Κεφαλαιο 31ο
Χρήστου POV
Με το που φτάσαμε Ρωσία έφυγα εγώ κατευθείαν για ένα συνέδριο και η Αναστασία στο ξενοδοχείο νομίζω. Έπρεπε να είμαι συγκεντρωμένος όμως δεν γινόταν αυτό. Το μυαλό μου έτρεχε συνέχεια σε εκείνη. Στη προχθεσινή νύχτα. Πως μπόρεσα και της εκανα κάτι τέτοιο; Όταν θυμώνω δεν ξέρω τι κάνω... το παράκανα όμως δεν το ήθελα. Αυτή η γυναίκα μπορεί να με τρελάνει. Αυτή της η αθωότητα με κομπλάρει. Δεν είναι σαν τις άλλες. Δεν μοιάζει με καμία. Μετανιώνω για αυτά που της λεω όμως δεν ελέγχω τον εαυτό μου. Θα με μισεί και δεν θα έχει και άδικο. Το κινητό μου χτύπησε και με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Ήταν η Αναστασία. Τι θέλει και αυτή τωρα;; Απαντάω τελικά μετά από πέντε χτύπους
Χ:Ναι....είπα ξερά
Α:μωρό μου θα αργήσεις και άλλο; Νύχτωσε και έλεγα μήπως....είπε με αυτή τη σπαστική φωνή της. Είναι ίδια με τη στεφάνια και οι δυο πουτάνες η μια πολυτελείας και η άλλη για σπιτι....
Χ:Είμαι αρκετά κουρασμένος οχι απόψε...την διέκοψα και εκείνη αναστέναξε απογοητευμένη. Άριστη ηθοποιός
Α:Θα σε πεινώ τότε...είπε πονηρά και κατάλαβα που το πήγαινε..
Χ:πρέπει να κλείσω...είπα και εκείνη τη στιγμή που έκλεισα το κινητό έφτασε το αυτοκίνητο έξω από την εταιρία που ειμουν. Μπήκα μέσα και είπα στον οδηγό να με πάει στο ξενοδοχείο και του έδωσα άδεια για απόψε. Δεν θα πήγαινα πουθενα. Ήθελα να μείνω μέσα να σκεφτώ. Να την σκεφτώ...
Μετά από λίγο φτάσαμε έξω από το ξενοδοχείο. Κατέβηκα από το αμάξι και κατευθύνθηκα προς την είσοδο. Μπήκα μέσα στο ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ αφού πρώτα με χαιρέτησε αυτός που ήταν στην ρεσεψιόν. Έφτασα έξω από το δωμάτιο μου. Έβαλα την κάρτα και αμέσως η πόρτα ξεκλείδωσε. Άνοιξα και στο δωμάτιο επικρατούσε σκοτάδι. Το φως του φεγγαριού μαζί με τα φώτα της πόλης φώτιζαν τον χώρο. Αμέσως θυμήθηκα εκείνη και την πρώτη νύχτα που της εκανα έρωτα. Μπήκα μέσα και έβγαλα το σακάκι μου μαζί με τα παπούτσια. Σειρά είδε η γραβάτα. Την ξέδεσα και την πέταξα πάνω στην πολυθρόνα. Κατευθύνθηκα προς το κρεβάτι. Ανακαθησα και ακούμπησα την πλάτη μου έτσι ώστε να βλέπω την θέα. Ξαφνικά η παρουσία της Αναστάσιος ήταν στον χώρο. Δεν γύρισα να την κοιτάξω αλλά μπορουσα να φανταστώ τι ήθελε ή μαλλον τι είχε στο μυαλό της να κάνει. Με πλησίασε αργά και έβγαλε την ελαφριά δαντελωτή ρόμπα της και έμεινε με τα εσώρουχα της μπροστά μου. Ξαφνικά στάθηκε μπροστά μου και άρχισε να περπατάει στα τέσσερα για να με πλησιάσει. Πηρα το ποτήρι με το ουίσκι και ήπια λίγο. Αυτό που είχα ανάγκη ήταν να χαλαρώσω
Α:σε θέλω μέσα μου...ψυθίρισε στο αφτι μου και άρχισε να με φιλάει στο λαιμο και να ξεκουμπωνει ένα ένα τα κουμπιά του πουκαμισου μου. Εγώ δεν εκανα τίποτα. Έμεινα ακίνητος να κοιτάω την πόλη.
Χ:Αναστασία κοφτο... είπα και την απομάκρυνα από πάνω μου. Εκείνη με κοίταξε με βλέμμα «αθώο» και στάθηκε ανάμεσα στα πόδια μου.
Α:Δεν με θέλεις Χρήστο μου;...είπε και ξεκπυμπωσε το σουτιέν της ενώ άρχισε να τρίβεται πάνω στον καβάλο μου. Το σώμα μου αντιδρούσε φυσιολογικά σε όλο αυτό όμως το μυαλό μπυ σκεφτόταν εκείνη... γιατί να μην ήταν στην θέση της τωρα; Να την έβαζα από κάτω μου και να της εκανα έρωτα; Είναι τόσο διαφορετική που δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Δεν είμαι το τέρας που με θεωρεί... είπα από μέσα μπυ και κοίταξα την Αναστασία η οποία είχε καταφέρει να με γδύσει και είχα μείνει μόνο με το μποξεράκι. Ξαφνικά άρχισα να βλέπω εκείνη. Ήταν μπροστά μου με φιλούσε. Αμέσως την άρπαξα και την φίλησα τόσο παθιασμένα. Την είχα μπροστά μου, από πάνω μου.... αμέσως την έπιασα από την μέση και την έβαλα μαλακα από κάτω μου... άρχισα να την φιλάω στο λαιμο αργά και αισθησιακά. Ένιωθα το κορμί της, την μυρωδιά της, ήταν σαν να της εκανα έρωτα εκείνη τη στιγμή και ας μας χώριζαν ολόκληρες χώρες, σύνορα και χάρτες. Ήταν δίπλα μου, στο μυαλό μου.... την άκουγα να αναστενάζει το όνομα μου... η φωνή της διαφορετική όμως στα αφτια μου έμοιαζε ίδια με τη δίκη της ξαφνικά την ακουω να κεει
Α:Γαμα μα Χρήστο... αμέσως το μυαλό μου ξύπνησε και το θέαμα με σόκαρε. Δεν ήταν γ Εβελίνα αλλά η Αναστασία. Άφησα το πάθος μου να με παρασύρει. Αμέσως έφυγα από πάνω της και καθησα δίπλα. Εκείνη γύρισε το βλέμμα της προς τα μένα και χωρίς να χάσει χρόνο ανέβηκε πάνω μου και συνέχισε να με φιλάει στο λαιμο
Χ:Συαματα Αναστασία...είπα και την απομάκρυνα εκείνη νευρίασε και το έπαιζε θιγμένη
Α:Τι έγινε Χρηστάκη δεν σου σηκώθηκε ή μήπως το μυαλό σου τρέχει σε άλλη;;; Πες μου υπάρχει άλλη;;...με ρώτησε και εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι χωρίς να της απαντήσω. Πήγα στην κάβα και έβγαλα τπ μπουκάλι με το ουίσκι. Εκείνη με ακολούθησε και με γύρισε με το χέρι της για να την κοιτάω «τι έγινε Χρήστο γιατί δεν μιλάς;;» Είπε ακλα και παλι της αγνόησα. Γαμησα το ποτήρι μου και το ήπια μονορούφι
Χ:μη μου πρήζεις τα παπάρια...της είπα με νεύρα και εκείνη με πλησίασε και κόλλησε πάνω μου
Α:Για να δω...είπε και ένοιωσα το χέρι της στην στύση μου να με πιέζει και τότε εκνευρίστηκα ακόμα περισσότερο
Χ:Αν θες τόσο να γαμηθεις βρες κάποιον άλλον μην ξεχνάς τη θέση σου...της είπα και απομακρύνθηκα ενώ ξανά γεμησα το ποτήρι μου
Α:Αυτήν θυμάμαι μωρό μου..είμαι ή οχι η μέλλουσα γυναίκα σου;;...είπε και άρχισε να γελάει νευρικά
Χ:Μπορεις να με αφήσεις στην ησυχία μου;;; Της είπα και πλησίασα την τζαμαρία και έμεινα να κοιτάω έξω την πόλη και να κατεβάζω μονορούφι το ουίσκι μου
Α:Πως την λένε;...ρώτησε και γύρισα να την κοιτάξω. Εκείνη είχε στηριχτεί στην καρέκλα και με κοιτούσε με ένα ειρωνικό χαμόγελο « πως την λένε την τσουλίτσα σου;;;» Επανέλαβε και θόλωσα. Πέταξα με νεύρα το άδειο ποτήρι με το ουίσκι στο πάτωμα και έγινε χίλια κομμάτια... εκείνη τρανταχτηκε από το φόβο και σηκώθηκε όρθια. Την πλησίασα και την έπιασα από το λαιμο ελαφρά.
Χ:Πρόσεξε πως μιλάς..Ούτε εσυ ούτε καμία άλλη του είδους σου είσαστε αντάξιες της...της είπα και ελευθέρωσα το λαιμο της. Πήγα στο κρεβάτι και έπιασα την ρόμπα της. Της την πέταξα στη μούρη «ντύσου και φύγε»
Α:Που θα παω;....είπε και εγώ γύρισα να την κοιτάξω.
Χ:Στο γκόμενο σου...είπα και της πέταξα ένα φάκελο με λεφτά στα πόδια της. Εκείνη έσκυψε να τον πάρει και συνέχισα «δεν σε χρειάζομαι πια πες του να βρει άλλον πελάτη να σε ξεπουλήσει»...είπα και εκείνη ήρθε και κόλλησε πάνω μου
Α:Κρίμα και εγώ νόμιζα πως θα το συνεχίζαμε και άλλο... είπε και πέρασε το δάχτυλο της πάνω από τα χείλη μου... αμέσως απομάκρυνα το χέρι της και πηρα το μπουκάλι με το ουίσκι και το κατέβαζα μονορούφι.
Χ:ακόμα εδώ είσαι;... της είπα και τότε άκουσα για τελευταία φορά την φωνή της πριν κλείσει η πόρτα
Α:χαίρομαι που βρήκες αυτό που θα σε φωτίσει....
Έμεινα μόνος μπυ στο δωμάτιο. Εγώ και το σκοτάδι. Άναψα ένα τσιγάρο και άρχισα να πεινώ. Επεινα για να ξεχάσω. Να ξεχάσω αυτά που της εκανα. Την θέλω... μου λείπει... θέλω μα της κάνω τόσο γαμημενα πολύ έρωτα... θέλω την αθωότητα της στο ελεος μου... άραγε πως αντέδρασε όταν έμαθε πως έφυγα; Σίγουρα θα χάρηκε.... δεν θα είχε να φοβάται ένα βράδυ ακόμα μήπως την πονέσω...μήπως την ταπεινωσω... την είχα από κάτω μου και την έβλεπα να κλαίει... ούτε μπυ μίλαγε ούτε με κοιτούσε... περίμενε να της κάνω αυτά κου είχα στο αρρωστημένο από ζήλια μυαλό μου... «γιατί δεν μου ειπες γαμωτο πως δεν σε άγγιξε;;;»... φώναξα και πέταξα το άδειο μπουκάλι ουισκιού στο πάτωμα... «γιατί υπεμεινες τον πόνο;;;;»... «γιατί δεν με σταμάτησες;;;»... έλεγα όλες τις απορίες που είχα εκείνη τη στιγμή.... «βοήθησε με να αλλάξω...» ψυθιρισα και το επόμενο που θυμάμαι είναι τα βλέφαρα μου να βαραίνουν...
Δεν άντεξα να σας αφήσω με την αγωνία😂 απόψε μπορεί να ανεβεί και το επόμενο κεφάλαιο... ένα κεφάλαιο μπομπα.......
😈😈😈😈😈
🌟🌟🌟&🖋🖋
❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro