5. Με ποιο δικαίωμα;!
Στην φωτογραφία η Άλισον[Emily Ratajkowski] και ο Λίαμ
[Kit Harington].
Μετά την απρόσμενη επίσκεψη του στο σπίτι μου, δεν με ξανά επισκέφτηκε. Έχουν περάσει τέσσερις μέρες και εφόσον δεν μας έχει κάνει την τιμή με την παρουσία του έχω βρει και πάλι την ηρεμία μου.
Όσο ήρεμη μπορώ να είμαι δηλαδή. Ξέρω πως αργά ή γρήγορα θα ξανά έρθει και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να εύχομαι αυτή η στιγμή να αργήσει όσο περισσότερο γίνεται.
Δηλαδή τι; Ήρθε, προκάλεσε τόση αναστάτωση και εξαφανίστηκε σαν να μην έγινε τίποτα;
Αλλά καλύτερα, δεν τον θέλω στα πόδια μου. Η παρουσία του μόνο αναστάτωση μπορεί να προκαλέσει.
Καλά θα κάνει να αφήσει εμένα και τον γιο μου στην ησυχία μας, τώρα που θυμήθηκε να ζητήσει εξηγήσεις είναι πλέον αργά.
Βασικά.. τι εξηγήσεις; Αυτός για να έχει την ευχαρίστηση να με κατηγορήσει και να με μειώσει για άλλη μια φορά ήρθε ξανά, δεν νομίζω να έχει την όρεξη να ακούσει την δικιά μου οπτική μετά από τόσα χρόνια.
Αλλά και να ήθελε βασικά, τι νόημα θα είχε; Ότι και αν κάνουμε, ότι και αν λέμε, αυτά που συνέβησαν εκείνη την καταραμένη μέρα δεν πρόκειται να αλλάξουν -ο πόνος δεν πρόκειται να εξαφανιστεί.
Μου είναι πραγματικά αδύνατον να ξεχάσω έστω και μια λεπτομέρεια από εκείνη την ημέρα -όσο και αν το θέλω, οι προσπάθειες μου ποτέ δεν καταλήγουν έτσι όπως θα ήθελα.
Άλλωστε ποια στην θέση μου θα μπορούσε να ξεχάσει έστω και ένα δευτερόλεπτο από την μέρα που της καθόρισε την ζωή;
Καμία, αυτή είναι η σωστή απάντηση.
Πλέον έχω αποδεχτεί την κατάσταση, εφόσον δεν πρόκειται να καλυτερεύσει ποιο το νόημα να προσπαθώ; Και ειδικά όταν το μόνο που καταφέρνω με όλες αυτές τις προσπάθειες είναι να θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια κάθε φορά και πιο έντονα.
Σήμερα έχω ένα από τα σπάνια ρεπό μου και είπαμε με την Άλισον και τον άντρα της, Λίαμ, να βγούμε έξω για κανένα καφέ. Και επί τη ευκαιρία να δω και λίγο την πανέμορφη κορούλα τους μιας και δεν πήγε σήμερα στον παιδικό σταθμό.
Για αυτή της την κοπάνα φυσικά ευθύνεται ο χαζομπαμπάς Λίαμ, που δεν μπορεί να της χαλάσει με τίποτα το χατίρι! Και η μικρή φυσικά έχει πάρει χαμπάρι την αδυναμία που της έχει και τον έχει σήκω-σήκω,
κάτσε-κάτσε.
Είναι πολύ τυχερή που έχει τέτοιους γονείς-διαμάντια. Είμαι σίγουρη πως και εκείνη το ξέρει φυσικά, καθώς είναι πολύ προσγειωμένη για την ηλικία της και γνωρίζει καλά πως άλλα παιδιά στην ηλικία της υποφέρουν ακριβώς λόγω της αδιαφορίας των γονιών τους.
Έτσι λοιπόν, αυτή τη στιγμή καθόμαστε σε μια καφετέρια κοντά στον παιδικό σταθμό του Τζέικ για να μπορέσω και εγώ να πάω να τον πάρω μετά χωρίς να χρειαστεί να βιαστώ.
Έχω και αυτό το προβληματάκι εγώ, που πολλές φορές αργώ να εμφανιστώ στην ώρα μου. Όχι πολύ βέβαια, δύο τρία λεπτά, αλλά αρκετά για να κάνει χαμό μέσα στον παιδικό σταθμό με τα κλάματα και τις υστερίες του ο Τζέικ.
Για αυτό πλέον προσπαθώ να βρίσκομαι εκεί τουλάχιστον πέντε λεπτά νωρίτερα κάθε φορά.
Καταλαβαίνω πως αυτή η αντίδραση προκύπτει από την ανασφάλεια του, λόγω του ότι πιστεύει ότι ευθύνεται ο ίδιος που μας εγκατέλειψε ο πατέρας του, και αυτό με κάνει να μισώ τον εαυτό μου που δεν μπορώ να κάνω κάτι για να εξαφανίσω αυτή την λανθασμένη εντύπωση.
Πριν καν καθίσουμε είχα πάρει την απόφαση να τους μιλήσω για τον Φίλιπ, για την απρόσμενη επίσκεψη του μες στην νύχτα. Αλλά τώρα που ήρθε η στιγμή κομπλάρω, όπως κάθε φορά που χρειάζεται να αναφέρω το όνομα του.
Δεν μου είναι καθόλου εύκολο να μιλάω για ότι τον αφορά. Ούτε καν σε αυτούς, που μου στάθηκαν σαν οικογένεια όλα αυτά τα χρόνια.
«Γκχμ.. θέλω να σας πω κάτι» παίρνω το θάρρος να αρχίσω.
«Το έχουμε καταλάβει εδώ και ώρα Μπελς. Είσαι τελείως στον κόσμο σου. Τι συμβαίνει;» τον λόγο παίρνει ο Λίαμ.
Φυσικά και θα καταλάβαιναν ότι κάτι πάει λάθος με την συμπεριφορά μου. Με καταλαβαίνουν από χιλιόμετρα μακριά.
«Λοιπον...εμ.. πριν από λίγες μέρες..εμμ..» τραυλίζω προσπαθώντας να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου.
«Με δικά σου λόγια γλύκα» λεει η Άλισον σαρκαστικά αλλά επιλέγω να την αγνοήσω.
Δεν είναι και εύκολο αυτό που προσπαθώ να πω. Αν ήξερε τι πρόκειται να αναφέρω αυτή τη στιγμή, είμαι σίγουρη πως δεν θα σκεφτόταν καν να με ειρωνευτεί για την νευρικότητα μου.
«Να... όπως έλεγα, πριν από λίγες μέρες είχα μια απρόσμενη επίσκεψη» λέω και βλέπω τις εκφράσεις απορίας που είναι εμφανής στα πρόσωπα τους.
«Αλισον, θυμάσαι το κλαμπ που πήγαμε έτσι;» λέω ρητορικά και νεύει.
«Εκει... εκεί ήταν και ο... ο Φίλιπ. Δεν τον είχα δει αλλά από ότι φαίνεται
μ-με είδε και όταν φύγαμε μας ακολούθησε. Έμαθε που μένω. Για να μην πολυλογώ, έμαθε για την ύπαρξη του Τζέικ και είπε πως θέλει εγώ να του πω για τον πατέρα του το συντομότερο δυνατόν» την τελευταία πρόταση την είπα τόσο γρήγορα που αμφιβάλλω αν κατάλαβαν τι ήθελα να πω.
Από τις εκφράσεις στα πρόσωπα τους καταλαβαίνω πως άκουσαν πεντακάθαρα αυτό που τους είπα και δεν τους άρεσε. Ο Λίαμ ειδικά, μοιάζει έτοιμος να εκραγεί από λεπτό σε λεπτό.
«Με ποιο δικαίωμα εμφανίζεται μετά από τόσα χρόνια και ζητάει κάτι τέτοιο;» λέει προσπαθώντας να μην φωνάξει και γίνουμε ρεζίλι μπροστά σε τόσο κόσμο, «Δεν είναι άξιος ούτε να σε κοιτάει στα μάτια μετά από όλα αυτά που σε έκανε να περάσεις. Θέλει το παιδί του να μάθει την ύπαρξη του πατέρα του ε;! Που ήταν αυτός όταν ο Τζέικ έκανε τα πρώτα του βήματα; Που ήταν όταν είπε την πρώτη του λέξη; Στον διάολο, εκεί ήταν! Πίστεψε όποιον μαλάκα του είπε ότι εσύ τον απάτησες χωρίς δεύτερη σκέψη,χωρίς να υπολογίσει την δικιά σου γνώμη και έχασε όλες αυτές τις σημαντικές στιγμές με τον γιο του εξαιτίας της ξεροκεφαλιάς του» οι φλέβες στο μέτωπο του είναι πλέον εμφανής από τα νεύρα του. Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο!
«Ελα μωρό μου, ηρέμησε τώρα» του λέει η Άλισον καθώς του χαϊδεύει απαλά την πλάτη, «Δεν θα τον αφήσουμε να απλώσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι πάνω στην Μπέλα και τον Τζέικ» συνεχίζει. Είναι αδύνατον να μην συγκινηθώ από το πόσο με προσέχουν! Τι θα έκανα χωρίς αυτούς; Με έχουν στηρίξει όσο κανένας άλλος αυτά τα τελευταία χρόνια, είναι κάτι παραπάνω από οικογένεια για μένα.
«Θεία Μπέλα, γνωρίζεις τον μπαμπά του Τζέικ;» ακούγεται η έκπληκτη φωνούλα της μικρής Λίζι.
Σκατά. Πώς στο καλό μπόρεσα να ξεχάσω ότι εδώ βρισκόταν και η Λίζι! Σίγουρα θα πει στον Τζέικ για την τωρινή μας συζήτηση, μόνο και μόνο για να κερδίσει την προσοχή του.
«Ω!Εμ.... Λίζι μου, δεν... δεν» προσπαθώ να απαντήσω στην Λίζι αλλά οι λέξεις δεν μου βγαίνουν.Ευτυχώς για μένα, από ότι φαίνεται η Άλισον για άλλα μια φορά θα με βγάλει από την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι.
«Λιζι, αυτές οι συζητήσεις δεν είναι για μικρά παιδιά, μην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις των μεγάλων» την επιπλήττει.
Αμέσως τα ματάκια της βουρκώνουν, δεν έχει συνηθίσει αυτή την συμπεριφορά από τους γονείς της που την έχουν σαν πριγκίπισσα. Αλλά και αυτή, ποτέ δεν έχει δώσει δικαίωμα για κάτι τέτοιο, είναι ένας μικρός άγγελος.
«Λίζι μου, μην κλαίς. Δεν σου είπαν κάτι κακό οι γονείς σου, απλά... αυτές οι συζητήσεις δεν είναι για μικρά παιδιά. Σε παρακαλώ, ότι άκουσες...μην το πεις στον Τζέικ, εντάξει; Θα... θα το συζητήσω εγω μαζί του όταν έρθει η ώρα» της λέω γλυκά. Είμαι σίγουρη πως τώρα που της το ζήτησα δεν θα το πει, πάντα ακούει αυτά που της λένε.
«Εντάξει θεία Μπέλα, δεν θα πω τίποτα, το υπόσχομαι. Συγγνώμη που ανακατεύτηκα και δεν άφησα εσάς τους μεγάλους να συζητήσετε» λέει σιγανα και σκουπίζει τα ματάκια της.
«Ω, γλυκιά μου, μην μου στεναχωριέσαι, δεν το έκανες επίτηδες.Σε ευχαριστώ πολύ που δεν θα πεις τίποτα, θα είναι το μικρό μας μυστικό για τώρα, εντάξει;» της χαμογελάω και νεύει με ενθουσιασμό.
Κοιτάω την ώρα στο ρολόι μου. Ωχ! Ευτυχώς που η καφετέρια βρίσκεται κοντά στον παιδικό σταθμό γιατί αλλιώς δεν θα προλάβαινα.
Πώς τα καταφέρνω κάθε φορά και καταλήγω να αργώ απορώ!
«Παιδιά, πρέπει να φύγω για να πάω να πάρω τον Τζέικ. Συνεχίστε εσείς τον καφέ σας και θα τα πούμε αύριο πάλι» λέω και βγάζω τα χρήματα για να πληρώσω τον καφέ μου.
«Κερασμένος από εμάς, γλύκα. Άντε πήγαινε τώρα» λέει η Άλισον όταν πάω να της δώσω τα λεφτά.
«Ω όχι κοπελιά! Σε άφησα την προηγούμενη φορά, δεν δέχομαι αντιρρήσεις. Άντε τώρα φιλάκια, τα λέμε» δίνω ένα φιλάκι στην Λίζι και κατευθύνομαι γρήγορα προς την έξοδο πριν πει κάτι η Άλισον για τα λεφτά.
«Αυτή η προηγούμενη φορά ήταν πριν κάτι μήνες Μπέλς! Δεν μου γλυτώνεις την επόμενη φορά!» λέει δυνατά για να την ακούσω και γελάω. Ω γλυκιά μου Άλι, λες και δεν με ξέρεις!
Φτάνω στον παιδικό σταθμό με μια μικρή καθυστέρηση και βλέπω πως τα περισσότερα παιδάκια έχουν ήδη φύγει και τον Τζέικ να κάθεται μαζί με την δασκάλα του ανήσυχος ενώ τα ματάκια του είναι βουρκωμένα. Με το που τον βλέπω σε αυτή την κατάσταση περπατάω γρήγορα προς την κατεύθυνση τους και όταν με βλέπει σηκώνεται και τρέχει πάνω μου. Τον σηκώνω στην αγκαλιά μου και του χαϊδεύω τα μαλλάκια του. Τι του συνέβη;
«Μανούλα μου, ήρθες!» λέει και σφίγγει περισσότερο τα χεράκια του γύρω από τον λαιμό μου.
«Φυσικά και ήρθα πρίγκιπα μου! Γιατί κλαίς αγόρι μου;» του λέω γλυκά. Δεν μου αρέσει καθόλου να τον βλέπω σε αυτή την κατάσταση, μου ραγίζει την καρδιά.
Απλά ελπίζω να μην τον πείραξε κανένα από τα υπόλοιπα παιδάκια. Γιατί αν ισχύει αυτό, το μόνο σίγουρο είναι ότι αύριο θα γίνει μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση ανάμεσα σε εμένα, τις δασκάλες του Τζέικ, και τους γονείς αυτού του παιδιού.
«Νόμιζα ότι με άφησες και εσύ. Ότι έμεινα μόνος μου» λέει σιγανά, ο φόβος σιγά σιγά αρχίζει να υποχωρεί.
Ανακουφίζομαι μερικώς όταν καταλαβαίνω πως δεν έγινε αυτό που φοβόμουν.
Όταν όμως ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα αντιλαμβάνομαι τα λόγια που βγήκαν από το στόμα του, ένα νέο είδος φόβου καταλαμβάνει τις αισθήσεις μου. Τώρα είναι η δικιά μου σειρά για να βουρκώσω.
Αγοράκι μου γλυκό!
Δεν το πιστεύω ότι έχει τέτοιες ανασφάλειες.
Είναι απολύτως λογικό αν το σκεφτεί κανείς, ζει με την πεποίθηση ότι ο πατέρας του τον έχει εγκαταλείψει, ότι έχει φύγει εξαιτίας του. Τι τον εμποδίζει, λοιπόν, από το να σκεφτεί ότι θα κάνω και εγώ το ίδιο;
«Ποτέ μωράκι μου, το ακούς; Ποτέ! Η μανούλα δεν θα φύγει ποτέ από δίπλα σου. Μην σκέφτεσαι έτσι ψυχή μου, σε παρακαλώ. Ξέρεις πόσο σε αγαπώ;» του λέω γλυκά και τον φιλάω στο μέτωπο.
«Τόσο!» λέει και μου δείχνει μια απόσταση με τα χεράκια του.
Αυτή του η τόσο αθώα κίνηση με κάνει να χαμογελάσω πλατιά.
«Και ακόμα περισσότερο!» του λέω με το χαμόγελο να μην φεύγει από τα χείλη μου, και μου το ανταποδίδει με την σειρά του.
«Ελα τώρα, πάμε σπίτι μας» τον κατεβάζω από την αγκαλιά μου και παίρνω το χεράκι του.
Αφού χαιρετάω την δασκάλα του, η οποία από ότι φαίνεται ήταν μπροστά σε όλη αυτή την συζήτηση -ουτε που την είχα προσέξει-, ξεκινάμε για το σπίτι μας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro