Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

6. Άφησε με.

Καθώς περπατάμε στον δρόμο το ελαφρώς σκοτεινό τοπίο που επικρατεί μου κινεί την περιέργειά, και έτσι σηκώνω το βλέμμα μου στον ουρανό -μόνο και μόνο για να διαπιστώσω ότι πολλά σύννεφα μαζεύονται σιγά σιγά, πράγμα που σημαίνει ότι θα βρέξει σύντομα.

Σκατά. Μακάρι τουλάχιστον να προλάβουμε να πάμε σπίτι μας πριν αρχίσει η βροχή, γιατί δεν έχω καμία απολύτως όρεξη να βραχώ μέχρι το κόκκαλο.

Καταραμένο Σιάτλ! Όλο βροχές και καταιγίδες είναι.

Μέχρι τώρα θα έπρεπε να το είχα συνηθίσει βέβαια, και να κουβαλούσα και καμιά ομπρέλα μαζί μου, αλλά φυσικά -είμαι από τις λίγες περιπτώσεις ανθρώπων που δεν μαθαίνουν πάντοτε από τα λάθη τους.

Ή απλώς ζω συνεχώς με την ελπίδα ότι θα δούμε και λίγο ήλιο κάποια στιγμή και όχι μόνο βροχές.

Θα πάω με την δεύτερη επιλογή.


Δεν έχουν περάσει ούτε πέντε λεπτά από την τελευταία φορά που κοίταξα τον ουρανό και ήδη νιώθω τις ψιχάλες να βρέχουν το πρόσωπο μου περιστασιακά. Τέλεια!

Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτές οι ψιχάλες μέσα σε δευτερόλεπτα μόνο έχουν μετατραπεί σε βροχή που πέφτει πάνω μας ορμητικά.

Βρίζω από μέσα μου και σηκώνω τον Τζέικ στην αγκαλιά μου, σε μια απόπειρα να τον προστατέψω από την βροχή -μάταια βέβαια εφόσον έχουμε ήδη βραχεί από πάνω μέχρι κάτω.

Του φοράω την κουκούλα του και αρχίζω να περπατάω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Τα ελαφρώς ψηλά παπούτσια που φοράω δεν βοηθάνε και ιδιαίτερα καθώς γλιστράνε υπερβολικά πολύ.

Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι τώρα είναι να φάω καμία τούμπα και να παρασύρω και τον Τζέικ μαζί μου.

«Κανε υπομονή μωρό μου, φτάνουμε όπου να ναι» του λέω. Μπορώ να καταλάβω πως κρυώνει πολύ, τρέμει ολόκληρος.

Θα έπαιρνα ταξί αλλά με τον καφέ και αυτά, δεν έμειναν λεφτά. Αλλά και να είχα, δεν είναι και το καλύτερο μου να τα χαλάω σε ταξί καθώς ίσα ίσα μου φτάνουν κάθε μήνα για να πληρώνω το νοίκι στον κύριο Κρίστοφερ- τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.

Αλλά βλέποντας τον Τζέικ μου να κρυώνει έτσι, εύχομαι να μην είχα πάρει αυτόν τον αναθεματισμένο καφέ για να παίρναμε ένα ταξί. Δεν θέλω να μου κρυώσει.

Χαμένη στις σκέψεις μου, δεν είχα ακούσει το αυτοκίνητο που μου κορνάρε επίμονα τόση ώρα.

«Μπέλα!» ακούω μια γνωστή φωνή να φωνάζει και γυρνάω για να δω τον Φίλιπ μέσα σε ένα μαύρο Audi.

Καινούριο είναι αυτό το αμάξι;

Μα φυσικά, τι νόμιζα; Τόσα λεφτά που έχει γιατί να μην πάρει ένα ακόμα αμάξι να το προσθέσει στην συλλογή του;! Είναι απολύτως λογικό.

Για πολλούς το λεγόμενο ‘shopping therapy’ περιλαμβάνει εξορμήσεις σε μαγαζιά με ρούχα και παπούτσια, για τον Φίλιπ όμως είναι η αγορά πανάκριβων αυτοκινήτων.

Τι να κάνουμε, γούστα είναι αυτά.

Και να πει κανείς ότι τα άλλα του αμάξια είναι τίποτα σαράβαλα που φοβάσαι να μπεις μέσα μήπως και καταρρεύσουν... Καμία σχέση.

Όλα ήταν υπέροχα, αλλά αν μπορούσα να διαλέξω ένα θα ήταν το μοναδικό κόκκινου χρώματος που είχε.

Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι βέβαια αν το είχε αγοράσει μόνο και μόνο επειδή μου άρεσε εμένα, εφόσον ξέρω πολύ καλά πως δεν του άρεσε καθόλου το κόκκινο γενικά σαν χρώμα.

Ω, τι υπέροχα που εξελίσσεται η μέρα!

Πρώτα βλέπω τον γιο μου μάτια κατακόκκινα από το κλάμα φοβούμενο ότι τον εγκατέλειψα και τώρα βρίσκομαι αντιμέτωπη με τον άνθρωπο που μου κατέστρεψε την ευτυχία χρόνια πριν.

«Τι θες Φίλιπ;» λεω επιθετικά, επιστρατεύοντας όλες μου τις δυνάμεις για να μην τον βρίσω.

«Μπείτε μέσα! Θα σας πάω εγώ, μην περπατάτε μόνοι σας στην βροχή» λέει και στριφογυρίζω τα μάτια μου.

Ναι, λες και νοιάζεσαι.

Βασικά... για εμένα μπορεί να μην ενδιαφέρεται καθόλου, αλλά για τον Τζέικ ίσως και να νοιάζεται.

Σκέφτομαι για λίγο την πρόταση του.
Πραγματικά δεν θέλω να μπω στο ίδιο αμάξι μαζί του, αλλά τι επιλογή έχω; Αν ήμουν μόνη φυσικά και δεν θα έμπαινα αλλά δεν θέλω να κρυώσει ο Τζέικ.

«Σκέψου τον Τζέικ τουλάχιστον» συνεχίζει όταν βλέπει πως το σκέφτομαι.

Γρήγορα, κατευθύνομαι στην πίσω πόρτα του αμαξιού και βάζω μέσα τον Τζέικ. Του φοράω την ζώνη ασφαλείας και κλείνω την πόρτα. Ύστερα πηγαίνω προς το παράθυρο του οδηγού.

«Το σπίτι ξέρεις που είναι. Θα περιμένω να τον φέρεις. Μην τολμήσεις και κανείς παραπάνω από δέκα λεπτά γιατί θα γίνει χαμός. Και κλείδωσε τις πόρτες του αμαξιού μην έχουμε κανένα ατύχημα» λέω άτονα και πάω να φύγω μα η φωνή του με σταματάει.

«Μπέλα σταματά με τις ανοησίες! Μπες μέσα οικειοθελώς αλλιώς πίστεψέ με, θα γίνουμε και οι δύο ρεζίλι στην μέση του δρόμου»

Συγγνώμη, κατάλαβα καλά; Με απειλεί;

«Ναι καλά» λέω και αρχίζω ξανά να περπατάω προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να μην γυρίσω πίσω και του δώσω καμία σφαλιάρα.

«Δοκίμασέ με» προκαλεί μα τον αγνοώ. Αρκετά ασχολήθηκα μαζί του!

Ακούω μια πόρτα να ανοίγει και να κλείνει και πριν καν το διανοηθώ βρίσκομαι στον αέρα.

«Άφησε με κάτω ρε! Δεν έχεις το δικαίωμα!» φωνάζω, μα είναι η σειρά του να με αγνοήσει.

Ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και με βάζει μέσα. Τα νεύρα μου... Πως τολμάει;!

Μπαινει και αυτός μέσα και ενώ είμαι έτοιμη να τον σκυλοβρίσω για αυτό που έκανε, ακούω το γέλιο του Τζέικ. Αυτομάτως χαμογελάω.

«Αχαχαχαχ μανούλα έπρεπε να- αχαχαχ έπρεπε να έβλεπες την φάτσα σου χαχαχαχαχ» έχει ξεκαρδιστεί και το γέλιο του μονάχα αρκεί για να μου περάσουν τα νεύρα.

Τουλάχιστον, αν εξαιρέσουμε το γεγονός πως με τα καμώματα του με ρεζίλεψε σε όλη την περιοχή, έκανε τον Τζέικ να γελάσει.

«Πως την αντέχεις την μαμά σου βρε Τζέικ;Πολύ πεισματάρα είναι» τον ακούω να λέει.

Βρε άντε από εδώ που θα με πεις και πεισματάρα! Αν νομίζεις πως αυτό εδώ πριν ήταν πείσμα, τότε λυπάμαι αλλά δεν έχεις δει τίποτα ακόμα!

«Η μανούλα μου είναι η καλύτερη μαμά στον κόσμο!» με υπερασπίζεται ο Τζέικ και γυρνάω το κεφάλι μου προς το μέρος του για να του χαμογελάσω για ακόμα μια φορά.

«Είναι, είναι» λέει απλά ο Φίλιπ.

Ελπίζω για το καλό του αυτή η φράση να μην ήταν ειρωνική. Γιατί δεν το έχω σε τίποτα να τον ξαποστείλω από εκεί που ήρθε!

«Με ντροπιασες» λέω θυμωμένα αναφερόμενη στο συμβάν έξω από το αυτοκίνητο και χαμογελάει πονηρά, «Ξανά» συνεχίζω και το χαμόγελο χάνεται από τα χείλη του.

Ανοίγει τα χείλη του για να πει κάτι αλλά δεν του αφήνω περιθώρια:

«Απλως... πήγαινέ μας σπίτι! Δεν θέλω να το συζητήσουμε» λέω απότομα και ξεφυσάει.

«Εγώ... είχα μια άλλη ιδέα. Τι θα λέγατε να σας βγάλω έξω για φαγητό;» γουρλώνω τα μάτια μου και ακούω τον Τζέικ να αναφωνεί: «Ναιιιιι!»

«Είμαστε βρεγμενοι, συγγνώμη αλλά δεν θέλω να κρυώσει ο Τζέικ» λέω απλά και χαμογελάω πιστεύοντας πως δεν θα επιμείνει.

«Ω, μα θα περάσουμε από το σπίτι σας πρώτα για να αλλάξετε και οι δυό σας. Θα περιμένω όσο χρειαστεί» χαμογελάει με την σειρά του και το δικό μου χαμόγελο εξαφανίζεται.

«Ελα βρε μαμάκα, πες ναι» λέει ύστερα ο Τζέικ.

Ξεφυσάω παραδομένη «Καλά, καλά»

«Αφου ξέρεις ότι πάντα περνάει το δικό μου, τι προσπαθείς;» μου κλείνει το μάτι.

Πριν προλάβω να απαντήσω μιλάει ο Τζέικ « Μα από πού να το ξέρει βρε κύριε Φίλιπ; Δεν σας γνωρίζει» λέει μπερδεμένος.

Σωστό και αυτό.

«Λέγε με Φίλιπ-για τώρα-βρε Τζέικ! Είμαστε φιλαράκια εμείς» λέει και δεν κάνει τον κόπο να απαντήσει σε αυτό που είπε ο μικρός. Καλύτερα.

«Και για πες βρε Τζέικ, τι σου αρέσει να κάνεις στον ελεύθερο σου χρόνο;» συνεχίζει, σε μια προσπάθεια να ανοίξει μια συζήτηση.

«Η μαμά με πηγαίνει κολυμβητήριο. Αλλά δεν μαρέσει τόσο πια» λέει και σμίγω τα φρύδια μου.

Και γιατί ακριβώς δεν το γνωρίζω εγώ αυτό;

«Α μάλιστα. Γιατί;» εκφράζει ακριβώς την ίδια απορία που έχω και εγώ στο μυαλό μου.

Θέλω πολύ να μάθω την απάντηση σε αυτό που μόλις ρώτησε.

«Γιατί είμαι στην ίδια ομάδα με τα παιδιά του σχολείου μου που με κοροϊδεύουν» λέει και στραβοκαταπίνω.

«Μα γιατί να σε κοροϊδεύουν βρε Τζέικ;» συνεχίζει με τις ερωτήσεις, και τον ευγνωμονώ από μέσα μου.

Αν τον ρωτούσα εγώ δεν πρόκειται να έπαιρνα απάντηση όσο και αν προσπαθούσα. Είμαι σίγουρη για αυτό.

«Γιατί δεν έχω μπαμπά. Λένε ότι είμαι κακό παιδί και πως εξαιτίας μου έφυγε μακριά μας» λέει με λυπημένο τόνο και η ανάσα μου κόβεται. Τα μάτια μου βουρκώνουν και δάκρυα κάνουν την εμφάνιση τους.

«Γιατί δεν μου το έλεγες τόσο καιρό Τζέικ; Γιατί;» εκφράζω το παράπονο μου και σκουπίζω τα δάκρυα μου πριν γυρίσω να τον κοιτάξω για να μην καταλάβει πως έκλαιγα. Η φωνή μου όμως ακούγεται διαφορετική και το καταλαβαίνει.

«Γιατί θα ήσουν λυπημένη όπως τώρα βρε μαμάκα! Αλλά μην στεναχωριέσαι, είμαι άντρας και μπορώ να τους αντιμετωπίσω. Δεν χρειάζεται να κλαίς» λέει με την παιδική φωνούλα του.

Προσπαθώ πολύ να του χαμογελάσω και ύστερα γυρνάω το κεφάλι μου προς το παράθυρο. Εκεινοι συνεχίζουν να συζητάνε αλλά πλέον είμαι πολύ αφηρημένη για να τους ακούσω. Είμαι άχρηστη. Το παιδί μου υποφέρει τόσο καιρό από τις κοροϊδίες των συμμαθητών τους και εγώ δεν το ήξερα καν! Δεν έκανα κάτι για να το αποτρέψω! Είμαι η χειρότερη μητέρα. Πλέον δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα μου.

Είμαι τόσο άχρηστη.

«Δεν είσαι άχρηστη Μπέλα! Μην λες βλακείες» ακούω την βαριά φωνή του Φίλιπ.

Ω τέλεια. Σε παρακαλώ θεέ μου, πες μου ότι έχω παραισθήσεις και ότι δεν μίλησα δυνατά, παρακαλάω από μέσα μου μα ήδη ξέρω την απάντηση.

Αυτό μου έλειπε τώρα, να ξέρει και ο Φίλιπ πόσο άχρηστο θεωρώ τον ίδιο μου τον εαυτό.

Δεν απαντάω, μονάχα τον κοιτάζω λυγισμένη για μια στιγμή αλλά μετά γυρνάω γρήγορα το κεφάλι μου ξανά προς το παράθυρο για να μην δει τα δάκρυα μου.

Ναι Μπέλα, τυφλός είναι ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε είδε να κλαίς! Με ειρωνεύεται το υποσυνείδητο μου.

Ευτυχώς ύστερα από λίγα λεπτά φτάνουμε έξω από το σπίτι μου και δεν χρειάζεται να ανταλλάξουμε καμιά κουβέντα μεταξύ μας.

Όταν παρκάρει το αυτοκίνητο δίπλα από το σπίτι ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού και του λέω:

«Φέρτον μέσα, σε παρακαλώ» βγαίνω αναστατωμένη και περπατάω γρήγορα προς την πόρτα, όπου την ξεκλειδώνω.

Προλαβαίνω να πλύνω πρόχειρα με λίγο νερό το πρόσωπό μου στον νυπτήρα ίσα ίσα για να απομακρύνω τα δάκρυα μου και να συνέλθω και ύστερα ακούω την πόρτα να κλείνει. Γυρνάω και βλέπω τον Τζέικ στην αγκαλιά του Φίλιπ. Του χαμογελάω προσπαθώντας να κρύψω τον εσωτερικό μου πόνο και τον παίρνω στην αγκαλιά μου.

«Έλα, πάμε να σε κάνουμε μπάνιο για να μην κρυώσεις» ανεβαίνω τις σκάλες με αυτόν στην αγκαλιά μου και μπαίνουμε μέσα στο μπάνιο. Του βγάζω τα ρούχα του και τον βάζω γρήγορα στην μπανιέρα με το ζεστό νερό. Ελπίζω μόνο να μην ξυπνήσει κρυωμένος αύριο.

«Δεν ήθελα να σε αναστατώσω με αυτά που είπα στο αμάξι μαμάκα, συγγνώμη» λέει.

«Ω, μωράκι μου μην ζητάς συγγνώμη! Υποσχέσου μου σε παρακαλώ ότι αν γίνει κάτι παρόμοιο είτε στο σχολείο είτε στο κολυμβητήριο θα μου το πεις. Σε παρακαλώ» λέω καθώς του σαπουνίζω τα μαλλιά.

«Εντάξει μαμάκα, το υπόσχομαι» λέει και του χαμογελάω γλυκά.


Ύστερα από ένα ζεστό μπάνιο και αφού τον στεγνώσω καλά, του φοράω ένα ζευγάρι ζεστά ρούχα και τα αθλητικά παπούτσια του.

«Πήγαινε τώρα κάτω μωρό μου και κάνε παρέα στον κύριο Φίλιπ όσο εγώ κάνω μπάνιο, εντάξει;» λέω, και προλαβαίνω να τον δω που νεύει πριν εξαφανιστεί χοροπηδώντας από το οπτικό μου πεδίο.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro