Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

αδελφός

Ο Ander και ο Xander, όπως και τα ονόματά τους είχαν την ίδια χροιά, έτσι και το γούστο τους στις κοπέλες, στα χόμπι, στα πάντα ήταν ίδιο. Άκουγαν την ίδια μουσική, έβλεπαν τις ίδιες ταινίες, την έπεφταν στις ίδιες κοπέλες, έλεγαν τις ίδιες ηλίθιες ατάκες. Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο των γονιών του, ο Ander ένιωθε τον Xander σαν αδελφό. Μπορεί να έχασε τους γονείς του, αλλά πίστευε πως του έδωσαν ένα δώρο αποχαιρετισμού.

Οι δυο τους, περνούσαν όλη τη μέρα μαζί. Ο ένας κοιμόταν στο σπίτι του άλλου, έτρωγε στο σπίτι του άλλου, γελούσε με την ευτυχία της ζωής στο σπίτι του άλλου. Ο Ander τον αγαπούσε πολύ και δεν πίστευε πως θα χανόταν αυτή η αδελφική αγάπη ποτέ.

Η Valerie εμφανίστηκε στις ζωές τους σαν αστραπή. Ήρθε ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενε κανείς. Ήταν η πιο όμορφη κοπέλα. Η πιο γλυκιά. Η πιο καλή. Τα μάτια της είχαν το χρώμα του ουρανού και ο Ander είχε μαγευτεί σε ένα δεύτερο. Ο Xander ήταν ο πρώτος που έκανε τη κίνηση. Όπως και με τις υπόλοιπες κοπέλες, οι δύο τους συναγωνίστηκαν για το χέρι της σαν Ιππότες. Ο Xander χρησιμοποίησε το αστραφτερό χαμόγελο και το βλέμμα που έκανε τις κοπέλες να λιώνουν. Ο Ander τις μιλούσε για όνειρα και περιπέτειες που έπρεπε να περάσουν μαζί.

Ο Xander είχε όμως ένα πλεονέκτημα. Γνώριζε τη Valerie απ' έξω και ανακατωτά. Ήξερε το αγαπημένο της χρώμα, το αγαπημένο της λουλούδι, το αγαπημένο της τραγούδι λόγω της σχέσης που είχαν οι γονείς τους. Οι δύο τους γνωρίστηκαν μέσα στη θλίψη για αυτή τη σχέση. Κάτι τους τράβηξε μαζί. Και ο Ander δεν ήταν μέρος όπου αυτού.

Οπότε έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Γιατί άξιζε.

Και τη φίλησε.

Ο Xander ήταν ο πρώτος που το έμαθε. Συγκεκριμένα, η Valerie του το είπε σχεδόν αμέσως, μιας και η ίδια είχε ήδη αποφασίσει να μείνει μαζί του, με τον Ander. Ακόμη και μετά από αυτό, ο Ander πίστευε πως η αδελφική τους αγάπη δεν θα πέθαινε ποτέ. Έκανε όμως μεγάλο λάθος.

Ο Ander θυμόταν εκείνο το βράδυ σαν να συμβαίνει αυτή τη στιγμή μπροστά του. Ήταν το τελευταίο βράδυ του καλοκαιριού πριν ξεκινήσει η τελευταία σχολική χρονιά. Ο Ander γύριζε σπίτι από το πρώτο ραντεβού του με τη Valerie. Την είχε πάει στο παλιό αμπέλι του κυρίου Mason, το οποίο τώρα ήταν αγριόχορτα και τσουκνίδες. Την ανέβασε στην ταράτσα του πέτρινου εγκαταλελειμμένου σπιτιού και την έβαλε να κάτσει στο τραπεζομάντηλο που φύλαγε η Astrid στο μπαούλο με τα πράγματα της μητέρας. Της παρουσίασε τα πιο υπέροχα σάντουιτς που μπορούσε να φτιάξει. Της έβαλε να δοκιμάσει το παγωτό λεμόνι που προσπάθησε να κάνει. Το πρόσωπό της ξίνησε και μετά του έδωσε την πιο όμορφη μελωδία, το γέλιο της. Τη έβαλε από ένα παλιό κασετόφωνο μια κασέτα που είχε φτιάξει ο μπαμπάς του για τη μαμά του. Και όλα κύλησαν υπέροχα.

Η Valerie τον φίλησε για καληνύχτα με τα μάτια της να λάμπουν από χαρά και το πρόσωπό της να μη μπορεί να αφήσει το χαμόγελο να φύγει. Η καρδιά του Ander χτυπούσε τόσο δυνατά που ακόμη και όταν γύριζε σπίτι, οι σφυγμοί του δεν είχαν μειωθεί.

Δεν είχε παρατηρήσει που ο θείος Bill πάλι έλειπε. Ή θα ήταν στο μπαρ που σύχναζε από το πρωί, ή θα προσπαθούσε να μαγειρέψει για την δεσποινίδα Anderson τρεις γειτονιές πιο κάτω.

Δεν είχε παρατηρήσει που όλα τα φώτα ήταν σβηστά και δεν ακουγόταν τίποτα.

Με ένα χαμόγελο, ανέβαινε τα σκαλοπάτια πιστεύοντας πως η καλύτερη βραδιά της ζωής του ήταν αυτή.

Σχεδόν δεν άκουσε να αναφιλητά της αδελφής του στο δωμάτιο με τη κλειστή πόρτα.

Όταν το κατάλαβε, μπήκε μέσα με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Είμαι ερωτευμένος!»

Η Astrid όμως δεν τον άκουσε. Ο Ander την πλησίασε και πήγε να την αγγίξει. Εκείνη τραβήχτηκε ακόμη πιο μακριά του. Μέσα στο σκοτάδι, φαινόταν σαν ένα τίποτα πάνω στα λευκά σεντόνια. «Astrid, τι συμβαίνει;»

Η αδελφή του ρούφηξε τη μύτη της και κούνησε το κεφάλι της. «Τίποτα.»

Ο Ander όμως δεν πίστευε πως το κοριτσάκι του έκλαιγε για το τίποτα. «Πες μου σε παρακαλώ.»

«Τίποτα, τίποτα.» του ξαναείπε με σκυμμένο κεφάλι. «Πες μου για τον έρωτά σου.»

Ο Ander δεν τα παράτησε. Πήγε να κάτσει δίπλα της, μα εκείνη τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω της. Ο Ander όμως πρόλαβε να δει το αίμα.

Αμέσως την ξεσκέπασε και η Astrid άρχισε να κλαιω περισσότερο. «Ander, μη!»

«Τι στο διάολο Astrid;» φώναξε. «Τι είναι αυτό;»

Δεν ήταν πολύ, όμως το κόκκινο αίμα έκανε τον Ander να σκέφτεται τα χειρότερα. Η Astrid συνέχισε να κλαίει με κατεβασμένο το κεφάλι. Ο Ander απομακρύνθηκε και άναψε το φως.

Το κοριτσάκι του ήταν κουλουριασμένο στη γωνία του κρεβατιού. Το κάτω μέρος της πιτζάμας της ήταν πεταμένο στο πάτωμα ενώ το η Astrid κρατούσε το πάνω μέρος στο στήθος της σαν να είναι η ασπίδα που θα την προστατέψει από τα πάντα. Ο Ander την πλησίασε και πάλι και μόνο τότε είδε τις μελανιές στα πόδια της και στα χέρια της. Η Astrid έκλαψε περισσότερο όταν ο Ander απαλά σήκωσε το πιρούνι της. Τα μάτια της είχαν χάσει το χρώμα τους, τα χείλη της ήταν σχισμένα και αιμορραγούσαν. Το δεξί μάτι ήταν κόκκινο και ο Ander πίστευε πως θα εξελισσόταν σε μια άσχημη σκιά από κάποιο χτύπημα. Την είχε αφήσει δύο ώρες μόνη. Τι στο καλό έγινε εδώ μέσα;

«Astrid.» την έπιασε από τους ώμους και την αγκάλιασε. «Astrid μου.»

Η αδελφή του έκλαιγε στην αγκαλιά του βρέχοντας και απομακρύνοντας την οποία χαρά του είχε μείνει από το βράδυ του με την Valerie. Τώρα η καρδιά του δεν χτυπούσε με ευτυχία. Αλλά με θυμό. Και ανυπομονησία. Ανυπομονησία να μάθει ποιος κατέστρεψε έτσι το κοριτσάκι του.

Ο Ander προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυά της. «Θα μου πεις;»

Η αδελφή του δάγκωσε τα ματωμένα χείλη της. «Δεν μπορώ.»

«Τον ξέρω;»

Η Astrid μόνο κούνησε το κεφάλι της θετικά. Ο Ander δεν ήξερε ποιον να σκεφτεί. Κάποιον τον οποίο η Astrid θα εμπιστευόταν. Η μικρή του αδελφή δεν ανοίγει ποτέ το αγνώστους. Κάποιον τον οποίο η Astrid αρέσει και συμπαθεί. Δύσκολο να το κάνει οπότε λίγα άτομα. Κάποιον τον οποίο θα άφηνε μέσα στο σπίτι χωρίς ενδοιασμούς. Κάποιον στον οποίο θα γυρνούσε άνετα την πλάτη. Γιατί ήξερε ότι δεν θα της έκανε κακό. Γιατί τον αγαπούσε. Γιατί τον-

Ο Ander την έσφιξε περισσότερο πάνω του καθώς το όνομα του ανθρώπου που πείραξε το κοριτσάκι του εμφανιζόταν στο μυαλό του. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Αλλά ναι, είναι ο μόνος πιθανός άνθρωπος που θα μπορούσε να το κάνει. Που δεν φοβόταν να το κάνει. Γιατί δεν τον ένοιαζαν οι απώλειες, μόνο να πετύχει τον στόχο του.

Ο θείος Bill είχε επιστρέψει μερικές ώρες αργότερα. Όταν του εξήγησε ο Ander τι είχε συμβεί, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο και μέσα σε μερικά λεπτά, τα χοντρά δάχτυλά του έσφιγγαν με δύναμη το τιμόνι του αυτοκινήτου. Στο αστυνομικό τμήμα, ζήτησαν τον μόνο αστυνομικό που μπορούσαν να εμπιστευτούν.

Ο Αστυνόμος Α' Sam Danielsειχε βοηθήσει την οικογένειά του πολύ όταν πέθαναν οι γονείς του. Μπορούσε να βοηθήσει και τώρα. Είχε μείνει πάνω από μια ώρα στο μικρό δωμάτιο με την Astrid όταν βγήκε συμπλήρωσε τη φόρμα και τους βεβαίωσε πως ο ένοχος θα έμπαινε πίσω από τη φυλακή. Όμως έκανε ένα λάθος βήμα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Αστυνόμος Α' Sam Daniels δεν άντεξε, και πήγε και εξομολογήθηκε τα πάντα στον συνεργάτη του, πλέον Αστυνόμο Σ' Felix James. Του ζήτησε εξηγήσεις. Του είπε πως θα έφερνε στη δικαιοσύνη τον ένοχο και ότι δεν θα τον λυπόταν.

Μερικές μέρες αργότερα, ο Αστυνόμος Α' Sam Daniels στάλθηκε σε αστυνομικό τμήμα άλλης πολιτείας, η υπόθεση διαγράφηκε από τα πρακτικά, ο Αστυνόμος Α' Felix James ανέβηκε στην ιεραρχία, και η Astrid Love, μοναδική και αγαπημένη αδελφή του Ander, έφυγε από τον κόσμο των ζωντανών ύστερα από υπερβολική δόση ηρεμιστικών που την μετέφεραν στον άλλο κόσμο γαλήνια και ήρεμα.

Ο Ander την βρήκε στο κρεβάτι της, στο ίδιο κρεβάτι που έγιναν όλα, με τα ίδια σεντόνια, με την ίδια ένδυση με εκείνο το καταραμένο βράδυ. Το πρόσωπό της ήταν λευκό, τα χείλη της απαλά και είχαν ακόμη λίγο από το ροζ χρώμα τους, το δέρμα της δεν είχε κρυώσει ακόμα. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν από μέσα της. Είχε ένα μικρό χαμόγελο. Έφυγε όπως επέλεξε εκείνη και πλέον ήταν ελεύθερη.

Ο Ander είδε τον Xander και τον πατέρα του στη κηδεία της αδελφής του. Έτρεξε πάνω του και τον χτύπησε μέχρι να ματώσει το μάτι του. Ο θείος Bill τον τράβηξε μακριά και ο Xander μόνο γέλασε. Ο πατέρας του, πλέον Αστυνομικός Διευθυντής Felix James, τράβηξε τον γιο του από το χώμα και έκρινε τον Ander για την απρεπή συμπεριφορά που είχε στην κηδεία της αδελφής του. Του είπε ότι θα έπρεπε να ντρέπεται και πως ο θείος Bill καλά θα κάνει να αρχίσει να κόβει το ποτά και να ελέγχει τα ανήψια του. Ω μισό, ένα έμεινε. Και έφυγε.

Η Valerie βλέποντας την αγριότητα του Ander και μη καταλαβαίνοντας τον λόγο του ξεσπάσματος, μιας και δεν ήξερε τίποτα αλλά όπως και η υπόλοιπη πόλη, νόμιζε πως η αδελφή του απλά αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεχε τον μεθυσμένο θείο Bill -όπως είπε η Αστυνομία- είπε στον Anderπως καλύτερα να χωρίσουν οι δρόμοι τους πριν γίνει κάτι κακό. Γιατί φοβόταν μη τη χτυπήσει όπως χτύπησε τον Xander. Γιατί φοβόταν μην αρχίσει να γίνεται η φήμη που είχε ο θείος Bill. Γιατί φοβόταν.

Ένα μήνα αργότερα ήταν με τον Xander.

Η πόρτα άνοιξε και ο άγνωστος με τη μάσκα με το πρόσωπο του Xanderμπηξε μέσα, σέρνοντας μια αναίσθητη Valerie. Με κόπο, την έβαλε να κάτσει στην καρέκλα, στην άλλη πλευρά του τραπεζιού που τους χώριζε. Της έδεσε πάλι τα χέρια και τα πόδια. Σήκωσε το κεφάλι της για να δέσει το μαντήλι γύρω από το στόμα της. Είχε μια σκιά από χτύπημα στο δεξί της μάτι, τα χείλη της είχαν αίματα από δαγκώματα, στα μπράτσα της σχηματίζονταν άσχημες μώλωπες. Είχαν περάσει πέντε ώρες από τότε που έφυγε η Valerie την τρίτη φορά. Κάθε φορά επέστρεφε και με χειρότερα χτυπήματα. Κάθε φορά διαβεβαίωνε τον Ander πως ήταν καλά. Όμως δεν ήταν.

Όταν ξύπνησε η Valerie κοίταξε προς την πόρτα και ύστερα τον Ander. Ο Anderειχε κατεβάσει από το στόμα του το μαντήλι εδώ και ώρες. Το τελευταίο τραίνο είχε φύγει και η Valerie δεν είχε καταλάβει τίποτα. Με ένα θετικό νεύμα, ότι ο μασκοφόρος είχε φύγει, η Valerieκατεβασε το μαντήλι. Φαινόταν εξαντλημένη, φαινόταν άσχημα. Την πρώτη φορά έκλαιγε σιγανά αλλά δεν είπε ποτέ στον Ander τι είχε γίνει. Την δεύτερη κρατιόταν να μη κλάψει και δεν το έκανε. Τώρα, κοιτούσε τον Ander με ένα βλέμμα που σχεδόν είχε ξεχάσει. Με ελπίδα.

Και τα επόμενα λόγια της έφεραν ελπίδα και στον ίδιο.

«Νομιζω πως ξέρω πού είμαστε. Και νομίζω πως ξέρω ποιος μας κρατάει. Ή μάλλον, ποιοι.»

____________________________

Α/Ν Καλησπέρα και καλή βραδιά.

Σας ευχαριστώ πολύ που διαβάζετε όσοι διαβάζετε. Σκέφτομαι να αρχίσω να ανεβάζω και πάλι περισσότερο στο wattpad, να είμαι λίγο πιο ενεργή. Σκεφτόμουν επίσης και τη δημιουργία ενός προφίλ στο instagram. Τι λέτε; Θα δούμε θα δούμε.

Εύχομαι όλοι σας να είστε καλά και καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση να έχετε γεμάτη χαρά.

Μέχρι την επόμενη φορά,

DL

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro