ΤΡΊΑ
Σύντομα βράδιασε. Ο καιρός ήταν γλυκός και ο Αετός - το καράβι μας - ακολουθούσε σταθερή πορεία. Σε λίγο θα φτάναμε Μήλο. Μέσα σε ένα μεταλλικό βαρέλι είχαμε ανάψει μία φωτιά κοντά στο πηδάλιο και καθόμασταν όλοι τριγύρω τρώγοντας το βραδινό μας.
"Νομίζω ότι αν φάω μία ακόμα φορά λαβράκι θα πάθω κάτι" μουρμούρισε ο Ορίωνας με γεμάτο στόμα και έπιασε την κοιλιά του.
'Άμα βρεις κάτι άλλο για να φας, πες μας κι εμάς' είπε στην νοηματική ο Ορέστης και γελάσαμε ελαφρά.
"Το μυστικό είναι, όταν αρχίσεις να σιχαίνεσαι την γεύση, ξεπλένεις την γλώσσα σου" είπα και, αφού κατέβασα μία μεγάλη γουλιά, του έδωσα το μπουκάλι με το ρούμι.
Σε μερικά από τα λιμάνια που σταματούσαμε, μας ξέραν πια και μας κερνούσαν μερικά μπουκάλια για να έχουμε στον όσο καιρό περνούσαμε στην θάλασσα. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος, τα κρύα φριχτά, την μοναξιά μπορούσαμε να την γευτούμε στην πρωινή υγρασία. Αλλά μερικές γουλιές μόνο σου αφαιρούσαν λίγο βάρος. Όχι ότι ξεχνούσαμε την δουλειά μας, ούτε το πόσο λατρεύαμε αυτήν την ζωή. Λίγο μόνο αμβλύναμε την κατάρα της νοσταλγίας. Της παράδοξης επιθυμίας να γυρίσουμε σπίτια μας. Δεν μας έλειπε η προηγούμενη ζωή μας, αλλά είχε ακόμα επιρροή πάνω μας - μας τραβούσε πίσω σαν σειρήνα.
Και οι τέσσερις ερχόμασταν από όχι τόσο ιδανικά σπίτια. Ο Ορίωνας, γιος ναυτικών, είχε περάσει μέχρι τα οκτώ του από σχεδόν όλα τα λιμάνια της χώρας. Στο μόνο ταξίδι που οι γονείς του τον άφησαν πίσω σπίτι, έχασαν την ζωή τους. Την πρώτη φορά που πάτησα τα πόδια μου στην στεριά, έλεγε πάντα, έχασα το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να με κρατήσει σε αυτήν.
Ο Ορέστης και η Ηλέκτρα πέρασαν μία ζωή στο τρέξιμο, να φύγουν μακριά από το ορφανοτροφείο τους. Δεν υπήρχε καλόφημο ορφανοτροφείο σε αυτήν την χώρα, για να λέμε την αλήθεια, και το δικό τους δεν ήταν εξαίρεση. Αλλά κάτι είχε πάντα ο κόσμος μας με τους ανθρώπους που δεν μοιάζουν με αυτούς και τα ξένα μάτια των διδύμων έκαναν μεγαλύτερη εντύπωση στον κόσμο, από την βοήθεια που είχαν ανάγκη.
Κι εγώ - εγώ δυστυχώς είχα έναν ζωντανό πατέρα.
Ήμασταν μόνοι, φτωχοί. Τα δίδυμα καταζητούνταν σε πάνω από πέντε πόλεις για κλοπές και ληστείες. Ο Ορίωνας δούλευε είκοσι ώρες την μέρα και εγώ δεν είχα γνωρίσει ελευθερία, μέχρι να βρούμε όλοι μας τον Αετό και τον Κάδμο. Τότε για πρώτη φορά αποκτήσαμε οικογένεια.
Κανείς μας δεν ήθελε να επιστρέψει εκεί που ήταν παλιά. Ο Ορίωνας στην στεριά, η Ηλέκτρα με τον Ορέστη στην πόλη τους, εγώ σπίτι μου. Ήμουν η μόνη που κάποιος με περίμενε πίσω, αλλά τα χέρια του δεν θα άνοιγαν ποτέ για τίποτα πέρα από τα ζάρια και το ποτήρι με το ουίσκι του.
"Το καμένο παιδί αγαπάει την φωτιά*". Έτσι, μου είχε πει ο Ζίνο ότι είχε διαβάσει κάποτε σε ένα από τα αρχαία βιβλία του απαγορευμένου τομέα της βιβλιοθήκης στην πρωτεύουσα. "Όσο κι αν μισούμε κάποια πράγματα που μας μεγάλωσαν," μου είχε πει, "δεν σταματάμε να τα αγαπάμε. Δεν υπάρχει πιο τοξική σχέση από εκείνη του ανθρώπου με την παιδική του ηλικία: πάντα τρέχει μακριά, και πάντα επιστρέφει".
Ανατρίχιασα στην ανάμνηση εκείνης της κουβέντας. Άρπαξα πάλι το μπουκάλι από τα χέρια του Ορίωνα και ήπια άλλη μία γουλιά. Εγώ δεν θα επέστρεφα ποτέ εκεί. Τίποτα δεν με περίμενε, γιατί δεν άφησα τίποτα πίσω. Δεν υπήρχα πριν πατήσω σε αυτό το καράβι.
"Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί άλλαξε έτσι η πορεία του πλοίου" μουρμούρισα κοιτώντας την φωτιά.
"Ούτε εγώ" απάντησε η Ηλέκτρα. "Ποιος ξέρει τι μανία έπιασε τον Ποσειδώνα"
'Ή τα παιδιά του' είπε ο Ορέστης.
"Τι δουλειά έχουν τα μπάσταρδα του Ποσειδώνα εδώ; Τα πλοία της πρωτεύουσας δεν κυκλοφορούν σε καταιγίδες. Κι αν ήταν κοντά μας θα το καταλαβαίναμε: πρώτον, η βροχή δεν θα μας ακουμπούσε, δεύτερον, το χρυσό παλάτι τους θα φαινόταν να λάμπει από μίλια μακριά"
"Έχει δίκιο ο Ορίωνας" σχολίασα. "Και δεν μ' αρέσει να το λέω αυτό"
"Χα χα χα" σχολίασε και μου έδωσε μία σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Υπό άλλες συνθήκες, θα απαντούσα, αλλά εκείνη την στιγμή ζαλιζόμουν και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η πρώτη και μόνη φορά που είχα κάνει λάθος σε θέμα προσανατολισμού. Ίσως είχα αρχίσει να το χάνω. Ίσως απλά να ήμουν τυχερή τις προηγούμενες φορές.
"Τέλος πάντων. Το σημαντικό είναι ότι είμαστε και πάλι σε σωστή πορεία και είμαστε πιο προσεκτικοί". Οι τρίχες στο σβέρκο μου ξαφνικά σηκώθηκαν. Τα μάτια μου περιπλανήθηκαν διακριτικά στον χώρο. Ήπια μία γουλιά. "Πάμε για ύπνο"
Όλοι κατένευσαν και σηκωθήκαμε με αργές κινήσεις όρθιοι. Μετά τους τελευταίους χαιρετισμούς, όλοι πήγαν στα δωμάτιά τους και εγώ έμεινα πίσω να σβήσω την φωτιά. Στάθηκα πάνω από το βαρέλι και κοίταξα την θράκα - το καμένο παιδί αγαπάει την φωτιά. Το πρόσωπο του πατέρα μου πήρε για μία στιγμή μορφή στις φλόγες. Όχι. Το καμένο παιδί δεν ξέρει πώς να την σβήσει. Αγνόησα το σφίξιμο στο στομάχι μου. Είχα να τον δω δέκα χρόνια και ακόμα το πρόσωπο του το θυμόμουν καλύτερα από το δικό μου.
Έσκυψα δίπλα να πιάσω τον κουβά με το νερό. Όταν κοίταξα την επιφάνεια, στην αντανάκλαση είδα τον Ζίνο να στέκεται πίσω μου. Φώναξα και γύρισα να κοιτάξω γύρω μου. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Τι συνέβαινε; Η εικόνα ήταν τόσο αληθινή, αλλά κανείς δεν υπήρχε στο κατάστρωμα. Εκείνος δεν υπήρχε. Τα πάντα ήταν σκοτεινά. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Δεν ακουγόταν τίποτα πέρα από την θάλασσα και δεν μπορούσα να δω τίποτα να κινείται στις σκιές του πλοίου. Το μυαλό μου θα έπαιζε παιχνίδια, επειδή δεν θα τον έβλεπα σήμερα το βράδυ. Μία σταγόνα ιδρώτα έτρεξε από το μέτωπό μου μέχρι το σαγόνι μου. Τέρμα το ρούμι για κανα δυο μέρες. Έριξα το νερό στην φωτιά χωρίς να την κοιτάω. Ποιος ξέρει ποιανού το πρόσωπο θα εμφανιζόταν αυτήν την φορά.
Παράτησα τον κουβά λίγο πιο δίπλα και παραπατώντας κατέβηκα τις σκάλες και κατευθύνθηκα στην καμπίνα μου. Άκουγα ήδη τον Ορίωνα να ροχαλίζει. Δεν μπήκα καν στον κόπο να βγάλω τις μπότες ή τα ρούχα μου και έπεσα στο κρεβάτι, σε έναν βαθύ ύπνο με το δεύτερο πιο συχνό όνειρο που έβλεπα. Μόνο που αυτό δεν ήταν η φαντασία μου, αλλά μία από τις παλιότερες αναμνήσεις μου.
"Μπαμπά δεν μου αρέσει εδώ. Μπορούμε να φύγουμε;" τον παρακάλεσα και τον τράβηξα λίγο πιο πίσω. Τα χέρια του ήταν τόσο χοντροκομμένα και μεγάλα που όλη μου η παλάμη τυλιγόταν γύρω από το μικρό του δαχτυλάκι.
"Όλα καλά θα πάνε. Σε χρειάζομαι για γούρι" είπε φτύνοντας τις λέξεις, χωρίς καν να γυρίσει να με κοιτάξει. Μια απέλπιδα προσπάθεια να με καθησυχάσει.
"Η μαμά έλεγε-"
"Αν ξαναναφέρεις την μάνα σου, θα σε στείλω κι εσένα στον πάτο της θάλασσας, με κατάλαβες;" φώναξε και κάποιοι άλλοι θαμώνες του μπαρ, που είχαν ήδη αρχίσει τα παιχνίδια τους, γύρισαν και μας κοίταξαν ενοχλημένοι.
Δεν απάντησα. Απλά κατένευσα. Όσο με τραβούσε μπροστά κοιτούσα τα πόδια μου. Τα παπούτσια μου ήταν τρύπια από τον περσινό χειμώνα, αλλά αφού πέθανε η μαμά, εκείνος πέταξε ό,τι της ανήκε είτε στην θάλασσα είτε στα σκουπίδια. Μαζί και το σετ ραπτικής της.
Καθίσαμε στο τραπέζι για 'εικοσιμία'. Από τα πρώτα παιχνίδια που μου είχε μάθει, για δύο λόγους: πολύ απλοί κανόνες και ήμουν πολύ καλή στο να μετράω φύλλα. Κανείς δεν με υποψιαζόταν - ένα μικρό καχεκτικό κοριτσάκι, που οριακά φαινόταν το πρόσωπό του κάτω από τις μπούκλες του.
Εκείνη την ημέρα, όμως, ήμουν απρόσεκτη. Έχασε το σερί του και τα λεφτά του μήνα μας. Μετά από τρία ποτήρια ουίσκι γύρισε και μου άστραψε μία φάπα τόσο δυνατή που λιποθύμησα στο πάτωμα του μπαρ. Δεν έμαθα ποτέ πόσην ώρα καθόμουν αναίσθητη εκεί πέρα - στους δρόμους έλεγαν ότι με σήκωσε και φύγαμε μόνο, όταν κέρδισε μία γύρα.
Όταν ξύπνησα η δεξιά πλευρά του προσώπου μου ήταν γδαρμένη και γεμάτη χαλίκια, όπως και ο δεξής μου ώμους και η πλάτη μου. Μου έλειπα και μία τούφα. Έμαθα αργότερα ότι με είχε σύρει μέχρι το σπίτι.
Άκουσα τα βήματά του έξω από την πόρτα μου και μετά να φωνάζει
"Σελίν!" η φωνή του Ορίωνα με ξύπνησε. Κοπάνησε μία φορά την πόρτα μου με δύναμη. Ο πανικός στάθηκε στον λαιμό μου σαν κόκκαλο. Πετάχτηκα όρθια. Τι γίνεται; Η επόμενη λέξη βγήκε πνιγμένα από το στόμα του Ορίωνα. "Επίθεση!"
Δεν ακούστηκε τίποτα άλλο. Η ζαλάδα από το ρούμι έφυγε αμέσως μόλις έκανα δύο βήματα. Ευτυχώς ήμουν ήδη ντυμένη. Έπιασα το ξίφος μου και έτρεξα στην πόρτα. Αρπάζω το πόμολο και την τραβάω να ανοίξει. Έξω από την πόρτα βλέπω διαδοχικά τρία πράγματα: ένα ξίφος τρία εκατοστά από το πρόσωπό μου, τον Ζίνο με σάρκα και οστά και ένα εκτυφλωτικό άσπρο φως να καλύπτει τα πάντα γύρω μας.
* Oscar Wilde, The Picture of Dorian Gray, Original: "[...] a burnt child loves the fire".
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro