσωπο του Mattheo Riddle.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro