4. Φύγε, Φίλιπ.
Αυτή η φωνή.. Όχι όχι, δεν μπορεί αυτή η γαμημένη φωνή να ανήκει σε εκείνον, κάποιο λάθος θα κάνω!
Μετά από πέντε χρόνια τι στο καλό μπορεί να θέλει;! Να έρθει να κάνει τι; Να με διαλύσει ξανά πάνω που άρχισα να μαζεύω τα κομμάτια μου; Δεν του έφτανε που το έκανε πριν πέντε χρόνια, θέλει ξανά;
Δεν τολμώ καν να γυρίσω το κεφάλι μου αριστερά, από εκεί όπου ακούστηκε η φωνή του.
Το μυαλό μου είναι λες και έχει κολλήσει, δεν μπορεί με τίποτα να πάρει μπρος! Τι γυρεύει εδώ γαμώτο;
Το χέρι του που αρπάζει το μπράτσο μου και με σπρώχνει στον κοντινότερο τοίχο με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ανασηκώνω το βλέμμα μου διστακτικά και τον κοιτάζω στα μάτια.
Αυτά τα μάτια... χάνεσαι μέσα τους.
«Γιατί δεν απαντάς, ηλιαχτίδα;»λέει ειρωνικά, το πρόσωπο του υπερβολικά κοντά στο δικό μου.
Ξαφνικά από νοσταλγία, το μόνο που νιώθω είναι θυμός. Δεν έχει κανένα δικαίωμα να μου μιλάει, πόσο μάλλον να ρωτάει!
Έχω τόσες ερωτήσεις να του κάνω, μα δεν τολμάω καν να ανοίξω το στόμα μου. Έτσι όπως τον κόβω σιγά μην απαντήσει.
Ας μας κάνει λοιπόν και στους δύο μια χάρη και ας φύγει πριν αναστατώσει με τυχόν πράξεις του την ζωή μου και του γιου μου, που δεν ξέρει καν ότι υπάρχει.
«Τι θέλεις εδώ, Φίλιπ;» τον κοιτάζω με μίσος.
«Δεν είναι λιγάκι εμφανές; Για εσένα ήρθα» λέει, μα δεν απαντάω. «Εδώ είναι το σημείο που χαμογελάς και μου λες πόσο σου έλειψα όλα αυτά τα χρόνια!» έχει το θράσος και με ειρωνεύεται κιόλας ο γελοίος!
«Δεν νομίζω να είσαι τόσο βλάκας που να πιστεύεις αλήθεια πως υπάρχει έστω και μια πιθανότητα να μου έλειψες μετά από όλα αυτά που πέρασα εξαιτίας σου, έτσι; Καλά θα κάνεις λοιπόν να κόψεις τις ειρωνίες και να απαντήσεις στην ερώτηση μου. Τι στον διάολο θέλεις εδώ;!» του λέω επιθετικά.
«Βλέπεις, γυναικούλα μου,--»
Γυναικούλα σου; Σε παρακαλώ, πες μου ότι κάνεις πλάκα!
«Μην τολμήσεις να με ξανα αποκαλέσεις έτσι! Δεν είμαι η γυναικούλα σου!» τον διακόπτω και τελευταία στιγμή καταφέρνω να συγκρατήσω τις φωνές μου. Το τελευταίο που θα ήθελα τώρα είναι να ξυπνήσει ο Τζέικ.
Εκείνος με αγνοεί επιδεικτικά και συνεχίζει, «Οπως έλεγα, γυναικούλα μου, ήμουν σε ένα κλαμπ σήμερα με την παρέα μου. Το Cielo, είμαι σίγουρος ότι το ξέρεις» Ω όχι! Αυτό το ηλίθιο κλαμπ ήταν η αιτία να ξανασυναντηθούμε;! «Και μπορείς φυσικά να φανταστείς την αντίδραση μου όταν σε βλέπω για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια να σαλιαριζεις με αυτόν τον αξιολύπητο, τον μπάρμαν. Οι παλιές καλές συνήθειες δεν κόβονται ε;» Ε αυτό πάει πολύ! Σηκώνω το χέρι μου και με όση δύναμη έχω τον χαστουκίζω.
Τι νομίζει; Ότι μετά από τόσα χρόνια έχει το δικαίωμα να μου μιλάει έτσι; Ή ότι είμαι η ίδια ηλίθια γυναικούλα που γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει;!
Τόσο θράσος έχει πια και τολμάει να με αποκαλεί έτσι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;!
«Θα το πω μια φορά και καλά θα κάνεις να με ακούσεις. Το τι κάνω και με ποιον δεν είναι δικιά σου υπόθεση, έχουμε χωρίσει εδώ και πέντε χρόνια και μπορώ να κάνω ότι στον διάολο θέλω. Όσο καιρό ήμασταν μαζί δεν σου έδωσα κανένα απολύτως δικαίωμα να αμφιβάλεις για την πίστη μου σε εσένα-παρολο που εσύ ήσουν αρκετά ηλίθιος για να πιστέψεις τον πρώτο τυχόντα που ισχυρίστηκε ότι σε απαντούσα. Δεν με ενδιαφέρει η γνώμη σου πλεον, μπορείς να με λες τσουλα, πόρνη, καθόλου δεν με νοιάζει. Τράβα τώρα σε μια από τις τσουλιτσες που σίγουρα θα σε τριγυρίζουν και εξαφανίσου από μπροστά μου. Μην τολμήσεις να με ξαναενοχλήσεις γιατί δεν ξέρεις μέχρι που είμαι ικανή να φτάσω»
Επιτέλους έβγαλα όλα όσα ένιωθα από μέσα μου. Αυτό χρειαζόμουν τελικά. Να τα πω στον ίδιο. Ούτε στην Άλισον, ούτε στον Ρόμπερτ και τον Ντίλαν, μα σε αυτόν. Αυτός έπρεπε να ακούσει τα λάθη που έκανε, τις αποφάσεις που πήρε χωρίς καν να με αφήσει να του εξηγήσω.
«Η γατούλα έβγαλε δόντια» χαμογελάει ειρωνικά ενώ με πλησιάζει περισσότερο «Και τι δόντια μάλιστα» λέει ψιθυριστά κοντά στο αυτί μου και μου χαϊδεύει το μάγουλο.
Ίσως και να υπέκυπτα στο παρελθόν με όλες αυτές τις μπούρδες που με ταΐζει. Μόνο στο παρελθόν όμως. Τώρα, δυστυχώς για αυτόν, έβαλα μυαλό.
Τι στο διάολο νομίζει ότι θα καταφέρει με αυτά που κάνει;! Εκτός βέβαια από το να με τσαντίσει περισσότερο από ότι είμαι ήδη.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, καρφώνω τα νύχια μου στο χέρι που με χάιδεψε-αγρια. Ελπίζω να πόνεσε. Πολύ.
Κάνει έναν μορφασμό πόνου και αμέσως η διάθεση μου εκτοξεύεται στα ύψη. Σου άξιζε και με το παραπάνω, μαλάκα.
«Έγινες έτσι άγρια και στο κρεβάτι; Γιατί ενα σου λέω μωρό μου, δεν φαντάζεσαι πόσο θέλω να το διαπιστώσω ο ίδιος» η φωνή του αισθησιακή. Ω, πρέπει να μου κάνεις πλάκα!
«Είσαι με τα καλά σου; Θα πέσεις τόσο χαμηλά και θα κοιμηθείς με μια πουτάνα;» ρωτάω στάζοντας από ειρωνία. Όταν πάει να απαντήσει δεν του αφήνω περιθώρια, «Βγες έξω από το σπίτι μου Φίλιπ, δεν θα το ξαναπώ»
Πριν προλάβει να πει κάτι, μια τρίτη φωνή ακούγεται εκπλήσσοντας μας και τους δύο.
«Μαμάκα, είσαι εδώ;» ακούω την φωνή του γιου μου και ύστερα τον ήχο από τα πατουσάκια του που διασχίζουν τον χώρο.
Γαμώτο, δεν θα μπορούσε να βρει χειρότερη στιγμή για να εμφανιστεί!
Προλαβαίνω να δω το μπερδεμένο ύφος Φίλιπ πρωτού γυρίσω απότομα το κεφάλι μου πίσω για να δω το μικρό μου αγοράκι βουρκωμένο αγκαλιά με το αρκουδάκι του, εμφανώς φοβισμένο. Η εικόνα ραγίζει την καρδιά μου.
«Αγάπη μου» του λέω και τον παίρνω αγκαλιά.
Αμέσως, βάζει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου και ακουμπάει το κεφαλάκι του στον ώμο μου κρατώντας με σφιχτά, σαν να φοβάται ότι θα φύγω. «Άκουσα το τέρας κάτω από το κρεβάτι μου πάλι» μου λέει ύστερα από λίγο.
Αν δεν ήμουν τόσο σαστισμένη από όλα αυτά πριν με τον Φίλιπ, το σίγουρο είναι πως θα γελούσα τώρα με αυτά που ακούω.
«Ελα μωρό μου, μην φοβάσαι, ολα είναι στην φαντασία σου. Ένα χαζό τερατάκι είναι μόνο, δεν πρόκειται να σε πειράξει!» λέω και του χαϊδεύω τα μαλλάκια. Αυτό πάντα τον ηρεμεί. Λίγο αργότερα τον νιώθω να χαλαρώνει. Το γλυκό μου αγοράκι!
Ξαφνικά, λες και τον χτυπάει ηλεκτρισμός, σηκώνει απότομα το κεφαλάκι του και κοιτάει μπερδεμένα και συνάμα ύποπτα τον Φίλιπ. Ω, είχα ξεχάσει τελείως ότι ήταν εδώ! «Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει.
«Ειμαι ο Φίλιπ, ο--» τον σταματάω πριν καν τελειώσει την πρόταση του.
«Ενας παλιός φίλος είναι μωρό μου. Έφευγε τώρα» του λέω γλυκά. Δεν ξέρω καν τι θα έλεγε ο Φίλιπ αν δεν τον σταματούσα αλλά σιγά μην το διακινδυνευα! Βέβαια, με την γνώμη που έχει αυτός για μένα σίγουρα θα πιστεύει πως ο Τζέικ είναι το παιδί κανενός από τους εραστές μου. Ούτε που θα του πέρασε από το μυαλό ότι είναι δικό του παιδί.
«Ποιό είναι το δικό σου όνομα μικρέ;» συνεχίζει ο Φίλιπ, αγνοώντας το ότι τον έδιωξα
-για άλλη μια φορά.
«Τζέικ» λέει μονολεκτικά προσπαθώντας να ακουστεί απότομος. Πράγμα απίθανο λόγω της παιδικής φωνούλας του βέβαια.
«Χάρηκα για την γνωριμία, Τζέικ. Πόσο χρονών είσαι, αν επιτρέπεται;» συνεχίζει με τις ερωτήσεις.
Ωχ! Και αν κατάλαβε ότι είναι δικό του παιδί; Θα θελήσει να τον πάρει μακριά μου; Όχι! Δεν μπορεί να το κάνει, δεν έχει το δικαίωμα!
«Είμαι πέντε. Εσύ;» ρωτάει με την σειρά του. Γιατί δεν κάνω τίποτα για να σταματήσω αυτή τη συζήτηση;
«Εγώ είμαι λιγάκι μεγαλύτερος από εσένα, κοντά στην ηλικία της μαμάς σου» του χαμογελάει.
«Δεν τρέχει κάτι με την μαμάκα μου, έτσι;» ρωτάει καχύποπτα, τα μάτια του πανικόβλητα.
«Τζεικ! Τι είναι αυτά που λες στον κύριο;»τον επιπλήττω μα αυτός συνεχίζει ακάθεκτος:
«Λοιπον, το καλό που σου θέλω να την αφήσεις ήσυχη! Δεν θα αρέσει καθόλου στον μπαμπάκα μου αν η μαμάκα παντρευτεί κάποιον άλλον, και σίγουρα θα σου θυμώσει αν μάθει ότι έγινε κάτι τέτοιο. Δεν το θες αυτό» λέει και καλά προειδοποιητικά, και ο Φίλιπ τον κοιτάζει σαστισμένος με ένα ίχνος χαμόγελου στα χείλη του.
Το γεγονός ότι μιλάει για τον πατέρα του, λες και τόσα χρόνια ήταν παρόν στις ζωές μας, μπροστά στον Φίλιπ με ξεπερνάει.
«Καλά που μου το είπες φιλαράκο, αν είναι έτσι τα πράγματα δεν θα ήθελα με τίποτα να τον νευριάσω» λέει κοιτώντας με έντονα.
Ω, τέλεια! Από ότι φαίνεται συνέδεσε τα κομμάτια και κατάλαβε.
Το μόνο που ελπίζω είναι να μην ζητήσει την επιμέλεια του Τζέικ. Με τόσα χρήματα που έχει η επιμέλεια του παιδιού θα ήταν παιχνιδάκι. Γιατί ως γνωστόν τα χρήματα είναι δύναμη.
Εγώ τι έχω; τον μισθό μιας πωλήτριας σε μαγαζί ρούχων ενώ αυτός, έχει τον μισθό ενός εκατομμυριούχου επιχειρηματία που έχει επενδύσεις σε διάφορα σημεία της χώρας. Δεν αντέξω αν μου τον πάρει, είναι ο μόνος που δίνει χαρά στη ζωή μου.
«Ενταξει λοιπόν Τζέικ, ήρθε η ώρα να ξαναπάς για ύπνο, αρκετά κάθισες με τους μεγάλους» του λέω και τον πηγαίνω στο δωμάτιο του.
Αφού τον σκεπάσω καλα για να μην κρυώσει, τον φιλάω στο μέτωπο και φεύγω κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
Δεν προλαβαίνω να κάνω ούτε πέντε βήματα όταν εμφανίζεται ξανά στο οπτικό μου πεδίο ο ακατανόμαστος.
«Εξήγησέ μου πως στο διάολο δεν σκέφτηκες ποτέ να μου αναφέρεις την μικρή λεπτομέρεια ότι έχω γιο;»λεει νευριασμένος και με τραβάει-ξανα- σπρώχνοντας με στον τοίχο.
Ναι, ζήτα μας και τα ρέστα τώρα κύριε Ντάιαμοντ!
«Λες να μην τον προσπάθησα; Δεν άκουγες λέξη!» λέω όσο πιο επιθετικά μπορώ αλλά από μέσα μου παλεύω να συγκρατήσω τα δάκρυα που θέλουν να βγουν στην επιφάνεια.
«Ειχες βγάλει μόνος σου τα συμπεράσματα σου και δεν με άφησες να πω κάτι, να δικαιολογηθώ» του λέω και σφίγγω τις γροθιές μου.
«Όταν μαθαίνεις ότι η γυναίκα σου σε απατάει, πίστεψε με το τελευταίο που θες είναι να ακούσεις τις άθλιες δικαιολογίες της» προσπαθεί να εξηγήσει, το βλέμμα του σκληρό.
Αν ήμουν καρτούν τότε σίγουρα θα έβγαζα καπνούς από τα αυτιά με αυτά που ακούω.
«Ω, ναι σωστά έχεις όλα τα δίκια του κόσμου! Τώρα όμως γιατί αποφάσισες ξαφνικά να μας τιμήσεις με την παρουσία σου; Ωραία ναι, ήμουν με έναν άντρα αλλά εσένα τι σε κόφτει; Θα έπρεπε να το περιμένεις από μια γυναίκα σαν εμένα»λεω ειρωνικά προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να συγκρατήσω τον θυμό μου «Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν θέλω καν να μάθω, δεν με ενδιαφέρει. Όπως έβγαλες τα συμπεράσματα σου τότε έβγαλα και εγώ τα δικά μου τώρα. Είναι χάσιμο χρόνου ακόμα και που σου μιλάω. Εξαφανίσου» λέω και συνειδητοποιώ πως από τα νεύρα μου ούτε που κατάλαβα ότι τον τράβαγα σαν μανιακή από το σακάκι για να τον διώξω, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Δεν είχε κουνηθεί ούτε εκατοστό.
«Και να φύγω μωρό μου, μην νομίζεις ότι δεν θα ξαναγυρίσω» πλησιαζει τόσο που τα χείλη μας απέχουν μερικά εκατοστά.
Όχι, όχι! Δεν πρέπει! Θυμήσου πόσο σε πλήγωσε Μπέλα, μην υποκύψεις τόσο εύκολα!
Πάνω που τα χείλη του παραλίγο να ακουμπήσουν τα δικά μου, γυρνάω το κεφάλι μου στο πλάι αποφεύγοντας τον. Καλύτερα στο μάγουλο παρά στο στόμα.
«Πρέπει να ομολογήσω όμως πως έχεις αναθρέψει τον γιο μου αρκετά καλά. Ξέρει και με το παραπάνω πως να τρομάζει τυχόν υποψήφιους μνηστήρες» λέει ειρωνικά και μου κλείνει το μάτι. «Στο κάτω κάτω έχει δίκιο, ο μπαμπάκας θα γινόταν χειρότερος και απο θυρίο αν έτρεχε κάτι με άλλον» λέει και μου χαμογελάει ειρωνικά.
Σωστά, επειδή δεν έχω το δικαίωμα να ξαναφτιάξω την ζωή μου, έτσι; Όλα άρχισαν με εσένα και φυσικά έχεις την απαίτηση να τελειώσουν και με εσένα, να μην υπάρξει κάποιος άλλος!
«Απλά φύγε Φίλιπ. Κατάλαβε το, δεν είσαι ευπρόσδεκτος εδώ» λέω αδύναμα.
Από την στιγμή που ο Τζέικ δεν ξέρει ότι αυτός ο βλάκας είναι ο πατέρας του, δεν είναι και ακριβώς ψέματα αυτό που είπα. Ούτε εκείνος τον θέλει εδώ μέσα, για τώρα τουλάχιστον, και σίγουρα ούτε και εγώ!
«Θα φύγω μωρό μου, μην ανησυχείς. Μα θα ξαναγυρίσω, και να είσαι σίγουρη πως αργά ή γρήγορα ο γιος μου θα μάθει πως είμαι ο πατέρας του. Θα αφήσω εσένα του το πεις φυσικά. Μην σου στερήσω την ευχαρίστηση» ειρωνεύεται.
«Όμως όπως σιγουρα θυμάσαι και εσύ, δεν μαρέσει να περιμένω και ούτε διαθέτω και την υπομονή. Καλά θα κάνεις να βιαστείς» χαϊδεύει το μάγουλο μου, και με ένα τελευταίο γελάκι φεύγει κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Σκατά! Τι στο διάολο μόλις συνέβη, γαμωτο;!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro