Κεφαλαιο 39ο
Εβελινας POV
Απόψε το βράδυ δεν μπορουσα να κοιμηθώ. Στριφογυριζα στο κρεβάτι. Το στομάχι μου είναι σε χάλια κατάσταση. Δεν έπρεπε να φάω απ έξω. Ειδικά συνδυασμό πίκλας με ελιές και σος. Μόλις σκέφτηκα τι έφαγα πήγα στο μπάνιο και τα έβγαλα αμέσως. Έπλυνα το πρόσωπο μου και πήγα προς την κουζίνα. Το στομάχι μου γουργουρίζει. Βάζω να πιω ένα ποτήρι νερό. Δεν πρόκειται να φάω τέτοια ωρα. Επιστρέφω ξανά στο κρεβάτι μου. Κάθομαι για λίγο και κοιτάω το ταβάνι μέχρι που επιτέλους κοιμάμαι.
Ακουω το ξυπνητήρι να χτυπάει και ανοίγω με το ζόρι το ένα μου μάτι. Πραγματικά νιώθω σα να κοιμήθηκα μόνο μισή ωρα! Ανοίγω και το άλλο μάτι μου και κοιτάω τη ντουλάπα. Πετάω διστακτικά τις πέντε κουβέρτες από πάνω μου και το κρύο διαπερνάει όλο το κορμί μου. Σηκώνομαι όρθια και ετοιμάζομαι για την δουλειά. Δεν ξέρω όμως έχω ένα κακό προαίσθημα ή απλά ένα χάλια στομάχι. Ντύνομαι από πάνω μέχρι κάτω με μαύρα. Σήμερα είχε πολύ κρύο. Έφτασα σε σημείο να βαλω μαύρο τζιν, μαύρο πουλόβερ με από μέσα άσπρο πουκάμισο και μπλούζα από μέσα και μπότες με τακούνι. Πηρα το μπουφάν μου και την τσάντα μου και ξεκίνησα για την δουλειά. Ήθελα επείγοντος ένα καφέ όποτε σταμάτησα σε μια καφετέρια μιας και είχα χρόνο. Μπήκα μέσα και το καμπανάκι στην πόρτα ήχησε στα αφτια μου. Πλησίασα το παιδι στο ταμείο και του είπα τι καφέ θέλω ενώ πλήρωσα και ταυτόχρονα. Πέρασα πιο δίπλα από το ταμείο και μόλις ετοιμάστηκε ο καφές τον πηρα και έφυγα. Έφτασα στο γραφείο και επικρατούσε όπως παντα πανικός όμως...για μισό λεπτό γιατί τόση ησυχία;;...δεν υπήρχε κανεις στους διαδρόμους και απλά όλοι κάθονταν στα γραφεία τους μέχρι που ο ήχος από τους υπολογιστές Ακουγόταν με το ζόρι. Καθησα στο γραφείο μου ίσα ίσα να ετοιμάσω τα ραντεβού για να παω μέσα στην κυρία ξενια ΞΑΙ να της τα ανακοινώσω. Πηρα τς χαρτιά μου και χτύπησα την πόρτα της.
Ξ:περάστε...είπε και μπήκα μέσα ενώ έκλεισα την πόρτα. Εκείνη με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω
Ε:καλή σας μέρα...είπα και πλησίασα λίγο περισσότερο το γραφείο της
Ξ:τε έμαθες και συ βλέπω τα νέα...είπε με ένα τόνο απέχθειας αλλά και στεναχώριας στη φωνή της. Τι να μάθω δεν καταλαβαινω;
Ε:συγγνώμη αλλά δεν σας καταλαβαινω...της είπα και έσφιξα τα χαρτιά που κρατούσα στα χέρια μου λίγο ενοχλημένη από τη συμπεριφορά της
Ξ:Χθες το βράδυ πέθανε ο Αντώνης ρήγας...είπε...Τι;; Δεν είναι δυνατόν..
Ε:πως;;από τι;; Πως έγινε;; Είχε κάποιο πρόβλημα υγείας;;..οι ερωτήσεις μου ανακατεμένες δεν έβγαζαν νόημα, δεν είχαν λογική. Οι λέξεις δεν μπορούν να βγουν από το στόμα μου. Κάθομαι και κοιτάω την ξενια ταραγμένη, φοβισμένη, γεμάτη ανησυχία... εκείνη με κοιτάει με μισό μάτι
Ξ:δεν ξέρω περισσότερα...είπε και σηκώθηκε όρθια..Θα παω στο Χρήστο. Σίγουρα θα με χρειάζεται...είπε παίρνοντας τα πράγματα της
Ε:Θα έρθω και γω...είπα αυθόρμητα δίχως να με νοιάζει..ήθελα να είμαι κοντά του, να δω πως έγινε, δεν γίνεται να τον αφήσω μόνο του, οχι δεν μπορώ.. με χρειάζεται..πρέπει να τον δω
Ξ: δεν χρειάζεται!...είπε κοφτά... καταλαβαινω πως τον νοιάζεσαι γιατί κάποτε ήταν ΞΑΙ δικό σου αφεντικό όμως ο Χρήστος έχει ανάγκη κοντινούς του ανθρώπους...είπε ρίχνοντας την χολή της και αποχωρώντας από το γραφείο. Δεν αισθάνομαι καλα. Νιώθω τα πόδια μου να τρέμουν ολόκληρα. Καθησα στην καρέκλα και στήριξα τους αγκώνες μου στα γόνατα μου. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Οχι αυτό. Οχι τωρα... θέλω να είμαι κοντά του όμως δεν μπορώ. Ως τι θα του σταθώ; Δεν είμαι ούτε φίλη του, ούτε κοπέλα του, ούτε..γυναίκα του. Είμαι ένα τίποτα για εκείνον... άθελα μου δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου μη μπορώντας να τα ελέγξω. Καθησα εκεί για λίγο αφήνοντας τις σκέψεις μου να με απορροφήσουν μακριά από εδώ. Μακριά απ ολα όσα έχουν γίνει...
[..]
Η μέρα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Δεν μπορουσα να σκεφτώ. Τπ μυαλό μου ήταν στον Χρήστο. Ήθελα να τον δω. Σκεφτόμουν και κρατούσα τον εαυτό μου με νύχια και με δόντια να μην πάει...να μην τρέξει κοντά του...στην αγκαλιά του όμως δεν τα κατάφερα και τωρα είμαι εδώ. Στέκομαι έξω επο την εταιρία του. Έχει ήδη νυχτώσει. Δεν ξέρω αν θα είναι εδώ. Η διαίσθηση μου με οδήγησε εδώ. Νιώθω τα πόδια μου κοκκαλομενα... παίρνω μια βαθιά ανάσα και προχωράω προς την τεράστια γυάλινη πόρτα. Την σπροχνω λίγο καο για καλή ή κακή μου τύχη είναι ανοιχτή.. κατευθύνομαι με αργά και σταθερά βήματα έως το ασανσέρ. Ακουω τον χαρακτηριστικό ήχο που σημαίνει πως έφτασα στον όροφο. Στον όροφο μας... οι πόρτες ανοίγουν και οι αναμνήσεις πέφτουν πάνω μου με μανία. Προχωράω όλο και πιο δειλά ως την πόρτα του. Το βλέμμα μου καρφωμένο μόνο εκεί. Η ανάσα μου κομμένη. Ανοίγω αργά την πόρτα. Σκοτάδι παντού. Ίσως δεν είναι εδώ. Ανοίγω λίγο πιο πολύ και εκεί είναι που τον αντικρίζω. Κάθεται στον καναπέ. Το βλέμμα του άδειο. Κρατάει ένα γυάλινο μπουκάλι ουίσκι σχεδόν άδειο. Κλείνω την πόρτα και τότε είναι που ακουω την βαριά φωνή του να ηχεί ξανά στα αφτια μπυ μετά από καιρό
Χ:Τι θες εσυ εδώ;....είπε χωρίς να γυρίσει το βλέμμα του όρος τη μεριά μου. Σήκωσε το μπουκάλι με το ουίσκι και το τοποθέτησε στα χείλη του. Τον πλησίασα με αργό βήμα αφήνοντας την τσάντα μου στην άκρη. Εκείνος γύρισε το βλέμμα του σε μένα. Με κάρφωνε με αυτά τα δυο υπέροχα μάτια του που έχουν καταστρέψει την ψυχή μου. Νιώθω το σώμα μου περίεργο. Είναι έτοιμο να υποκύψει ξανά..
Ε: ήρθα να σου πω... πήγα να πω αλλά η δυνατή φωνή του με σταματησε. Με πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και μπορουσα να μυρισω πιο έντονα το ουίσκι. Είχε πιει παρά πολύ...
Χ:αν ήρθες εδώ να παριστάνεις πως λυπάσαι καλύτερα να φύγεις...είπε φωνάζοντας στο πρόσωπο μου. Ξαφνηκα παραπάτησε. Τον κρατάω στην αγκαλιά μου. Είμαστε κάτω στο κρύο πάτωμα του γραφείου του. Δεν περίμενα να τον βρω σε τέτοια κατάσταση. Έχει πιει πολύ είναι λιώμα. Δεν αντέχω να τον βλέπω έτσι. Κάθεται στην αγκαλιά μου και δεν λέει τίποτα δεν μιλάει δεν κουνιέται. Έχει τοποθετήσει το κεφάλι του πάνω στο στήθος μου και στο χέρι του κρατάει ακόμα το μπουκάλι με το ουίσκι. Ποναω. Πονάω και γω μαζί του. Του στοίχισε πολύ ο θάνατος του πατέρα του Παρ όλο που δεν το έδειχνε ποτέ παρά έξω αλλα εγώ τον καταλαβαίνω. Μ πορω να τον νιώσω. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα και μετά αφότου δούλευα στο πλάι του κατάλαβα πως μπορώ να τον διαβάσω σαν ανοιχτό βιβλίο. Και εκείνος το ειχ ε καταλάβει και πολλές φορές ένοιωθε περίεργα. Δεν μπορώ να τον βλέπω έτσι. Το χέρι μου πάει στο μπουκάλι που κρατούσε. Ακουμπάω το χέρι μου πάνω στο δικό του και επί τα στο μπουκάλι. Εκείνος τινάζεται και πετάγεται από πάνω μου. Με κοιτάει με νεύρα και πόνο. Δεν ξέρω τι να κάνω πως να τον βοηθήσω. Έχουμε μείνει ακίνητοι. Τα βλέμματα μας καρφωμενα το ενα με το άλλο. Αυτό με κάνει να νιώθω άβολα. Πολύ άβολα. Ξέρω δεν είναι η κατάλληλη στιγμή αλλά.... Δεν αντέχω να το πολεμάω άλλο. Φοβάμαι να το βγάλω από μέσα μου. Νιώθω το χέρι του να ακουμπάει το μάγουλο μου απαλά. Απομακρινω το βλέμμα μου από το δικό του και κλείνω τα μάτια απολαμβάνοντας το χάδι του. Είναι λάθος...το ξέρω μα Δεν μπορώ να αντισταθώ μάλλον! Δεν μπορώ να ΤΟΥ αντισταθώ. Νιώθω τις άμυνες μου να υποχωρούν μαζί με τις φοβίες μου. Ανοίγω τα μάτια μου και τον βλέπω ακριβώς μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής να με κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια μου. Η ανάσα του βαριά. Μυριζα το αλκοόλ το ένιωθα να με καίει τόσο πολύ που θα μπορούσα να χάσω τις αισθήσεις μου. Το άρωμα του τόσο μεθυστικό....
Ε:Χρη...δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω και εκείνος α μεσως ένωσε τα χείλη μας...ενιωθα τόσο ωραία το ήθελα αυτό το φιλί όσο τίποτα άλλο. Ήθελα τον ίδιο...δεν μπορούσα να το κρύβω άλλο. Δεν άντεχα... αφέθηκα στο φιλι του το οποίο έβγαζε τόσο πάθος. Η γλώσσα του με τη γλώσσα μου ταίριαζαν σαν αρμονία... σταματάω το φιλί μας και τον κοιτάω στα μάτια. Τι εκανα μόλις τωρα;; Εκείνος με τράβηξε ξανά κοντά του και με φίλησε με πιο πολύ πάθος και ένταση. Ήθελα να του πάρω τον πόνο αλλά δεν μπορουσα έτσι. Απομακρυνθήκαμε για να βρούμε ΞΑΙ οι δυο τις ανάσες μας.
Χ:σε έχω ανάγκη...μου είπε και πάγωσα ολόκληρη. Μην μου το κανεις αυτό γαμωτο.. ακόμα καο τωρα ξέρεις πως μπορώ να λυγισω... με κρατάς στο χέρι μονο με ένα σου βλέμμα...
Ε:Δεν κάνει να μείνεις εδώ πρέπει να πας σπιτι...του είπα και σηκώθηκα όρθια και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκε κολλημένη στο σώμα του με την ανάσα του να χτυπάει στο στόμα μου. Εγκλώβισε τα μάγουλα μου και δεν στσματουσε να με κοιτάει μέσα στα μάτια.
Χ:μην με αδειάζεις έτσι. Ξέρω ότι αξίζω το χειρότερο και το πέρασα όσο εισουν μακριά μου...είπε και ένωσε τα μέτωπα μας... δεν μπορώ να μείνω μόνος μου. Σε χρειάζομαι...μου είπε και ένωσε τα χείλη μας. Το χέρι μου ακούμπησε τον καρπό του για να τον απομακρύνει όμως το σώμα μου ήταν ενάντια στην λογική μου. Τον ήθελε όλο μου το είναι. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά ξανά. Εκείνος βάθυνε και άλλο το φιλί μας. Πι γλώσσες μας είχαν πάρει φωτιά. Άρχισα να κάνω πίσω βήματα μέχρι που βρεθήκαμε ξαπλωμένοι στο καναπέ χωρίς να διακόψουμε το φιλί μας.. «σε θέλω..» ψέλλισε καθώς έδινε καυτά φιλία σε όλο το λαιμο μου. Τον σταμάτησα κρατώντας τον απαλά από τα μάγουλα. Τον κοιτούσα βαθιά στα μάτια το ίδιο και εκείνος. Ήταν σαν να εξαφανίστηκε ο πόνος και στη θέση του να ήρθε η προσμονή
Ε:Χρήστο κατάλαβε με δεν...δεν κατάφερα να τελειώσω αυτό που ήθελα να πω. Δεν ειμουν έτοιμη ακόμα. Μπορεί το σώμα μου να τον θέλει όμως χρειάζομαι χρόνο. Εκείνος τοποθέτησε το κεφάλι του στο λαιμο μου και ξάπλωσε πάνω στο σώμα μου. Δεν ξέρω ποιος από τους δυο ήταν αυτός που είχε το πάνω χέρι σε αυτή την αγκαλιά..το μόνο που ξέρω είναι πως θα κοιμηθεί ήρεμος. Χαγδευα απαλά τα μαλλιά του καθώς ένιωθα την ανάσα του να χτυπάει στο λαιμο μου. Πρώτη φορά κοιμάται κοντά μου. Στην αγκαλιά μου. Είναι τόσο ήρεμος και γω μπορώ να είμαι ήσυχη πως τίποτα δεν θα του συμβεί όσο είμαι κοντά του. Θα τον προσέχω. Θα τον προστατεύω ακόμα και αν στο τέλος δεν είμαστε μαζί. Είμαι σίγουρη πως αυτό θα ήθελε και ο πατέρας του. Για αυτό με έφερε κοντά του. Για να τον προσέχω...
Άργησα να ανεβάσω αλλά αυτές τις μέρες τρέχω! Ελπίζω να σας άρεσε❣️ τα λέμε στο επόμενο❤️
🌟🌟🌟&🖋🖋
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro