Black brothers🌙
Traitor
Sirius Black/Regulus Black platonically ofc
Το σπίτι των Black δεν είχε χώρο για προδότες του αίματος, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Πώς μπορεί όμως κανείς να προδώσει την αγάπη που τρέφει για την οικογένεια του και συγκεκριμένα για τον αδερφό του;
Τί έχω για εσάς; Πάλι angst; Oh wow, ποιος θα το περίμενε! Some fluff here and there, but it is mainly angst
3.2k words
Αν θέλετε παρακολουθείστε το βίντεο που έχω πάνω, σαφώς δεν είναι δικό μου, αλλά αποτελεί την έμπνευση του κεφαλαίου. Επίσης, είναι άρτιο, είμαι ερωτευμένη, ο γάμος μας είναι την ερχόμενη Κυριακή και είστε όλοι καλεσμένοι.
Η υγρασία διαπότιζε τους τοίχους του σπιτιού, συμβάλλοντας στην ψυχρή θερμοκρασία. Ωστόσο το αγόρι ήταν συνηθισμένο. Οι συχνές ανατριχίλες δεν του ξένιζαν, όχι πια. Βημάτιζε άσκοπα στους σκοτεινούς διαδρόμους, μια προσπάθεια να επιταχύνει την περιστροφή των δεικτών στο ρολόι του. Σε δεύτερη σκέψη, συνειδητοποίησε πως αυτή η επιτάχυνση του ήταν ανεπιθύμητη. Για την ακρίβεια, θα προτιμούσε να πάγωνε τον χρόνο.
Θα ανέμενε κανείς πως ένα οικογενειακό τραπέζι προς εορτασμό των Χριστουγέννων θα έφερνε σπουδαίο ενθουσιασμό στο αγόρι. Μα δεδομένων των συνθηκών, δεν μπορούσε παρά να το απεχθάνεται. Οι Malfoy δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστοι καλεσμένοι, αυτό ήταν αναμφίβολο. Ο Abraxas ήταν ένας άντρας που προσπαθούσε με τεράστια αποτυχία να σμιλεύσει έναν αυστηρό χαρακτήρα, με τον γιο του να ακολουθεί το παράδειγμά του. Αυτές οι επιτηδευμένες προσπάθειες δεν πήγαζαν μονάχα από το γεγονός πως οι καθαρόαιμοι πιστοί ακόλουθοι του Σκοτεινού Άρχοντα όφειλαν να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες προσδοκίες. Αποτελούσαν ταυτόχρονα απαραίτητο συστατικό στην επιτυχία του γάμου μεταξύ του Lucious και της Narcissa.
Αυτή η φιλοδοξία ήταν εξάλλου ο λόγος αυτού του Χριστουγεννιάτικου δείπνου. Το σπίτι δεν είχε αποβάλλει τον σκοτεινό χαρακτήρα του, αφήνοντας περιθώρια αμφιβολίας για την άφιξη των εορτών. Καμία απολύτως περίσταση δεν ήταν κατάλληλη για τον στολισμό της οικίας των Black. Φαινόταν μάλλον καταδικασμένο στην μιζέρια.
«Μαλακίες», μούγκρισε ο Sirius από το κρεβάτι του. Ξάπλωνε ανάσκελα, με τα πόδια του να ακουμπούν στον μαύρο τοίχο του δωματίου του Regulus. Η γλώσσα του σώματός του δεν άρμοζε σε έναν Black, μα πότε είχε συμμορφωθεί ο Sirius με αυτούς τους κανόνες, αλήθεια;
Ο Regulus γέλασε, δίχως να σηκώνει το βλέμμα του από την επιστολή που συνέθετε.
«Είναι ένα γαμημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο με φωτάκια και κόκκινες μπάλες», συνέχισε το αγόρι με τα μακριά μαύρα μαλλιά, «Οι οποίες να σημειωθεί πως δεν είναι muggle».
Ο Regulus γέλασε πάλι, αυτή τη φορά απέσπασε το βλέμμα του από την περγαμηνή, καθώς στράφηκε προς τον μεγαλύτερο αδερφό του.
«Μπορεί να μην έχουμε δέντρα ή φωτάκια ή γιρλάντες, μα τουλάχιστον έχουμε ο ένας τον άλλον», μίλησε.
Ο Sirius κρέμασε το κεφάλι του στο κρεβάτι, τα μαύρα μάτια του πάνω στα εξίσου μαύρα του αδερφού του.
«Έχουμε ο ένας τον άλλον. Για πάντα».
Ψέματα, ψέματα, ψέματα. Αν ίσχυε όντως αυτό, τότε γιατί έφυγε από το σπίτι; Το αγόρι δεν τολμούσε να περνάει μπροστά από την ταπισερί των Black. Ακόμη κι όταν το έκανε, χαμήλωνε το βλέμμα του, το πάτωμα γινόταν ξαφνικά τρομερά ενδιαφέρον. Απεχθανόταν εκείνη την μαύρη μουτζούρα στην θέση του ονόματος του Sirius. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Πίστευαν πως μπορούσαν να τον διαγράψουν από την ζωή τους, έτσι απλά, να τον παραμερίσουν σαν την σκόνη στην άκρη του παπουτσιού τους. Κι εν τέλη τα κατάφεραν, γιατί οι Black ήταν πράγματι τόσο άσπλαχνοι.
«Regulus! Κατέβα αμέσως κάτω!». Δεν χρειάστηκε παραπάνω σπρώξιμο, τα λόγια του πατέρα του επιτύγχαναν πάντα την υποταγή του αγοριού.
«Δεν χρειάζεται να πιέζεσαι τόσο. Σιγά. Ένα απλό τεστ είναι», ο Sirius ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, καθώς έπαιζε με το ραβδί του, ελίσσοντας το ανάμεσα στα μακριά δάχτυλά του. Ο Regulus αναστέναξε βαθιά, ρίχνοντας το κεφάλι του στα χέρια του.
«Είναι εξετάσεις. Και δεν γίνεται να αποτύχω», μίλησε, το πρόσωπό του εξακολουθούσε να παραμένει κρυμμένο πίσω από τις παλάμες του.
«Δεν θα αποτύχεις, Regulus. Ίσως να μην γράψεις άριστα, αλλά αποκλείεται να αποτύχεις. Πίστεψέ με», αποκρίθηκε ο Sirius. «Ενώ εγώ από την άλλη», συνέχισε, ανασηκώνοντας τα φρύδια του, «θα γράψω απαίσια σε όλα τα μαθήματα. Και το ξέρω γιατί δεν έχω διαβάσει καθόλου όλη την χρονιά. Το μόνο πράγμα στο οποίο είμαι καλός είναι το quidditch. Ακόμα κι εκεί, ο Potter λέει ότι χρειάζομαι δουλειά με την κόκκινη μπάλα».
Ο Regulus γέλασε αχνά κι ο Sirius χαμογέλασε, ικανοποιημένος που κατάφερε να φέρει έστω και μια τόσο μικρή στιγμή ευτυχίας στον πιεσμένο αδερφό του.
«Κοίτα, Regulus», συνέχισε, το χέρι του βρήκε την θέση του στον ώμο του αδερφού του. «Ξέρω πως δεν θες να τους απογοητεύσεις. Είναι τρομακτικοί, έχουν έναν... περίεργο τρόπο να ασκούν επιρροή πάνω σου. Μα δεν χρειάζεται να σκύβεις το κεφάλι».
Τα χέρια του Regulus αποκάλυψαν και πάλι του όμορφο πρόσωπό του, καθώς το βλέμμα του βρέθηκε στου Sirius. Απεγνωσμένο. Τον αγαπούσε, ήταν αδερφός του, φίλος του, θα έκανε τα πάντα γι αυτόν. Μα δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός πως το μονοπάτι του ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό των Black. Από αυτό που ο ίδιος ο Regulus ήθελε να ακολουθήσει. Γνώριζε πως αν άκουγε τις συμβουλές του Sirius θα κατέληγε σαν αυτόν. Άθλιοι βαθμοί, γνωστός ταραξίας του σχολείου, με μια παρέα φίλων που δεν μπορούσαν πότε να φανούν αντάξιοι του, μια οικογένεια που τον υποτιμούσε, οριακά τον απεχθανόταν. Και δεν ήθελε τίποτα από αυτά.
«Δεν καταλαβαίνεις», ήταν το μόνο που αρκέστηκε να πει. Γνώριζε τον Sirius, κατάφερε να προβλέψει την αντίδρασή του.
«Εσύ δεν καταλαβαίνεις!», η στάση του ήταν αμυντική. Τράβηξε το χέρι του απότομα από τον ώμο του Regulus, αφήνοντάς τον κενό. «Είσαι... Σου έχουν κάνει πλύση εγκεφάλου, δεν μπορείς να...».
«Μπορούμε να μην μαλώσουμε; Σε παρακαλώ», η φωνή του αγοριού ήταν ήρεμη, ο τόνος του παρακλητικός, κάτι που έπεσε υπό την αντίληψη του Sirius, ο οποίος πήρε μια βαθιά ανάσα, μεταβάλλοντας ταχύτατα την στάση του.
«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη», αποκρίθηκε κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν αξίζει να μαλώνουμε γι αυτούς».
Η σιωπή αναμεταξύ τους δεν κράτησε για πολύ, με τον Sirius να ταράζει τα νερά με την πρώτη ευκαιρία.
«Έλα, πάμε. Άκουσα πως η madam Pomfrey έχει κρυμμένα γλυκά στο ιατρείο». Σηκώθηκε από το παγκάκι όπου κάθονταν, ένα πλατύ χαμόγελο στόλιζε το όμορφο πρόσωπό του.
«Όχι, δεν μπορώ. Έχω διάβασμα», κούνησε το κεφάλι του. «Και πέρα από αυτό, είμαι σίγουρος πως δεν επιτρέπεται να το κάνουμε αυτό», ανασήκωσε τα φρύδια του.
«Ο, έλα τώρα!», αναφώνησε ο Sirius. «Η σοκολάτα κάνει καλό στην συγκέντρωση».
Ο Regulus γέλασε.
«Καλά, εντάξει», υποχώρησε, με ένα αμυδρό χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του, καθώς σηκώθηκε από το παγκάκι. «Αλλά αν μας πιάσουν, θα ρίξω το φταίξιμο σε εσένα», σήκωσε το δάχτυλό του προς τον Sirius.
«Ως γενναίος Gryffindor, δεσμεύομαι να επωμιστώ τις ευθύνες».
«Ως φιλόδοξος Slytherin, δεσμεύομαι να φύγουμε από το ιατρείο με γεμάτες τσέπες».
Τα αδέρφια γέλασαν, καθώς ο Sirius τύλιξε άτσαλα το μπράτσο του γύρω από τους ώμους του Regulus, τραβώντας τον κοντά του.
«Συγχωρέστε τον Regulus για την καθυστέρησή του», τα λόγια του πατέρα του συνοδεύτηκαν από ένα αυστηρό βλέμμα. Το αγόρι ήταν σίγουρο πως οι δυο οικογένειες επικροτούσαν την αντίδραση του πατέρα του, γεγονός που τον ενοχλούσε περισσότερο από όσο συνήθως. Σαφώς, δεν εξέφρασε κανένα από αυτά τα συναισθήματα.
«Καλησπέρα», περιορίστηκε το αγόρι. Ο κορμός του ήταν ευθύς, τα επίσημα ρούχα του φρεσκοπλυμένα και σιδερωμένα, δίχως το παραμικρό τσάκισμα, τα πλούσια μαύρα μαλλιά του τραβηγμένα πίσω. Η εμφάνιση του ήταν υποδειγματική, ως συνήθως, μα γνώριζε πως τίποτα από αυτά δεν ήταν αρκετό προκειμένου να διατηρήσει την συμπάθεια όλων των καλεσμένων.
«Ας περάσουμε απευθείας στην τραπεζαρία», πρότεινε η Walburga, ένα πλαστό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη της, το οποίο κανείς δεν εξέλαβε ως αληθινό. Οι καλεσμένοι δεν προέβαλαν καμία ένσταση, ως ήταν αναμενόμενο, καθώς ακολουθούσαν τον δρόμο που χάραζε η μητέρα του αγοριού. Ενώ ο ίδιος είχε αποφύγει την διαδρομή, προς μεγάλη του απογοήτευση, συμπέρανε πως οι μάγοι θα διέσχιζαν τον τοίχο της απεχθής ταπισερί.
«Πανέμορφο έργο, Orion», μίλησε ο Abraxas, θαυμάζοντας το γενεαλογικό δέντρο, με τα χέρια του σταυρωμένα πίσω από την πλάτη του. Οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι φαινόταν πως ενστερνίζονταν την άποψη του, καθώς τα περίεργα μάτια τους πλανιόνταν στα πρόσωπα και τα ονόματα που αναγράφονταν. Ο Regulus στεκόταν πίσω από το πλήθος που σχημάτιζαν, ευγνώμων που τα κεφάλια τους κάλυπταν την μουτζούρα του Sirius.
«Έχει υποστεί μερικές αλλαγές, μα είναι καλύτερα έτσι», πρόσθεσε ο Cygnus, εισπράττοντας ένα θετικό νεύμα από τον Orion. «Δεν συμφωνείτε κορίτσια;», στράφηκε στις κόρες του, οι οποίες στέκονταν πλάι στην μητέρα τους.
«Φυσικά πατέρα!», αναφώνησε ζωηρά η Bellatrix. «Σε ένα δέντρο, πρέπει να αφαιρείς τους σάπιους καρπούς. Μόνο έτσι θα παραμείνει ζωντανό».
Ο Regulus πήρε μια βαθιά ανάσα, δαγκώνοντας το ούλο του.
«Πολύ σωστά λόγια, Bella», την συνεχάρη ο Cygnus. Η μεταλλική γεύση του αίματος άρχισε να πλημμύριζε το στόμα του Regulus, μα αυτό δεν τον σταμάτησε. Το βλέμμα του πλανήθηκε μάταια στους υπόλοιπους καλεσμένους. Δεν γνώριζε για ποιον λόγο αναζητούσε την υπεράσπισή τους. Η μητέρα του διακατεχόταν από ένα θλιμμένο βλέμμα, το οποίο διέφυγε της αντίληψης όλων των παρευρισκόμενων μάγων. Μα ο Regulus το αναγνώρισε. Το αναγνώρισε για τον απλούστατο λόγο ότι πολλές φορές αντίκριζε ένα ανάλογο βλέμμα στην αντανάκλαση του στον καθρέφτη. Τα μάτια της Narcissa ξάπλωναν αναπόσπαστα στο σημείο όπου κάποτε ήταν ζωγραφισμένο το πρόσωπο της Nymphadora. Μα τα χείλη της ήταν σφραγισμένα. Παρακολουθούσε την αδερφή της να γελά, τον πατέρα και τον θείο της με λαμπερά μάτια και τον μέλλοντα σύζυγό της με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης, όλα αυτά εις βάρος της αδερφής της. Εις βάρος του ξαδέρφου της. Μα δεν είπε λέξη. Κανείς τους. Δεν τολμούσαν να αρθρώσουν λέξη υπεράσπισης γι αυτούς τους προδότες.
«Ας ελπίσουμε πως σύντομα θα υπάρξει μια νέα προσθήκη», μίλησε ο Abraxas, που προφανώς αγνοούσε πως δοκίμαζε την τύχη του.
«Ο χρόνος θα αποδείξει ποιος είναι πραγματικά αντάξιος των Black», η φωνή του Cygnus ήταν αυστηρή, καταφέρνοντας να αποπάρει τόσο τον Abraxas όσο και τον γιο του. Η Narcissa χαμήλωσε το βλέμμα της, ενώ η Bellatrix χαμογέλασε πλατιά, το κεφάλι της τόσο ψηλά όσο και του πατέρα της.
Η Walburga πήρε την ελάχιστη σιωπή που ακολούθησε ως πράσινο φως για να οδηγήσει τους μάγους στην τραπεζαρία. Ο Regulus ακολουθούσε τελευταίος. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο, ο κατάλληλος τρόπος να εξασφαλίσει πως η ζοφερή μουτζούρα θα διέφευγε του οπτικού του πεδίου.
Ο χώρος της τραπεζαρίας ήταν τεράστιος. Ήταν το δεύτερο δωμάτιο του τεράστιου σπιτιού όπου, λόγω της φωτιάς, με λίγη φαντασία και καλή συντροφιά, κατάφερνες να ξεφύγεις από την θλιβερή πραγματικότητα που σε περιτριγύριζε σε κάθε άλλο σημείο.
«Και ο Potter έτρεχε με τις ρόμπες του Nott ενώ ο Pettigrew προσπαθούσε να τον κρατήσει πίσω», η ζωηρή φωνή του Sirius πλημμύριζε το δωμάτιο. Η μέρα ήταν βροχερή, με την ομίχλη να απλώνεται στο τοπίο. Το μεγαλύτερο αγόρι ξάπλωνε στο πάτωμα, πλάι στην φωτιά, καθώς διηγούταν γεμάτο ενθουσιασμό μια ιστορία στον Regulus.
«Θα παρατήσεις επιτέλους αυτό το γαμημένο βιβλίο;», μίλησε εκνευρισμένος, διακόπτοντας την αφήγησή του. Το βλέμμα του ξάπλωνε στον αδερφό του, ο οποίος καθόταν στον καναπέ απέναντί του, αφιερώνοντας φαινομενικά την προσοχή του στο ανάγνωσμά του.
«Είναι σημαντικό», μίλησε δίχως να πάρει τα μαύρα μάτια του μακριά από τις σελίδες. Διατηρούσε τον τόνο του ήρεμο, ίσως υπερβολικά ώστε να φτάνει στα όρια της απάθειας. Μα αν έπραττε διαφορετικά, τότε το τζάκι δεν θα ήταν η μόνη πηγή φωτιάς εκείνο το απόγευμα.
«Πιο σημαντικό από εμένα;», έκανε ο Sirius και ανακάθισε. Σκάλισε τα μακριά μαλλιά του, έτσι ώστε να είναι ακόμα πιο ανακατεμένα. Ο Regulus ασυναίσθητα διέτρεξε τα δάχτυλά του στα δικά του μαλλιά.
«Πιο σημαντικό από τον Potter", αποκρίθηκε ο Regulus. Δεν τολμούσε να κοιτάξει τον αδερφό του, γνώριζε πόσο έντονο ήταν το βλέμμα του εκείνη την στιγμή. Κι όλα αυτά για χάρη του James Potter.
«Τι υποτίθεται πως σημαίνει αυτό;», οι υποθέσεις του Regulus επιβεβαιώθηκαν όταν αντίκρισε τον Sirius. Τα μάτια του τον κάρφωναν έντονα, με το πορτοκαλί φως της φωτιά που έλουζε στο πρόσωπο του να καθιστά την έκφραση του ακόμη πιο ξεκάθαρη.
«Επιβεβαιώνεις τις κατηγορίες του πατέρα περί της ηλιθιότητας σου ή παριστάνεις τον ανίδεο;», το αγόρι έκλεισε το βιβλίο του, ξαφνικά όρθωσε την πλάτη του. Τα λόγια γλίστρησαν απερίσκεπτα από τα χείλη του, γεγονός που το συμπέρανε από την αντίδραση του Sirius.
«Ο μόνος ηλίθιος σε αυτό το σπίτι είσαι εσύ!», αναφώνησε εκνευρισμένος, τα πόδια του ήταν τώρα φυτεμένα στο έδαφος. Ο Regulus τον μιμήθηκε, εγκαταλείποντας την θέση του στον καναπέ.
«Αν αυτή είναι η αλήθεια τότε γιατί οι γονείς μας δεν τολμάν να αρθρώσουν λέξη για εσένα σε κανέναν;».
«Πες μου, Regulus! Γιατί;».
Η ένταση ήταν αδιαμφισβήτητα διάχυτη στο δωμάτιο. Έξαφνα, τα αδέρφια βρέθηκαν σε έναν πρωτόγνωρο καυγά, ο οποίος θα είχε άσχημη κατάληξη, χάρη στην αθυροστομία τους.
«Όχι», αποκρίθηκε ο Regulus, προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό του.
«Γιατί όχι; Δεν θες να το πεις, μα το σκέφτεσαι, κι αυτό δεν σε κάνει καλύτερο!», φώναξε ο Sirius, πλησιάζοντας τον αδερφό του.
«Ποτέ δεν είπα πως είμαι καλύτερος από εσένα! Δεν φταίω εγώ που δεν σε αποδέχονται, δεν φταίω εγώ που προτιμούν εμένα!».
Οι λέξεις ειπώθηκαν προτού καν το αγόρι αντιληφθεί την βαρύτητα τους. Ο Sirius γέλασε, ένα γέλιο παράξενο που αποδείκνυε όλα όσα ο Regulus προσπαθούσε να αγνοήσει.
«Ορίστε. Το είπες», η πίκρα του ήταν έκδηλη, μα ο Regulus δεν μπορούσε να τον δικαιολογήσει, όχι εκείνη την φορά.
«Εσύ φταις. Εσύ μας έφερες σε αυτό το σημείο», μίλησε το αγόρι, οι προσπάθειες του να διατηρήσει την ψυχραιμία του εξαντλούνταν, καθώς αισθανόταν το πρόσωπό του να κοκκινίζει από θυμό.
«Εγώ ευθύνομαι πάλι; Λες πως δεν είσαι σαν αυτούς, μα είσαι ακριβώς το ίδιο!».
«Έχεις σκεφτεί ποτέ πως εσύ είσαι το πρόβλημα;», ήταν η πρώτη φορά που κατέφυγε σε φωνές εκείνο το βράδυ. Ο Sirius φαινόταν το ίδιο έκπληκτος, ο Regulus παρατήρησε πως για μια στιγμή έχασε τον ειρμό του. Ωστόσο, δεν καθυστέρησε να επανέλθει.
«Άρα εγώ φταίω. Εγώ είμαι πάλι το πρόβλημα;».
«Ναι, ναι εσύ είσαι το πρόβλημα!», αναφώνησε, τα μάτια του διάπλατα. «Γιατί το μόνο που ξέρεις να κάνεις είναι να απευθύνεις κατηγορίες, πόσο ψυχροί είναι η μητέρα κι ο πατέρας, πόσο κακοί άνθρωποι, πόσο απαίσιος είμαι που ακολουθώ τον δρόμο τους! Μα ποτέ δεν με ρώτησες αν μου είναι εύκολο! Ξέρεις πόσο πόνεσε εκείνο το βράδυ, όταν μου χάραξαν το σημάδι; Ήθελα να ουρλιάξω και να κλάψω μα έβγαλα τον σκασμό και κάθισα ακίνητος!», δάκρυα γέμισαν τα μάτια του, καθώς αναμνήσεις εκείνης της βραδιάς άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό του. Ο πόνος καθώς το ραβδί χάραζε το δέρμα του, τα νύχια του που έσκαβαν το δέρμα στις παλάμες του, το ικανοποιημένο βλέμμα των γονιών του.
«Ήταν επιλογή σου, Regulus!».
«Μια επιλογή που αν ήξερα πως συνεπαγόταν την απώλεια σου δεν θα έκανα ποτέ!», τα λόγια του σε συνδυασμό με τα δάκρια που έτρεχαν από τα μαύρα μάτια του φάνηκαν να αγγίζουν μια ευαίσθητη χορδή στον Sirius. Ωστόσο ο Regulus δεν είχε ακόμη τελειώσει.
«Ήμουν μόνος εκείνο το βράδυ. Δεν ήσουν καν εκεί, όσο αυτοί... έκαναν ό, τι έκαναν. Και ούτε ήσουν στη συνέχεια! Χτύπησα την πόρτα σου και δεν απάντησες! Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι από τον πόνο, ήταν το πρώτο βράδυ στην ζωή μου που αισθάνθηκα πραγματικά μόνος! Γιατί είσαι εγωιστής, Sirius! Τώρα με αντιμετωπίζεις σαν να είμαι τέρας, σαν να με έχεις διαγράψει από την ζωή σου!».
«Όχι. Κάνεις λάθος Regulus! Εσύ το έκανες αυτό στον εαυτό σου!», φώναξε, η ανάσα του στο πρόσωπο του αδερφού του. Προτού καν το καταλάβει, η γροθιά του βρέθηκε στο σαγόνι του Sirius, μία, δύο, τρεις φόρες, προτού τον σπρώξει στο σκληρό πάτωμα. Ο Sirius αντέδρασε γρήγορα, δίχως να χρειάζεται περισσότερα από δυο δευτερόλεπτα για να επανέλθει στα πόδια του. Τα χτυπήματα που απηύθυνε στον αδερφό του ήταν πολύ πιο δυνατά, συνοδευόμενα από μια θολούρα που πλημμύριζε τις σκέψεις του. Ώσπου η εικόνα του ματωμένου προσώπου του Regulus εγκαθιδρύθηκε στο μυαλό του, κάνοντάς τον να σταματήσει. Άφησε τον αδερφό του κατάκοιτο στο πάτωμα, το πρόσωπο του σκισμένο και ματωμένο. Το πανάκριβο χαλί τριγύρω του ήταν κηλιδωμένο από το αίμα τους, μια εικόνα που ακόμα και στην μανία της στιγμής τον τάραξε, ωστόσο δεν τον απέτρεψε από το να καρφώσει το μαχαίρι του για μια τελευταία φορά στην πληγή του Regulus.
«Και για να ξέρεις. Θα επέλεγα τον James για αδερφό μου αντί για εσένα, οποιαδήποτε στιγμή».
Ο πατέρας του καθόταν στην μία κεφαλή του τραπεζιού, με τον θείο του στην άλλη. Το αγόρι καθόταν ανάμεσα στην μητέρα του και την Narcissa, με την Bellatrix και την θεία του να κάθονται στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Ο Abraxas με τον Lucious είχαν λάβει τις θέσεις τους στην απέναντι πλευρά. Το αγόρι σκέφτηκε πως αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των δυο οικογενειών ήταν σκόπιμος, ωστόσο τα γεγονότα μαρτυρούσαν πως δεν θα κρατούσε για πολύ. Οι καλεσμένοι γευμάτιζαν κυρίως σιωπηλοί, με τους άντρες να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης που περιστρεφόταν γύρω από τα εργασιακά τους και τις ενέργειες του Σκοτεινού Άρχοντα.
«Lucious», ο Cygnus στράφηκε στον ξανθό άντρα, πίνοντας μια γουλιά από το χρυσό κύπελλο του. «Πώς σου φαίνεται η δουλειά στο υπουργείο;». Όλοι κατάφεραν να αντιληφθούν τον ελαφρώς υποτιμητικό τόνο στην φωνή του άντρα, μα ο Lucious φαινόταν προετοιμασμένος να παραδώσει την απάντησή του στο σχετικό ερώτημα.
«Εξαιρετικά. Αναμένω την προαγωγή μου, πριν την λήξη της χρονιάς», έδειχνε ικανοποιημένος με την ανταπόκρισή του, όπως και ο πατέρας του, μα ο Orion φαινόταν πως είχε διαφορετική άποψη.
«Φρόντισε να μην σε απογοητεύσει αυτή η αναίτια σιγουριά σου». Το αντίκτυπο των λέξεών του έγινε έκδηλο στην έκφραση των Malfoy, οι οποίοι έβαλαν τα δυνατά τους προκειμένου να μην προδώσουν την απώλεια της αυτοπεποίθησης τους.
«Μάλιστα κύριε Black», ήταν το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει ο Lucious, αποφεύγοντας το βλέμμα του Orion.
«Εν πάση περιπτώσει», παρενέβη ψυχρά ο Cygnus, «όταν εξασφαλίσεις αυτή την προαγωγή, θα είμαστε παραπάνω από χαρούμενοι να σου χαρίσουμε το χέρι της Narcissa σε γάμο».
Τα μάγουλα του κοριτσιού κοκκίνισαν ελαφρά, καθώς η μητέρα και η αδερφή της χαμογέλασαν ικανοποιημένες.
«Είναι χαρά μας να έχουμε καθαρόαιμους επιτυχημένους μάγους στην οικογένειά μας», επιβεβαίωσε ο Orion.
«Εξάλλου, οι απώλειες πρέπει να συνοδεύονται από σπουδαίες προσθήκες, σωστά πατέρα;», στράφηκε η Bellatrix προς τον πατέρα της, το βλέμμα της αναζητούσε απελπισμένα την έγκρισή του.
«Σωστά κόρη μου», κούνησε το κεφάλι του ο Cygnus, «Ενδεχομένως η πρόσφατη απώλεια του Sirius να μας πλήγωσε, μα πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που ένας προδότης σαν αυτόν έφυγε από τους ώμους μας. Ήταν μεγάλο βάρος».
Ο Regulus δεν μπορούσε παρά να διαφωνήσει, αντικρίζοντας όλα τα θετικά νεύματα. Προς στιγμήν, το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της μητέρας του. Κατάφερε να διακρίνει εκείνη την θλίψη, μα γνώριζε πως ήταν ο μόνος. Την παρακολούθησε να στρέφεται προς τον σύζυγό της, ο οποίος δεν έδειχνε ίχνος μεταμέλειας. Αντίθετα, το πρόσωπό του φορούσε αποχρώσεις περηφάνιας με μερικές πινελιές ανακούφισης.
Προδότης. Μπορεί ο Sirius να μην είχε τις ίδιες απόψεις με την υπόλοιπη οικογένεια, μα αυτό δεν τον έκανε προδότη. Δεν ήταν προδότης επειδή δεν είχε κοντά μαλλιά, επειδή ανήκε στον οίκο του Gryffindor, επειδή είχε χάλια βαθμούς, επειδή δεν επιθυμούσε να ενταχθεί στους θανατοφάγους. Τα λόγια του λίγους μήνες πριν ήταν που φανέρωναν πως ήταν άξιος αυτού του χαρακτηρισμού.
«Και για να ξέρεις. Θα επέλεγα τον James για αδερφό μου αντί για εσένα, οποιαδήποτε στιγμή».
Ο Sirius ήταν προδότης. Είχαν ο ένας τον άλλον μέχρι που αυτός έφυγε. Έφυγε και τα τελευταία του λόγια πλήγωσαν τον Regulus βαθύτατα, μια πληγή που δεν είχε διόλου επουλωθεί και αναμφίβολα θα άφηνε πίσω μια εξίσου βαθιά ουλή.
Μα από την άλλη, ο Regulus ήταν εξίσου προδότης. Δεν υπερασπίστηκε ποτέ τον αδερφό του, ούτε όταν βρισκόταν στο σπίτι, ούτε όταν τον έδιωξαν. Τον παρακολουθούσε να μαστίζεται από τα σχόλια των γονιών του καθημερινά, να διασχίζει την πόρτα του σπιτιού μερικούς μήνες πριν με μια βαλίτσα στο χέρι, και τώρα παρακολουθούσε όλους τους καλεσμένους να του απευθύνουν τους χειρότερους δυνατούς χαρακτηρισμούς, σαν φίδια που έχυναν όλο το δηλητήριο τους στο αίμα του θύματος τους.
Οι Black έλεγαν πως ο δεσμός της οικογένειας είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Αν αυτό ήταν αλήθεια τότε γιατί η δική τους σχέση διαλύθηκε; Δεν ήταν αρκετά δυνατή η αγάπη που έτρεφαν ο ένας για τον άλλον; Όλες οι αγκαλιές, οι συζητήσεις, τα πειράγματα, ήταν όλα ανούσια; Αρκούσε κάτι τόσο μικρό για να καταστρέψει κάτι τόσο ισχυρό; Ή μήπως ήταν όλα στο μυαλό του Regulus; Ήταν τόσο σαθρά τα θεμέλια της αδερφοσύνης τους που γκρεμίστηκαν τόσο εύκολα, όμοια με ένα κάστρο στην άμμο;
Πλέον ήταν σίγουρος, δεν χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία.
Ήταν προδότες. Και οι δυο τους.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro