Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Χρόνια πολλά

Ingrid's POV

Ανακάθισα στο κρεβάτι, παίρνοντας βαθιές ανάσες. Μετακίνησα το χέρι μου στο στήθος μου και μπορούσα να νιώσω την καρδιά μου, η οποία χτυπούσε τόσο γρήγορα, λες και μόλις είχε τερματίσει αγώνα δρόμου. Ο ακανόνιστος ρυθμός της είχε πάψει να με εκπλήσσει μετά από τόσο καιρό, όμως δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα που να μην προσεύχομαι να ηρεμήσει.

Μικρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπο μου, αλλά και σε όλο το δέρμα μου, κάνοντας το ύφασμα από τις πιτζάμες να κολλήσει πάνω σε αυτό. Τα μαλλιά μου είχαν μπλεχτεί μεταξύ τους πάνω στο μαξιλάρι, περιμένοντας υπομονετικά να τα φτιάξω. Να τα περιποιηθώ όπως πρέπει, ώστε να είναι δυνατά και υγιή.

Τα άγγιξα με τα δάχτυλα μου και τότε παρατήρησα τα νύχτα μου. Έπρεπε να φτιάξω και αυτά. Είχα πολύ καιρό να ασχοληθώ μαζί τους. Και αυτό το έκανα, επειδή με ανάγκαζε η συγκάτοικος και καλή μου φίλη, Μιράντα.

Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου και κατέβασα τα πόδια μου από το κρεβάτι, βυθίζοντας τα μέσα στις απαλές, ροζ παντόφλες μου, με τα αυτιά κουταβιού. Χαμογέλασα απαλά και άφησα μια ανάσα.

Μου τις είχε κάνει δώρο τα Χριστούγεννα, γνωρίζοντας ότι λάτρευα τα κουτάβια και για να απολογηθεί, γιατί καταλάθος είχε κάψει τις παλιές με το τσιγάρο που της είχε πέσει στο πάτωμα. Απρόσεκτη, όπως πάντα, αλλά δεν μπορούσα να της κρατήσω κακία γι' αυτό. Δεν το έκανε επίτηδες, κι ας της ζητούσα επανηλειμμένα μην καπνίζει στο δωμάτιο που μοιραζόμασταν. Πρώτον, για να αποφευχθούν τα ατυχήματα και δεύτερον, σιχαινόμουν τον καπνό όσο τίποτα άλλο...

Μου έλεγε συνέχεια βέβαια πως να το κόψεις το τσιγάρο, είναι πιο δύσκολο από το να ολοκληρώσεις το μεταπτυχιακό σου με επιτυχία, που και αυτό το θεωρούσε ακατόρθωτο.

Το ροχαλητό της από το δίπλα κρεβάτι τράβηξε την προσοχή μου και την κοίταξα. Το μακιγιάζ είχε πασαλειφτεί σε όλο της το πρόσωπο και η κουβέρτα ίσα που την κάλυπτε... Θα πάγωνε με τόσο κρύο!

Με προσεκτικές κινήσεις, την σκέπασα ολόκληρη και εκείνη άλλαξε πλευρά συνεχίζοντας ατάραχη τον ύπνο της.

Κούνησα το κεφάλι μου και κατευθύνθηκα στο μπάνιο και έγειρα λίγο την πόρτα, για να μην φαίνομαι. Έπλυνα το πρόσωπο μου και ύστερα, έβγαλα τις πιτζάμες μου. Μπήκα στην ντουζιέρα και γύρισα το νερό στο ζεστό. Με το που άρχισε να πέφτει στο σώμα μου, ξεφύσηξα δυνατά και ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στα πλακάκια. Με δυσκολία κατάφερα να βρω το μπουκάλι με το σαμπουάν.

Κράτησα κλειστά τα μάτια μου καθώς πλενόμουν. Απέφευγα να βλέπω το σώμα μου γυμνό όσο περισσότερο μπορούσα. Και όταν έπρεπε να το κάνω, για να ντυθώ, ελάχιστα τα άνοιγα, ώστε να ξέρω τι ρούχα φορούσα. Η Μιράντα έψαχνε έμμεσα τρόπους να με βοηθήσει να ξεπεράσω αυτήν την φοβία, αλλά της εξηγούσα όταν ήταν μάταιος κόπος. Δεν άξιζε να χάνει τον χρόνο της, αλλά επέμενε πεισματικά. Και μπορεί να μην της έλεγα ευχαριστώ, μα ίσως ένα μικρό κομμάτι μέσα μου, την ευγνωμονούσε για την στάση που κράταγε απέναντι μου. Η ανασφάλεια μου όμως το έθαβε.

Μόλις τελείωσα, τύλιξα μια πετσέτα γύρω μου και βγήκε από την τουαλέτα. Η Μιράντα είχε ήδη ξυπνήσει και καθόταν κοντά στο ανοιχτό παράθυρο, καπνίζοντας.

<<Βρε Μιράντα μου...>>, της είπα παρακλητικά και εκείνη ρόλαρε τα μάτια της, όχι ενοχλημένη, αλλά κουρασμένη.

<<Το ξέρω Ίνγκριντ. Ειδικά το πρωΐ, δεν κάνει καλό. Αλλά ένα πάθος έχω και εγώ>>, μου απάντησε και τράβηξε μια ακόμα ρουφηξιά, βγάζοντας μετά τον καπνό από το στόμα της.

<<Εγώ για εσένα το λέω>>.

<<Το ξέρω φίλη μου... Αλλά άσε με εμένα τώρα. Έχουμε δουλεία>>. Πήδηξε από το μικρό πεζουλάκι και έκανε μερικά βήματα προς το μικρό ψυγείο που είχαμε στο δωμάτιο. Παραξενεύτηκα από το μειδίαμα στο πρόσωπο της, αλλά δεν ρώτησα.

Πριν προλάβω να την ρωτήσω, εμφάνισε μία μικρή τούρτα από μέσα και το ένα κεράκι που είχε πάνω της. Μου τραγούδησε για τα γενέθλια μου, πλησιάζοντας με ενθουσιασμένη... Ένα συναίσθημα που αδυνατούσα να συμμεριστώ.

<<Χρόνια πολλά! Έλα, σβήσε το!>>, είπε σε εύθυμο τόνο και εγώ υπάκουσα σιωπηλά, γιατί θα της χάλαγα την διάθεση και δεν ήθελα. <<Να σε χαιρόμαι, φίλη μου!>>.

Την στιγμή που το σώμα της άγγιξε το δικό μου, καθώς με αγκάλιαζε, τινάχτηκα προς τα πίσω ασυναίσθητα. Τα χέρια μου έφτιαξαν την πετσέτα, η οποία ήταν έτοιμη να λυθεί και οι παλμοί μου αυξήθηκαν και πάλι, ενώ ολόκληρο το κορμί μου άρχισε να τρέμει. Η όραση μου θόλωσε και ξαφνικά, το να στέκομαι όρθια μου φαινόταν άθλος... Ο λαιμός μου με πονούσε, σαν να είχε δεθεί σε ένα σφιχτό κόμπο και δυσκόλευε την αναπνοή μου. Ένιωθα λες και ένα δυσβάσταχτο φορτίο είχε κάτσει στο στήθος μου και δεν μπορούσα να το ξεφορτωθώ. Το δωμάτιο μου... Μου έμοιαζε από το πουθενά μικρό. Οι τοίχοι, το ταβάνι... Όλα έκλειναν...

<<Ίνγκριντ! Ίνγκριντ, συγγνώμη, το ξέχασα! Σε παρακαλώ, πάρε βαθιές ανάσες και ηρέμησε!>>, φώναζε κάπως αγχωμένη η Μιράντα και έπιασε το χέρι μου, αλλά πιο τρυφερά και χωρίς βιασύνη να μου ευχηθεί χρόνια πολλά.

Και αυτήν την φορά υπάκουσα, καθώς η φίλη μου με βοηθούσε να αποφύγω ξανά την κρίση πανικού. Δεν το κατόρθωνε πάντα, αλλά και μόνο που δεν με άφηνε μόνη μου σε όλο αυτό... Ήταν, έστω και λίγο, καθησυχαστική.

<<Όλα καλά... Έτσι μπράβο. Συγγνώμη>>, ψέλλισε και χάιδεψε τις αρθρώσεις μου.

Δεν με πείραζε να με αγγίζουν... Αλλά και αυτό όχι σε ολόκληρο το κορμί μου και μόνο από άτομα που εμπιστεύομαι.

<<Δεν πειράζει... Εγώ συγγνώμη>>.

<<Δεν έχει λόγο να απολογείσαι. Εγώ οφείλω να θυμάμαι τι σε ενοχλεί και τι όχι, Ίνγκριντ. Είσαι η καλύτερη μου φίλη. Ίσως και η μόνη αληθινή που έκανα ποτέ στην ζωή μου. Ανέχεσαι τις επιλογές μου και δεν με κρίνεις. Το λιγότερο που μπορώ να για να σε ευχαριστήσω, είναι να σέβομαι τις ιδιαιτερότητές σου>>, αποκρίθηκε με απόλυτη σοβαρότητα.

Αφού συνήθλα, ντύθηκα και ετοίμασα τα πράγματα μου για το πρώτο μάθημα της ημέρας.

<<Δεν βαρέθηκες να πηγαίνεις;>>, με ρώτησε καθώς έβαζα τις μπότες μου.

<<Τελευταίο εξάμηνο, Μιράντα>>, της απάντησα και σηκώθηκα όρθια, κουμπώνοντας το μπουφάν μου μέχρι πάνω.

<<Ό,τι πεις... Εγώ θα έρθω σε λίγο. Πες στον Τόμσον ότι με πήρε ο ύπνος>>. Χασμουρήθηκε και έπεσε με φορά στο κρεβάτι.

<<Θα τα πούμε μετά λοιπόν>>, της είπα και εκείνη μου έγνεψε θετικά.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και στάθηκα μπροστά από την πόρτα. Τα δάχτυλα μου τυλίχτηκαν γύρω από το παγωμένο χερούλι και για μία στιγμή, δείλιασα να το κατεβάσω και έκλεισα τα μάτια μου, δαγκώνοντας νευρικά το κάτω χείλος μου. Μόνο όταν το αίμα κύλησε πάνω στην γλώσσα μου, συνειδητοποίησα πόση ώρα είχε περάσει και ότι ήδη είχα αργήσει στο μάθημα. Οπότε, έφυγα βιαστικά και έτρεξα για να προλάβω, ενώ η Μιράντα είχε διαλέξει να παρατείνει τον ύπνο της.

Την νοιαζόμουν και την αγαπούσα πολύ την Μιράντα. Από όταν ήρθα στην Νέα Υόρκη, ήταν δίπλα μου. Με βοηθούσε πάντα και με υπερασπιζόταν όταν έπρεπε. Είχε τσακωθεί πολλές φορές με τους φίλους της για χάρη μου, διότι έκανε παρέα με μία ξενέρωτη, σαν κι' εμένα, όπως με χαρακτήριζαν.

Παρόλα αυτά... Εγώ την ζήλευα λίγο. Και δεν μπορούσα να απαλλαγώ από αυτό το αγκάθι. Η ικανότητα της να χαλαρώνει τόσο εύκολα και να αδιαφορεί για τς προβλήματα της, με εκνεύριζε πιο πολύ και από την ακαταστασία της. Περνούσε καλά, χωρίς να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για το αν θα τελείωνε της σπουδές της με επιτυχία. Την απασχολούσε περισσότερο να ζει το κάθε λεπτό, παρά να αγωνιά όλη την ώρα για το αν μια λάθος λέξης που είπε, μπορεί να της κοστίσει. Δεν ανησυχούσε για τίποτα και θα αντιμετώπιζε όλα, όταν θα ένιωθε έτοιμη.

Ήμουν το ακριβώς αντίθετο. Επιθυμούσα μόνο να βρω μια δουλειά πάνω σε αυτό το που σπούδαζα, προκειμένου να ζήσω και να συντηρήσω την γιαγιά μου. Δεν ήμουν σαν την Μιράντα. Εκείνη λάτρευε το παρόν και εγώ... Εγώ δεν είχα την δύναμη να το κάνω αυτό. Δεν το επιδίωκα.

Μπήκα στην αίθουσα και κατάφερα να κάτσω στην θέση μου, χωρίς να γίνω αντιληπτή από τον καθηγητή, ο οποίος εκφωνούσε και εκείνη την ημέρα διάλεξη του. Βέβαια, αρκετοί συμφοιτητές μου στραφηκαν προς το μέρος μου και με κοίταξαν. Άλλοι επικριτικά, άλλοι με αγανάκτηση και άλλη με λύπηση και αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στο στήθος μου.

Δεν ήξερα τι από αυτά ήταν χειρότερο, ειδικά από την στιγμή που δεν ήξεραν τίποτα για εμένα και το παρελθόν μου. Και όσοι με ρωτούσαν, είχαν διαβάσει μόνο σχετικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν τότε και σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο, αφήνοντας έξω τις λεπτομέρειες που ήταν γνωστές σε εμένα και στην αστυνομία. Δεν έβλεπαν τίποτα πέρα από την κορυφή του παγόβουνο... Και ίσως αυτό ήταν καλύτερο.

Στην διάρκεια του μαθήματος, ενώ κρατούσα σημειώσεις, ένα χαρτάκι προσγειώθηκε μπροστά μου. Ο γραφικός χαρακτήρας έκανε το αίμα να παγώσει στις φλέβες μου, αλλά το διάβασα.

'Γειά σου, αδύναμο κορίτσι'

Αμέσως άκουσα χαχανητά από πίσω μου, μα δεν τόλμησα να γυρίσω. Επικεντρώθηκα στην παράδοση του καθηγητή μου και πίεσα το μυαλό μου να προσέξει μονάχα να μην καταγράψει κάτι λάθος... Και παράλληλα, τον πίεσα να μην καταρρεύσει. Όχι μπροστά σε ανθρώπους, τα οποία ήθελαν να επιβληθούν, βασιζόμενοι στην οικονομική δύναμη των οικογενειών τους.

Μην δίνεις σημασία, Ίνγκριντ... Τέτοια άτομα δεν αξίζουν τον χρόνο σου.

[...]

Περπατούσα στον διάδρομο, έχοντας τον νου μου μόνο στο να μην σκοντάψω και ρεζιλευτώ μπροστά σε όλους. Στόχους μου ήταν να διατηρώ χαμηλό προφίλ, και ας μην με άφηναν ορισμένοι στην ησυχία μου, με τα σχόλια και τα πειράγματα τους.

Επέστρεψα στην φοιτητική εστία και κατευθύνθηκα στο δωμάτιο μου. Μόλις όμως έφτασα απ' έξω... Άκουσα δυνατά γέλια. Είδα καπνό να βγαίνει από την χαραμάδα της πόρτας και η μυρωδιά του αλκοόλ εισχώρησε στα ρουθούνια μου, κάνοντας με να αναγουλιάσω. Συγκράτησα την ορμή να τρέξω στην πιο κοντινή τουαλέτα και να βγάλω όλο το πρωϊνό και μεσημεριανό μου, όταν άκουσα την φωνή της Μιράντας. Κατάλαβα ότι πάλι δεν εμφανίστηκε σε κανένα από τα μάθημα. Και μάλιστα, κάλεσε τους φίλους της στον προσωπικό μας χώρο, για να διασκεδάσει.

Απελευθέρωσα μία ανάσα και πέρασα μέσα, διακόπτωντας από ό,τι φάνηκε την καλοπέραση τους.

Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω μου και άρχισαν να με κρίνουν, δίχως λόγια να ξεφεύγουν από στο στόμα τους. Τα ρούχα μου, τα πιασμένα σε έναν ατημέλητο κότσο μαλλιά μου, τα μεγάλα, μαύρα γυαλιά που στερεόνωνταν στην ράχη της μύτης μου, την παλιά τσάντα που είχα περασμένη στους ώμους μου... Λες και διέπραττα κάποιο έγκλημα, επειδή επέλεγα να είμαι διαφορετική σε αρκετούς τομείς της ζωής μου.

<<Ήρθε η κυρία ξενέρωτη, παιδιά>>, είπε μια κοπέλα με ένα σαρδόνιο χαμόγελο και συνέχισε καπνίζει, ενώ η Μιράντα έβγαινε από το μπάνιο.

<<Φίλη μου, ήρθες βλέπω. Όλα καλά;>>, με ρώτησε, αγριοκοιτάζοντας την.

<<Ναι... Ακυρώθηκαν κάποια μαθήματα και σκέφτηκα να περάσουμε μαζί κάτσουμε μαζί... Λόγω της ημέρας>>.

<<Ωωωω, τι γλυκό! Η κοπέλα σου Μιράντα σκέφτηκε να κάνετε κάτι μαζί!>>, είπε κοροϊδευτικά ένας φίλος της και εκείνη του έδειξε το μεσαίο της δάχτυλο, βρίζοντας τον.

Τα μάγουλα μου έγιναν κατακόκκινα, αλλά ανέκτησα γρήγορα την αυτοκυριαρχία μου. Ήξερα πως η Μιράντα προτιμούσε τις γυναίκες από τους άντρες, αλλά ποτέ δεν μου ξεκαθάρισε αν τρέφει αισθήματα για εμένα. Έτσι, εγώ υπέθεσα πως με έβλεπε απλώς ως φίλη και έτσι την αντιμετώπιζα πάντα.

Την μοναδική που έκανα μετά από όσα έζησα εκείνο το βράδυ. Και μόνο στην σκέψη ότι μπορεί να χρειαζόταν να την διώξω από την ζωή μου, πονούσα αφάνταστα... Γι' αυτό και οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό το ζήτημα, έστω και για αστείο, μου προκαλούσε αμηχανία.

Με την άκρη του ματιού μου, πρόσεξα ότι το χρώμα είχε χαθεί από το πρόσωπο της. Το βλέμμα της είχε εστιάσει αλλού και τα χέρια τγα σχημάτιζαν δύο γροθιές.

<<Μιράντα, δεν την έχει πει την αλήθεια; Τι φίλες είστε;>>, πέταξε η ίδια κοπέλα και μου γεννήθηκε η επιθυμία να σβήσω την έπαρση από το πρόσωπο της, αλλά την κατέπνιξα... Δεν ήμουν υπέρ της βίας ούτως ή άλλως. Είχα συνηθίσει της κακίες τους. Τι θα άλλαζε αν αντιδρούσα;

Όλοι ξέσπασαν σε δυνατά γέλια και εγώ ένιωσα πιο άσχημα...

<<Περάστε έξω όλοι>>, είπε ξαφνικά η Μιράντα με σταθερή, ψυχρή φωνή και πάγωσα... Πρώτη φορά μιλούσε έτσι. Ούτε καν σαρκαστικός δεν ήταν ο τόνος της. Και η ίδια παρέμενε ανέκφραστη.

Όλοι ήταν εξίσου σοκαρισμένοι με εμένα.

<<Μιράντα, τι λες;>>

<<Αυτό που ακούσατε. Τελείωσα με όλους σας>>, αποκρίθηκε και έπιασε τον ώμο μου, σφίγγοντας τον απαλά.

<<Δεν το εννοείς αυτό. Είμαστε οι καλύτεροι σου φίλοι>>.

<<Με φίλους σαν και εσάς, δεν τους έχω ανάγκη τους εχθρούς, Νίκο>>, ανταπάντησε και πέρασε το άλλο χέρι μέσα από τα μαλλιά της.

<<Ποιός άλλος θα σε δεχτεί στην παρέα του έτσι όπως είσαι; Ε; Ποτέ δεν σε κρίναμε για την σεξουαλικότητά σου>>.

<<Η αποδοχή δεν είναι έπαθλο που πρέπει να κερδίσεις σε μία σχέση. Είναι δικαιωμα που έχουμε δικαιωμαγικας από την γέννηση μας. Κι αν νομίζετε πως όλοι σας με αποδεχτήκατε, ξεγελάσατε τους εαυτούς σας. Και πρώτος από όλους εσύ Νίκο. Βάλτο καλά στο μυαλό σου. Δεν θα μου αρέσει ποτέ. Πρώτον, γιατί είμαι λεσβία και δεύτερον, ακόμα και να μου άρεσαν οι άντρες, δεν θα πήγαινα μαζί σου, κι ας ήσουν ο τελευταίος άντρας στην γη>>.

Είχα κοκαλώσει στην θέση μου, ενώ ταυτόχρονα εκείνη μιλούσε τόσο κοφτά και απότομα. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη για να την στηρίξω, όπως έκανε εκείνη συνέχεια. Όχι πως το είχε ανάγκη...

Όλοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και αφού με έσπρωξαν στην άκρη με δύναμη, αποχώρησαν από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω τους μια άβολη σιωπή ανάμεσα σε εμένα και την Μιράντα. Αποφεύγαμε να κοιτάξουμε η μία την άλλη, αλλά ξέραμε πως αυτό δεν θα κρατούσε για πάντα. Κάποια στιγμή, έπρεπε να συζητήσουμε αυτά που προηγήθηκαν, έστω και αν δεν μας άρεσε αυτό.

Παρά την ησυχία που επικρατούσε στον χώρο, κατάλαβα ότι δυσκολευόταν και εκείνη. Καμιά μας δεν επιθυμούσε να χαθεί αυτή η φιλία... Αλλά για κάποιον λόγο, είχα την εντύπωση πώς και αυτήν την φορά, η ζωή θα έπαιρνε μακριά μου κάποιον αγαπημένο μου, για να μείνω μόνη... Και αυτός ήταν ο χειρότερος εφιάλτης μου. Το βάρος θα ήταν πολύ μεγάλο και δεν νομίζω πως είχα το κουράγιο να το σηκώσω ξανά..

<<Ίνγκριντ...>>.

<<Σου... Σου αρέσω;>>, την ρώτησα και το τρέμουλο δεν έλεγε να σταματήσει.

Έπιασε το χέρι μου έμπλεξε τα δάχτυλα μας μεταξύ τους.

<<Ναι... Δηλαδή, όχι από την αρχή. Αλλά καθώς περνούσαν τα χρόνια και σε γνώριζα καλύτερα, κατανόησα καλύτερα τον εαυτό μου. Με έκανες να αγαπήσω τον εαυτό μου και κάθε μέρα, γίνομαι καλύτερος άνθρωπος χάρις εσένα>>, μου είπε και χάιδεψε τις αρθρώσεις μου, με τα μάτια της να ξεχειλίζουν από αγάπη.

Η καρδιά μου μάτωσε, οταν συνειδητοποίησα τι θα ακολουθούσε. Θα την πλήγωνα και αυτός ήταν ο δεύτερος φόβος μου... Να μην προκαλέσω θλίψη σε όσους νοιάζομαι. Θα με μισούσα για μία ζωή, αν κάποιος δυστυχούσε εξαιτίας μου.

<<Μιράντα... Λυπάμαι πολύ, αλλά εγώ δεν... Δεν...>>. Δεν κατάφερα να ολοκληρώσω και αμέσως είδα τα δάκρυα να συσσωρεύονται στα μάτια της.

<<Ίνγκριντ, δεν μπορείς να ξέρεις>>.

<<Φίλη μου... Δεν χρειάζεται να φιλήσω γυναίκα, για να ξέρω ότι δεν με ελκύει. Ούτε καν περιέργεια δεν έχω για να μάθω>>, της εξήγησα γλυκά και πήγα να πιάσω το χέρι της, μα απομακρύνθηκε από κοντά μου, σαν να ήμουν ο μεγαλύτερος εχθρός της... Στο βλέμμα της, κυριαρχούσε ο θυμός.

<<Δεν μπορείς να το ξέρεις!>>

<<Μιράντα–>>

<<Όχι!>>, με διέκοψε, αποτρέποντας με να την πλησιάσω με το χέρι της.

<<Δεν μπορείς να ξέρεις, Ίνγκριντ! Εδώ δεν έχεις πάει καν με άντρα! Ποτέ σου δεν έχεις κάνει τίποτα, λόγω των ηλίθιων φόβων σου!>>, φώναξε με όλη της την δύναμη και με του που ξεστόμισε αυτές τις λέξεις, τα μάτια γούρλωσαν.

Ένιωσα σαν να με κάρφωσαν με ένα μαχαίρι στο στήθος και να το έστριβαν, μέχρι να μην μείνει καθόλου ζωή μέσα μου. Ο πόνος μεγάλωνε... Και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα.

Άρχισα να αισθάνομαι κλειστοφοβικά. Το ταβάνι φαινόταν υπερβολικά χαμηλό και ο αέρας υπερβολικά βαρύς. Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν και παρόλα αυτά, παρέμενα όρθια.

Κάτι στην ψυχή μου έσπασε. Μία ζαλάδα με κατέβαλε και τα πάντα γύρω της θόλωσαν. Ακόμα και τους ήχους, αδυνατούσα να τους ακούσω. Λες και είχα χάσει την επαφή μου με τον υπόλοιπο κόσμο. Στα αυτιά μου, έφτανε μονάχα η βουή του αίματος. Και ουρλιαχτά. Αναφιλητά και κραυγές, που ικέτευαν για έλεος, έκαναν τα μάτια μου να πλημμυρίσουν και το μυαλό βρέθηκε να ταξιδεύει στο παρελθόν, σε όλες τις αναμνήσεις που έθαψα... Ή τουλάχιστον, έτσι πίστευα.

Φωτιά... Ένας εχθρός, δυνατός, ικανός να καταστρέψει τα πάντα στον διάβα του... Και μου το απέδειξε αυτό πριν οχτώ χρόνια...

Άρπαξα την τσάντα μου και έφυγα, αγνοώντας τα συγγνώμη και παρακάλια της Μιράντας να επιστρέψω.

Βγήκα έξω και κατευθύνθηκα προς το άλσος. Μερικά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μου και με παρατηρούσαν, σαν να ήμουν τρελή... Καθόλου δεν με ένοιαζε.

Έγειρα πάνω σε ένα δέντρο και γλίστγεησα στο έδαφος. Άνοιξα βιασγιμα την τσάντα μου και τράβηξα προς τα έξω το ημερολόγιο μου... Ίσως τελικά και την μόνη συντροφιά που είχα όλα αυτά τα χρόνια. Δεν με έκρινε, δεν με κατηγορούσε, δεν με πίεζε ποτέ. Με άφηνε απλώς να γράφω στις λευκές σελίδες του όλες μου τις σκέψεις, χωρίς τύψεις και ενοχές. Δεν ήμουν υποχρεωμένη να απαντήσω πως είμαι καλά, όπως έκανα με αυτούς με ρωτούσαν κατά καιρούς.

Όσους ψυχολόγους κι αν επισκέφθηκα, κανένας δεν με βοήθησε να φτάσω στο σημείο να το εννοώ πραγματικά. Έκανα το καλύτερο που μπορούσα, ώστε να ξεπεράσω τα τραύματα μου... Αλλά τώρα συνειδητοποιούσα πως ποτέ δεν ήταν αρκετό. Οι δαίμονες του παρελθόντος, θα με καταδίωκαν για όλη μου την ζωή, αρνούμενοι να με αφήσουν να ευτυχήσω...

Ξεκίνησα και πάλι να εκφράζω όλα αυτά που ένιωσα... Μόνο που αυτήν την κατάθεση ψυχής, συνόδευσαν οι λυγμοί μου και η απογοήτευση που κατέργωγε τα σωθικά μου.

Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό η Μιράντα; Ήξερε πολύ καλά πόσο ευαίσθητη είμαι, όσον αφορά αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, όταν έμαθε κάτι που της άρεσε, το χρησιμοποίησε εναντίον μου, για να πληγώσει. Και εγώ μπορεί να το έκανα, άθελα μου όμως. Δεν σκόπευα να παίξω με τα συναισθήματά της, ούτε να επιτρέψω να τρέφει ψεύτικες ελπίδες για το μέλλον. Άξιζε να βρει κάποια που θα την αγαπούσε με αυτόν τον τρόπο. Και εγώ δεν ήμουν η κατάλληλη.

Αντίθετα, εκείνη γνώριζε πολύ καλά το επιρροή θα ασκούσαν αυτές οι προυααεθς στην ψυχολογία μου... Προφανώς δεν την ενδιέφερε και πολύ.

Γιατί... Γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρει κανείς αληθινούς φίλους; Τι κάνω λάθος; Τι πρέπει να κάνω... Για να με αγαπήσουν, χωρίς μετά να διαλύουν την σχέση που χτίσαμε;

Μήπως άραγε... Είμαι τελικά εγώ ανίκανη να κρατήσω τους ανθρώπους κοντά μου;

[...]

Περπατούσα προς το δωμάτιο, βαριεστημένα. Ψυχή δεν υπήρχε στους διαδρόμους, που σημαίνει ότι όλοι είχαν πάει στο αποψινό πάρτυ. Η Μιράντα πρέπει ήδη να ήταν εκεί και να διασκέδαζε, χωρίς να σκέφτεται και πολύ πως τα λόγια της με πλήγωσαν. Θα τα βρήκε ξανά με τους φίλους της και έχω πιθανόν αποτελούσα πλέον μια ανάμνηση, που θα ξεχνούσε σύντομα. Τι να με κάνει εμένα;

Όχι... Όχι, αυτή η κατηγορία ήταν άδικη. Όλοι μπορεί να πούμε κάτι πάνω στο θυμό μας, το οποίο μετέπειτα να το μετανιώσουμε. Δεν μπορούσα να διαγράψω τόσα χρόνια φιλίας και συμπαράστασης, για ένα παράπτωμα. Στο κάτω κάτω, έφερα και εγώ μερίδιο ευθύνης. Πρέπει να είναι δύσκολο να σε απορρίπτει ο άνθρωπος για τον οποίο τρέφεις συναισθήματα.

Θα το ξεπερνούσαμε, όπως πάντα. Δεν θα ήταν εύκολο, αλλά κάποτε, η Μιράντα θα μάθαινε με με βλέπει και πάλι φιλικά. Όλα θα γίνονταν όπως ήταν παλιά. Μόνο υπομονή και επιμονή ήταν απαραίτητη.

Άξαφνα, άκουσα μία κραυγή, η οποία με έκανε να σταματήσω τα βήματα μου. Έμεινα ακίνητη, καθώς η φωνή χανόταν στο διάδρομο. Και ύστερα τίποτα. Μόνο που αυτήν την φορά, η ησυχία δεν ήταν χαλαρωτική. Αλλά προκαλούσε φόβο και θα έκανε τον οποιονδήποτε να αγωνιά για την ζωή του. Η σιωπή μετατράπηκε σε κάτι φρικαλέο και οι κοφτές αναπνοές μου μονάχα την έσπαγαν.

Ο τρόμος πάγωσε το αίμα μου. Παρέλυσε το σώμα μου και θα είχα μείνει έτσι για αρκετή ώρα, αν μία άλλη κραυγή δεν με έβγαζε από τον λήθαργο μου.

Δάγκωσα με δύναμη το εσωτερικό του μαγούλο μου, μα ούτε η μεταλλική γεύση του αίματος του στη γλώσσα μου δεν κατάφερε να αποδιώξει το άγχος. Αντιθέτως, υποβοηθούσε στην αύξηση του και η ένταση κατέβαλε κάθε μόριο του κορμιού μου. Η καρδιά σφυροκοπούσε στο στήθος μου και με προειδοποιούσε ότι κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί. Ο εγκέφαλος μου έστελνε σήματα ότι ήμουν υποχρεωμένη να αποφύγω τον επερχόμενο πόνο.

Κανονικά, θα έπρεπε να εξαφανιστώ από εκεί. Να αναζητήσω βοήθεια. Έπρεπε να προστατεύσω τον εαυτό μου. Αντ' αυτού, το γεγονός ότι ο ήχος προερχόταν από το δωμάτιο μου, αντί να με απομακρύνει... Με οδηγούσε προς τα εκεί.

Πριν το καταλάβω, η πόρτα ήταν μονάχα ένα μέτρο μακριά μου. Πριν προλάβω να με πίσω ότι πρέπει να συνέλθω και να πάω σε ασφαλές μέρος, είχα ήδη πιάσει το χερούλι. Και πριν προλάβω να αλλάξω γνώμη, το κατέβασα και την έσπρωξα προς τα μέσα... Και φυσικά, το μετάνιωσα από το πρώτο λεπτό.

Άρχισα να ανασαίνω όλο και πιο γρήγορα και δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια μου, τα οποία ήρθαν αντιμέτωπα με τρία άτομα.Μία γυναίκα και δύο άντρες... Και το πτώμα της καλύτερης μου φίλης, η οποία είχε τα δικά της μάτια ορθάνοιχτα που ήταν στραμμένα στο ταβάνι και έμοιαζαν άψυχα!

Η γυναίκα καθόταν πάνω της, ενώ οι άντρες βρίσκονταν στα πλάγια και κρατούσαν τα χέρια της Μιράντας, ώστε να μένει ακίνητη... Κάτι που από ό,τι φάνηκε, δεν θεωρούνταν πλέον αναγκαίο.

Το πιο τρομερό όμως, που αποτέλεσε και το κερασάκι στην τούρτα, ήταν το γεγονός ότι κανείς τους δεν φορούσε μάσκα, που να καλύπτει τα χαρακτηριστικά τους... Τους έβλεπα καθαρότατα... Και αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα.

Που να πάρει... Όσο και αν πάλευα, το οξυγόνο δεν έφτανε για να λειτουργήσουν τα πνευμόνια μου.

Έκανα αυτό που μου ήρθε πρώτα στο μυαλό. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν είχα χρόνο να το αναλύσω μέσα μου περαιτέρω, ούτε να επιτρέψω στον πανικό να με παρασύρει. Είχε μουδιάσει ολόκληρος ο εσωτερικός μου κόσμος. Λειτουργούσε μονάχα το ένστικτο της επιβίωσης

Με κυνηγούσαν... Και φώναζαν να σταματήσω, αλλιώς θα με πυροβολούσαν. Δεν υπάκουσα. Απλώς συνέχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση, ευελπιστώντας να γλιτώσω.

Κατέβηκα μερικά σκαλιά και τους είδα που έκαναν το ίδιο. Ένας πυροβολισμός έσκισε τον αέρα, όμως και πάλι, εγώ προχωρούσα με ταχύ ρυθμό. Η μουσική του πάρτι έφτασε στα αυτιά μου... Ίσως και να τα κατάφερνα, αν βιαζόμουν να ανακατευτώ με το πλήθος. Με ενοχλούσε αυτή η ιδέα, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.

Ξαφνικά, σκόνταψα και συγκρούστηκα με το πάτωμα. Μεσα σε δευτερόλεπτα, σηκώθηκα ξανά και συνέχισα την πορεία μου, αδιαφορώντας για τον πόνο στα γόνατα μου.

Όχι ξανά... Δεν γινόταν να βίωνα τον ίδιο εφιάλτη...

Κι' άλλος πυροβόλισμος, ο οποίος συνόδευσε το ουρλιαχτό μου και με επανέφερε στην πραγματικότητα απότομα και με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη.

Τελικά, κατέληξα στην καφετέρια, που η καθαρίστρια ευτυχώς ξέχασε να κλειδώσει. Κρύφτηκα κάτω από ένα τραπέζι και προσευχήθηκα ξανά και ξανά να μην με βρουν. Κατάπια τους λυγμούς μου και όταν τα βήματα τους πλησίασαν στην είσοδο του χώρου, έπαψα μέχρι και να αναπνέω, φοβούμενη ότι με κάποιον τρόπο, μπορεί και αυτό να με πρόδιδε.

<<Εσύ θα την πληρώσεις για τα λάθη του...>>.

Έτρεμα στην θύμησή του. Τον ένιωθα πίσω μου, να γελάει μοχθηρά και τα μεγάλα, παγωμένα χέρια του να με αρπάζουν και να μου κόβουν το οξυγόνο, όσο εκείνος με κατέστρεφε...

Θεέ μου... Πόσο ήθελα να φωνάξω... Να εκφράσω αυτόν τον πόνο που με εμπόδιζε να συνεχίσω τόσα χρόνια και να εξαφανίσω τους ψιθύρους που δεν με άφηναν να ξεχάσω...

Τα δάκρυα κύλησαν... Και πάλι, εγώ δεν έβγαλα άχνα. Αγκάλιασα τα γόνατα μου και ευχόμουν να τελειώσει αυτός το βασανιστήριο...

Το πρόσωπο της Μιράντας εισέβαλε στο μυαλό μου. Την σκότωσαν. Ήταν νεκρή... Εξαιτίας μου... Γιατί την άφησα μόνη... Γιατί σκέφτηκα μόνο το πόσο με στεναχώρησε εκείνη και όχι το ότι όφειλα να συμπεριφερθώ ώριμα.

Από το πουθενά... Οι σειρήνες της αστυνομίας ακούστηκαν. Και μόνο τότε άφησα τον εαυτό μου να αναπνεύσει ξανά... Και να κλάψει ελεύθερα, θρηνώντας τον χαμό ενός ακόμα αγαπημένου προσώπου, με το οποίο είχα μοιραστεί τόσα πολλά...

Τα δεύτερα χειρότερα γενέθλια της ζωής μου... Θα ηρεμούσα άραγε ποτέ;

Χρόνια πολλά... Ίνγκριντ Κουνσέν.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro