Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

8. Αναμνήσεις.

«Φτάσαμε» η φωνή του Φίλιπ διαλύει την ησυχία που υπήρχε μέσα στο αμάξι.

Ήμουν τόσο χαμένη στις σκέψεις μου που δεν πρόσεξα καν ότι μπροστά μας βρίσκεται το τεράστιο σπίτι του.

Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό κοιτώντας το είναι ότι δεν άλλαξε καθόλου από την τελευταία φορά που το είδα. Μεγάλο και επιβλητικό.

Κοιτώντας το πολλές αναμνήσεις έρχονται στο μυαλό μου. Αναμνήσεις που δεν θέλω να θυμάμαι, που είναι ανεπιθύμητες. Οι τελευταίες μου στιγμές μέσα σε αυτή την έπαυλη ήταν αρκετές για να επισκιάσουν όλες τις υπέροχες στιγμές που περάσαμε οι δύο μας όχι μόνο στα τρία χρόνια που ήμασταν παντρεμένοι, αλλά και πιο πριν ακόμα.

Θέλω απλά να φύγω από εδώ το συντομότερο δυνατόν. Όπως ήταν  αναμενόμενο, δεν μπορώ να διαχειριστώ τα συναισθήματα μου όταν βρίσκομαι εδώ, μαζί του. Με το παιδί μας να κοιμάται στο πίσω κάθισμα.

«Αντε βρε μαμάκα θα έρθεις;» η φωνή ενός ξύπνιου Τζέικ με βγάζει από τον λήθαργο μου.

Πότε στο καλό ξύπνησε; σκέφτομαι καθώς τον βλέπω που με περιμένει ανυπόμονος έξω από την πόρτα του συνοδηγού.

Το βλέμμα μου φεύγει από πάνω του και στρέφεται πιο δίπλα, εκεί όπου στέκεται ένας ανατριχιαστικά όμορφος Φίλιπ κοιτώντας με έντονα.

Γαμώτο! Γιατί έπρεπε να με δει να κοιτάω το σπίτι του;! Δεν θέλω να νομίζει ότι μου έλειψε κιόλας -και ειδικά όταν ισχύει ακριβώς το αντίθετο.

«Ναι μωρό μου, έρχομαι» του λέω πνιχτά και βγαίνω από το αμάξι κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.

Αμέσως μόλις βγαίνω από την ζεστασιά του αμαξιού, ο κρύος αέρας έρχεται σε επαφή με το δέρμα μου κάνοντας με να ανατριχιάσω.

Ή έχει πολλή ψύχρα έξω, ή εγώ κρυώνω επειδή φοράω μόνο ένα μπλουζάκι. Κάτι μου λέει πως μάλλον ισχύουν και τα δύο.

Το ανυπόφορο κρύο με κάνει να συνειδητοποιήσω πως το ζεστό μπουφάν μου που τόσο χρειάζομαι αυτή τη στιγμή βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο όπου το άφησα προηγουμένως, δίπλα στον Τζέικ.

Παρόλο που νιώθω έντονα την ανάγκη να τρέξω πίσω και να το πάρω, δεν το κάνω καθώς ο Φίλιπ έχει ήδη κλειδώσει το αμάξι. Και ούτως ή άλλως βρισκόμαστε ακριβώς έξω από το σπίτι του, θα αντέξω μερικά δευτερόλεπτα ακόμα.

«Τι είναι εδώ μαμάκα;» ρωτάει ο Τζέικ κοιτώντας με δέος το υπερπολυτελές σπίτι που βρίσκεται μπροστά μας.

Ξέροντας καλά τον γιο μου, είμαι σίγουρη πως έχει ξετρελαθεί με το θέαμα που βρίσκεται μπροστά του.

«Το σπίτι του Φίλιπ μωρό μου» του λέω και αναφωνεί ένα έκπληκτο "ουαου" που με κάνει να χαχανίσω.

Ο Φίλιπ απ' την άλλη, φαίνεται λες και δεν έχει ακούσει λέξη από όσα είπαμε, είναι τελείως στον κόσμο του. Απλώς κάθεται εκεί και.... με κοιτάει;!

«Λοιπόν, θα προχωρήσεις ή θα καθίσουμε εδώ μες στο κρύο;» τον ρωτάω και τρίβω τα μπράτσα μου σε μια απόπειρα να ζεσταθώ.

Σαν να ξύπνησε μόλις από τον λήθαργο στον οποίο βρισκόταν, απαντάει «Ναι, ναι φυσικά.Απλώς...απλώς αφαιρέθηκα. Πάμε»

Ναι, ήσουν πολύ απασχολημένος να με κοιτάς λες και είμαι κανένας ελέφαντας που δραπέτευσε από το τσίρκο.

Τέλος πάντων. Έχω πολλά να απασχολούν το μυαλό μου, δεν θα ασχοληθώ και με τα αδιάκριτα βλέμματα του Φίλιπ!

Κάνω ένα βήμα με σκοπό να προχωρήσω όταν νιώθω το χέρι του γύρω πο την πλάτη μου, να με τραβάει κοντά του. Σαν να με χτύπησε ηλεκτρισμός, απομακρύνομαι με μια απότομη κίνηση από κοντά του, κοιτώντας τον απειλητικά.

«Μην..» τον προειδοποιώ. Πότε επιτέλους θα καταλάβει πως δεν έχει το δικαίωμα να με ακουμπάει χωρίς την θέληση μου; Όχι πια. Το έχασε αυτό το δικαίωμα όταν έστειλε τον δικηγόρο του σπίτι μου για να με ενημερώσει για τα διαδικαστικά του διαζυγίου. Δεν έκανε καν τον κόπο να έρθει ο ίδιος.

Εκείνος σηκώνει τα χέρια του ψηλά, ως ένδειξη παράδοσης. «Καλα, καλά»

Καλάμια. Βλάκα.

Προχωράω μπροστά αφήνοντας τον πίσω μου. Από ότι φαίνεται, το να βρίσκομαι δίπλα του έχει αρνητικά αποτελέσματα για μένα οπότε...

Έχω φτάσει πλέον έξω από την πόρτα όταν γυρνάω προς το μέρος τους για να να δω που βρίσκονται. Βλέπω πως προχωράνε, το βλέμμα μου όμως δεν στέκεται εκεί. Ταξιδεύει προς τα κάτω, στο χέρι του Φίλιπ που κρατάει γερά και προστατευτικά αυτό του Τζέικ.

Μπορεί να με πλήγωσε βαθιά και ανεπανόρθωτα, μπορεί να με ταπείνωσε, μπορεί να με εξευτέλισε αλλά δεν μπορώ να εμποδίσω τον εαυτό μου από το να ελπίζει πως ίσως και να γίνει καλός πατέρας. Ο Τζέικ δεν αξίζει τίποτα λιγότερο από αυτό.

Πραγματικά το εύχομαι να γίνει κάτι τέτοιο. Έτσι και αλλιώς οι πιθανότητες να ξαναγίνει κάτι μεταξύ μας είναι ελάχιστες ως και ανύπαρκτες, ακόμα και αν βρίσκεται συνεχώς στο πλάι του Τζέικ. Ξέρω πως δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να υποκύψει. Όχι πάλι.

Όταν επανέρχομαι και πάλι στην πραγματικότητα, έχουν ήδη φτάσει δίπλα μου και βλέπω τον Φίλιπ να ξεκλειδώνει την πόρτα. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή και μόνο μια σκέψη περνάει από το μυαλό μου.

Θέλω να φύγω. Το έχω ανάγκη.Όλα αυτά είναι απλά πάρα πολλά για να εμένα να αντέξω, δεν μπορώ.

«Θα μπεις μέσα ή θα κάθεσαι να το κοιτάς;» ειρωνεύεται ο Φίλιπ και ανασηκώνει το φρύδι του.

Ο μπάσταρδος! Ξέρει πόσο δύσκολο μου είναι αλλά το διασκεδάζει. Εγώ φταίω που συμφώνησα εξαρχής σε αυτή την ηλιθιότητα. Δείπνο και μαλακίες..

«Ν-ναι, συγνώμη» τραυλίζω.

Γαμώτο, γιατί τραυλίζω;! Και γιατί ζητάω συγγνώμη; Για όνομα του θεού Μπέλα, συγκεντρώσου!

Με το που πατάω το πόδι μου μέσα στο σπίτι του και ρίχνω μια ματιά τριγύρω, όλες οι αναμνήσεις που τόσα χρόνια προσπαθώ να ξεχάσω έρχονται και πάλι στην επιφάνεια. Τίποτα δεν έχει αλλάξει, αλλά και πάλι το νιώθω τόσο... ξενο. Σαν να μην έζησα ποτέ εδώ. Βασικά... για να το θέσω καλύτερα, σαν να μην έζησα καμία ευχάριστη εμπειρία ποτέ εδώ.

«Όλα παρέμειναν ίδια, όπως ακριβώς τα θυμάμαι» ψιθυρίζω με σκοπό να μην το ακούσει κανείς, μα η τύχη δεν είναι με το μέρος μου.

«Ήταν αρκετό που έλειπε η παρουσία σου. Αυτό και μόνο άλλαξε τα πάντα στο σπίτι. Το έβλεπα σαν... σαν ξένο» λέει σιγανά και νιώθω απευθείας να νευριάζω.

«Ω, έλα τώρα Φίλιπ! Μην κάνεις πως λυπάσαι, εσύ το επέλεξες. Εσύ και μόνο εσύ. Εγώ δεν μπόρεσα να πω λέξη, δεν με άφησες» σφίγγω τις γροθιές μου.

«Ναι, και λυπάμαι πολύ για αυτό αλλά πρέπει να καταλάβεις-»

«Δεν θέλω να ακούω ούτε λέξη, Φίλιπ. Δεν μπορείς να πεις τίποτα για να δικαιολογήσεις την συμπεριφορά σου εκείνη την μέρα. Το ότι κάποιος σου είπε αυτές τις ηλιθιότητες και εσύ τις πίστεψες είναι προφανές, τώρα το αν εσύ στην πορεία κατάλαβες ότι είσαι λάθος δεν με αφορά. Το γυαλί ράγισε και δεν ξανά κολλάει» λέω σιγανά για να μην με ακούσει ο Τζέικ αλλά όταν κοιτάω κάτω δεν είναι εκεί.

Το βλέμμα μου κατευθύνεται μπροστά, εκεί όπου βρίσκεται το τεράστιο σαλόνι, και εκεί τον βλέπω που χαζεύει κάτι κορνίζες πάνω στο τραπεζάκι.

Πότε πρόλαβε κιόλας να αρχίσει την εξερεύνηση;

Δεν είχα καν σκοπό να κοιτάξω αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, όπως είναι οι κορνίζες παραδείγματος χάριν, μα αυτό που λέει ο Τζέικ είναι αρκετό για να με αναστατώσει και συνάμα να μου κεντρίσει την περιέργεια:

«Μαμάκα γιατί ο κύριος Φίλιπ έχει μια φωτογραφία σας στο σπίτι του;»

Τι στο διάολο;!

Προχωράω γρήγορα προς το μέρος του και σκύβω για να κοιτάξω προσεκτικά την φωτογραφία. Κάποιο λάθος πρέπει να κάνει, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση!

Όλες μου οι αμφιβολίες όσον αφορά αυτό το θέμα όμως, εξαφανίζονται όταν της ρίχνω μια ματιά.

Κράτησε την φωτογραφία μας!

Και όχι οποιαδήποτε φωτογραφία, αλλά αυτή του γάμου μας. Την ως τότε πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Δείχνω τόσο χαρούμενη σε αυτή την φωτογραφία που δεν με αναγνωρίζω.

Η τελευταία φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να χαμογελάει έτσι πλατιά είναι η μέρα που γεννήθηκε ο Τζέικ.
Τότε ήταν που κατάλαβα πραγματικά τι θα πει ευτυχία.

Εκπλήσσομαι που υπάρχουν ακόμα φωτογραφίες με εμένα στο σπίτι. Αν θυμάμαι καλά την τελευταία φορά που ήμουν εδώ ήταν όλες σκισμένες στα πόδια μου. Δεν έκανε καν τον κόπο να μου τις δώσει αφού δεν τις ήθελε. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι, και να μου τις έδινε, είναι σίγουρο πως μέχρι σήμερα θα είχαν σκιστεί από τα δικά μου χέρια καιρό τώρα.

Γυριζω το κεφάλι μου στο πλάι και ρίχνω ένα βλέμμα γεμάτο μίσος στον Φίλιπ. Αυτή η φωτογραφία δεν γλυτώνει από τα χέρια μου αργότερα.

Εξαιτίας του Φίλιπ, ο Τζέικ θα πρέπει να μάθει για αυτόν νωρίτερα από ότι σχεδίαζα. Όλα πάνε τέλεια! Πώς στο καλό θα του το πω τώρα;!

«Εμ.. μωρό μου δεν... δεν...» προσπαθώ να πω κάτι αλλά ούτε και εγώ ξέρω τι.

«Τζέικ, εγώ και η μαμά σου έχουμε να σου πούμε κάτι» παίρνει την πρωτοβουλία ο Φίλιπ και πιάνει το χεράκι του για να τον οδηγήσει στον καναπέ. Τους ακολουθώ. Πρώτα κάθεται αυτός με τον Τζέικ στην αγκαλιά του και μετά εγώ. Ήρθε η στιγμή Μπέλα.

«Λοιπόν, πρίγκιπά μου, ξέρω πως πάντα ήθελες να γνωρίσεις τον μπαμπά σου και... και πιστεύω θα χαρείς πολύ που επιτέλους θα σου δωθεί αυτή η ευκαιρία» του χαμογελώ γλυκά όταν βλέπω πόσο ενθουσιάστηκε όταν άκουσε αυτό που είπα.

«Ο μπαμπάς σου είμαι εγώ, Τζέικ» του λέει ο Φίλιπ και βλέπω το μεγάλο χέρι του να χαϊδεύει την μικροσκοπική πλάτη του.

«Αλήθεια μου λες;» αναφωνεί ο Τζέικ και τα μάτια του λάμπουν από την χαρά αλλά και από τα δάκρυα που εμφανίζονται. Ω, το μωρό μου! Το ξέρω πως πάντα περίμενε τον μπαμπά του να 'επιστρέψει' και πραγματικά δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από αυτή την συγκεκριμένη αντίδραση.

«Ελπίζω να χάρηκες μικρέ δεινόσαυρε!» λέει γλυκά ο Φίλιπ. Από πού προέκυψε αυτό το ψευδώνυμο;! Έχασα κανένα επεισόδιο;!

«ΜΠΑΜΠΑΚΑ ΜΟΥ, ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ!» φωνάζει ενθουσιασμένος ο Τζέικ και πέφτει στην αγκαλιά του. Τον σφίγγει τόσο πολύ που πραγματικά αναρωτιέμαι αν αναπνέει ο Φίλιπ.

«Αγόρι μου!» λέει αυτός με την σειρά του.

Γιατί αυτή η κατάσταση είναι τόσο συγκινητική; Νιώθω ήδη τα δάκρυα να κάνουν την εμφάνιση τους. Αλλά αυτά είναι δάκρυα χαράς. Χαρά που επιτέλους ο γιος μου νιώθει πλήρης και ευτυχισμένος. Είχα καταλάβει ότι έχει μια αδυναμία στον μπαμπά του, και δεν τον είχε γνωρίσει καν!

Έχει περάσει λίγη ώρα και ακόμα να πάμε για αυτό το 'δείπνο' που υποτίθεται ότι θα είχαμε. Έχουν πιάσει συζήτηση για τα πάντα εδώ πέρα! Αλλά οφείλω να ομολογήσω πως για αυτό δεν φταίει αποκλειστικά ο Φίλιπ. Αυτός απλά απαντάει στις ερωτήσεις που του κάνει ο Τζέικ.

«Και δηλαδή θα έρθουμε να μείνουμε μαζί σου τώρα, μπαμπάκα;» γουρλώνω τα μάτια μου στην ερώτηση του.

«Αρκετά με τις αδιάκριτες ερωτήσεις, Τζέικ. Φυσικά και θα εξακολουθήσουμε να μένουμε στο σπίτι μας» λέω, μα όταν βλέπω και τους δύο έτοιμους να εναντιωθούν απευθύνομαι στον Φίλιπ, «Νομίζω πως είναι ώρα για αυτό το δείπνο που λέγαμε, δεν νομίζεις;» του λέω σε προειδοποιητικό τόνο.

Μην τα βάζεις μαζί μου αν θέλεις το καλό σου, Φίλιπ.

«Ναι, φυσικά. Ελάτε» λέει μετά από λίγο, καταλαβαίνοντας πως δεν τον παίρνει να μου φέρει αντίρρηση.

Σηκώνεται με τον Τζέικ ακόμα στην αγκαλιά του και εγώ τον ακολουθώ καθώς κατευθύνεται προς την τραπεζαρία, ενώ ταυτόχρονα κοιτάω τον χώρο τριγύρω.

Κι άλλες αναμνήσεις...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro