33. Πάντα.
Πλέον βρισκόμαστε στο αμάξι, μέσα στην σιωπή αφού κανείς μας δεν μιλάει.
Ο Ντέιμον φαίνεται πολύ απορροφημένος στην οδήγηση του μα με μια προσεκτική ματιά μπορεί κανείς να καταλάβει πως είναι προβληματισμένος με κάτι.
Τι τον απασχολεί; Θέλω να τον ρωτήσω, μα φοβάμαι μήπως είναι κάποιο προσωπικό θέμα το οποίο δεν θέλει να συζητήσει.
«Σου είπε τίποτα ο Τζέιμι και σε αναστάτωσε;» ρωτάει ξαφνικά, σπάζοντας έτσι την σιωπή που επικρατούσε.
Αυτό το θέμα ήταν που τον προβλημάτιζε τόση ώρα; Έπρεπε να το έχεις καταλάβει Μπέλα! Μου λέει με αυταρχικό τόνο το υποσυνείδητο μου.
«Οχι;» του λέω μα ακούγεται περισσότερο σαν ερώτηση.
Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα καλή στο να λέω ψέματα. Με τον έναν τρόπο ή τον άλλον πάντα με έπαιρναν χαμπάρι στο τέλος.
«Απλά… μιλούσαμε» συνεχίζω διστακτικά προσπαθώντας να θολώσω τα νερά.
Σίγουρα θα ξέρει και ο ίδιος πως ένας διάλογος με το συγκεκριμένο άτομο είναι πράγμα ακατόρθωτο.
Έχει ταλέντο στο να εκνευρίζει τους πάντες τόσο πολύ, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Που να προλάβει κανείς να ανοίξει συζήτηση λοιπόν;
«Κάτι πρέπει να σου είπε» επιμένει σκεπτικός και στραβοκαταπίνω.
«Ήσουν και ακόμα είσαι αναστατωμένη. Μου ζήτησες να σε πάω σπίτι, και όχι επειδή είσαι κουρασμένη. Ήθελες να φύγεις μακριά του» συμπεραίνει στο τέλος.
Νιώθω τις ανάσες μου να γίνονται πιο κόφτες ενώ η καρδιά μου αρχίζει να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς.
Το ένστικτό μου μου λέει ότι κατάλαβε και αυτό με ανησυχεί ακόμα περισσότερο.
«Ήσασταν… ήσασταν μαζί; Σαν ζευγάρι; Σου φερόταν άσχημα;» ρωτάει και γουρλώνω τα μάτια μου.
Σχεδόν μου έρχεται να γελάσω μόλις ακούω αυτή του την φράση.
«Οχι, όχι! Καμία σχέση» ελευθερώνω ένα γελάκι.
«Θα προτιμούσα να πεθάνω επί τόπου παρά να πάω με τον Τζέιμι, πίστεψε με» λέω και εννοώ την κάθε μου λέξη.
«Τότε;» αναρωτιέται και αναστενάζω.
Τι να του πω για να καταλάβει; Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό και ούτε πρόκειται. Αξίζει όμως μια εξήγηση, να του δώσω ένα στοιχείο. Αλλά ως εκεί, τίποτα παραπάνω.
Κάποια πράγματα καλύτερα να τα ξεχνάμε όσο έχουμε ακόμα καιρό, γιατί αν δεν το κάνουμε θα μας στοιχειώνουν για όλη μας την ζωή και θα μας θυμίζουν πόσο κοντά φτάσαμε στο να χάσουμε την γη κάτω από τα ποδια μας.
Εγώ έκανα τα αδύνατα δυνατά για να ξεχάσω εκείνη την μέρα που παραλίγο να μου συμβεί αυτό και έχω την εντύπωση πως τα κατάφερα.
Ειχα χρόνια να φέρω στην μνήμη μου τον Τζέιμι και την χαζοπαρέα του, μα όταν εμφανίστηκε μπροστά μου δεν είναι ότι είχα και πολλές επιλογές.
Η έκφραση των ματιών του ήταν όσο φρικιαστική όσο την θυμόμουν. Δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο.
«Ας πούμε ότι... ο Τζέιμι και εγώ δεν είχαμε τις καλύτερες σχέσεις στο λύκειο. Ήθελε μια νύχτα μαζί μου και εγώ τον απέρριψα. Πλήγωσα τον πελώριο εγωισμό του» λέω με πικρία στο τέλος.
«Δεν θες να μιλήσεις για αυτό». Τα λόγια του δεν ειπώθηκαν ως ερώτηση, αλλά ως συμπέρασμα.
Δεν ξέρω πως το κατάλαβε, από την έκφραση του προσώπου μου; Από τον τόνο της φωνής μου; Από τον τρόπο με τον οποίο τα δάχτυλα μου ‘παίζουν’ αμήχανα με την άκρη μιας τούφας των μαλλιών μου;
Δεν με νοιάζει πως, για να πω την αλήθεια. Απλά με νοιάζει το ότι το κατάλαβε. Το παρελθόν πρέπει να μένει στο παρελθόν και όχι να έρχεται για να επισκιάζει το μέλλον.
Νεύω μα όταν συνειδητοποιώ πως δεν μπορεί να με δει, βιάζομαι να προσθέσω: «Όχι ιδιαίτερα»
Όταν ακούει τα λόγια μου, νεύει και ύστερα γυρνάει για να μου χαρίσει ένα σύντομο χαμόγελο πριν γυρίσει και πάλι την προσοχή του στον δρόμο.
«Καταλαβαίνω» λέει ύστερα μα δεν απαντώ κάτι, αφήνω την σιωπή να κυριαρχήσει.
[...]
«Σε ευχαριστώ που με έφερες σπίτι» λέω όταν σταματάει το αμάξι έξω από το σπίτι μου.
Περιέργως, το αμάξι του Ντέιμον δεν είναι το μόνο σταματημένο απ'εξω. Λίγα μέτρα μακριά βρίσκεται παρκαρισμένο το χαρακτηριστικό μαύρο Audi του Φίλιπ.
Σμίγω τα φρύδια μου μπερδεμένη, μα γρήγορα επανέρχομαι και χαμογελάω στον Ντέιμον για να μην καταλάβει κάτι.
Ίσως να μην είναι καν το αμάξι του Φίλιπ, τόσα μαύρα αμάξια υπάρχουν δεν είναι ανάγκη να είναι το δικό του.
Δεν θέλω να δημιουργήσω καυγάδες μα, αν αυτο είναι όντως το αμάξι του Φίλιπ και εκείνος με δεί μαζί με τον Ντέιμον σίγουρα θα γίνει τούρμπο.
Βασικά... σίγουρα θα καταλάβει σε ποιανού το αμάξι βρισκόμουν αν με δει, μα δεν χρειάζεται να παίζουμε με την φωτιά.
Καλύτερα να τους κρατήσω σε απόσταση για τώρα. Ο Ντέιμον δεν ξέρει καν ποιος είναι ο Φίλιπ οπότε αυτό είναι ένα πλεονέκτημα.
Μπορεί και να μην είναι αυτός Μπέλα, ηρέμησε.
«Δεν κάνει τίποτα. Ελπίζω το επόμενο μας ραντεβού να μην είναι τόσο... έντονο όσο το σημερινό» λέει και χαμογελάει απαλά.
Εγώ από την άλλη προσπαθώ να καμουφλάρω την ενοχή έκφραση που παίρνω όταν ακούω τα λόγια του με ένα χαμόγελο.
Πραγματικά κατέστρεψα το δείπνο μας με τα δράματα μου έτσι δεν είναι;
«Θα βάλω τα δυνατά μου για να μην συμβεί κάτι τέτοιο ξανά» λέω αμήχανα και γελάω ελαφρά.
Το χέρι του κατευθύνεται προς το πρόσωπο μου και ύστερα νιώθω τα δάχτυλα του να με χαϊδεύουν.
«Καλό βράδυ όμορφη» λέει με βραχνή φωνή και πλησιάζει το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου.
Τα χείλη του ακουμπούν τα δικά μου απαλά, χωρίς να επιδιώκουν κάτι παραπάνω από ένα αθώο, απλό φιλί.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα απομακρύνεται από κοντά μου και του χαμογελάω πριν πω: «Καλό βράδυ».
Ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού, βγαίνω έξω και προχωράω προσεκτικά μέσα στο σκοτάδι κοιτώντας κάτω, προσέχοντας να μην πέσω πουθενά μέχρι να φτάσω στην εξώπορτα του σπιτιού μου.
Δεν φοράω κάποιο πανοφόρι πάνω από το φόρεμα και έτσι ο χειμωνιάτικος αέρας με χτυπάει στα γυμνά σημεία του σώματός μου, κάνοντας με να τρέμω.
Όταν ακούω το αυτοκίνητο του Ντέιμον να φεύγει, αφήνω μια ανάσα ανακούφισης και ύστερα κοιτάζω μπροστά μου, στο άτομο που στέκεται μπροστά στην είσοδο του σπιτιού μου.
Δεν μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του προσώπου του λόγω της βραδινής ώρας, μα δεν χρειάζεται και πολλή σκέψη πλέον για να καταλάβω πως αυτός είναι ο πολυαγαπημένος μου πρώην σύζυγος.
«Τι στο καλό κανείς έξω από το σπίτι μου μέσα στην μαύρη νύχτα άνθρωπε μου;» λέω μόλις φτάνω αρκετά κοντά έτσι ώστε να με ακούσει.
Εκείνος με αγνοεί επιδεικτικά. «Που στον διάολο ήσουν; Περιμένω έξω από το σπίτι σου τουλάχιστον μία ώρα. Το έκανες μαζί του;» ρωτάει με σκληρή φωνή, ενώ βγάζω τα κλειδιά μου από την τσάντα για να ξεκλειδώσω την πόρτα.
«Να μην σε νοιάζει, δεν με νοιάζει και... να μην σε νοιάζει» απαντάω ειρωνικά.
«Δεν είσαι κηδεμόνας μου για να σου δίνω αναφορά» συνεχίζω, ο τόνος της φωνής μου πιο σκληρός.
Μπαίνω μέσα στο σπίτι και με ακολουθεί, κλείνοντας πίσω του την πόρτα με έναν δυνατό κρότο.
«Έλα όμως που θα μου δώσεις» λέει. Μπορώ να ακούσω τα βήματα του που με πλησιάζουν επικίνδυνα.
Το επόμενο πράγμα που νιώθω είναι η δυνατή του λαβή που τυλίγεται γύρω από τον αγκώνα μου και με ένα απλό τράβηγμα βρίσκομαι απέναντι του να τον κοιτάζω.
«Ανησυχούσα σαν τρελός για εσένα» λέει κοιτώντας με έντονα, χωρίς να χαλαρώσει ούτε στο ελάχιστο την λαβή του.
«Έφυγες σαν κυνηγημένη από το μπάνιο μετά απο —δεν ξέρω και εγώ τι σου είπε αυτό το τσόκαρο, μέχρι να γυρίσω έχεις φύγει από το εστιατόριο, έρχομαι από το σπίτι σου για να το βρω άδειο» λέει παίρνοντας κοφτές ανάσες, το βλέμμα του άγριο.
«Και σε βλέπω μετά απο μια ώρα να βγαίνεις από το αμάξι του φίλου σου μες στην τρελή χαρά;» κλείνει τα μάτια του προσπαθώντας να ελέγξει τον θυμό του.
«Δεν κοιμήθηκα μαζί του» νιώθω την ανάγκη να πω βλέποντας την ειλικρινή του ανησυχία.
Στα λογια μου αναστεναζει απο ανακούφιση, δεν του αφήνω όμως περιθώρια να πει κάτι πάνω σε αυτό.
«Πως ξέρεις ότι έφυγα σαν κυνηγημένη από το μπάνιο; Πώς ξέρεις ότι μου μίλησε η Αμέλια;» ρωτάω σμίγοντας τα φρύδια μου.
Το ξερω πως αυτό που ρώτησα είναι ίσως ότι πιο άκυρο θα μπορούσα να πω μα είναι τόσες πολλές οι ερωτήσεις, δεν ξέρω τι να πρωτοπώ.
«Ανησυχούσα που η Αμέλια αποφάσισε να πάει στο μπάνιο ενώ ήσουν και εσύ, ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να έχει φιλικές διαθέσεις απέναντι σου και σκεφτόμουν να επέμβω» λέει και νεύω.
Αυτό φυσικά και μπορώ να το πιστέψω. Δεν χρειαζόταν να μου το πει καν βασικά.
«Προφανώς δεν κινήθηκα αρκετά γρήγορα. Όταν έφτασα σχεδόν είχε τελειώσει να λέει το πώς θα σε μισήσει ο γιος μας στο μέλλον. Πριν καν χωνέψω όλα αυτά που άκουσα καλά καλά βγηκες αναστατωμένη, τρέχοντας έξω από το μπανιο και έπεσες πάνω μου» σφίγγει ασυναίσθητα το κράτημα του γύρω από τον αγκώνα μου, τα χείλη του γίνονται μια ευθεία γραμμή.
Ώστε αυτός ήταν ο τύπος στον οποίο έπεσα! Λογικό μου ακούγεται, ποιος άλλος άντρας θα καθόταν έξω από τις γυναικείες τουαλέτες χωρίς να κάνει τίποτα;
«Ήμουν σαστισμένος, δεν πρόλαβα να σε σταματησω. Έτσι μπήκα στο μπάνιο και ζήτησα εξηγήσεις από την Αμέλια αντίθετα» λέει και νεύω περιμένοντας να ακούσω την συνέχεια.
«Ήθελα πολύ να δω τι θα πει, έκανα πως δεν είχα ακούσει τίποτα. Έβαλε τα κλάματα και είπε ότι την ταπείνωσες λέγοντας την πόρνη. Προσπάθησε να βγει αυτή το θύμα στην όλη κατάσταση» συνεχίζει και κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε απηυδισμένος.
Όπως έκανε πάντα άλλωστε, να προσπαθεί να βγει αυτή η αδικημένη. Πάντα της άρεσε να το παίζει θύμα ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο θύτης.
«Δεν άντεξα να την ακούω άλλο να σε κατηγορεί. Την… την χαστούκισα» λέει και μένω με το στόμα ανοιχτό.
Παρά το σοκ στο οποίο βρίσκομαι όμως, δεν μπορώ παρα να ευχηθώ να ήμουν από μια μεριά να έβλεπα αυτό το θέαμα.
«Νομίζω ακουστήκαμε σε ολόκληρο το εστιατόριο. Αρνήθηκε να μου πει τι άλλο σου είπε όσο και αν της φώναζα. Ήταν χαμένη υπόθεση να προσπαθήσω παραπάνω. Της είπα απλώς πως αν πάθεις τίποτα εξαιτίας των οσων σου είπε θα την καταστρέψω» λέει και τα δάχτυλα του αφήνουν τον αγκώνα μου για να πιάσουν τρυφερά το χέρι μου.
«Μου είπε ότι θα το μετανιώσω που την έκανα ρεζίλι, μα εγώ έβαλα και άλλο λάδι στην φωτιά. Την χώρισα. Θεέ μου, πόσο το χάρηκα. Δεν θα την άφηνα έτσι μετά από όλα όσα σου είπε. Ποτέ δεν θα το έκανα. Και δεν με νοιάζουν οι συνέπειες που θα επακολουθήσουν» όταν τελειώνει τα λόγια του φέρνει το χέρι μου στο στόμα του και το φιλάει τρυφερά.
«Φίλιπ…» ψιθυρίζω βουρκωμένη.
«Δεν αντέχω στην σκέψη των δακρύων σου Μπέλα, αυτά τα μάτια πρέπει να είναι χαρούμενα και μόνο αυτό. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου σκεπτόμενος πόσα δάκρυα σου έχω προκαλέσει με τις πράξεις μου» λέει πονεμένα.
«Είσαι η πιο υπέροχη μητέρα που έχω γνωρίσει και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να το αμφισβητήσει αυτό, όχι μετά από όλα όσα πέρασες, από όλες τις θυσίες που έκανες για να μεγαλώσεις το παιδί μας» τελειώνει, τα χέρια του πιάνουν το πρόσωπο μου και με χαϊδεύουν απαλά.
«Σε ευχαριστώ πολύ Φίλιπ, που με υπερασπίστηκες» λέω με ειλικρίνεια.
«Πάντα Μπέλα, πάντα» ψιθυρίζει και του χαμογελάω.
***
Γεια σας! Πώς σας φάνηκε το κεφάλαιο; Αν σας άρεσε περιμένω σχόλια και αστεράκια!😘
Εμένα πάντως σε αυτό το κεφάλαιο ο Φίλιπ μου φάνηκε γλύκας! Και πολύ άργησε να το δώσει αυτό το χαστούκι στην Αμέλια..
Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο αγάπες, kisses❣
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro